Τον Αύγουστο του 1992 ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος περνούσε τα σύνορα της γειτονικής χώρας αναλαμβάνοντας το δύσκολο έργο της ανασύστασης της Εκκλησίας έπειτα από διωγμό 46 χρόνων, στο μοναδικό στον κόσμο αθεϊστικό κράτος.
Οταν πήγε στην Αλβανία, οι ναοί ήταν κατεστραμμένοι, οι Ορθόδοξοι τρομοκρατημένοι και μόνο οι Καθολικοί ήταν αυτοί που είχαν άνεση κινήσεων. Ο Αναστάσιος λόγω της ελληνικής καταγωγής και των προβλημάτων των Αλβανών με τους ομογενείς είχε ελάχιστα περιθώρια να αναπτύξει δραστηριότητες. Και όμως, βήμα–βήμα κατάφερε να ανασυστήσει την Εκκλησία, να ιδρύσει σχολεία, ιατρεία, νέους ναούς, μονές και παράλληλα να βοηθήσει, χωρίς διακρίσεις, στη διανομή βοήθειας, αλλά και κατασκευή έργων ουσίας σε μουσουλμανικές και χριστιανικές περιοχές. Χρόνο με τον χρόνο, χωρίς στελέχη, χωρίς χώρους, με ελάχιστους πιστούς εργάστηκε με πάθος και πέτυχε, κόντρα στις διώξεις και τους περιορισμούς των αλβανικών κυβερνήσεων, οι οποίες έφτασαν σε σημείο να του απαγορεύσουν την έξοδο από τη χώρα, προκειμένου να τον δουν γιατροί για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με την όρασή του.
Σήμερα, 27 χρόνια μετά, στα 90 του, είναι μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες της Αλβανίας αλλά και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει το έργο του, γεγονός που του αφήνει πολλά περιθώρια να οργανώσει καλύτερα την Εκκλησία και το φιλανθρωπικό της έργο.
Ο Αναστάσιος γεννήθηκε στον Πειραιά, 4. 11. 1929. Ελαβε το απολυτήριο Γυμνασίου το έτος 1947 και το Πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1952. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές Θρησκειολογίας, Eθνολογίας, Iεραποστολικής, Aφρικανολογίας, στα Πανεπιστήμια Aμβούργου και Mαρβούργου Γερμανίας (1965-69), ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt. Αναγορεύθηκε Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1970, ομόφωνα άριστα, με ειδικό βραβείο). Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1952-54) φοίτησε στις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου (και στις δύο πρώτευσε και έγινε «Αρχηγός Σχολής»).
Μελέτησε τα διάφορα θρησκεύματα (Αφρικανικά θρησκεύματα, Ινδουϊσμό, Βουδισμό, Ταοϊσμό, Κομφουκιανισμό, Ισλάμ) στις χώρες που ακμάζουν (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία, Νιγηρία, Ινδία, Ταϋλάνδη, Κεϋλάνη, Κορέα, Ιαπωνία, Kίνα, Βραζιλία, Καραϊβική, Λίβανο, Συρία, Αίγυπτο, Τουρκία κ.α.). Γλώσσες: Εκτός της μητρικής και της αρχαίας ελληνικής, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά. Γνωρίζει επίσης λατινικά, ισπανικά, ιταλικά, ρωσικά, κισουαχίλι.
Οργάνωσε και διηύθυνε το «Κέντρο Iεραποστολικών Σπουδών» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1971-76), επίσης το «Διορθόδοξο Κέντρο Αθηνών της Εκκλησίας της Ελλάδος» – Πεντέλη (1971-76). Ενώ διετέλεσε: Εκτακτος Kαθηγητής της Iστορίας των Θρησκευμάτων του Παν/μίου Aθηνών (1972-76). Tακτικός Kαθηγητής (1976-92). Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας-Kοινωνιολογίας του Ποιμαντικού Tμήματος του Παν/μίου Aθηνών (1983-86). Kοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Aθηνών και Συγκλητικός (1983-86). Αντιπρόεδρος Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79, 1983-86). Πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Kυπριακού Aγώνος» του Πανεπιστημίου Aθηνών (1975-84). Mέλος της Eπιτροπής Eρευνών του Πανεπιστημίου Aθηνών (1986-90) και του Δ.Σ. του Kέντρου Mεσογειακών και Aραβικών Σπουδών (1978-82). Aντεπιστέλλον Μέλος της Aκαδημίας Aθηνών (1993-2005) και εν συνεχεία Επίτιμο Μέλος.
Επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας (ThD,DD): Της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, Brookline, Ma. H.Π.A. (1989)· του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995)· του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003)· της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κραγιόβας Ρουμανίας (2006). Επίτιμο μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας (1998). Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση), Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003)· της Ποντιφικής Θεολογικής Σχολής της Νοτίου Ιταλίας (2009) και της Fordham University Νέας Υόρκης (2014).
Επίτιμος διδάκτωρ Φιλολογίας ή Φιλοσοφίας (PhD): του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1996)· του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών (1996)· του Tμήματος Πολιτικής Eπιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Aθηνών και όλων των Tμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών (1998)· του Tμήματος Διεθνών και Eυρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001)· του Tμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης (2002)· των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004)· Doctor of Humane Letters του Boston University (2004)· των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας· επίσης Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκρισις) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005)· του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007)· του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008)· του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009)· του Πανεπιστημίου Κύπρου (2010)· Πανεπιστημίου Απόστολος Ανδρέας Τυφλίδος, Γεωργίας (2010). Τμήματος φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Καλαμάτα (2016). Η ανώτατη επιστημονική διάκριση του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης «Χρυσούς Αριστοτέλης» (2018).
Με εντολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνέγραψε τρία Κατηχητικά Βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Μέσα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Ελληνες εργάτες και φοιτητές. Από τη θέση του Γενικού Διευθυντού της «Αποστολικής Διακονίας», προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Eκκλησίας. Κινητοποίησε τους αρμοδίους παράγοντες του Υπουργείου Πολιτισμού και τις Ιερές Μητροπόλεις της Ελλάδος για την καταγραφή της εκκλησιαστικής κειμηλιακής περιουσίας. Ιδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Kορέας, Iνδίας, Aφρικής και με την οργάνωση της Eβδομάδος Eξωτερικής Iεραποστολής.
Ταξίδεψε αρχικά τον Μάϊο – Ιούλιο του 1964 στην Ουγκάντα, Τανζανία και Κένυα, διερευνώντας τις δυνατότητες συστηματικής Ορθοδόξου Ιεραποστολής. Το θέρος και το φθινόπωρο του 1967 διεξήγαγε θρησκειολογική έρευνα παραδοσιακής θρησκευτικότητος στην Ουγκάντα. Αναγνωρίσθηκε «Μέγας Ευεργέτης» του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας (2009).
Tο εκκλησιαστικό έργο του Aναστασίου κορυφώνεται στην αποστολή που του εμπιστεύθηκε το Oικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Oρθοδόξου Aυτοκεφάλου Eκκλησίας της Aλβανίας. Ιδρυσε τη Θεολογική-Iερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο (1992 εξ.), το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Aργυρόκαστρο (1998 εξ.) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007-18)˙ σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα (2012 εξ.). Ολα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα με οικοτροφεία. Mόρφωσε και χειροτόνησε 168 νέους κληρικούς. Ιδρυσε Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για τη μεταφραστική προσπάθεια, την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Eκκλησίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών (μεγάλων και μικρών), αναστήλωσε 60 ναούς και μοναστήρια-πολιτιστικά μνημεία και επισκεύασε 160 ναούς και 70 εκκλησιαστικά κτήρια για σχολεία, νεανικά κέντρα, κέντρα υγείας, ξενώνες, εργαστήρια, συσσίτια για τους φτωχούς κ.λ.π., στο σύνολο 450 κτήρια. Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων.
Ιδρυσε την πρώτη Ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα Ngjallja «Aνάστασις» (1992 εξ.), το παιδικό περιοδικό Gëzohu «Χαίρε» (1997 εξ.), το νεανικό περιοδικό Kambanat «Καμπάνες», την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim «Ερευνα» (2009 εξ.), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania» (1996-2002), καθώς και Ραδιοφωνικό σταθμό Radio-Ngjallja (1997 εξ.). Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων). Αγωνίσθηκε για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε πρωτοποριακά προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Ιδρυσε την Ορθόδοξο Κλινική «Ευαγγελισμός» (Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο) με 24 ειδικότητες και τρία πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις· επίσης το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Καταρτίσεως, με έξι ειδικότητες στα Tίρανα και τέσσερις ειδικότητες στο Αργυρόκαστρο (το οποίο λειτούργησε από 1998-2008). Τούτο αναβαθμίστηκε εν συνεχεία στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο «Λόγος» (2009 εξ.)˙ Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο στον Μεσοπόταμο˙ τρία εννιάχρονα Σχολεία και Λύκεια στα Τίρανα, στο Δυρράχιο, στην Κορυτσά και στο Αργυρόκαστρο˙ Οικοτροφείο Μαθητριών Λυκείου στο Βουλιαράτι, 19 νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημοσίων σχολείων, κ.α.
Κατά την περίοδο 2013 – 2019 πραγματοποιήθηκε η κατασκευή τριών υδροηλεκτρικών έργων συνολικής ισχύος 19 MW (Librazhd, Llenge, Sllabinja), τα οποία συμβάλλουν στην ενίσχυση των υποδομών της χώρας και έχει σαφή κοινωνικό σκοπό. Με τα έσοδά τους, η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει τις πνευματικές, φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές προσπάθειες. Μετά την εξόφληση των δανείων, ένα ποσοστό θα διατίθεται για πτωχότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Mε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα.
Ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος και κατά διαστήματα Πρόεδρος της Διομολογιακής Βιβλικής Εταιρείας της Αλβανίας και του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Αλβανίας. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ευρύτατο ανθρωπιστικό πρόγραμμα, το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας. Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Kατά την ένταση μεταξύ Ελλάδος – Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Συγχρόνως αγωνίσθηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια. Το 2000, κατόπιν προτάσεως 33 Ακαδημαϊκών της Ακαδημίας Αθηνών και πολλών προσωπικοτήτων της Αλβανίας, υπήρξε υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης.