† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Τρύφωνος.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων καταγόταν ἀπό τή Λάμψακο[1] τῆς ἐπαρχίας τῆς Φρυγίας καί ἔζησε στά χρόνια των αὐτοκρατόρων Γορδιανοῦ Γ´ (238-244 μ.Χ.), Φιλίππου (244-249 μ.Χ.) καί Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπό πτωχή οἰκογένεια καί στή παιδική του ἡλικία, ἔβοσκε χῆνες γιά νά ζήσει. Συγχρόνως ὅμως ἐμελετοῦσε μέ ζῆλο τήν Ἁγία Γραφή καί ἦταν φιλακόλουθος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Ἔτσι, σιγά-σιγά ὁ Ἅγι-ος, μέ τήν εὐσεβῆ φιλομάθειά του, κατόρθωσε ὄχι μόνο νά διδαχθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά καί νά διδάσκει τίς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Γρήγορα ἡ εὐσεβής ψυχή του ἐδέχθηκε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά θαυματουργεῖ. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐθεράπευε ὄχι μόνο κάθε ἀσθένεια, ἀλλά καί ἐλευθέρωνε τίς μολυσμένες ἀπό τά δαιμόνια ψυχές.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Γορδιανός, ἐπληροφορήθηκε γιά τίς θαυματουργικές ἱκανότητες τοῦ Τρύφωνος, τόν ἀναζήτησε γιά νά θεραπεύσει τήν ἄρρωστη θυγατέρα του πού ἔπασχε ἀπό δαιμόνιο. Οἱ στρα-τιῶτες τόν βρῆκαν στήν κωμόπολη τῆς Σαμψάδου νά φροντίζει τίς χῆ-νες στήν παρακείμενη λίμνη καί ἀμέσως τόν πῆραν μαζί τους. Τό Μαρ-τύριο τοῦ Ἁγίου ἀναφέρει ὅτι μόλις ὁ Ἅγιος ἐπλησίαζε στή Ρώμη τό δαιμόνιο πού εἶχε ἡ θυγατέρα τοῦ Γορδιανοῦ ἐκραύγαζε ὅτι δέν μπο-ρεῖ πιά νά κατοικεῖ μέσα της. Οἱ ἔπαρχοι Πομπιανός καί Πρετεξτάτος τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καί ἐκεῖνος παρεκάλεσε τόν Ἅγιο γιά τή θεραπεία τῆς θυγατέρας του. Καί πράγματι, μέ τήν προ-σευχή τοῦ Ἁγίου ἡ θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος ἀπηλλάγη ἀπό τό δαι-μόνιο. Ὁ Ἅγιος μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες προσευχῆς ἀπεκάλυψε τά κακά ἔργα τοῦ διαβόλου καί πολλοί ἀπό τούς Ἕλληνες πού ἦσαν παρόντες ἐδόξασαν τόν Θεό καί ἐπίστεψαν σέ Αὐτόν.
Ὁ Αὐτοκράτορας προσπάθησε νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του, προσφέροντας στόν Ἅγιο ἀξιώματα καί χρήματα, τά ὁποῖα ὅμως ὁ Τρύφων εὐγενικά ἀρνήθηκε.
Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Δέκιος, ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος, ἐπειδή δέν ἐλάτρευε τούς θεούς τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας καί ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη ἀπό κά-ποιον στρατιωτικό πού ὀνομαζόταν Φρόντων (ἤ Φόρτων) καί ὁδηγή-θηκε ἐνώπιον τῶν ἐπάρχων τῆς ᾿Ανατολῆς Τιβέριου Γράγχου καί Κλαυδίου Ἀκυλίνου στή Νίκαια[2] τῆς Βιθυνίας. Ὁ μάντης Πομπηϊανός τόν ἐπαρουσίασε στούς ἡγεμόνες. Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁμολόγησε μέ θάρρος τήν πίστη του. Τότε ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια. Τοῦ κατατρύπησαν μέ σπαθιά ὅλο του τό σῶμα· ἔπειτα τόν ἔδεσαν ἀπό τά πόδια σέ ἄλογα καί τόν ἔσυραν, σέ ὧρες φοβεροῦ ψύχους, σέ δύσβατες καί πετρώδεις τοποθεσίες. Ἐκεῖνος προσευχόταν καί ἔλεγε: «Κύριε, μήν τούς καταλογίσεις αὐτή τήν ἁμαρτία». Μετά τό φρικτό μαρτύριο τόν ἐρώτησαν ἄν σωφρονίσθηκε καί ἤθελε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε τότε στόν ἔπαρχο Ἀκυλίνο: «Ἀνό-σιε καί κακῶν ἀρχηγέ, εἶναι δυνατόν νά εἶσαι σωφρονισμένος, ὅταν εἶσαι μεθυσμένος ἀπό τό δάβολο; Ἐγώ πάντοτε περνάω τό βίο μου μέ σωφροσύνη, γιατί ἔχω τόν Χριστό βοηθό τῆς ἐλπίδας μου». Ὕστερα ἀπό αὐτό τόν ἔκλεισαν στό δεσμωτήριο μέ σκοπό νά τοῦ δώσουν διο-ρία, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν «ἄνοια» αὐτοῦ καί νά ἀρνηθεῖ τήν πί-στη του στόν Χριστό. Λίγες ἡμέρες μετά ὁ ἔπαρχος ἐκάλεσε τόν Ἅγιο καί τόν ἐρώτησε ἐάν τό διάστημα τοῦ χρόνου καί τά βασανιστήρια τόν ἔπεισαν νά θυσιάσει στούς θεούς. Ὁ Ἅγιος καί πάλι ὁμολόγησε μέ πνευματική ἀνδρεία τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τόν ἔσυραν γυμνό ἐπάνω σέ σιδερένια καρφιά· κατόπιν τόν ἐμαστίγωσαν καί στή συνέχεια τοῦ ἔκαψαν μέ λαμπάδες τά πλευρά. Στό τέλος, μόλις ὁ Μάρτυρας παρέ-δωσε τήν ψυχή του στόν Θεό λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τό πνεῦμά μου», ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ.

Οἱ Χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος καί ἀφοῦ τό ἔχρισαν μέ πολύτιμα μῦρα καί τό ἐνετύλιξαν σέ σινδόνα, τό κατέθεσαν σέ λάρνακα καί τό ἀπέστειλαν στήν πόλη τῆς Σαμψάκου κατά τήν ἐπιθυμία του.
῾Η Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ἐτελεῖτο στό Μαρ-τύριό του, τό ὁποῖο βρισκόταν μέσα στό σεπτό ᾿Αποστολεῖο τοῦ ᾿Ιωάν-νου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας.
Ναό ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Τρύφωνα ἔκτισε ὁ μέγας Ἰουστιανι-ανός (527-565 μ.Χ.) στήν τοποθεσία τοῦ Πελαργοῦ Κωνσταντινουπό-λεως. Μονή τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος ἀναφέρεται καί μετά τά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., παρακείμενη στή Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στήν ὁ-ποία ἐκάρη μοναχός ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Νικόαλος ὁ Μυστικός (901-907, 912-925 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σεβήρου, ἐπισκόπου Ραβέννης.
Ὁ Ἅγιος Σεβῆρος, ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ραβέννας τῆς Ἰταλίας τό 347 μ.Χ. καί παρέστη στή Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς. Ἀνα-δείχθηκε σφοδρός ὑπέρμαχος τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 389 μ.Χ[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πέτρου τοῦ ἐν Γαλατίᾳ.
῾Ο Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπό τή Γαλατία τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας καί συγκεκριμένα ἀπό περιοχή πού βρισκόταν κοντά στήν ῎Αγκυρα. Μαζί μέ τούς γονεῖς του ἔμεινε μόνο τά ἑπτά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. ῞Ολα τά ἄλλα του χρόνια τά διῆλθε ὡς ἀσκητής.
Ἀρχικά ἀσκήτεψε στήν περιοχή τῆς Γαλατίας. ῎Επειτα ἐπῆγε στά ῾Ιεροσόλυμα, γιά νά γνωρίσει τούς τρόπους ἀσκήσεως τῶν Ἀσκητῶν καί Πατέρων τῆς περιοχῆς καί νά διδαχθεῖ ἀπό αὐτούς τά τῆς μονα-χικῆς πολιτείας. ᾿Από ἐκεῖ μετέβη στήν ᾿Αντιόχεια. Στήν πόλη αὐτή βρῆκε ἕναν τάφο μέ οἰκίσκο ἐπάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους καί ἐκλείσθηκε μέσα. Μπροστά στόν τάφο ὑπῆρχε ἕνας μικρός χῶρος φραγμένος μέ κάγκελα. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος ἐδεχόταν τούς εὐλαβεῖς Χριστι- ανούς. Γιά τή διατροφή του ἐχρησιμοποιοῦσε, κάθε δύο ἡμέρες, ἕνα κομματάκι ψωμί καί λίγο νερό.
Ὁ ὅσιος Πέτρος εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί ἔκανε πολλά θαύματα. Πρῶτα ἐλευθέρωσε, μέ τήν προσευχή του, ἕναν δαιμονισμένο ἀπό τό δαιμόνιο πού τόν ἐβασάνιζε, τόν ὁποῖο καί ἔκανε συγκάτοικό του. Μέ ἄλλο θαῦμα ἐθεράπευσε τή μητέρα τοῦ μακαριστοῦ ἐκείνου πατρός τῆς ᾿Εκκλησίας Θεοδωρήτου, Ἐπισκόπου Κύρου, γυναίκα εὐλαβῆ καί εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. ᾿Επίσης, ἐτύφλωσε τό στρατηγό τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά βιάσει κάποια μοναχή, καί ἔτσι τόν ἐμπόδισε νά πραγματοποιήσει τήν ἀνόσια ἐπιθυμία του.
Ὁ ὅσιος Πέτρος, ἀφοῦ ἔζησε ἐπί ἐννενήντα δύο ἔτη θεοφιλῶς, παρέδωσε μέ εἰρήνη τό πνεῦμα του στόν Κύριο καί ἔλαβε τά ἔπαθλα τῶν πνευματικῶν καί ἀσκητικῶν του μόχθων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βενδιμιανοῦ.
Ὁ Ὅσιος Βενδιμιανός καταγόταν ἀπό τή Μεγάλη Μυσία καί ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου († 14 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.). Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου ὁ Βενδιμιανός πῆγε σέ περιοχή τῆς δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κάτω ἀπό μιά βραχοσχι-σμή, ὅπου καί ἐκατασκεύασε ἕναν πολύ μικρό οἰκίσκο, στόν ὁποῖο ἀσκήτευε. Μετά ἀπό πολλά χρόνια, κατά θεία ὀπτασία, ἀνῆλθε στό ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, καί ἔζησε ὁσίως στό κελλί τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ συμπλήρωσε σαράντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια ἀσκητι-κῆς ζωῆς, προαισθάνθηκε τό τέλος του. ῎Ετσι, λοιπόν, ἔκλινε τά γόνα-τά του καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. Ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής καταγόταν ἀπό τήν Ἀθήνα. Ἦταν ἀρχικά Ἐπίσκοπος Κρήτης καί μετετέθη στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τόν Νικήτα Παφλαγόνα ὁ «Βασίλειος οὗτος ὁ πρότερον μέν Κρήτης ἐπίσκοπος γενόμενος, διά τήν τῶν Ἀγαρηνῶν ἔξοδον εἰς Θεσσαλονίκην μετατεθείς»[4]. Ἡ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πρέπει νά συνέβη κατά τήν πρώτη πατριαρχία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ιγνατίου (846-858 μ.Χ.) καί ἡ μετάθεσή του στό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης πολύ σύντομα· τό πιθανότερο εἶναι νά μήν πρόλαβε νά ἐγκατασταθεῖ καθόλου στήν Κρήτη καί νά μετατέθηκε σχεδόν ἀμέσως στή Θεσσαλονίκη.
Πρός τόν Ἅγιο Βασίλειο Α΄, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἀπευθύνεται ἡ βούλα τῆς 25ης Σεπτεμβρίου 860 μ.Χ. τοῦ Πάπα Νικολάου Α΄ (858-867 μ.Χ.), μέ τήν ὁποία ἐπικυρώνεται ὁ διορισμός του ὡς βικαρίου τῆς Ρώμης στό ἀνατολικό ᾿Ιλλυρικό.
Τό ἔτος 862 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐναντιώθηκε κατά τοῦ δυσσεβοῦς αὐτοκράτορος Μιχαήλ Γ¢ (842-867 μ.Χ.). Οἱ κακοποιή-σεις καί οἱ διώξεις πού ἐπακολούθησαν τοῦ ἐχάρισαν τό στέφανο τοῦ Ὁμο-λογητοῦ τῆς πίστεως[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ συναξαριστοῦ.
Τά λίγα ἁγιογραφικά στοιχεῖα πού ἔχουμε περί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Β΄, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τά ἀντλοῦμε ἀπό τό βίο τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου († 15 Νοεμβρίου), τόν ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος Βασίλειος.
Ὁ Ἅγιος αἰσθανόμενος τήν κλήση γιά τή μοναχική πολιτεία ἐγκαταβίωσε στή μονή τῶν Περιστερῶν, τήν ὁποία ἀνήγειρε κατά τό ἔτος 871 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος. Ἡ μονή βρισκόταν κοντά στήν κω-μόπολη Σερβίλια (σήμερα Ὁρμύλια) Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ, στό ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκάρη μοναχός τό ἔτος 875 μ.Χ. καί ἐμόνασε σέ ἀναχωρητικό κελλί. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος μέ τό προορατικό του χάρισμα τοῦ προεῖπε ὅτι θά φύγει ἀπό τή μονή καί θά γίνει Ἐπίσκοπος. Οἱ προφητεῖες τοῦ Ὁσίου ἐπα-ληθεύθηκαν. Ὁ Βασίλειος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. ῾Η ποιμαντορία τοῦ Βασιλείου Β΄ στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ μετά τήν ἀρχιερατεία τοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Θεσσαλονικέως, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ἀκόμη τό ἔτος 904 μ.Χ., τουλάχιστον μέχρι τά μισά τοῦ ἔτους, ὁπότε συνέβη ἡ καταστροφὴ τῆς πόλεως ἀπό τούς Σαρακηνούς πειρατές. Συνεπῶς ὁ Ἅγιος Βασίλειος πρέπει νά τόν διαδέχθηκε. ῾Ο συντομότερος χρόνος ἐφαρμογῆς τῆς προφητείας τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου εἶναι τό ἔτος 904 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Τιμοθέου.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἦταν ὁμολογητής τῆς πίστεώς μας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ἅγιος μάρτυς Θεΐων, μετά δύο παίδων, ξίφει τελειοῦται.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Θεῒων μέ τούς δύο παῖδες, οἱ ὁποῖοι ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Καρίωνος.
Ὁ Ἅγιος Καρίων ἐμαρτύρησε, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τή γλώσσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Περπετούας καί τῶν σύν αὐτῇ Σατύρου, Ροβεκάτου, Φιλικητάτης, Σατουρνίνου, Σεκούνδου, μαρτυρησάντων.

῾Η Ἁγία Μάρτυς Βίβια Περπέτουα, νέα 22 ἐτῶν, νυμφευμένη καί ἔχουσα τέκνο σέ θηλασμό, καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένειας τῆς Καρχηδόνος[6]. Συνελήφθη, τό ἔτος 203 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Σεπτι-μίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ἀπό τόν ἀνθύπατο τῆς Ἀφρικῆς Ἱλαριανό μαζί μέ τούς κατηχούμενούς της Ροβεκᾶτο καί Φιλικητάτη, πιθανῶς σύζυγοι, Σατορνίλο καί Σεκοῦνδο καί ὅλοι τους ὁδηγήθηκαν στό χιλίαρχο, στόν ὁποῖο καί ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στό Χριστό. Ὁ διδάσκαλός τους Σάτυρος, μή ἀντέχοντας νά βλέπει τούς μαθητές του νά ὑποφέρουν ἀπό τά βασανιστήρια καί τή φυλακή, προσῆλθε οἰκειοθελῶς στή φυλακή.
Ὁ πατέρας τῆς Περπέτουας, ἄλλοτε μέ ἤπιους λόγους καί ἄλλοτε μέ ἀπειλές ἐπεχείρησε μάταια νά τήν μεταπείσει καί σέ μιά στιγμή ὀρ-γῆς ἠθέλησε νά τῆς ἐξορύξει τούς ὀφθαλμούς. Λίγες ἡμέρες μετά τή σύλληψή τους ἐβαπτίσθησαν, ἔπειτα δέ ἐρρίφθησαν στή σκοτεινή φυ-λακή, ἀλλά οἱ διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐδωροδόκησαν τούς φύ-λακες, ἐπέτυχαν τή μεταφορά τους σέ καλύτερα κελλιά, ὅπου ἡ Περπέ-τουα μποροῦσε νά βλέπει τούς συγγενείς της καί νά τρέφει τό παιδί της. Κατά παράκληση τοῦ ἀδελφοῦ της ἐζήτησε ἀπό τόν Θεό ὅραμα, γιά νά πληροφορηθεῖ περί τῆς τύχης τους. Τῆς ἐδείχθηκε λοιπόν κλίμα-κα ὀρειχάλκινη, πού ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό, μέ ἑκατέρωθεν ἐμπηγ-μένα ξίφη, δόρατα, ἄγκιστρα, μαχαίραι, ὀβελίσκους, ὥστε κάθε ἀμελής ἀναβάτης νά σκίζεται, ἐνῶ κάτω ἀπό αὐτήν παραμόνευε ὑπερμεγέθης δράκοντας, πού ἐκφόβιζε αὐτούς πού ἐπιχειροῦσαν νά ἀνέλθουν. Ὁ Κατηχητής Σάτυρος, πού εἶχε ἤδη ἀνέλθει τή σκάλα, ἐστράφηκε πρός αὐτή καί τήν παρεκάλεσε νά περπατήσει, αὐτή δέ μέ θάρρος ἐπάτησε τήν κεφαλή τοῦ δράκοντος καί ἀνέβηκε. Εὑρεθεῖσα σέ μεγάλο κῆπο, εἶδε ὑπερμεγέθη πολιό ἄνδρα πού ἄρμεγε πρόβατα καί περιστοιχιζό-ταν ἀπό χιλιάδες λευκοφοροῦντα πρόσωπα. Τῆς ἀπηύθυνε τό λόγο «καλῶς ἦλθες τέκνον, τῆς ἔδωσε τυρί «ὡς ψωμί», αὐτή δέ συνέπλεξε τά χέρια καί ἔφαγε, ἐνῶ οἱ παριστάμενοι εἶπαν «Ἀμήν». Ὁ ἦχος αὐτοῦ τοῦ ἐπιφωνήματος τήν ἐξύπνησε, ὁπότε διηγηθεῖσα τό ὅραμα στόν ἀδελφό της, ἔδωσε τήν ἐξήγηση ὅτι θά μαρτυρήσουν.
Ὁ πατέρας της εἶχε ἐξαφανισθεῖ γιά λίγο, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ κόρη του θά μεταστρεφόταν καί ἐπανεμφανισθείς δέ τώρα, πιό εὐγενής καί συγκρατημένος, τῆς ἐζητοῦσε νά λυπηθεῖ τά γηρατειά του καί τήν τιμή τῆς οἰκογένειας, τήν καταφιλοῦσε, ἀλλά αὐτή παρά τή συγκίνησή της παρέμεινε ἀμετάπειστη.
Τέλος οἱ κρατούμενοι ὁδηγήθησαν στόν ἀνθυπατεύοντα Ἱλαρι-ανό γιά ἀνάκριση. Τό μαρτύριο ὁρίσθηκε στήν ἑορτή τῶν γενεθλίων τοῦ Καίσαρος Γέτα, ἐπί αὐτοκράτορος Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.). Οἱ Ἅγιοι ἐτέλεσαν δεῖπνο ἀγάπης καί οἱ παρατηροῦντες Ἐθνικοί ἐξεπλήττονταν ἀπό τούς λόγους τοῦ Σατύρου.
Οἱ Μάρτυρες εἰσήχθησαν στό ἀμφιθέατρο καί ἐβάδιζαν χαρού-μενοι καί ὑπερήφανοι. Ἀπέλυσαν τά θηρία. Ὁ Σατουρνῖνος, ὁ Ροβε-κάτης, ὁ Σεκοῦνδος καί ὁ Σάτυρος ἐδέχθησαν τήν ἐπίθεση τῶν ἄγριων ζώων. Ἡ Περπέτουα καί ἡ Φηλικιτάτη, ἀφοῦ ἐδέχθησαν τούς κερα-τισμούς δαμάλεως κατερρίφθησαν αἱματωμένες καί στή συνέχεια ἀπο-κεφαλίσθησαν. Τό μαρτύριο συντελέσθηκε τό ἔτος 202 μ.Χ. ῎Ετσι καί οἱ ἕξι ῞Αγιοι ἔλαβαν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μπριντζίτας, προστάτιδος τῆς Ἰρλανδίας.
Ἡ Ἁγία Μπριντζίτα ἤκμασε στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. Τό ὄνομά της ἀναφέρεται στήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Βεδέα καί σέ ὅλα τά μαρτυρολόγια της ἐποχῆς. Ἡ Ἁγία ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἵδρυσε μονή καί ἀφιέρωσε τή ζωή της στή διακονία τῶν πτωχῶν[7]. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 525 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ ἐρη-μίτου.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στή Γεωργία. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἠλία.
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Ἠλίας ἐμαρτύρησε στήν Ἡλιούπολη τοῦ Λιβάνου τό ἔτος 779 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων καί θεοφόρων πατέρων ἡμῶν Δαβίδ, Συμεών καί Γεωργίου, τῶν αὐταδέλφων, τῶν ἐκ Μυτιλήνης.
Οἱ τρεῖς αὐτάδελφοι Ὅσιοι καί Ὁμολογητές ἔζησαν κατά τούς χρόνους τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας[8]. Ὁ πρωτότοκος Ὅσι- ος Δαβίδ ἀσκήτευσε καί ἵδρυσε κατόπιν μονή στό ὄρος Ἴδη, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ὁ Ὅσιος Συμεών ἐμόνασε στή μονή τοῦ ἀδελ-φοῦ του, στήν Ἴδη, ὕστερα ἐπέστρεψε στή Μυτιλήνη καί ἵδρυσε τή μο-νή τῆς Θεοτόκου στό Μῶλο τοῦ νοτίου λιμένος τῆς πόλεως, στήν ὁποία ἔζησε ὡς στυλίτης ἐπί πολλά χρόνια. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχός καί ἱερεύς καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, Ὁ Ὅσιος Γεώργιος. Κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονο-μαχίας ὑφίστανται τά πάνδεινα. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες ὁ Ὅσι-ος Συμεών ἐγκαθίσταται στά περίχωρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναπτύσσει ἐξαιρετική δράση ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐξορίζεται ἀπό τόν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Θεόφιλο μαζί μέ τούς Γραπτούς καί ἄλλους πατέρες στήν Ἀφουσία καί ἀπελευθερώνεται μετά τό θάνατό του. Γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ρόλος τοῦ ἦταν πολύ σημαντικός. Αὐτός σέ συζήτηση ἐνώπιον τῆς χήρας βασιλίσσης Θεοδώ-ρας καί τῆς αὐλῆς κατατροπώνει τόν εἰκομάχο Πατριάρχη Ἰωάννη Ζ´ τό Γραμματικό (836-842 μ.Χ.) καί ὑποδεικνύει ὡς διάδοχό του τόν Μεθόδιο (842-846 μ.Χ.). Ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Γεώργιος, πού εἶχε ἤδη, καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Ὁσίου Συμεών, ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη, ἐκλέγεται καί χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἄν καί ἦταν 80 ἐτῶν. Καί οἱ δύο μέ πολλές τιμές ἐπιστρέφουν στό νησί, ὅπου μετά ἔνα ἔτος, τό 844 μ.Χ., ἀναπαύεται μέ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Συμεών καί μετά ἕνα ἤ δύο ἔτη (845 ἤ 846 μ.Χ.) ὁ Ὅσιος Γεώργιος. Μετά ἀπό χρόνια ἀνα-κομίζεται ἀπό τήν Ἴδη καί τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ καί κα-τατίθενται στή μονή τῆς Θεοτόκου στό Μῶλο τῆς Μυτιλήνης, στήν ἴδια μέ τούς ἄλλους Ὁσίους ἀδελφούς θαυματόβρυτο λάρνακα, πού ἀποτελοῦσε ἐπί πολλούς αἰῶνες τό κέντρο τῆς λειτουργικῆς τιμῆς τῶν τριῶν Ὁσίων αὐταδέλφων[9].
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ὁμο-λογητής, σέ ἀνέκδοτο ἔργο του, ἀναφέρεται μέ ἐγκώμια στούς τρεῖς στενούς συνεργάτες καί ὑποστηρικές του: τόν μέγα Ἰωαννίκιο, τόν κλεινό Συμεών καί τόν διαβόητο στίς θεωρίες Ἱλαρίωνα[10].
Ὁ Ὅσιος Συμεών ἀναφέρεται καί σέ μικρό ἀπόσπασμα τοῦ Συν-οδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, πού λέγεται τήν Α´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Συμεών τοῦ ὁσιωτάτου Στυλίτου αἰωνία ἡ μνήμη».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀδριανοῦ, Πολυεύκτου, Πλάτωνος καί Γεωργίου, τῶν ἐν Μεγάροις.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος καί ὁ τρόπος τοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγί-ων Μαρτύρων Ἀδριανοῦ, Πολυεύκτου, Πλάτωνος καί Γεωργίου, τῶν ὁποίων οἱ τάφοι καί τά ἱερά αὐτῶν λείψανα ἀνεκαλύφθησαν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ στά Μέγαρα.
Τά χρόνια ἐκεῖνα τῆς Τουρκοκρατίας, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1600-1670 ἕνα Μεγαρεύς πού ὀνομαζόταν Οἰκονόμου θέλησε νά ἀνεγείρει οἰκοδομή στόν τόπο ὅπου σήμερα βρίσκεται ὁ φερώνυμος ναός τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἐνῶ δέ οἱ ἐργάτες ἔσκαβαν, ἕνας ἀπό αὐτούς αἰ-σθάνθηκε κάτω ἀπό τά πόδια του θερμότητα τόσο ἐπαισθητή, ὥστε νά μή μπορεῖ νά ἐργασθεῖ στό μέρος ἐκεῖνο. Τό εἶπε τότε στόν Οἰκονόμου, πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔσκαψε βαθύτερα μέ τά χέρια του, βρῆκε μαρμάρινη πλάκα ἐπί τῆς ὁποίας ἦσαν χαραγμένα τῶν ὀνόματα τῶν Ἁγίων. Τότε ἀνέσυραν αὐτή καί βρῆκαν κατω ἀπό αὐτή τά σεπτά λείψανα τῶν Ἀθλοφόρων.
Ἀλλά κάποιοι ἱερόσυλοι, μόλις ἀπεκαλύφθησαν τά ἱερά λείψα-να, τά ἐσύλησαν καί ἀνεχώρησαν κρυφά στήν Πελοπόννησο. Ἀναζη-τηθέντες ὅμως δέν ἀνευρέθησαν, λόγῳ καί τῆς ἀδιαφορίας τῶν Τουρ-κικῶν ἀρχῶν.
Μετά ἀπό αὐτά ὁ Οἰκονόμου μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἔλαβε μαζί του τήν πλάκα ἐπί τῆς ὁποίας ἦσαν χαραγμένα τά ὀνόματα τῶν Μαρτύρων, καί ἀνέφερε στόν τότε Πατριάρχη Κων-σταντινουπόλεως τά γενόμενα στήν πόλη τῶν Μεγάρων.
Περί τοῦ πῶς εὑρέθησαν στά Μέγαρα οἱ Ἅγιοι δυνάμεθα νά συ-μπεράνουμε δύο πράγματα: Ἤ ὅτι αὐτοί ὑπέστησαν διώξεις ἀπό χρι-στιανομάχους στίς Σέρρες καί ἐκδιωχθέντες ἀπό ἐκεῖ κατέφυγαν στά Μέγαρα, ὅπου ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, ἤ ὅτι ἐμαρτύρησαν στά Μέ-γαρα ὑπηρετοῦντες ὡς στρατιῶτες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Ναυπλιέως.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀναστάσιος ἐγεννήθηκε στό Ναύπλιο καί ἦταν ζωγράφος. Εὑρισκόμενος σέ ἀναίσθητη κατάσταση, ἐξισλαμίσθη-κε ἀπό τούς Τούρκους. Ἀφοῦ ἦλθε στόν ἑαυτό του, ἀπεκήρυξε τόν Ἰσλαμισμό καί ὁμολόγησε μέ παρρησία καί γενναιότητα τήν πίστη του στόν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νά τόν δελέασουν καί τόν ἀπείλησαν μέ τή ζωή ἐκεῖνος παρέμεινε ἀκλόνητος στή χριστιανική ὁμολογία του καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στό Ναύπλιο, τό ἔτος 1655 μ.Χ., ἀφοῦ διαμελίσθηκε ἀπό τούς Τούρκους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Πέτρου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος (Σκιπετρώφ) ἦταν πρεσβύτερος καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1918.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρμουλαδῇ[11].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!