τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἰάσονος καί Σωσιπάτρου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἰάσων καί Σωσίπατρος ἀνήκουν στήν χορεία τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καί κατάγονταν ὁ μέν Ἰάσων ἀπό τήν Ταρσό ἤ τή Θεσσαλονίκη, κατά τό παλαιό χειρόγραφο, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ δέ Σωσίπατρος ἀπό τήν Ἀχαΐα.
Τό ὄνομα ᾿Ιάσων ἀπαντᾶ σέ δύο ἀπό τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων[1] καί στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή τοῦ Παύλου[2].
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μετά τούς Φιλίππους, ἦλθε στή Θεσσα-λονίκη, ὅπου ἐδίδαξε ἐπί τρεῖς ἑβδομάδες. Ἡ διδασκαλία του ἐπέ-συρε τό μῖσος τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἐστράφησαν ἐναντίον του παρακινώντας καί τούς ἀγοραίους τῆς πόλεως. Ἐπειδή ἐφιλοξενοῦ-νταν στό σπίτι τοῦ ᾿Ιάσονος, οἱ ᾿Ιουδαῖοι τόν ἀναζήτησαν ἐκεῖ· δέν τόν εὑρῆκαν ὅμως, γι᾿ αὐτό ἔσυραν τόν Ἰάσονα καί τούς ἄλλους ἀδελφούς στούς πολιτάρχες, δηλαδή στούς δημοτικούς ἄρχοντες. Στήν ἀφήγηση αὐτή τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά τό ὄνομα τοῦ Ἰάσονος. Στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή ὁ Παῦλος ἀναφέρει τόν Ἰάσονα μ᾿ ἐκείνους πού ἀπηύθυναν χαιρετισμούς στούς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς.
Ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τήν ὁποία ἔχουμε τίς πρῶτες πληρο-φορίες καί συγκεκριμένα στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ ᾿Ιάσων καί ὁ Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτός ἐδημιούργησε ὁρισμένα ἐρωτήμα-τα. Κατά πᾶσα πιθανότητα σημαίνει ὅτι ὁ Παῦλος καί ὁ Ἰάσων ἦταν ὁμότεχνοι, πάντως ὄχι συγγενεῖς ἐξ αἵματος. ᾿Εν τούτοις, ὅπως δέχονται οἱ ἐρευνητές, ὁ ἀναφερόμενος στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων καί στήν Ἐπιστολή, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γάρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μή καί τήν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Μέ τό ἴδιο πνεῦμα ὁμιλεῖ καί ὁ Θεοφύλακτος: «Εἰ μή γάρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἄν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στό ἴδιο συμπέρασμα καταλήγουν ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὁ Οἰκουμένιος καί ὅλοι οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτές, δέχονται δηλαδή ταυτισμό τοῦ Ἰάσονος τῶν Πράξεων μέ τήν Ἐπιστολή.
Ὁ ᾿Ιάσων φαίνεται ὅτι διατηροῦσε μικρό ἐργαστήριο ὑφα-ντουργίας, στό ὁποῖο ὁ Παῦλος εὑρῆκε ἐργασία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου ἦταν ἐγκατεστημένος στή Θεσσαλονίκη καί ἴσως μονίμως. Τό Μηναῖον τῆς Ἐκκλησίας φέρει τόν Ἰάσονα Ταρσέα τήν καταγωγή. «Τούτων ὁ μέν Ἰάσων Ταρσεύς ἦν, ὅς καί πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρός τήν εὐσέβειαν». Ἴσως ἡ ἄποψη αὐτή ἐσχηματίσθηκε ἀπό τή φράση τοῦ Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» καί κυρίως ἀπό παρερμηνεία σχετικῆς φράσεως τῶν λεγομένων «Πράξε-ων τῶν Ἁγίων», ἔργο κατά πᾶσα πιθανότητα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων» ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἰάσων καταστάθηκε ἀπό τόν Παῦλο Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει τό κείμενο τῶν «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρά Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Ἀλλά τό «οἰκείαν πατρίδα» δέν ἀναφέρεται στόν Ἰάσονα, ἀλλά στόν Ταρ-σέα Παῦλο, πού ἐμπιστεύθηκε τήν πατρίδα του στόν Ἰάσονα. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη καταγόταν ἀπό τήν Ταρσό, δέν θά ἦταν Χριστιανὸς πρίν ἀπό τήν ἐγκατάστασή του στή Θεσσαλονίκη. Τοῦτο εἶναι εὔκολο νά τό ἰσχυρισθοῦμε, διότι ἐάν εἶχε γνωρίσει τή χριστιανική πίστη στήν Ταρσό, εὑρισκόμενος στή Θεσσαλονίκη ἔπρεπε τουλάχι-στον νέ εἶχε προλειάνει τό ἔδαφος. Τό μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Ἰά-σων ἐζοῦσε στή Θεσσαλονίκη καί ὅτι ἔγινε μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[3].
Ἡ γνώμη τοῦ Holzner ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε ἀπό τούς Φιλίππους στή Θεσσαλονίκη κομίζοντας Ἐπιστολές πρός τόν Ἰάσονα, συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀπόψεως ἐκείνης ὅτι ὁ Παῦλος δέν ἐγνώριζε τόν Ἰάσονα καί ὅτι ὁ Ἰάσων ἐγνώρισε τό Χριστιανισμό ἀπό τόν Παῦλο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στά πρῶτα χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του ἐπισκεπτόταν κατ᾿ ἀρχήν τούς Ἰουδαίους καί ἔπειτα ἀπευθυνόταν στούς Ἐθνικούς. Στή Θεσσαλονίκη, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐπισκέφθηκε τή συναγωγή, ὅπου καί ὁμίλησε. Πολλοί ἀπό τούς ἑρμηνευτές ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν ᾿Ιουδαῖος. Τό ὄνομα Ἰάσων εἶναι συνηθισμένο στούς Ἕλληνες, τό ἔπαιρναν ὅμως καί πολλοί Ἑλληνιστὲς Ἰουδαῖοι. Ἡ πληροφορία τοῦ Δωροθέου Τύρου ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔχει ἀποκρουσθεῖ.
Ἡ δράση τοῦ Ἰάσονος ἀρχίζει ἀμέσως μετά τή μεταστροφή του στόν Χριστό. Φιλοξενεῖ τόν Παῦλο στό σπίτι του, προσφέρει στό δάσκαλο καί τούς πρώτους Χριστιανούς τή βοήθειά του, διαθέτει τό ἴδιο του τό σπίτι γιά τίς συνάξεις καί ὑφίσταται διώξεις χάρη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἡ σύλληψη τοῦ ᾿Ιάσονος στή Θεσσαλονίκη ἦταν πράξη ἀνεύθυνη. Ἄν πράγματι οἱ κατηγορίες ὅτι ἐνεργοῦσε κατά τοῦ Καίσαρος ἦταν ἐπιβεβαιωμένες, τότε ἔπρεπε νά γίνει ἔρευνα ὄχι ἀπό τόν ὄχλο, ἀλλά ἀπό τίς ἀρχές. Οἱ πολιτάρχες, ὕστερα ἀπό ἐξέταση, στήν ὁποία ὑπέβαλαν τόν Ἰάσονα καί τούς ἀδελφούς, τούς ἄφησαν ἐλεύθερους καί τούς διαβεβαίωσαν ὅτι δέν πρόκειται νά ἐνοχληθοῦν. Παρ’ ὅλα αὐτή ἡ θέση τοῦ Ἰάσονος δέν ἔπαυσε νά εἶναι ἐπισφαλής.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν προοίμιο ἄλλων διώξεων πού ἐπρόκειτο νά ὑποστεῖ ὁ Ἰάσων. ῾Ο ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπαινώντας τόν Ἀπόστολο Ἰάσονα, τόν χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστός ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτόν ἐκδούς καί ἐκπέμψας αὐτούς».
Μετά τά συμβάντα στή Θεσσαλονίκη, ὁ Παῦλος ἀναχωρεῖ γρήγορα γιά τή Βέροια. «Οἱ δέ ἀδελφοί διά νυκτός ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καί Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης γιά τή φυγάδευση τοῦ διδασκάλου τους ἦταν ὁ Ἰάσων, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στή Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας τὴν πρώτη ᾿Εκκλησία.
Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι Τιμόθεος καί Σίλας πῆγαν στήν Κόρινθο, ὁ ᾿Ιάσων τούς ἔδωσε χρήματα γιά τόν Παῦλο.
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε τήν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων ἦταν στήν Κόρινθο καί ἀπηύθυνε χαιρετισμούς στούς Χριστιανούς τῆς κοινότητος τῆς Ρώμης.
Μία παράδοση φέρει τόν Ἀπόστολο Ἰάσονα Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειρας τοῦ διδασκάλου του, τόν δὲ Ἀπόστολο Σωσίπατρο Ἐπί-σκοπο ᾿Ικονίου. Ἄλλη πάλι παράδοση θέλει τόν Ἰάσονα Ἐπίσκοπο Ἰκονίου, τήν ὁποία ὅμως ἀποκρούουν οἱ ἑρμηνευτές. Τόσο ὁ Ἰάσων ὅσο καί ὁ Σωσίπατρος ἦλθαν στήν Κέρκυρα, ὅπου ἀνέπτυξαν πλούσια δράση.
Καί οἱ δύο συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξ αἰτίας τῆς ἱεραποστολικῆς τους δραστηριότητος, συκοφαντήθηκαν, συνελή-φθησαν καί ἐρρίφθησαν στή φυλακή ἀπό τόν ἡγεμόνα Κερκυλλίνο. Στή φυλακή μετέστρεψαν ἑπτά ληστές στόν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἐμαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους. Οἱ δύο Ἀπόστολοι παραδόθηκαν ἀπό τόν ἡγεμόνα στόν ἔπαρχο Καπριανό, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τούς μεταπείσει, τούς ἔρριψε στή φυλακή.
Τά βασανιστήρια, πού ὑπέστησαν οἱ δύο Ἀπόστολοι ἀπό τόν ἔπαρχο, συνεκίνησαν τή θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος, Κέρκυρα, ἡ ὁποία ἀσπάσθηκε τό Χριστιανισμό. Οἱ δύο Ἀπόστολοι ἐρρίφθησαν σέ ἕνα σιδερένιο καζάνι, ὅπου ὑπῆρχε πίσσα καὶ ριτίνη. ῾Ο Ἰάσων ἐξῆλθε ἀβλαβής, ἐνῶ ὁ Σωσίπατρος ἀπέθανε. Ἀπό τή δοκιμασία αὐτή τῶν δύο Ἀποστόλων, μετανόησε ὁ ἡγεμόνας, κατηχήθηκε, ἐβαπτίσθηκε καί μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάσων, ὅπως ἀναφέρουν οἱ «Πράξεις Ἁγίων», ἔζησε μέχρι τά βαθειά γεράματα, διακονώντας τήν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας καί κτίζοντας ναούς. Οἱ Κερκυραῖοι γιά τήν προσφορά τῶν δύο Ἀποστόλων, τούς εὐλαβοῦνται καί πρός τιμήν τους ὑπάρ-χει περικαλλής ναός, πού θεωρεῖται ὁ ἀρχαιότερος στήν πόλη.
Οἱ τίμιες κάρες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καί Σωσιπάτρου φυλάσσονται μέ εὐλάβεια στήν ἱερά μονή Ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Κερκύρας.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κέρκυρα ἔζησε τόν 1ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος τῆς Κέρκυρας Κερκυλλίνου. Ἐπίστεψε στόν Χριστό διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καί Σωσιπάτρου. Ὅταν δέ εἶδε τούς Ἁγίους νά ἔχουν συλληφθεῖ καί νά ὁδηγοῦνται στή φυλακή, ὁμολόγησε καί αὐτή τόν Χριστό καί διεμοίρασε τά κοσμήματα αὐτῆς, τά ὁποῖα ἐφοροῦσε, στούς πτωχούς.
Ὅταν τό ἔμαθε ὀ πατέρας της καί ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά ἀλλάξει τήν ἀπόφασή της, τήν παρέδωσε σ’ ἕναν Αἰθίοπα, γιά νά τή διαφθείρει. Ἀλλά ὁ Αἰθίοπας ἐπίστεψε στόν Χριστό δι’ αὐτῆς καί ἐθανατώθηκε. Ἡ δέ Ἁγία Κέρκυρα, ἀφοῦ ἐβασανίσθηκε ποικιλο-τρόπως, κρεμᾶται, τρυπᾶται μέ βέλη καί λαμβάνει τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Ἰακισχόλου, Ἰανουαρίου, Εὐφρασίου, Μαμμίνου, Μαρσαλίου, Σατορνίνου καί Φαυστιανοῦ, τῶν πρώην ληστῶν, τῶν πιστευσάντων εἰς Χριστόν διά τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἰάσονος καί Σωσιπάτρου.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἦσαν στόν πρότερό τους βίο ληστές. Ὅταν ἦσαν φυλακισμένοι στήν Κέρκυρα, ἐπίστεψαν στόν Χριστό διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καί Σωσιπάτρου. Ἐτελειώθη-σαν μαρτυρικά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βιταλίου καί Βαλερίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βιτάλιος καταγόταν ἀπό τό Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καί ἦταν πιθανῶς ὁ πατέρας τῶν Μαρτύρων Γερβασίου καί Προτασίου († 19 Ἰουνίου). Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἦλθε μέ τή σύζυγό του Βαλερία στή Ραβένα, ὅταν θά ἐκτελεῖτο ὁ Ἅγιος Οὐρσικίνος, ἐνε-θάρρυνε αὐτόν, πού πρός στιγμήν ἐφοβήθηκε τό μαρτύριο, καί ἐνταφίασε τό ἱερό λείψανό του μετά τό μαρτυρικό θάνατο αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος συνελήφθη, ἐπειδή ἦταν Χριστιανός, καί ἀφοῦ ἐβασανίσθηκε, ὁδηγήθηκε στήν πυρά. Ὁμοίως καί ἡ Ἁγία Βαλερία ἐμαρτύρησε, ὅταν ἐπέστρεφε στό Μιλάνο. Ἦταν τό ἔτος 62 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ζήνωνος.
Ὁ Ἅγιος μάρτυς Ζήνων ἐτελειώθηκε διά πυρός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νέωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων ἐμαρτύρησε στήν πυρά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀττικοῦ καί Κυντιανοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀττικός καί Κυντιανός ἀναφέρονται στόν Συναξαριστή τοῦ Ἱππολύτου Delehaye.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἀγαπίου καί Σεκουνδίνου καί τῶν σύν αὐτοῖς.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἀγάπιος καί Σεκουνδίνος ἐγεννή-θησαν στήν Ἱσπανία. Ἦσαν Ἐπίσκοποι στήν περιοχή τῆς Νουμιδίας τῆς Ἀφρικῆς καί ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, τό ἔτος 259 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Βαλεριανοῦ (253-259 μ.Χ.), μαζί μέ τίς παρθένες Τέρτουλα καί Ἀντωνία καί μία ἀνώνυμη Μάρτυρα μέ τά δύο της τέκνα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Καλοκτένους, μητροπολίτου Θηβῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης ἔζησε πρό τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.[4] καί καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἐγεννήθηκε ἀπό εὔπορους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Κωνσταντίνο καί τήν Μαρία, οἱ ὁποῖοι τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἔγινε μοναχός σέ κάποια μονή τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί λόγῳ τῆς ἀρετῆς καί τῶν ἱκανοτήτων του ἐξελέγη Μητροπολίτης Θηβῶν καί Ἔξαρχος πάσης Βοιωτίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀφιερώθηκε πλήρως στό ποίμνιό του, τό ὁποῖο διακόνησε μέ πιστότητα καί ἔνθεο ζῆλο. Ἔκτισε ναούς, ἀνέπτυξε ἀρδευτικά ἔργα γιά τίς καλλιέργειες τοῦ τόπου, ἵδρυσε παρθενῶνα, στόν ὁποῖο ἔμεναν παρθένες, καί ἔγινε τό καταφύγιο τῶν πτωχῶν καί τῶν πασχόντων. Ἡ φιλανθρωπία καί ἡ ἐλεημοσύ-νη του τοῦ ἐχάρισαν τό ὄνομα «Νέος Ἐλεήμων».
Ὁ Ἅγιος συμμετεῖχε στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό ἔτος 1166[5], στήν ὁποία προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας καί ἀπό τά Πρακτικά αὐτῆς διασώζεται ἡ θεολογική διδασκαλία τοῦ Ἁγίου: «Ἐρωτηθείς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τόν Υἱόν συγκτίστην καί συνδημιουργόν τῷ Πατρί οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γάρ καί τούς αἰῶνας ἐποίησεν, ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστι, καί ἐτυπώθη τῇ προτεραίᾳ κατεξετα-σθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καί κατά τό ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διά τήν ταπείνωσιν καί τήν ἄκραν συγξατάβασιν πρός τήν φύσιν τῆν ἀνθρωπίνην ἥν προσελάβετο καθ’ ἥν παραπλησίως ἡμῖν σαρκός καί αἵματος κεκοινώνηκεν».
Ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι πολύ σημαντική, διότι ἀποδεικνύει τή μεγάλη θεολογική κατάρτιση καί τή βαθειά πίστη τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά στήν πόλη τῶν Θηβῶν τῆς Βοιωτίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐκ Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, Ἐπίσκοπος Ζακχόλμσκ, ἐγεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στήν περιοχή τοῦ Πόποβ τῆς Ἐρζεγοβίνης. Ἀπό ἀγάπη πρός τό μοναχικό βίο ἐγκατέλειψε τήν πατρική οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Τρέμπινκ, ὅπου ἐκάρη μοναχός.
Λόγῳ τῆς ἀρετῆς του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζάκχολμ καί Σκε-ντερίας. Ἀνέλαβε τό μητροπολιτικό θρόνο στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος, ὡς διάδοχος τοῦ Ἐπισκόπου Παύλου καί προκάτοχος τοῦ Ἐπισκόπου Νικοδήμου. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ἕνας πραγμα-τικός ποιμένας γιά τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Κύριος τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Γιά νά γνωρίσει ὁ Ἅγιος τή βυζαντινή μοναστική καί ἡσυχα-στική παράδοση, ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στήν πόλη Ὄστρογκ, στήν Τσερνογκόρια, πού εὑρίσκεται κοντά στά σύνορα μέ τήν Ἐρζεγοβίνη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.