τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει μέ τήν πορεία μιᾶς μικρῆς σχεδίας, μιᾶς μικρῆς βάρκας, πάνω στ’ ἀφρισμένα κύματα τοῦ πελάγου. Πολλές φορές ἡ λογοτεχνία καί ἡ ποίηση μίλησαν γι’ ἀρμένισμα σέ θάλασσες, χαροπάλεμα μέ τά κύματα, καραβοτσάκισμα στ’ ἁλμυρά βράχια, ναυάγια καί λιμάνια, θέλοντας νά μιλήσουν γι’ αὐτῆς τῆς ζωῆς μας τό πικρό περιεχόμενο. Καί ὄντως οἱ παραστατικές αὐτές εἰκόνες τῆς θάλασσας καί τοῦ ὠκεανοῦ ἀπηχοῦν τήν πικρή ἀλήθεια πού ξεπροβάλλει πίσω ἀπό τήν καθημερινή πραγματικότητα, μέσα στήν ὁποία περιπλέει καί ἡ ναῦς, τό πλοιάριο, τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά μέ ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό, ὅπως γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: ὅτι «τοῦτο τό πλοῖον χειμάζεται, ἀλλ’ ὑποβρύχιον οὐ γίνεται», δηλαδή δεν βυθίζεται.
Τί εἶναι, λοιπόν, αὐτό πού κάνει τό πλοῖο τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί κάποιες φορές κλυδωνίζεται, νά μήν καταποντίζεται; Πῶς συμβαίνει νά χειμάζεται, ἀλλά ναυάγιον νά μήν ὑπομένει; Ὅλα ὀφείλονται στόν Κυβερνήτη του, στόν Ὁποῖο ἐνσωματώνεται τό πλήρωμα καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐνδυναμώνεται καί νικᾶ καί σώζεται. Μέ ἁπλά λόγια, κυβερνήτης εἶναι ὁ Χριστός καί πλήρωμα οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού ζοῦν διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν τῷ Χριστῷ· πού ἡ ζωή τους «κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολ. 3,3). Εἶναι τά θαυμαστά καί ζῶντα πρόσωπα τῶν Ἁγίων, πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «εἰς τόν αἰῶνα», στεφανωμένα μέ «τό διάδημα τοῦ κάλλους» (Σ. Σολ. 5,15-16).
Ἀκριβῶς αὐτή τήν εὐλογημένη ἡμέρα τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, τοῦ μύστη τῆς χάριτος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καταθέτει καί ἀναγγέλει στόν κόσμο τήν δική της ἀπάντηση, τήν δική της ἐλεύθερη πρόκληση, τήν δική της ἀγαπητική πρόσκληση, τήν δική της σωτηριολογική πράξη: ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔδωσε τή μαρτυρία, ὅτι ἡ διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν εἶναι μία θεωρητική ἤ διανοητική διδασκαλία, ἀλλά ἡ πηγή τῆς ἐν κοινωνίᾳ προσωπικῆς ὑπάρξεως. Διότι μόνο μέσα στή ζωή τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι μέσα σέ ἰδεολογίες καί ἀνθρώπινα συστήματα, τά ὁποῖα διαρκῶς καταργοῦν τήν ἐλευθερία καί τήν προσωπικότητα, δύναται ὁ ἄνθρω-πος νά ζήσει ὡς ἄνθρωπος καί νά ἀνταποκριθεῖ στή θεϊκή του κλήση, δηλαδή νά ὑπάρξει οὐσιαστικά ὡς πρόσωπο καί νά γίνει Θεός κατά χάριν.
Ὁ βίος καί τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου μᾶς ὑπενθυμίζει ἀκόμη, ὅτι ἡ ζωή μας, γιά νά εἶναι ζωή, χρειάζεται νά εἶναι συμμετοχή στή ζωή, τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συνεπάγεται θάνα-το καί ἀνάσταση. Θάνατο καθημερινό τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἀνάσταση τοῦ νέου, τοῦ κατά Χριστόν κτισθέντος. «Τό μαρτύριον οὐ τῇ ἀποβάσει κρίνεται μόνον, ἀλλά καί τῇ προθέσει»[1]. Φθάνει νά θέλουμε, καί ὁ Θεός θά εὐλογήσει τόν ἀγώνα μας.
Οἱ Ἅγιοι καί οἱ Μάρτυρες δικάζονταν καί ἀπειλοῦνταν μέ ἀπειλή θανάτου νά ἀπαρνηθοῦν τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ ζωή καί ὁ θάνατός τους κρεμόταν ἀπό μιά μόνο λέξη: «πιστεύω» ἤ «δέν πιστεύω καί ἀρνοῦμαι τόν Χριστό», ἐνῶ ἐκαλοῦντο νά ἐπιλέξουν: νά δηλώσουν τήν ὑποταγή τους στήν ἐξουσία τοῦ κόσμου τούτου ἤ νά ἀποδοκιμάσουν τήν πίοτη τους. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος στάθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὡς στῦλος ἀκλόνητος και ὡς πέτρα παράλιος πρός τίς προσβολές τῶν κυμάτων. Ἔγινε ἔτσι ὄχι μόνο φίλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί κοινωνός τοῦ ζωηφόρου Αὐτοῦ Σταυροῦ. Ὁ Σταυρός ταυτίζεται μέ τήν Ἀνάσταση καί στό ὑψηλότερο σημεῖο τοῦ πάθους του ὁ Μεγαλομάρτυς Δημήτριος γνωρίζει τήν ἀτελεύτητη χαρά τοῦ Πάσχα. Εἶναι ἐκεῖνος πού δέν φοβᾶται τόν θάνατο, διότι ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί τόν μετέτρεψε σέ Ἀνάσταση.
Ὁ ἄνθρωπος πού δίδει τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ καί τόν ὁμολογεῖ μέ τό αἷμα του δέν εἶναι στωϊκός καί ἀπαθής, οὔτε κατ’ ἀνάγκην ἐθελο-ντής μαχητής. Εἶναι συνήθως μιά ταπεινή προσωπικότητα, ἡ ὁποία ὅμως ἀντί νά σκληρυνθεῖ ἤ νά ἐπαναστατήσει κατά τήν ὥρα τῆς δοκιμασίας, ἐγκαταλείπεται στόν Χριστό μέ μιά ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη. Ὁ Χριστός τότε τόν ἐλευθερώνει ἀπό τόν πόνο καί τόν γεμίζει ἀπό χαρά. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Δημήτριος, ὅταν τόν ἐθανάτωναν, εὐλογοῦσε τούς δημίους του. Ἀπευθυνόταν στήν συνείδησή τους. Ἀρνήθηκε τήν βία, γιά νά ἐπικαλεσθεῖ τήν μόνη ἐπανάσταση: τήν ἐπανάσταση τῶν συνειδήσεων. Ὁ Ἅγιος, αἰχμάλωτος τῆς ἀφθάρτου ἀγάπης, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Ἰγνα-τίου τοῦ Θεοφόρου, παρέμενε ἀπαθής ἔναντι τῆς ἀγάπης τοῦ φθειρόμενου κόσμου.
Αὐτό εἶναι καί τό μεγάλο μήνυμα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου: «ἄν πρέπει νά σωθεῖ κάτι μέσα στόν κόσμο, δέν εἶναι προπαντός ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διότι μᾶς ἠγάπησε Πρῶτος καί ἡ δύ-ναμή Του κρατεῖ καί στηρίζει τόν ἄνθρωπο»[2].
«Δημήτριος ὁ ἔνδοξος καί τῆς ἄνω λαμπρότητος σύσκηνος» μᾶς χαρίζει σήμερα τήν πανήγυρή του ὡς δῶρο ὑπέρτατο. Καλούμεθα, λοιπόν, ὄχι μόνο νά εὐφρανθοῦμε, ἀλλά καί νά καρπωθοῦμε τήν θεοπρεπή μνήμη του.
Ὁ ἄνθρωπος τῶν σημερινῶν σκληρῶν καιρῶν καλεῖται, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, νά ἀκούσει τό συναξάρι τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ καί προσευχόμενος νά παραδίδει μέ ἐμπιστοσύνη τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Σέ αὐτό τόν καθημερινό ἀγώνα ἄς ψελλίζουμε μέ ταπείνωση τήν ἱκεσία μας: «Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Αὐτός, ὁ ζῶν Θεός τοῦ Δημητρίου, εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός μας, ὁ Χριστός καί Λυτρωτής μας, ὁ Πατέρας μας, ὁ Ἀδελφός μας, ὁ Φίλος μας, ἡ Ρίζα μας, τό Θεμέλιό μας, ἡ ἀνάπαυση καί ἡ σωτηρία μας. «Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, βοήθησον ἡμᾶς»!
[1] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τό ρητόν τοῦ ϞΕ΄ Ψαλμοῦ, «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν», 6, P.G. 55, 627.
[2] Παύλου Εὐδοκίμωφ, βλ. π. Ἀνδρέου Ἀγαθοκλέους, Γεύσασθε καί ἴδετε, Λάρνακα 1993, σελ. 46.