Ἐν βαθεῖᾳ κατανύξει καρδίας, μετά πένθους ἀνεκφράστου, ἀναπέμπω εὐχαριστίαν εἰς τὸν Κύριον τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τῆς μακαρίας ψυχῆς τοῦ μακαριστοῦ Ποιμενάρχου μας, Μητροπολίτου Κορίνθου κυροῦ Διονυσίου, ώς ἐκοιμήθη εἰρηνικῶς ἐν Κυρίῳ τὴν 22αν ὥραν τῆς 7ης τοῦ μηνὸς Αὐγούστου!
Ἡ καρδία μου θρηνεῖ, ἀλλ’ ὁ νοῦς μου ἀναβαίνει εἰς ὕψος προσευχῆς καὶ δοξολογίας, διότι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός, ὁ ἁπλοῦς, ὁ σεμνὸς, αλλά και μεγαλοπρεπής, ο προσηνὴς, ὁ ἀναπαύων τοὺς κοντινούς του, αλλά και τους μακράν, Πατήρ ἀληθινός, ἀνεπαύθη εἰς τὰς σκηνὰς τῶν Δικαίων.
Μεταξύ τῶν ἀμέτρητων εὐεργεσιῶν του, ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν μεγάλην τιμὴν νὰ φέρω μέσα μου τὴν σφραγίδα τῆς πατρικῆς του στοργῆς. Πρὸ δώδεκα ἐτῶν, ὅτε ἐπέστρεψα πληγωμένος σωματικῶς καὶ ψυχικῶς ἐκ τῆς ἐμπόλεμης Λιβύης, εἰς τὴν πατρίδα μου, ἐκείνος ὡς καλὸς Σαμαρείτης μὲ ὑποδέχθηκε, ὄχι ὡς ξένον, ἀλλ’ ὡς ἀδελφὸν, ὡς ο πατέρας ὑποδέχεται τὸ τέκνον του. Με ἀνέπαυσε, με ἰσχυροποίησε, καὶ μὲ ἐνέταξε εἰς τὸν ἱερὸν κλῆρον τῆς θεοσώστου Μητροπόλεως Κορίνθου.
Οἱ πρώτοι μου σταθμοί ἦσαν ἱστορικοί καὶ τιμητικοί: μὲ ἐτοποθέτησεν εἰς κεντρικὸν καὶ προβεβλημένον Ναὸν τῆς πόλεως Κορίνθου ἀναγνωρίζων ὄχι ἀνθρωπίνως ἀλλὰ πνευματικῶς τὴν ἀνάγκην μου νὰ διακονήσω, νὰ θεραπευθῶ, νὰ ἐπανακάμψω.
Καὶ ὅτε τὰ βήματά μου ὁδήγησαν τὴν διακονίαν μου εἰς τὸν Ενοριακὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Λεχαίου, ἐνέκρινε πατρικῶς καὶ ἐμοῦ του ἀναξίου ,τὴν ἀνάδειξιν εἰς Προϊστάμενον τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ὅπου μέχρι σήμερον λειτουργῶ, κηρύττω, ἐξομολογῶ, καὶ συντρέχω τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ!
Κατὰ τὰς τελευταῖας δοκιμασίας μου, κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἀσθενείας μου, ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης μας Διονύσιος, ὄχι μόνον προσηύχετο δι’ ἐμέ, ἀλλὰ καὶ πατρικῶς με ἐστήριξε όπως και ὑλικῶς, δείχνοντας τὸ πρόσωπον τοῦ φιλοστόργου πατέρα, ποὺ συνοδοιπορεῖ σιωπηλὰ μὲ τὸν ἀδελφὸ του, μὲ τὸν ἱερέα του, μὲ τὸν συναγωνιστή του.
Ἡ ἐκδημία του μὲ συγκλονίζει, ἀλλὰ καὶ με ὑποχρεώνει. Μὲ ὑποχρεώνει νὰ συνεχίσω μὲ πιστότητα τὴν διακονία μου, νὰ βαστάζω τὸν ζυγὸ τοῦ Κυρίου, νὰ μεταφέρω τὴν παρακαταθήκην του ἔμπρακτα, ὄχι μὲ λόγια κενά, ἀλλὰ μὲ βίον ἀληθινὸν καὶ ὁμολογίαν πίστεως ἐν ἀγάπῃ.
Ἐκ βαθέων καρδίας ἀναπέμπω τὸ «Αἰωνία σου ἡ μνήμη, σεβάσμιε Ποιμενάρχα μου!»
Καὶ παρακαλῶ ὅλους ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν, τὸν ἠγάπησαν, ἀναπαύθηκαν δι’αυτού ,διὰ τῆς ποιμαντικῆς του παρουσίας, νὰ ἀναπέμψουν μίαν προσευχήν, ἕνα δάκρυ, μίαν εὐχαριστίαν, διότι ὁ Ποιμενάρχης αὐτός, ἦτο ἀληθῶς εἰκὼν Χριστού!
Αρχιμανδρίτης
Ιωακείμ Βασιλάκος