τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀγριππίνης.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγριππίνα ἐγεννήθηκε στήν Ρώμη καί κατά-γόταν ἀπό περιφανεῖς καί ἰσχυρούς γονεῖς πού τήν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Προόδευσε τόσο στήν πίστη στόν Χριστὸ ὥστε ἐπόθησε τήν παρθενία και τήν ἁγνότητα. Μέ τήν ἐλεη-μοσύνη καί τή φιλανθρωπία ἐκέρδισε τήν ἐκτίμηση τῆς χριστιανι-κῆς κοινότητος. Συκοφαντήθηκε ὅμως ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ὅτι ἀποσπᾶ τά νέα κορίτσια ἀπό τά εἴδωλα καί τά ὁδηγεῖ στόν Χριστό, ὅτι καταφρονεῖ καί δέν ὑπολογίζει τούς νόμους τοῦ βασιλέως, ὅτι δέν σέβεται τούς ἄρχοντες καί ὅτι διακηρύττει δημόσια πώς ὁ Χριστός εἶναι Θεὸς καί δημιουργός ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος. Τήν κατέδωσαν λοιπόν στόν ἄρχοντα καί τήν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, ἐνῶ τή συνόδευαν ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καί ἡ ἄριστη Ἀγαθονίκη.
Ἀρνούμενη ἡ Ἀγριππίνα νά προδώσει τήν πίστη της, ἐμαρτύ-ρησε μεταξύ τῶν ἐτῶν 253-260 μ.Χ. Το ἱερό λείψανό της μετακό-μισαν στήν Σικελία ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καί ἡ Ἀγαθονίκη καί ἔγινε πρόξενος πολλῶν θαυμάτων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη Ἀριστοκλέους πρεσβυτέρου, Δημητριανοῦ διακόνου και Ἀθανασίου ἀναγνώστου, ἐν Σαλαμῖνι τῆς Κύπρου ἀθλησάντων.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλη-σίας καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο, τό ἔτος 302 μ.Χ., κατά τούς δι-ωγμούς ἐπί Μαξιμιλιανοῦ, ἀφοῦ ὁμολόγησε τόν Χριστό, στήν Σαλα-μίνα τῆς Κύπρου, τμηθείς τήν κεφαλή. Μαζί του ἐμαρτύρησαν ὁ πρεσβύτερος Ἀριστοκλῆς καί ὁ διάκονος Δημητριανός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη Εὐστοχίου πρεσβυτέρου καί τῶν σύν αὐτῷ Γαῒου ἤ Γαϊανοῦ, ἀνεψιοῦ αὐτοῦ, καί τῶν τριῶν τέκνων αὐτοῦ, Λολλίας, Πρόβης καί Οὐρβανοῦ ἤ Οὐρβασίου.
Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῶν Οὐσάδων καί ἦταν ἱερεύς τῶν εἰδώλων κατά τήν ἐποχή τῶν βασιλέων Μαξι-μιανοῦ (285-305 μ.Χ.), Γαλερίου (305-311 μ.Χ.) καί τοῦ ἡγεμόνος Ἀγρίππα. Βλέποντας τό πλῆθος τῶν Μαρτύρων καί τά τελούμενα θαύματα ἀπό αὐτούς, ἀπαρνήθηκε τή θρησκεία τῶν εἰδώλων καί προσῆλθε στόν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐδόξιο, ὁ ὁποῖος τόν ἐβά-πτισε καί τόν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο. Ἀπό τήν Ἀντιόχεια μετέβη στά Λῦστρα, ὅπου εὑρῆκε τόν ἀνηψιό του Γαϊανό, τόν ὁποῖο καί ἐφείλκυσε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἐβάπτισε αὐτόν καί τά παι-διά του Λολλία, Πρόβη καί Οὐρβανό. Γι’ αὐτό συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα καί ἐβασανίσθηκε, ἀφοῦ τόν ἀνήρτησαν ἐπί ξύλου. Στή συ-νέχεια μέ τόν ἀνεψιό του καί τά παιδιά του παραπέμφθηκε στόν ἡγεμόνα τῆς Ἄγκυρας Ἀγρίππα ἤ Ἀγριππῖνο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τούς ἐβασάνισε σκληρά, στό τέλος τούς ἀποκεφάλισε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἡσυχίου τῆς Βάτου, ἐν Σινᾷ.
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Σιναῒτης ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς φλεγομένης βάτου κατά τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ διέλαμψε στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τούτου σώζεται ἔργο, ὑπό τόν τίτλο «Πρός Θεόδουλον λόγος ψυχωφελής περί νήψε-ως καί ἀρετῆς κεφαλαιώδης, τά λεγόμενα ἀντιρρητικά καί εὐκτι-κά».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἐθελδρέδης, τῆς βασιλίσσης.
Ἡ Ὁσία Ἐθελδρέδα εἶναι ἡ πλέον τιμώμενη Ἁγία τῆς Βρεττα-νίας καί ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Πατέρας της ἦταν ὁ βασιλέας Ἄννα τῆς ἀνατολικῆς Ἀγγλίας, Ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε δύο φορές καί ὁ δεύτερος σύζυγός της τήν ἀπέλυσε, διότι ἡ βασίλισσα ἐπιθυμοῦσε ἀδελφικές σχέσεις μαζί του, ἐκάρη μοναχή καί ἵδρυσε μεγάλη μονή στήν περιοχή τοῦ Ἔλυ, στήν ὁποία κατέστη ἡγουμένη. Ἔζησε βίο ἀσκητικό καί θεοφιλή καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 679 μ.Χ., σέ ἡλικία 49 ἐτῶν1.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρβάρου, τοῦ μυροβλήτου.
Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μέ τόν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη2, καί τό Συναξάρι3, σέ ληστρική ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στή νότια Ἤπειρο καί τήν Αἰτωλία ἐπί τῶν ἡμερῶν Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.). Σέ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του ἐφονεύθησαν καί ἀπό τότε ὁ Βάρβα-ρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καί ποιῶν ἀβάτους τάς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καί ἁλσώδεις τόποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σέ ναό πού ἦταν ἀφιερωμένος στόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σέ τόπο πού ὀνομαζόταν Νῆσα, ὅπου ἐλειτουργοῦσε ὁ ἱερεύς Ἰωάννης Νικοπολίτης. Κατά τήν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεύς τόν εἶδε καί προσευχή-θηκε μετά φόβου στόν Θεό. Τή στιγμή ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ ληστοῦ, πού εἶδε τούς Ἀγγέλους νά συλλειτουργοῦν μέ τόν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεύς τελείωσε τή Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τόν ἐρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοί πού ἦταν μαζί σου»; Ὁ δέ ἱερεύς τοῦ ἐξήγησε, ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τόν ἀξίωσε νά δεῖ αὐτά πού δέν μποροῦν νά δοῦν τά ἀνθρώπινα μάτια, γιά νά ὁδηγηθεῖ σέ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τά λησταρχικά ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τήν ἄσκηση καί ἐβαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικός ἀγώνας στήν περιοχή τοῦ Ξηρομέρου (ἤ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρ-νανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπί τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικά καί «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καί ἐσθίων χοῦν καί βοτάνας τάς φυομένας, κλαίων καί ὀδυρόμενος, κατακοπτο-μένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μιά νύχτα, ἕνας γεωργός πού ἔτρωγε σέ ἐκεῖνο τόν τόπο πού ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, τόν ἐφόνευσε κατά λάθος, νομίζοντας, ὅτι ἦταν θηρίο.
Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μῦρο καί ὁ Ἅγιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν ἱερά μνήμη του καί στίς 15 Μαΐου. Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στήν τοπική ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 23 Ἰουνίου4.
Μέχρι σήμερα στήν Αἰτωλο-Ἀκαρνανία ὁμιλοῦν γιά τό σπή-λαιο ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἐπέρασε τά 18 χρόνια τῆς ἄσκησεώς του καί τό ἁγίασμά του. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἀναφορά τό ἔτος 1571 μ.Χ. ἕνα Βενετός στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, πού ἔλαβε μέρος στή ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικά ἀπό θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὁ ἀσθενής βλέπει τόν Ἅγιο σέ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τόν καλεῖ νά προσκυνήσει τόν τάφο του, γιά νά θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στό τάφο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε μέ εὐλά-βεια καί ἔγινε καλά. Θέλοντας νά τιμήσει τόν Ἅγιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του μέ σκοπό νά μεταφέρει τά ἱερά λείψα-να στήν Βενετία. Περνώντας ἀπό τήν Κέρκυρα, γιά ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στό χωριό Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτό καί σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναός ἀφιερωμένος στόν Ἅ-γιο.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα, τοῦ ἐκ Θηβῶν.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νικήτα καταγράφεται στό χειρόγραφο 552 τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους5.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐγεννήθηκε στήν πόλη τῶν Θηβῶν πιθανόν κατά τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Ἀνδρέας καί Θεοδώρα, ἦσαν εὐπάτριδες καί εὐσεβεῖς. Ὁ βιογράφος του ἀναφέ-ρει, ὅτι ὅταν ὁ Ὅσιος ἐβαπτιζόταν «ἄνωθεν ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς αὐτόν ἐπεφοίτησεν». Ὅταν ἔγινε πέντε ἐτῶν, οἱ γονεῖς του τόν παρέδωσαν στό διδασκαλεῖο τῆς ἐπο-χῆς, γιά νά διδαχθεῖ τά θεῖα καί ἱερά γράμματα καί νά προκόψει στήν ἀρετή καί τή μάθηση.
Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιά τή φρόνηση, τήν ἀνδρεία, τή σω-φροσύνη καί τή δικαιοσύνη καί ἐπορευόταν τήν ὁδό τῆς ἁγιότητος καί τοῦ θεοφιλοῦς βίου. Βλέποντάν τον οἱ γονεῖς του εὐχαριστοῦ-σαν τόν Θεό καί προσεύχονταν γιά τήν κατά Θεόν αὔξησή του.
Ἡ καρδιά τοῦ Ὁσίου ἐπιθυμοῦσε τόν μονήρη καί ἀσκητικό βίο. Ἔτσι σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, παίρνοντας μαζί τόν ἀδελφό του, κατέφυγε μυστικά στή μονή τοῦ Θεοκλήτου, ὅπου ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν ἡγούμενο. Ἐδῶ ἐζοῦσε ἀσκητικά καί προσευχητικά. Ἐκεῖ-νος ὅμως ἀναζητοῦσε νά ἀκολουθήσει τήν ἡσυχία καί νά γίνει ἐρη-μίτης καί ἀναχωρητής. Τότε Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στόν ἡγούμενο τῆς μονῆς καί τοῦ παραγγέλει νά μήν ἐμποδίσει τό νέο μοναχό στά σχέδιά του γιά τήν ἀναχώρησή του στήν ἔρημο. Τό ἴδιο πρωῒ ὁ ἡγούμενος προσκαλεῖ τόν Ὅσιο καί τοῦ δίδει τήν εὐχή του: «Πορεύου, τέκνον, καί Κύριος κατευθύναι τά πρός αὐτόν σου διαβήματα». Καί τότε, παίρνοντας τόν αὐτάδελφό του μαζί, ἔφυγαν στήν ἔρημο ἀναζητώντας ἡσυχαστικό τόπο. Ἔφθασαν στήν περιοχή τῆς Ὀστείας6, ὅπου εὑρῆκαν ἕνα «σπηλοειδές κογχάριον» καί ἐκεῖ ἐδιάλεξαν νά στήσουν τή σκηνή τπων πνευματικῶν ἀγώνων τους.
Ἐδῶ ἄρχισαν τά ἔργα τῆς ἀρετῆς μέ ἀγρυπνίες, προσευχές, ὑπομένοντες κάθε κακουχία καί ἀντιξοότητα. Ἔτσι ἀξιώθηκαν τῆς διακρίσεως πρός Θεόν.
Ἡ φήμη τοῦ ἐνάρετου ἀσκητοῦ ἐξαπλώθηκε παντοῦ καί πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά τόν ἐπισκέπτονται, γιά νά τόν συμβου-λευθοῦν στά πνευματικά θέματα καί νά λάβουν τήν εὐχή του. Ἐκεῖ ἔλαβε καί τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς. Τότε ἄρχισε νά μεγαλώνει καί ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν πού ἐζοῦσαν κοντά του μιμούμενοι τόν ἀγγελικό του βίο.
Γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῶν συμμοναστῶν του ἔκτισε στή σπηλιά ἐκείνη ναό ἀφιερωμένο στόν Σωτήρα Χριστό καί ἐκεῖ, μπροστά στόν πρόναο τοῦ κογχοειδοῦς αὐτοῦ σπηλαίου, εὑρικόταν σχεδόν ὅλη μέρα καί ὅλη νύκτα προσευχόμενος.
Παροιμιώδης ἦταν καί ἡ ἀκτημοσύνη τοῦ Ὁσίου. Εἶχε τό χάρισμα νά ἀναστρέφεται μέ τά θηρία τοῦ δάσους χωρίς τόν παραμικρό κίνδυνο. Δέν εἶχε φροντίδα γιά τό τί θά ἐνδυθεῖ ἤ τί θά φάγει. Ὅλα τά ἄφηνε μέ ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν κάποιοι τόν ἐπισκέπτονταν καί τοῦ ἔφερναν κάτι φαγώσιμο, δέν ἐδίσταζε νά γευθεῖ, ἔστω καί ἐλάχιστα, μαζί τους, ἀκόμη καί λίγο κρασί, γιά νά διώχνει μακριά τό «οἴημα τῆς ἀνθρωπαρέ-σκειας», δηλαδή τήν ὑπερηφάνεια. Ὡστόσο, ὅταν ἔμενε μόνος ἐπανελάμβανε τήν αὐστηρά νηστεία. Μάλιστα τή Μεγάλη Τεσσαρα-κοστή τήν ξηροφαγία τήν εἶχε μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή, τηρώντας ἀπόλυτη νηστεία τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος.
Στό τέλος τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Νικήτα, ὁ βιογράφος του ἀναφέρει καί δύο ἀπαντήσεις τοῦ Ὁσίου σέ θεολογικά ἐρωτήματα, πού διάφοροι ἱερεῖς ὑπέβαλαν στόν Ὅσιο.
Τό πρῶτο ἦταν σχετικό μέ τή νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: μετά τή Θεία Κοινωνία, καταλύουμε ἤ ὄχι; ὁ Ὅσιος τούς ἀπαντᾶ προκαταβολικῶς καί τούς ἀναφέρει τό συγκλονιστικό ἐκεῖ-νο παράδειγμα τοῦ Λειμωναρίου. Ἕνας ἐρημίτης μοναχός, πού δέν εἶχε δεῖ ἄνθρωπο στήν ἔρημο πού ἀσκήτευε γιά πολλά χρόνια, ἐδέχθηκε τήν ἐπίσκεψη κάποιων Χριστιανῶν τή Μεγάλη Τεσσαρα-κοστή πού τοῦ ἔφεραν καί διάφορα δῶρα, τυρί καί ἄλλα φαγώσιμα. Ὁ ἀσκητής τούς προσέφερε καί ἔφαγε καί αὐτός μαζί τους «μηδό-λως διακριθείς». Οἱ πιστοί τό εἶδαν καί ἐξαφνιάσθηκαν κάπως δυσάρεστα, μά δέν εἶπαν τίποτε. Μόλις ἐγύρισαν, ὅμως, στήν πόλη πῆγαν καί τό ἀνέφεραν στόν Ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τόν ἐκάλεσε μπροστά του, τόν ἤλεγξε μέ αὐστηρό τρόπο καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή, ἀποκαλώντας τον πλᾶνο καί παραβάτη. Τό μεσημέρι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκάλεσε τούς ἱερεῖς σέ τράπεζα καί εἶπε νά φέρον καί τόν ἀσκητή ἀπό τή φυλακή, γιά νά τόν λοιδορήσει καί νά τόν προσβάλλει. Ὁ ἀσκητής προσπάθησε νά ἐξηγήσει μέ πνευματικά καί εὐγενικά ἐπιχειρήματα, γιατί τό εἶχε κάνει: «Τόσα χρόνια στήν ἔρημο καθήμενος δέν εἶδα ἄνθρωπο, γι’ αὐτό ὅταν εἶδα τούς ἀδελφούς ἐθεώρησα τήν ἄφιξή τους Πάσχα. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δέν μοῦ ἐφάνηκε βαρύ ἤ νά λογισθεῖ ἁμαρτία τό ὅτι ἔφαγα τυρί μαζί τους». Ὁμως, ὁ Ἐπίσκοπος δέν ἤθελε νά ἀκούσει τίποτε. Τότε ὁ ἀσκητής φωνάζει ἕνα βρέφος σαράντα ἡμερῶν, παιδί τοῦ πρωτοπαππᾶ, τό πιάνει ἀπό τό χέρι καί τό ἐρωτᾶ δυνατά, γιά νά ἀκούσουν ὅλοι: «Πές μου, ὤ παιδί μου, ποιός εἶναι ὁ πατέρας σου; Καί, ὤ τοῦ ξένου ἀκούσματος: τό βρέ-φος ἐξεβόησε ἐκ τρίτου: ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος:» . Φρίκη καί ντροπή κατέλαβε τούς ἄλλους, πού δέν ἤξεραν πῶς νά φύγουν ἀπό τό χῶρο γρηγορώτερα.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1079, ὅταν ἐβασίλευε στό Βυζάντιο ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078-1081).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Εἰρήνης, πριγκηπίσσης τοῦ Μούρωμ.
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη, πριγκήπισσα τοῦ Μούρωμ τῆς Ρωσσίας, ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1129, ἀφοῦ ἔζησε βίο εὐσεβή καί ἐνάρετο, καί ἐνταφιάσθηκε στόν καθεδρικό ναό τοῦ Μούρωμ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πρίγκηπος Περεγιασλάβλ καί Βλαδιμίρ τῆς Ρωσσίας.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Α΄ Ἀλεξάνδροβιτς ἦταν υἱός τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καί ἐγεννήθηκε τό 1234. Δια-δέχθηκε, τό 1276, στό θρόνο τόν θεῖο του Βασίλειο Ἰαροσλάβιτς, ἀναγνώρισαν δέ αὐτόν ὡς ἡγεμόνα τους καί οἱ πολίτες τοῦ Νόβγκο-ροντ. Οἱ Ρῶσσοι ἱστορικοί χαρακτηρίζουν τρομερή τήν περίοδο τῆς βασιλείας του, διότι ἡ Ρωσσία ὑπέστη ἀλλεπάλληλους ἐμφύλιους σπαραγμούς καί ἔπαθε πολλά ἀπό τά ταρταρικά στίφη. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες καί δεινά, ὁ Δημήτριος, κατάπονος ἀπό τούς ἀδιάκοπους πολέμους, παραχώρησε τό ἀξίωμά του στόν ἀδελφό του Ἀνδρέα καί μετά ἀπό λίγο ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1294.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Εὐδοξίας, πριγκηπίσσης τοῦ Βλαδιμίρ.
Ἡ Ἁγία Εὐδοξία ἔζησε στήν Ρωσσία κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκηπος Ἀλεξάνδρου Nέφσκϊυ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στή γυναικεία μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ μαζί μέ τίς δυό συζύγους τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξάνδρα καί Βάσσα. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους στίς 23 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Βλα-διμίρ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Γεωργίου καί Θεοδοσίας, τῶν ἐκ Ρωσσίας.
Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καί Θεοδοσία, οἱ Δίκαιοι, μέλη τῆς ἁγίας οἰκογένειας τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς († 2 Ἰανουαρίου), ἔζησαν κατά τόν 16ο και 17ο αἰώνα μ.Χ. στήν Ρωσσία καί ἐκοιμήθησαν μέ εἰρή-νη.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, τοῦ ἐν Βέρκολᾳ τῆς Ρωσσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐγεννήθηκε στό χωριό Βέρκολα, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πινέγκα, τῆς βορείου περιοχῆς τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα, τό ἔτος 1532, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους, τόν Κοσμᾶ καί τήν Ἀπολλιναρία, καί ἦταν ἀδελφός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ Πι-νέγκα († 28 Ὀκτωβρίου).
Κατά τόν Συναξαριστή, ἀπό τήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἔδειξε συμπεριφορά ὄχι παιδική. Τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπή καί ἦταν ἰδιαίτερα ὑπάκουος, τόν διέκρινε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἦταν δέ ἀσυνήθιστα τα-πεινός καί ἁγνός.
Ὁ Ἀρτέμιος σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, ἐνῶ βοηθοῦσε τόν πατέρα του στίς ἀγροτικές του ἐργασίες, κτυπήθηκε ἀπό κεραυνό καί ἔπεσε νεκρός, στίς 23 Ἰουνίου 1545.
Τό Συναξάρι, ἀναφερόμενο στόν τρόπο τοῦ θανάτου του πα-ρατηρεῖ, ὅτι «ἔτσι ὁ Ἐλεήμων Πάνσοφος Κύριος ὁ Θεός, σχεδίασε νά λάβει στά σκηνώματα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του, τήν ψυχή τοῦ δικαίου δούλου Του».
Τόν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ ἁπλοϊκοί καί δεισιδαίμονες χω-ρικοί τόν ἑρμήνευσαν σάν θεία τιμωρία, σάν σημεῖο ὅτι ὁ Θεός ἦταν θυμωμένος μέ τόν Ἀρτέμιο. Γιά τοῦτο τόν ἄφησαν ἄταφο στό δά-σος, ἀφοῦ ἐσκέπασαν τό σῶμα του μέ κλαδιά.
«Εὔκολα μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς πόσο ἐπηρέασε ἡ γνώμη τοῦ χωριοῦ τήν ἤδη θεοφοβούμενη καί ἐξαιρετικά εὐσεβῆ οἰκο-γένειά του. Σ’αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ δέους καί τῆς σιωπῆς, τρέ-μοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀνατράφηκε ἡ Παρασκευή ἡ ἀδελφή τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, πού ἔφθασε σέ μέτρα ἁγιότητος χωρίς νά τό γνω-ρίζει. Ἀπομονωμένη ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά τριγυρισμένη ἀπ’ τίς ὀμορφιές τῆς ἀνθισμένης ἄνοιξης τοῦ βορρᾶ καί διατηρημένη ἀπό τίς παγωνιές τοῦ χειμῶνα, ἔγινε Ἁγία καί Θαυματουργή γιατί, ὅ-πως καί ὁ ἀδελφός της, ἦταν ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ».
Τό 1577, τριανταδύο χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ Ἀρτεμίου, ἕνα συνταρακτικό γεγονός ἦλθε νά ἀνατρέψει τήν κοσμική καί ἀντι-πνευματική γιά τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ γνώμη.
Ἕνας χωρικός πού ὀνομαζόταν Καλλίνικος, Ἀναγνώστης στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου, βγῆκε στό δάσος γιά νά μαζέψει μανι-τάρια. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πάνω ἀπό τό σημεῖο πού «ἀνα-παυόταν» τό λείψανο τοῦ Ἀρτεμίου, τόν ὤθησε νά πλησιάσει παρά τόν φράκτη πού εἶχε ὑψωθεῖ, καί ἔκπληκτος νά διαπιστώσει, ὅτι τό ἱερό λείψανο παρέμενε ἄφθορο.
Οἱ δεισιδαίμονες χωρικοί ὑποδέχθηκαν τό γεγονός χωρίς ἰδιαί-τερη προσοχή. Ἁπλά ἐπῆραν τό σκήνωμα, τό ἔβαλαν σέ ἕνα φέρετρο καί τό ἐτοποθέτησαν σέ μιά στοά τοῦ ἐνοριακοῦ τους ναοῦ.
Ὁ Κύριος ὅμως ἐπέτρεψε νά συμβεῖ στήν περιοχή μία μεγάλη καί θλιβερή δοκιμασία, γιά νά ὁδηγήσει στή διαπίστωση καί διακή-ρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ δούλου Του.
Τό ἴδιο ἔτος τῆς εὑρέσεως, τό 1577, λοιμική νόσος ἔπληξε τήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ βορείου Ντβίνα καί πάρα πολλοί θάνατοι ἐσημειώθηκαν, κυρίως γυναικοπαίδων. Τότε ὁ ἀπελπισμένος πατέ-ρας ἑνός ἑτοιμοθάνατου ἀγοριοῦ, ἐσκέφθηκε νά ἐπικαλεσθεῖ τίς πρεσβεῖες τοῦ ἀγνοημένου Ἀρτεμίου. Ἔσπευσε στήν ἐκκλησία, προ-σκύνησε τό ἱερό λείψανο, καί φεύγοντας ἐπῆρε μερικά φύλλα ἀπό τά κλαδιά πού ἐσκέπαζαν ἀκόμη τό φέρετρο. Ὅταν στή συνέχεια εὐλόγησε μέ αὐτά τόν ἄρρωστο υἱό του, τό παιδί ἔγινε ἀμέσως καί ἐντελῶς καλά.
Τό πρῶτο αὐτό θαῦμα ἀκολούθησε δεύτερο, μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο, ὅταν, διά πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ὁ Θεός εἰσάκουσε τίς δεήσεις τῶν κατοίκων καί ἐσταμάτησε ἡ ἐπιδημία.
Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἔφερε στρατιές πασχόντων ἐμπρός στό ξύλινο φέρετρο, στόν ταπεινό ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ.
Νέα θαύματα, ὅπως ἐκεῖνο στόν χωρικό Παῦλο, τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο εἶχε στραφεῖ πρός τά πίσω, ὑποχρέωσαν τούς κατοίκους νά φτιάξουν εἰδική πτέρυγα στό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου ἐτοποθέτησαν τό τίμιο λείψανο, τό 1584, ἀφοῦ προηγουμένως ἐτο-ποθέτησαν αὐτό σέ λάρνακα.
Βλέποντας τίς ἀλλεπάλληλες θεραπεῖες, οἱ ἱερεῖς Ἰωάννης καί Θωμᾶς ἀπεφάσισαν νά ἁγιογραφήσουν εἰκόνες τοῦ Ἁγίου ἐπάνω στίς σανίδες τοῦ παλαιοῦ του φερέτρου. Μάλιστα, ὁ ἱερεύς Ἰωάννης περισυνέλεξε μέ πολλή προσοχή τά ὑπολείμματα τῶν κλαδιῶν πού κάποτε ἐσκέπαζαν τό τίμιο σκήνωμα.
Τό 1601, ὁ εὐσεβής Παγκράτιος μετέφερε μία ἀπό τίς εἰκόνες αὐτές στό Μεγάλο Οὔστιουγκ, ὅπου ἀναδείχθηκε θαυματουργή.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου τιμᾶται, ἐπίσης, στίς 10 Ὀκτω-βρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κορνηλίου, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Ἀλεξάντρωφ ἔζησε τον 17ο μ.Χ. αἰώ-να στήν Ρωσσία καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ὁ Βίος του συνδέεται μέ τό μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀλεξάντρωφ, στήν Ἐπισκοπή τοῦ Βλαδιμίρ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Καλλινίκου, τοῦ ἐκ Βεροίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Καλλίνικος ἐγεννήθηκε στήν ἁγιοτόκο πόλη τῆς Βεροίας σέ καιροὺς χαλεποὺς κατά τό 1790. Κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Βεροίας ἐδιδάχθηκε μαζί ἐγκύκλια γράμματα καί τήν ἀγάπη στόν Χριστό.
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε μακριά ἀπό τή γενέθλιά του γῆ, πρῶτα ἴσως στό Ἰάσιο, ὅπου ἐσπούδασε σύμφωνα μέ κά-ποιες πληροφορίες κοντά στό διδάσκαλο Κλεόβουλο, καί στή συ-νέχεια στήν Κρήτη, γιά νά συμβάλλει ἐκεῖ μέ τίς γνώσεις του ὡς δι-δάσκαλος στή διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Ἱεροδιάκονος ἤδη καί μυημένος στή Φιλική Ἑταιρεία, πού εἶχε ὡς μοναδικό σκοπό τήν ἀφύπνιση τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό , δέν παρέλειπε νά ἀγωνίζεται μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τό σκοπό αὐτό. Στενός συνεργάτης τοῦ Μητροπολίτου Κυδωνίας Καλλινίκου, τόν ὁποῖο καί ἐμύησε, τό 1820, στή Φιλική Ἑταιρεία , ἐδοκίμασε τήν ὀργή τῶν Τούρκων δυό μόλις μῆνες μετά τό ξέσπασμα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Συνελήφθη περί τά μέσα Μαῒου μέ τήν κατηγορία ὅτι ἐγύ-μναζε τούς μαθητές του μέ στρατιωτικές ἀσκήσεις καί ἐφυλακί-σθηκε μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Κισσάμου Μελχισεδέκ. Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου εἶχε σημάνει γιά τόν νεαρό ἀλλά γενναῖο ἱεροδιάκονο Καλλίνικο, πού ὑπέμεινε μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία τά βασανι-στήρια καί τούς ἐξευτελισμούς.
Στίς 19 Ἰουνίου τοῦ 1821, ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, κρεμασμένος στήν πλατεῖα Σπλάτζιας τῶν Χανῖων, παρέδωσε μαζί μέ τόν Μητρο-πολίτη Μελχισεδέκ τό πνεῦμα του στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων νέων ἱερομαρτύρων, Γερασίμου Κρήτης, Κνωσοῦ Νεοφύτου, Χερρονήσου Ἰωακείμ, Λάμπης Ἱεροθέου, Σητείας Ζαχαρίου, Πέτρας Ἰωακείμ, Ρεθύμνης Γερασίμου, Κυδωνίας Καλλινίκου, Κισάμου Μελχισεδέκ, Διοπό-λεως Καλλινίκου καί τῶν σύν αὐτοῖς ἀθλησάντων κληρικῶν καί λαϊκῶν ἐν ἔτεσιν 1821 καί 1822.
Στίς 23 Ἰουνίου 1821 ἔγινε Σύνοδος στή Μητρόπολη τῆς Κρή-της, στό ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατά τήν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος Κρήτης ἄρχισε νά διαβάζει ἕνα γράμμα ἀπεσταλμένο ἀπό τό βεζύρη. Οἱ ἐχθροί καιροφυλακτοῦντες, ὅρμησαν στό ναό καί ἐφόνευσαν τούς Ἀρχιερεῖς, δέκα ἑπτά ἱερεῖς καί πέντε ἁγιορείτες πατέρες ἀπό τή μονή Βατοπεδίου, πού εἶχαν προσκομίσει στό Μέγα Κάστρο γιά προσκύνηση κατά τῆς ἐπιδημίας τῆς πανώλους τίμια λείψανα καί τήν Ἁγία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐπίσης ἐφόνευσαν ὡς τριακόσιους παρευρεθέντες Χριστιανούς. Ἀπό ἐκεῖ διασπαρέντες στην πόλη ἐδίωκαν τούς λοιπούς Χριστιανούς φονεύοντες ἀνηλεῶς ὅσουν ἀπαντοῦσαν στούς δρόμους, ὅπου συνάντησαν καί τόν Ἐπί-σκοπο Λάμπης Ἱερόθεο τόν ὁποῖο ἐφόνευσαν μέτά τοῦ διακόνου του. Τήν ἑπομένη ἡμέρα στό χωριό Ἐπάνω Φουρνή, ὅπου ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας, ἐτυφεκίσθηκε ὁ Ἀρχιερεύς αὐτῆς Ἰωακείμ ἔξω ἀπό τόν ἱερό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἐν Βλαδιμίρ τῆς Ρωσσίας διαλαμψάντων.
Ἡ ἑορτή αὐτή καθιερώθηκε, τό 1982, μέ τήν εὐλογία τοῦ μα-καριστοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Ἡ λειτουργική μνήμη ἀνα-φέρεται στούς Μάρτυρες Ἀβραάμ τόν Βούλγαρο, στούς Ἀρχιεπι-σκόπους Μητροφάνη καί Πατρίκιο, στούς Ἐπισκόπους τοῦ Βλαδι-μίρ Μάξιμο, Ἀλέξιο, Ἰωνᾶ, Ἰλαρίωνα, Διονύσιο, Ἀρσένιο, Θεόδωρο, Σίμωνα, Ἰωάννη, Σίμωνα, Σεραφείμ, Θεόδωρο, Βασίλειο τοῦ Ριαζάν, Κύριλλο τοῦ Ροστώβ, Σωφρόνιο καί Μητροφάνη τοῦ Βορονέζ, στούς μοναχούς Νικήτα τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἠλία τοῦ Mούρωμ, Παχώμιο καί Θεοδόσιο, Δανιήλ τοῦ Οὐσπένσκϊυ, Μιχαήλ τοῦ Βγιάζνικωφ, Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, Ρωμανό τοῦ Κιρζάκ, Παχώμιο τοῦ Νερέχτσκϊυ, Εὐθύμιο τῆς Σουζδαλίας, Στέφανο τοῦ Μακχρίνσκϊυ, Νίκωνα τοῦ Ραντονέζ, Κοσμᾶ τοῦ Γιαχρομσκόϊυ, Ἰώβ τοῦ Βλαδιμίρ, Ἀρκάδιο τῆς Βγιάζμα, Πρόχορο καί Βασσιανό τοῦ Γιαστρέμπσκϊυ, Διονύσιο τοῦ Περεγιασλάβλ, Λουκιανό, Κορνήλιο καί Ζωσιμᾶ τοῦ Ἀλεξάντρωφ, στίς μοναχές Μαρία (μοναχικό ὄνομα Μάρθα), Θεοδοσία (μοναχικό ὄνομα Εὐφροσύνη), Εὐφροσύνη τῆς Σουζδαλίας, Βάσσα (μοναχικό ὄνομα Θεοδώρα) τοῦ Νίζνϊυ-Nόβγκοροντ, Σοφία καί Θεοδοσία τοῦ Μούρωμ, στούς μοναχούς καί τίς μοναχές Γκλέμπ, Κωνσταντίνο, Μι-χαήλ καί Θεόδωρο τοῦ Mούρωμ, Μπόρις τοῦ Tούτωβ, Ἰνιασλάβο, Mιστισλάβο, Ἀνδρέα τοῦ Μπογκολιούμποβο, Γκλέμπ, Μιχαήλ, Πέ-τρο τοῦ Μούρωμ, Γεώργιο, Βασίλειο τοῦ Ροστώβ, Βλαδίμηρο, Δη-μήτριο, Θεόδωρο, Σβιατοσλάβο, Ἀλέξανδρο Νέφσκϊυ, Δημήτριο, Δη-μήτριο, Θεόδωρο τοῦ Σταροντούμπσκϊυ, Εἰρήνη καί Φεβρωνία τοῦ Μούρωμ, Ἀγάθη, Θεοδώρα, Μαρία καί Χριστίνα, Εὐδοξία, στούς Δίκαιους Γεώργιο καί Ἰουλιανή τοῦ Mούρωμ, Σάββα τοῦ Μοσκώσκ, στούς διά Χριστόν σαλούς Κυπριανό, Εὐδοξία καί Παρθένιο τῆς Σουζδαλίας.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου, ἐν Κιέβῳ.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης «Τρυφερῆς», ἐν τῇ Λαύρᾳ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ τῆς Ρωσσίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!