(Λουκ. 5.1-11)
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, μᾶς περιγράφει μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες σκηνές, τὶς ὁποῖες διηγοῦνται τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει ἤδη ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, καὶ εὑρίσκεται σὲ μία ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ.
Τῆς λίμνης, ποὺ τόσες φορὲς διέπλευσε, κοντὰ στὴν ὁποία τόσα θαύματα ἐνήργησε, τόσες φορὲς προσευχήθηκε. Τῆς λίμνης, ἀπὸ τοὺς ψαράδες τῆς ὁποίας ἁλίευσε, ἐξέλεξε, ὅπως σήμερα ἀκούσαμε, τοὺς πρώτους μαθητές Του.
Ἐκεῖ λοιπὸν βλέπει δύο ψαροκάϊκα, ποὺ ἀνῆκαν τὸ ἕνα στὴν οἰκογένεια τοῦ Σίμωνα, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου δηλαδὴ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀνδρέα, καὶ τὸ ἄλλο στὸν Ζεβεδαῖο καὶ στοὺς υἱούς του Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἦσαν συνεργάτες, συνέταιροι θὰ λέγαμε σήμερα, μεταξύ τους. Κι ἐπειδὴ μαζεύτηκε ἐκεῖ πολὺς κόσμος, νὰ ἀκούσουν τὰ θεῖα λόγια, τὰ «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» τοῦ ἁγίου Διδασκάλου, ἀλλὰ κι ἐπειδὴ σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἦσαν μαζεμένοι καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι, ποὺ ζητοῦσαν τὴν ἰατρεία ἀπὸ τὸν Χριστό, σὲ σημεῖο ποὺ πέφτανε ἐπάνω του νὰ Τὸν ἀγγίξουν, ὥστε νὰ θεραπευτοῦν, τί κάνει ὁ Κύριος; Ἀνεβαίνει στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, αὐτὸ τοῦ Σίμωνα, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸ ξανοίξει λίγο ἀπὸ τὸ μουράγιο.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, καθισμένος στὴν ἄκρη, σὰν ἀπὸ ἄλλο ἄμβωνα, διδάσκει τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν καθήσει στὴν ἀμμουδιὰ καὶ ἀκούγανε μὲ πόθο τὰ ἀθάνατα ἐκεῖνα λόγια. Κι ἐκεῖ, σ’ αὐτὸ τὸν ψαρότοπο, μέσα σὲ ψαρόβαρκα, ὁ μέγας ἁλιέας τῶν ψυχῶν, μέσα στὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδας (γιατί, λίμνη τῆς Τιβεριάδας καὶ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα) ἀγκιστρεύει, ἁλιεύει τὶς ψυχὲς τῶν λογικῶν ἰχθύων, ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἐπειδὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, σ’ ὅσους τὸν ἀκοῦνε μὲ πόθο καὶ τὸν ἐφαρμόζουν μὲ συνέπεια, τοὺς ἐξάγει ἀπὸ τὴν ἁλμυρὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοὺς μεταφέρει στὸ γαληνὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, ὁ σαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὑπῆρξε λοιπὸν διδάσκαλος, μέγας διδάσκαλος ὅμως καὶ μοναδικός: Ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας, τῆς μόνης ἀλήθειας: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω.18,37), διακήρυξε στὸν Πιλᾶτο. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», (Ἰω.14,6), θὰ εἰπεῖ κάποτε στοὺς αὐθάδεις καὶ ἀπίστους Ἰουδαίους. Καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ὄντως ἀληθινή, γιατὶ δέν εἶναι ἀνθρώπινη, εἶναι θεία. Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ χαρμόσυνη ἀγγελία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, οἱ θεῖες ἀλήθειες, τὰ δόγματα τῆς πίστης μας, δέν εἶναι ἀνακάλυψη, ἀλλὰ ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη πίστη ἢ θρησκεία ἢ αἵρεση.
Ἀκόμη, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπῆρξε διδάσκαλος μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Ἀπευθύνεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἡ διδασκαλία του, τὴν ὁποία σφραγίζει ἡ τελειότητα, ἕνα ἀξεπέραστο κάλλος. Καὶ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κάθε ἐποχῆς, καὶ ἱκανοποιεῖ τὸ βαθύτερο εἶναι κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε: «Πιστεύω… εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.» Ἡ πίστις μας εἶναι ὄντως καθολική, γιατὶ περιλαμβάνει τὴν καθόλου, ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀπευθύνεται στὸν καθόλου, ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἐσφαλμένα τελείως ἀποκαλεῖται Καθολικὴ ἡ Δυτικὴ ἐκκλησία. Ὁ ὀρθὸς χαρακτηρισμός της εἶναι παπική. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική. Μὰ καὶ ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλειώδης, σὲ βαθμὸ ποὺ τὰ πλήθη ποὺ τὸν ἄκουγαν «ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ», γιατὶ δίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» καὶ ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισσαῖοι, ὑποκριτικά.
Περαιτέρω, ἡ ἁγιώτατη διδασκαλία τοῦ Κυρίου δὲν περιλαμβάνει μόνο λόγια καὶ θεωρία, ἀλλὰ καὶ ἔργα καὶ πράξεις καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή, σὲ μία πλήρη ἐναρμόνιση καὶ ἀπόλυτη συμφωνία. Δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ σκοτεινὰ σημεῖα καὶ ἀντιφάσεις. Εἶναι ὅλη φῶς. Ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπαύγασμα τῆς παναγίας θεανθρώπινης ζωῆς Του. Ἔδινε τὸν ἑαυτό Του κανόνα καὶ ὑπόδειγμα. Καὶ ἦταν ἀσφαλὴς καρπὸς τῆς ἀγάπης Του πρὸς τὸν κόσμο, τὸν κάθε ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχυσε στὸν Σταυρὸ τὸ ἄχραντο αἷμά Του. Καὶ τέλος, τὸ κύρος, ἡ ἀξιοπιστία τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιωνόταν ἀπὸ τὰ πάμπολλα καὶ ἐξαίσια θαύματά Του, μὲ τὰ ὁποῖα εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ προφητικὸ ὅμως ἔργο τοῦ Κυρίου, ἀδελφοί, δηλαδὴ ἡ διδασκαλία τῆς Εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, συνεχίζεται ἔκτοτε ἀσταμάτητα μέχρι σήμερα. Πρῶτοι οἱ ἀπόστολοι, ἔπειτα οἱ διάδοχοί τους καὶ ἕως τὶς ἡμέρες μας, οἱ ποιμένες καὶ διδασκάλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, παρέχουν στὸν πιστὸ λαὸ τὰ ψυχοσωτήρια νάματα τοῦ θείου λόγου. Στοὺς ἀκροατὲς ἐναπόκειται νὰ καρποφορήσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἴτε σὲ τριάντα, εἴτε σὲ ἑξήντα, εἴτε σὲ ἑκατό. Καὶ τὸ βλέπομε ἔμπρακτα στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Ἰησοῦς ἀπεύθυνε δύο ἐντολὲς στοὺς τέσσερεις ἐκείνους ἁπλοϊκοὺς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας. Ἠ πρώτη, νὰ ξαναρίξουν τὰ δίκτυα στὴ θάλασσα. Κι αὐτοί, παρόλο ποὺ εἶχαν κοπιάσει ὅλο τὸ προηγούμενο βράδυ καὶ δὲν εἶχαν πιάσει τίποτα, παραμερίζοντας τὴ λογικὴ καὶ τὴ σωματικὴ κόπωσή τους, ὑπακοῦνε καὶ τὰ ξαναρίχνουν. Κι ὁ καρπὸς τῆς ὑπακοῆς ποὺ δρέψανε πλουσιώτατος: Ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια, βυθίζονταν τὰ ψαροκάϊκά τους! Κι ἐκεῖ, πάνω στὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἔκπληξή τους, ἀκοῦνε τὴ δεύτερη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι αὐτοὶ αὐτοστιγμεί, ἐγκαταλείποντας, ὄχι μόνο τὰ φρεσκοψαρεμένα ψάρια, ἀλλὰ καὶ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ἀκολουθοῦν μὲ πίστη καὶ πόθο τὸν ἅγιο Διδάσκαλο. Καὶ οἱ ἀγροῖκοι ἐκεῖνοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ψαράδες γίνονται οἱ κορυφαῖοι τῶν ἀποστόλων, θαυματουργοί, ἅγιοι, πάνσοφοι, κήρυκες λαμπροὶ τοῦ θείου λόγου, πραγματικοὶ ψαράδες ἀπίστων ἀνθρωπίνων ψυχῶν.
Ἡ πρόθυμη ὑπακοὴ καὶ ἡ πίστη στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπως βλέπουμε, μᾶς χορηγεῖ καὶ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἀναγκαῖα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀξιώνει τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς ἀτελεύτητης, τῆς αἰώνιας ζωῆς, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ ἀληθινοῦ καὶ ἀνυπερβλήτου Διδασκάλου καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ