Σεραφεὶμ ἐκλέλοιπε τῆς Ἐκκλησίας,
Σεραφεὶμ τοῖς Ἀγγέλοις συνηριθμήθη.
Ὁ φιλοκαλικὸς Ἐπίσκοπος, ὁ ὑψιπέτης ἀετὸς τοῦ Πνεύματος, ὁ διακατεχόμενος ἀπὸ τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα τοῦ προκατόχου του Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ τοῦ ἥρωος Παύλου Μελᾶ, ὁ φίλος τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, ὁ ἀνύστακτος Λειτουργὸς τῶν Θείων Μυστηρίων, τὸ ἔκτυπον τῆς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, ὁ ἀκέραιος περὶ τὴν πίστιν, ἄνοιξε τὰ φτερά του γιὰ νὰ πετάξει στοὺς παμφώτους τῶν οὐρανῶν αἰθέρες, νὰ μεταβεῖ «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. ε΄ 24). Ὁ μακαριστὸς ἤδη Ἅγιος Καστορίας, κυρὸς Σεραφείμ, πέταξε ἐνωρίς, ἀφοῦ «ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς» (Σοφ. Σολομ. δ΄ 10). Ἡ ἄδολη καὶ ἀνεξίκακη ψυχή του θὰ συμπανηγυρίζει σήμερα μαζὶ μὲ τὰ ἄδολα καὶ ἀνεξίκακα Νήπια, τὰ σφαγιασθέντα ἀπὸ τὸν Ἡρώδη στὴν Βηθλεέμ. Θὰ τελεῖ χωρὶς περιορισμοὺς τὴν Θεία Λειτουργία στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο, αὐτὴν ποὺ σχεδὸν καθημερινὰ τελοῦσε στὴν γῆ συμπαρισταμένων, ὄχι μόνον τοῦ ποιμνίου του καὶ τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ἀλλὰ τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων.
Ὁ Ἅγιος Καστορίας μεταδημότευσε ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ ἐπαρχία τῆς Καστοριᾶς γιὰ τὴν βυζαντινὴ αὐτοκρατορία τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὸ πλῆθος τῶν Καστοριέων Ἁγίων, αὐτῶν ποὺ ἀνέδειξε καὶ τίμησε. Γνώριζε τὴν ἀναχώρησή του, εἶχε τὸ εἰσιτήριο χωρὶς ἐπιστροφὴ στὸ χέρι. Τὸ εἰσιτήριο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν οὐράνια πατρίδα τὸ εἶχε ἐξασφαλίσει μὲ τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὸ γνήσιο, ἀρωματισμένο χριστιανικό του φρόνημα, τὴν ἄοκνη διακονία του στὴν Μητρόπολη τῆς Καστοριᾶς, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑπομονή του στὰ ἔμπονα ποιμαντικά του καθήκοντα, στὰ προβλήματα ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ ἀντιμετωπίσει, καὶ ὅπου ἔλαμψεν «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» (Σοφ. Σολομ. γ΄ 6).
Δὲν παρουσιάσθηκε στὸν Χριστό μας ὁ Ἅγιος Καστορίας μὲ ἄδεια χέρια. Εἶχε σφραγισμένα διαπιστευτήρια. Ἦταν τὰ χέρια του γεμάτα μὲ διαμάντια πολύεδρα, ἀρετῶν, φιλανθρωπίας, ἀγάπης, φιλοξενίας, ψυχωφελῶν κηρυγμάτων καὶ πλήθους πνευματικῶν του παιδιῶν, γιὰ τὰ ὁποῖα καυχόταν λέγοντας: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἃ μοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός» (Ἑβρ. β΄ 13).
* Παρουσίασε στὸν Χριστό μας τὸ μικρό του, ἀλλὰ ἁγιόλεκτο, μητροπολιτικὸ κοινόβιο, στὸ ὁποῖο συνέτρωγε μὲ τὰ παιδιά του καὶ τοὺς φιλοξενουμένους του, ἀναπαύοταν ψυχικὰ καὶ σωματικά, καὶ τὸ ὁποῖο στήριζε μὲ τὴν ράβδο τῶν θεόπνευστων διδαχῶν του.
* Παρουσίασε στὸν Χριστό μας τὴν ἄνθηση τῆς Μητροπολεώς του, τὴν μέριμνα γιὰ τὰ Μοναστήρια της, τὴν φροντίδα του γιὰ ὅλους τοὺς Ναούς, μικρούς, μεγάλους, ἀρχαίους καὶ νεόδμητους, γιὰ τὸν Ἅγιο Νικάνορα στὴν Χλόη, γιὰ τον Ἅγιο Νεκτάριο στὸ Ἄργος Ὀρεστικό.
* Παρουσίασε στὸν Κύριο τὸν ἐνιαύσιο κύκλο τῶν λειτουργιῶν του καὶ τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ εἰκοσιτετραώρου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἀπεῖχε παρὰ τὸν φόρτο τῶν καθηκόντων του καὶ ἐνίοτε τῶν προβλημάτων ὑγείας του.
* Παρουσίασε στὸν Κύριο τοὺς φακέλλους ποὺ ἔστειλε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὶς ἁγιοκατατάξεις τῶν Ἁγίων τῆς ἐπαρχίας του καὶ αὐτοὺς τῶν ἱερῶν τους Ἀκολουθιῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως, τῆς Ὁσίας Σοφίας, τῆς Κλεισούρας, τοῦ Ἱερομάρτυρος Βασιλείου ἀπὸ τὸ Χιλιόδενδρο καὶ τῶν προσφάτων, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Καστοριᾶς, Μάρκου Κλεισουριέως, Γεωργίου καὶ Ἰωάννου, τῶν Καστοριέων καὶ Πλάτωνος, νέου ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἀϊβαζίδου, ἔχοντας τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς πρεσβεύοντας πρὸς τὸν Ὕψιστον ὑπὲρ αὐτοῦ.
* Παρουσίασε στὸν Κύριο τὶς ἐλεημοσύνες του, οἱ ὁποῖες εἶχαν προπορευθεῖ καὶ ἀνεβεῖ ἐνώπιόν Του, ὅπως τοῦ Κορνηλίου τοῦ Ἑκατοντάρχου, ἂν καὶ ἀκολουθοῦσε τὴν ἀρχὴ τοῦ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τὶ ποιεῖ ἡ δεξία σου» (Ματθ. στ΄ 3).
* Παρουσίασε στὸν Κύριο τὴν ἀφανῆ του μέριμνα γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἐμπεριστάτους, τὰ ὀρφανά, τὴν αὐγὴ τῆς ζωῆς, τὴν νεότητα, καὶ τὰ τίμια γηρατειά, γιὰ τὴν ἄνετη διαβίωση τῶν ὁποίων ἰδιαιτέρως μοχθοῦσε.
Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα δὲ πιστῶν» (Α΄ Τιμ. δ΄ 9), τὸν ὑποδέχθηκε μὲ οὐράνιες τιμὲς καὶ τὸν κατέστησε οὐρανοπολίτη.
Σεβαστέ μου, Ἅγιε Καστορίας, τὴν προπαραμονὴ τῆς εἰσαγωγῆς σου στὴν ΜΕΘ, ὅταν ξαφνικὰ ἀνέβασες πυρετό, μὲ πῆρες τηλέφωνο, γιὰ νὰ σοῦ εὐχηθῶ γρήγορα νὰ ἐξέλθεις νικητὴς ἀπὸ τὴν περιπέτειά σου. Τώρα ποὺ βλέπω μὲ ἄλλο ὀπτικὸ πρίσμα τὰ πράγματα, δὲν νομίζω ὅτι εἶχες ἀνάγκη ἐγὼ ὁ ἀνάξιος νὰ εὐχηθῶ γιὰ σένα, ὅταν σὲ κάλυπταν οἱ εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς στρατευομένης καὶ τῆς θριαμβεύουσας. Μὲ πῆρες, γιὰ νὰ μὲ ἀποχαιρετήσεις προβλέποντας τὸ μεγάλο σου ταξίδι. Και ἐγὼ κλίνοντας γόνυ σώματος καὶ καρδίας τώρα σὲ ἀποχαιρετῶ καὶ σὲ παρακαλῶ, ἐκεῖ στὴν γειτονιὰ τῶν Ἀγγέλων ποὺ βρίσκεσαι, μὴν παύσεις νὰ εὔχεσαι στὸν Κύριο τῆς δόξης γιὰ τὸ λογικό σου ποίμνιο, γιὰ ὁποῖο ἔδωσες κάθε σου ἰκμάδα, καὶ γιὰ ἐμᾶς ποὺ σὲ ἀγαπήσαμε καὶ ὠφεληθήκαμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ μαζί σου συναναστροφή. Τὴν εὐχή σου νὰ ἔχουμε!
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας