Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Ο κορωνοϊός, που αποτελεί την επιδημική μάστιγα της εποχής μας σε παγκόσμια έκταση, δεν είναι πρωτόγνωρη εμπειρία της σημερινής ανθρώπινης κοινωνίας. Η ανθρωπότητα στη διαδρομή της από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα γνώρισε πολλές και πολύ πιο φοβερές επιδημίες, όπως ήταν η λέπρα, η χολέρα, η πανώλη, η φυματίωση και άλλες. Χωρίς μάλιστα να διαθέτει τα μέσα και τις δυνατότητες της σημερινής επιστήμης, η οποία μπορεί να κάνει σήμερα θαύματα σε χρόνο ασύλληπτο για τα δεδομένα άλλων παλιότερων εποχών. Ηδη πολλές χώρες, όπως είναι οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλες, ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν το σχετικό φάρμακο και είναι έτοιμες να το παραγάγουν μαζικά και να το διαθέσουν στο εμπόριο! Αφήνουμε στην άκρη τους ανταγωνισμούς και τα συμφέροντα που μπορούν να καθυστερήσουν ή να μπλοκάρουν την παραγωγή του εμβολίου και κρατούμε από αυτή την είδηση την εκπληκτική πράγματι επίδοση της επιστήμης. Ο «Θησέας» πάντως βρέθηκε. Και είναι στον δρόμο προς τον «Λαβύρινθο», έτοιμος να σκοτώσει τον «Μινώταυρο» και να απαλλάξει έτσι την ανθρωπότητα από τον «φόρο αίματος» που πληρώνει σε αυτό το τέρας.
Η Εκκλησία σε όλες αυτές τις επιδημίες ήταν πάντα δίπλα στο δοκιμαζόμενο ποίμνιό της. Λειτουργικά και προσευχητικά. Αλλά και με την ανύστακτη έγνοια της να φροντίσει ό,τι ήταν απαραίτητο για την επιβίωσή του. Δεν έκλεισε ποτέ τις πόρτες των Ναών της βάζοντας την ταμπέλα: «κλειστός λόγω επιδημίας». Διότι μία τέτοια ταμπέλα θα ενίσχυε τα φοβικά σύνδρομα των πιστών της, οι οποίοι απογοητευμένοι θα έβλεπαν την Εκκλησία να «δραπετεύει» πανικόβλητη από το καθήκον της και να υποστέλλει τη «σημαία» του Χριστού, ενώ θα έπρεπε να την κρατάει ψηλά με αναπεπταμένη την προτροπή του Κυρίου προς όλους: «Θαρσείτε»! Και οι πιστοί όμως από τη μεριά τους ανταπέδιδαν τη στοργή της Μητέρας Εκκλησίας προς αυτούς προστρέχοντας στην αγκαλιά της. Ολοι μαζί. Υγιείς και μολυσμένοι. Χωρίς βέβαια να έχουν στη διάθεσή τους απολυμαντικά και αντισηπτικά μέσα και χωρίς να φορούν χειρουργικές ή άλλες προστατευτικές από τους ιούς ή τα μικρόβια μάσκες. Πήγαιναν αδίστακτα στους Χαιρετισμούς της Παναγίας, για να αναπέμψουν τις δεήσεις τους στην Υπέρμαχο Στρατηγό. Και τις Κυριακές έτρεχαν στις Εκκλησιές, για να λειτουργηθούν και να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων. Ολοι μαζί. Χολερικοί ή φυματικοί και αμόλυντοι. Δεν είχαν ποτέ μαζί τους πιστοποιητικό κάποιας Υγειονομικής Επιτροπής. Μα κι αν το είχαν, ουδέποτε τους ζητήθηκε από τον λειτουργό Ιερέα, ο οποίος έσπευδε ανενδοίαστα να τους κοινωνήσει όλους με την ίδια λαβίδα και να πιει στο τέλος κατά την απόλυση το υπόλοιπο του Ποτηρίου της Θείας Μεταλήψεως. Και δεν καταγράφηκε ποτέ ούτε ένα περιστατικό μολύνσεως κάποιου υγιούς πιστού από τη Θεία Κοινωνία. Αν υπήρχε τέτοιο περιστατικό, πρώτο θύμα του θα ήταν ο Ιερέας, που θα κουβαλούσε μέσα του όχι μόνο έναν ιό, αλλά τους ιούς όλων των μολυσμένων πιστών που κοινώνησαν από το ίδιο Ποτήριο. Γιατί λοιπόν η μόλυνση, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων στις επιδημίες, δεν περνούσε ποτέ από το Ποτήριο της Θείας Κοινωνίας; Τι είχαν τότε οι άνθρωποι εκείνοι, αγράμματοι ως επί το πλείστον και στερούμενοι ακόμη και των στοιχειωδών μέσων στα «πέτρινα» χρόνια της εποχής τους, ώστε να είναι άτρωτοι προ του Ποτηρίου της Θείας Μεταλήψεως από τους ιούς και τα μικρόβια; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ απλή: Είχαν εκείνο που ακριβώς λείπει σήμερα από μας τους γραμματιζούμενους με την αφθονία των επιστημονικών ή άλλων μέσων: την πίστη στον Χριστό. Πίστευαν στο θαύμα που συντελείται σε κάθε Θεία Λειτουργία με τη μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Παρά την αγραμματοσύνη τους οι άνθρωποι εκείνων των αλλοτινών και στιφών χρόνων, που εδοκιμάζοντο -όπως και εμείς σήμερα- από τις επιδημίες, είχαν καταφέρει να ξεχωρίσουν τι είναι ορθολογισμός σε μία επιδημία και τι αποτελεί μεταφυσική πίστη. Και ακολουθούσαν πιστά αφ’ ενός μεν τις υποδείξεις των ιατρών για να προστατευθούν από τις μεταδοτικές ασθένειες, αφ’ ετέρου δε τις επιταγές της θρησκευτικής τους συνείδησης, για να επιτελέσουν με συνέπεια προς αυτήν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ουδείς σώφρων άνθρωπος αρνείτο τότε – και το ίδιο ασφαλώς συμβαίνει και σήμερα – να πάρει την αναγκαία φαρμακευτική αγωγή ή να λάβει τα ενδεδειγμένα προστατευτικά μέτρα για την αποτροπή της περαιτέρω εξάπλωσης του ιού με την αιτιολογία ότι όλα αυτά είναι περιττά, αφού το μόνο που σώζει τον άνθρωπο είναι η πίστη στον Θεό. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε όχι μόνον αφελή, αλλά και επικίνδυνη θρησκοληψία. Δεν είχαν όμως κανέναν ενδοιασμό να πάνε την Κυριακή στην Εκκλησία και να κοινωνήσουν, αφού γνώριζαν ότι η Θεία Λειτουργία με το Μυστήριο των Μυστηρίων που δεσπόζει σε αυτήν, είναι ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου στον οποίο μας καλεί κάθε Κυριακή ο ίδιος ο Χριστός με την προτροπή Του: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον» και με τη διαβεβαίωσή Του ότι «ο τρώγων μου την σάρκα και ο πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Θα ήταν λοιπόν ποτέ δυνατόν ο Χριστός, ο Θεός της Αλήθειας και της Αγάπης να μην εγγυάται την ζωήν μας, όταν μας καλεί στον Μυστικό Του Δείπνο, αλλά αντιθέτως να μας παραπλανά σε μία αυτοκαταστροφική διά της Θείας Κοινωνίας μέθεξή μας στην σαγήνη ενός θανατηφόρου ιού; Οποιος φοβάται το Ποτήριο, φοβάται τον Χριστό. Και όποιος φοβάται τον Χριστό, δεν πιστεύει σε Αυτόν.
Βέβαια αυτά όλα σήμερα, στην εποχή της επιχωριάζουσας αθεΐας που την διαφεντεύει ο ορθολογισμός, είναι παραμύθια. Κάποιοι τα ονόμασαν και ιδεοληψίες. Εύλογα λοιπόν από τη σκοπιά τους οι ορθολογιστές, που χλευάζουν ή διαγράφουν τη μεταφυσική πίστη από την ψυχή των ανθρώπων, πιέζουν την Πολιτεία να κλείσει τις Εκκλησίες, όπως κλείνει τα καρναβάλια, τα γήπεδα και τις καφετέριες και να απαγορεύσει τη Θεία Κοινωνία για την αποτροπή της περαιτέρω εξάπλωσης του φονικού κορωνοϊού. Το ζήτημα όμως δεν είναι, τι ζητούν οι άθεοι και τι πράττει η Πολιτεία σε ευθυγράμμιση με αυτούς, αλλά τι σχέση έχει με όλα αυτά η Εκκλησία που παίρνει αποφάσεις να «βάλει λουκέτο» στους Ιερούς Ναούς για ορισμένο χρονικό διάστημα και να απαγορεύσει τη Θεία Κοινωνία στους πιστούς.