τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰούδα.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας, ἕνας τῶν 12 Μαθητῶν καί Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ἦταν υἱός τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ Ἀλφαίου καί τῆς συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἀδελφός δέ τοῦ ἐπίσης Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἐπιλεγομένου Ἀδελφοθέου. Πρός διά-κρισιν ἐκ τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, στό μέν τό κατά Λουκᾶ Εὐ-αγγέλιο (6, 16) καί τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1, 13) ἀποκαλεῖ-ται Ἰούδας Ἰακώβου (ἀδελφός δηλαδή τοῦ Ἰακώβου), στό δέ τό κατά Ματθαῖον (10, 3) καί Μάρκον (Γ΄ 18) ὀνομάζεται Θαδδαῖος1 ἤ Λεββαῖος2. Ὁ συγγραφέας τῆς Ἐπιστολῆς Ἰούδα χαρακτηρίζεται σαφῶς «Ἰούδας…ἀδελφός δέ Ἰακώβου».
Ἡ ζωή του κατά τήν ἐπί τῆς γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου καί μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅμοια μέ τήν τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων. Μετά τήν Πεντηκοστή ὅμως, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθε ἐπί τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα παρέμεινε ἐργαζόμενος στά Ἱεροσόλυμα, κοπιῶν ὑπέρ τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, μετέβη ἀκολούθως στίς γειτονικές χῶρες, κηρύττων τό Εὐαγγέλιο στούς ἐν Σαμαρείᾳ καί Μεσοποταμίᾳ ὁμοεθνεῖς του. Στή συνέχεια, μετά τοῦ Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ ἀφίχθη στήν Περσία, Ἔδεσα, ὅπου ἐθεράπευσε τόν ἐκ λέπρας πάσχοντα τοπάρχη Ἄβγαρο, καί, τέλος, συνελήφθη στήν πόλη Ἀραράτ, ὅπου ἐκρεμά-σθηκε καί ἐτελειώθηκε κτυπηθείς διά βελῶν3. Κατ’ ἄλλους βιογρά-φους, ὁ Ἰούδας ἐμαρτύρησε στήν Βηρυτό περί τό 80 μ.Χ., ἀφοῦ προ-ηγουμένως ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἰουδαία, Ἀραβία καί Συρία. Τέλος, σύμφωνα μέ τίς Διαταγές τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας ὑπῆρξε τρίτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετά τόν Ἰάκωβο καί Συμεῶνα τοῦ Κλωπᾶ (7,46,1-2), τοῦτο δέ ἐπανέλαβε καί ὁ Γεώργιος Σύγγελος4.
Ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῆς συγγραφῆς τῆς Καθολικῆς Ἐπι-στολῆς τοῦ Ἰούδα, αὐτός χαρακτηρίζει ἑαυτόν «ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλον, ἀδελφόν δέ Ἰακώβου». Καί διά μέν τοῦ πρώτου χαρακτηρι-σμοῦ δηλώνει τήν ἀφοσίωσή του στόν Ἰησοῦ Χριστό, διά δέ τοῦ δευτέρου δηλώνει ὅτι ἦταν ἀδελφός τοῦ γνωστοῦ σέ ὅλους Ἰακώ-βου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ἡγετική θέση στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία5.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ζωσίμου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζώσιμος καταγόταν ἀπό τήν Ἀπολλωνιάδα τῆς Θράκης καί ἤθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.) καί ἡγεμόνος τῆς ἐν Πισιδίᾳ Ἀντιοχείας Δομετιανοῦ. Ὑπηρετῶν στίς τάξεις τῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων καί δεχθείς τόν Χριστιανισμό, ἀπέρριψε τόν ὁπλισμό του καί καταφυ-γών σέ Χριστιανική ἐκκλησία ἐβαπτίσθηκε. Καταγγελθείς γι’ αὐτό, συνελήφθη, ὁδηγηθείς δέ ἐνώπιον τοῦ Δομετιανοῦ καί ἀφοῦ ὁμο-λόγησε μέ πνευματική ἀνδρεία τόν Χριστό, καταδικάσθηκε σε θανάτωση μέ σκληρά βασανιστήρια. Ἔτσι, τόν ἐκρέμασαν καί τοῦ καταξέσχισαν τίς σάρκες, τόν ἅπλωσαν ἐπάνω σέ πυρακτωμένη σχάρα, τοῦ ἐφόρεσαν σιδερένια ὑποδήματα φέροντα ἐσωτερικῶς καρφιά καί τόν ὑποχτέωσαν νά τρέχει δεμένος ὄπισθεν πόλου, γιά νά μεταβεῖ στήν πόλη τῶν Κανανέων, ὅπου και ἀποκεφαλίσθηκε.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀσυγκρίτου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀσύγκριτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικά διά μαχαίρας. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στό Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώ-ρου στήν Ἁγία Εἰρήνη πού ἦταν κοντά στή θάλασσα6.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Γερβασίου καί Προτασίου, τῶν αὐταδέλφων, καί Οὐρσικίνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γερβάσιος καί Προτάσιος καταγόταν ἀπό τό Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καί ἦταν πιθανῶς οἱ υἱοί τῶν Ἁγίων Μαρ-τύρων Βιταλίου καί Βαλερίας († 29 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ἐνεθάρρυνε τόν Ἅγιο Μάρτυρα Οὐρσικίνο, ὅταν αὐτός πρός στιγμήν ἐφοβήθηκε τό μαρτύριο.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν τό ἔτος 62 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ Μεγάλου.
Ὁ Ὅσιος καί Θεοφόρος Παῒσιος καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυ-πτο, ἀπό γονεῖς εὔπορους, ἐνάρετους καί εὐσεβεῖς Χριστιανούς καί ἤκμασε κατά τό β΄ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Μετά τό θάνατο τοῦ πατρός του, νέος ἀκόμη στήν ἡλικία, ὑπό θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί κατέφυγε στήν ἔρημο, ὅπου ἔγινε μαθη-τής τοῦ περιώνυμου ἐρημίτου ἀσκητοῦ Παμβώ ( † 18 Ἰουλίου), ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ὁποίου προέκοψε σέ ὅλες τίς ἀρε-τές καί τή βαθειά γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετά τό θάνατο τοῦ διδασκάλου του, ἐπιθυμῶν πλέον ἥσυχη καί ἐρημική ζωή, γιά αὐ-στηρότερη ἄσκηση, κατέφυγε στό ἐσωτερικό τῆς ἐρήμου, ὅπου ἐγνωρίσθηκε καί συνδέθηκε διά στενοτάτης φιλίας μετά τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Ἰανουαρίου). Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἄρχισε ταχέως νά διαδίδεται, πολλοί δέ πιστοί προ-σέτρεχαν πρός αὐτόν, ἐξαιτοῦντες τήν εὐλογία καί τούς σοφούς πα-ρηγορητικούς λόγους του. Γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Μέγας. Γέ-ροντας πλέον, μετά ἀπό παρακλήσεις πολλῶν ἀδελφῶν, ἐγκατέ-λειψε τήν ἔρημο καί ἐγκατασταθείς πλησίον κατοικημένων τόπων ἐδίδασκε καί ἐνουθετοῦσε τά πρός αὐτόν προσερχόμενα πλήθη τῶν πιστῶν.
Ὁ Ὅσιος Παῒσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνῃ σέ βαθύτατο γῆρας καί ἐνταφιάσθηκε στήν ἔρημο. Μετά ὀλίγα ἔτη, τά ἱερά αὐτοῦ λεί-ψανα, ἀνακομισθέντα, μετεφέρθησαν στήν Πισιδία καί κατετέθη-σαν στήν ἐκεῖ εὑρισκόμενη μονή.
Τόν Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου συνέγραψε ὁ συνασκητής του Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κολοβός († 9 Νοεμβρίου), τήν δέ Ἀκολουθία του ἐξεπόνησε ὁ Χριστοφόρος Προδρομίτης.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ζήνων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦ-ται.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καί ὁ χρόνος δράσεως τοῦ Ὁσίου Ζήνωνος. Ἐγκαταλείψας τήν κοσμική ζωή, ἀσκήτεψε πλησίον ἐναρέτου καί σοφοῦ γέροντος, Σιλουανοῦ ὀνομαζομένου. Διακρινόμενος γιά τήν ὑπερβολική του ὑπακοή, τή μεγάλη εὐσέ-βεια καί τήν ἀκτημοσύνη του, ἔτυχε παρά τοῦ Θεοῦ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, πολλούς πάσχοντες θεραπεύσας. Ἀφοῦ ἔζησε μέ ὁσιότητα καί εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη μετά ἀπό αὐστηρότα-τη ἄσκηση πού διήρκεσε 62 καί πλέον ἔτη.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρλαάμ, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ, κατά κόσμον Βασίλειος Στεπάνοβιτς Σβο-εζεμσέβ, ἔζησε τον 15ο αἰώνα στήν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσσίας. Εὔπορος καί διακεκριμένος ἄνθρωπος, ἀγάπησε τήν πε-ριοχή καί ἐφρόντισε γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καί τῆς ἁλι-είας, γιά νά ζοῦν οἱ συμπατριώτες του καλύτερα. Ἐπέδειξε ἰδι-αίτερη ἀγάπη καί στοργή πρός τούς φτωχούς καί τά ὀρφανά, καί καθημερινά προσευχόταν στόν Θεό νά διατηρήσει τή ζέση τῆς ἀγάπης του γιά τούς ἀνθρώπους καί ἰδιαίτερα τούς φτωχούς καί τούς πάσχοντες. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Κύριο καί ἡ ταπείνωσή του ὁδήγησε τά βήματά του στήν ἱερά κοινοβιακή μονή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, καί ἐκεῖ ἐκάρη μονα-χός.
Μετά ἀπό θεοφιλή ἄσκηση στά ἔργα τῆς ἀγάπης καί προ-σευχή, παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του πρός τόν Κύριο, τό 1467. Ἡ κανονική διαδικασία τῆς ἀγιοποιήσεώς του ἔγινε, τό 1631, ἀπό τόν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Κυπριανό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰώβ, πατριάρχου Μόσχας.
Ὁ Ἅγιος Ἰώβ, πρῶτος Πατριάρχης Μόσχας, ἐγεννήθηκε περί τό 1530 μ.Χ. στήν Στάριτσα καί ἐκοιμήθηκε τό 1607 μ.Χ. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώβ καί ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του ἱδρύθηκε τό Πατριαρχεῖο Μόσχας (1589). Ὁ Ἅγιος Ἰώβ ἀγωνίσθηκε νά ὀργανώ-σει τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, ἐνεθάρρυνε τό ἱεραποστολικό ἔργο, εὐνόησε τις διορθώσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, καί ἄλλα.
Κατά τήν ἐποχή αὐτή ἐμφανίσθηκαν δύο ψευδο-Δημήτριοι, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριξαν ὅτι ἦσαν υἱοί τοῦ Ἰβάν Δ΄ καί ἤγειραν ἀξιώσεις ἐπί τοῦ θρόνου τῆς Μόσχας. Ὁ Πατριάρχης Ἰώβ ἐτήρησε σθεναρή στάση ἔναντι τοῦ ψευδο-Δημητρίου, τόν ἀναθεμάτισε καί ἔστειλε ἐγκύκλια ἐπιστολή σέ ὅλους τούς ναούς, μέ τήν ὁποία ἐγνωστο-ποιοῦσε ὅτι ὁ ψευδο-Δημήτριος ἦταν ὁ μοναχός τῆς μονῆς Τσου-ντώφ Γρηγρόριος Ὀτρέπιεφ. Οἱ ἐπαναστάτες ὅμως, μέ τήν ὑποστή-ριξη τῶν Πολωνῶν, τῶν Γερμανῶν καί τῶν Ἰησουϊτῶν, ἔγιναν κύριοι τῆς Μόσχας μέ τόν θάνατο τοῦ τσάρου Βόριδος Γκουντου-νώφ (1605), συνέλαβαν δέ τόν Πατριάρχη κατά τήν διάρκεια τῆς Λειτουργίας στόν ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τόν ἐκθρόνισαν καί τόν ἐξόρισαν στήν μονή Σταρίσκυ, ὅπου παρέμεινε μέχρι τόν θάνατό του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ ἐν τῇ μονῆ Χιλανδαρίου τοῦ Ἄθῳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Παῒσιος ὁ Χιλανδαρηνός ἐγεννήθηκε στήν πόλη Μπάνσκο τῆς Βουλγαρίας, τήν περιοχή τοῦ Σαμοκόβου, περί τό 1722. Νέος ἦλθε στή μονή Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἐμό-νασε πλησίον τοῦ μεγαλυτέρου ἀδελφοῦ του ἡγουμένου Λαυρεν-τίου.
Συνέβαλε τά μέγιστα στήν ἀφύπνιση τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος τῶν Βουλγάρων καί στή διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς τους συνειδήσεως. Ἐταξίδευσε στήν Μόσχα γιά νά αὐξήσει τίς γνώσεις του καί νά ἀναζητήσει σχετική βιβλιογραφία, καί κυρίως ἔργα περί τῆς ἱστο-ρίας τῶν σλαβικῶν λαῶν, πρωτότυπων ἤ μεταφρασμένων στή ρωσ-σική, ἀπό τά ὁποῖα ἔλαβε ἀφορμές καί στοιχεῖα γιά μιά δική του σύνθεση, πού κατέγραψε σέ ἕνα ἔργο μέ μικρή ἱστορική ἀξία.
Δυστυχῶς δέν γνωρίζουμε τήν ἡμερομηνία τῆς εἰρηνικῆς κοι-μήσεώς του καί γιά τό λόγο αὐτό ἑορτάζεται τήν ἴδια ἡμέρα μέ τό συνώνυμό του Ὅσιο Παῒσιο τόν Μέγα.
Ἡ κανονική ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητος του ἔγινε ἀπό τήν Ἱε-ρά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας7.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!