ΥΠΟ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΝΑΚΗ
ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
Ἀγαπητά παιδιά,
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τὴν σημερινὴ Κυριακὴ ἔχει ὁρίσει νὰ ἑορτάζουμε τὴν μνήμη ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου Της, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ σήμερα ἑορταζόμενος Ἱεράρχης ἀνήκει στὴ χορεία τῶν λεγομένων στὴ θεολογία Πατέρων καὶ Διδασκάλων. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐξηγήσουμε τί ἐννοοῦμε μὲ τοὺς ὅρους αὐτούς. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη εἶναι ἀσφαλῶς Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀνήκουν ὅμως στὴ χορεία τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων Της. Πατὴρ καὶ Διδάσκαλος στὴν Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἡ προσωπικότητα ἐκείνη, ἡ ὁποία σὲ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, παρεμβαίνει ἐκφράζοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ὁριοθετήσει τὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ἀρκετὲς φορὲς ἡ Ἐκκλησία μας ταλανίσθηκε ἀπὸ αἱρετικὲς διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ἦταν ἱκανὲς νὰ ὁδηγήσουν τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν στὴν ἀπώλεια. Ὁ Θεὸς στὶς περιπτώσεις αὐτές, προκειμένου νὰ διαφυλάξει ἀνόθευτη τὴν Ἀλήθεια, εκλέγει κάποιο ἀπὸ τὰ φωτισμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ὁπλίζει μὲ τὴ Θεία Χάρη, γιὰ νὰ εκφράσει τὴν Ἀλήθεια. Μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα Πατέρων καὶ διδασκάλων εἶναι: οἱ τρεῖς μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Ἱωάννης ὁ Δαμασκηνός, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ βέβαια ὁ σήμερα τιμώμενος Πατέρας, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὸ βίο καὶ τὴ διδασκαλία.
Ἡ καταγωγή του
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ καταγόταν ἀπὸ Μικρασιατικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ὅμως νωρίς, λόγῳ τουρκικῶν ἐπιδρομῶν, ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας του λεγόταν Κωνσταντῖνος καὶ ἡ μητέρα του Καλλονὴ. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ εὐγενεῖς στὴν καταγωγὴ καὶ πλούσιοι. Ἐρχόμενοι στὴν Πόλη, ἔφεραν μαζί τους καὶ ὁρισμένα περιουσιακὰ στοιχεῖα, γιὰ νὰ μπορούν νὰ ζοῦν ἄνετα. Τὸ πολυτιμότερο ὅμως, ποὺ ἔφεραν, ἦταν ἡ ἐξαίρετη μόρφωσή τους, ἡ παιδεία καὶ ἡ μεγάλη τους ἀρετή. Οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἦταν εὐσεβέστατοι, φιλομόναχοι καὶ γνῶστες τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β’ ὁ Παλαιολόγος, ἐξετίμησε τὰ προσόντα τοῦ Κωνσταντίνου, πατέρα τοῦ Ἁγίου, καὶ τὸν προσέλαβε ὡς διδάσκαλο τοῦ ἐγγονοῦ καὶ διαδόχου του στὸ θρόνου τοῦ Ἀνδρονίκου. Ἔτσι σταδιακὰ ὁ Κωνσταντῖνος κατέλαβε θέση στὴ Σύγκλητο, τὸ ἀνώτατο συμβουλευτικὸ ὄργανο τοῦ αὐτοκράτορα. Ἔγινε μὲ λίγα λόγια σύμβουλος τοῦ κράτους. Συνέβη δὲ καὶ τὸ εξῆς θαυμαστὸ καὶ ἀσυνὴθιστο: ὅσο ὁ Κωνσταντῖνος ἀποκτοῦσε τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα, ἄλλο τόσο προόδευε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τοῦ ἄρεσε νὰ ἐπισκέπτεται τὰ μοναστήρια καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ ἔμπειρους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι τὸν οἰκοδομοῦσαν πνευματικά. Πολλὲς φορὲς μάλιστα, τὴ στιγμὴ ποὺ συνεδρίαζε ἡ Σύγκλητος, ὁ Κωνσταντῖνος συνέβαινε νὰ ἐπιδίδεται στὴ νοερὰ προσευχή, ἔχοντας ἀνοικτή ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. Τέλος, ὅλα ὅσα ὁ ἴδιος μάθαινε καὶ βίωνε, τὰ δίδασκε καὶ στὰ παιδιά του.
Ἡ παιδεία του
ΠΕΝΤΕ ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ τὰ παιδιὰ τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῆς Καλλονῆς, τρία ἀγόρια καὶ δυὸ κορίτσια, καὶ ὅλα ἀκολούθησαν τὸ μοναχικὸ βίο. Πρωτότοκος ἦταν ὁ Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1296. Σὲ ἡλικία ἐπτὰ ἐτῶν ἔχασε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Κωνστάντιος. Τὸ ἴδιο ἔκανε στὴ συνέχεια καὶ ἡ συζυγός του, ἡ Καλλονή. Ὁ Κωνσταντῖνος, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία του, παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ γίνει ἡ προστάτιδα τῆς οἰκογενείας του καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἀποφάσισε νὰ γίνει ὁ προστάτης τῶν παιδιῶν τοῦ Κωνσταντίνου. Ὅλοι στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορα ὀνόμαζαν τὰ παιδιὰ τοῦ Κωνσταντίνου «παιδιὰ τοῦ Ἁγίου». Ὁ Γρηγόριος σπούδασε ἀπὸ πολὺ νωρὶς μὲ μεγάλη ἐπίδοση και ἐπιτυχία σὲ διάφορες ἐπιστῆμες. Ἡ μόρφωσή του ἦταν γνωστὴ καὶ ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους λογίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κάποτε στὴν αἴθουσα τελετῶν τῶν ἀνακτόρων, ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἄλλων ἀξιωματούχων, ὁ νεαρὸς Γρηγόριος σὲ ἡλικία μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν ἀνέπτυξε τὸ θέμα περὶ λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους μὲ μοναδικὴ δεξιοτεχνία καὶ ἐπιτυχία, ὥστε ἀπέσπασε τὸν δίκαιο ἔπαινο τῶν παρευρισκομένων. Στὸ πρόσωπό του ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος ἔβλεπε τὸ μελλοντικὸ συνεργάτη του. Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸν ἀπογοήτευσε ὁ Γρηγόριος.
Γίνεται Μοναχὸς
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΝΩ ΑΓΑΠΗΣΕ τὴ μόρφωση, ἔκλινε πρὸς τὴ μοναχικὴ ζωή. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν , μαζὶ μὲ τοὺς δυὸ ἀδερφούς του, τὸ Μακάριο καὶ τὸν Θεοδόσιο ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ πορεύθηκαν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ σύντομη διαμονὴ στὴ Θράκη, ἔφθασαν στὸν ποθούμενο Ἄθωνα. Ὁ Γρηγόριος κατέφυγε στὴ Λαύρα τοῦ Βατοπαιδίου κοντὰ σὲ ἕνα διάσημο καὶ ἔμπειρο Ἡσυχαστή, τὸ Νικόδημο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔμεινε κοντά του μέχρι τὸ θάνατό του (1317-1320). Ἡ μοναχικὴ πολιτεία τοῦ Γρηγορίου ὑπῆρξε θαυμαστή, καθὼς ὁ νέος ἀσκητής καθημερινὰ ἀσκεῖτο γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς του καὶ τὸ θεῖο φωτισμό. Ἡ καθημερινή του συνεχὴς προσευχὴ ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος, Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος»! Μία μέρα τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, τοῦ παρουσιάσθηκε σὲ ὅραμα ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ τοῦ εἶπε: «ἔρχομαι ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Παναγίας Δέσποινας γιὰ νὰ σὲ ρωτήσω, γιατί νυχθημερὸν δὲν παύεις νὰ φωνάζεις, φώτισόν μου τὸ σκότος, φώτισόν μου τὸ σκότος;» καὶ ὁ Γρηγόριος ἀπάντησε: «καὶ τί ἄλλο μπορῶ νὰ ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεό, ἄνθρωπος ἐγὼ ἀτελὴς καὶ γεμᾶτος πάθη, παρὰ τὸ φωτισμό, γιὰ νὰ βλέπω καὶ νὰ πράττω τὸ σωτήριο θέλημά Του;» Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης διαβεβαίωσε τὸ Μοναχὸ ὅτι ἡ Παναγία θὰ τοῦ εἶναι βοηθὸς καὶ προστάτιδα στὸν ἀγώνα του. Καὶ ὁ Γρηγόριος ρώτησε: «σὲ ποιὸ βίο θὰ μοῦ εἶναι βοηθός, στὸν παρόντα ἤ στὸν μέλλοντα;» καὶ ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τὸν διαβεβαίωσε «καὶ στὸν παρόντα βίο καὶ στὸν μέλλοντα».
Γίνεται ἀναχωρητής
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ τοῦ Γρηγορίου προκαλοῦσε ἔκπληξη σὲ πολλούς, καὶ ἡ ἄσκησή του ἦταν μοναδική. Ζοῦσε σὰν νὰ ἦταν ἄσαρκος. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἡσυχία τὸν ἔκανε νὰ ἐπιθυμεῖ τὸν ἀναχωρητικὸ βίο καὶ ἔτσι κατέφυγε στὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ Ἄθωνα, στὴ περιοχή, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Προβάτα. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν ποτισμένος μὲ πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες ἀναχωρητῶν. Ἐκεῖ εἶχε ἀσκηθεῖ καὶ ὁ διδάσκαλός του στὰ θεολογικὰ μαθήματα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Θεόληπτος. Στὸν ἴδιο τόπο ἀσκήτευε καὶ ὁ περιβόητος ἡσυχαστὴς Γρηγόριος Βυζάντιος, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικὰ καὶ παρέλαβε ἀπ’ αὐτὸν ὅλη τὴν πνευματική του πεῖρα. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ παρέμεινε γιὰ δύο ἔτη, καθὼς οἱ τοῦρκοι πειρατὲς εἶχαν γίνει πολὺ ἐπικίνδυνοι γιὰ τοὺς ἀναχωρητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι συνασκητὲς του ἀναχώρησαν γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὸ ἔτος 1325. Ἀπώτερος σκοπός τους ἦταν νὰ ἀναχωρήσουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ μείνουν ἐκεῖ γιὰ πάντα. Ἄλλη ὅμως ἦταν ἡ βούληση τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἐπιδόθηκε σὲ θερμὴ προσευχή, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του. Εἶδε λοιπὸν ἕνα θεῖο ὅραμα, τὸ ὁποῖο διηγήθηκε καὶ στοὺς ἄλλους ἀσκητές. Τοῦ φάνηκε ὅτι βρισκόταν στὴν αὐλὴ τῶν ἀνακτόρων. Ὁ βασιλιὰς καθόταν στὸ θρόνο του, καὶ γύρω του κάθονταν οἱ ἀξιωματοῦχοι. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, Δούκας στὸ ἀξίωμα, πλησίασε τοὺς μοναχούς, ἔπιασε μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ Γρηγόριο καὶ εἶπε στοὺς ἄλλους: «αὐτὸν ἐδῶ, κατὰ διαταγὴ τοῦ βασιλιά, τὸν κρατῶ κοντά μου. Ἐσεῖς, ἄν θέλετε νὰ φύγετε, πηγαίνετε». Ὁ Ἅγιος ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ Δούκας τοῦ ὁράματος ἦταν ὁ Ἅγιος Δημήτριος, προστάτης τῆς πόλης τῶν Θεσσαλονικέων.
Γίνεται Ἱερομόναχος
ΟΛΗ Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ἐγκαταστάθηκε στὸ ὄρος τῆς Βερροίας, ποὺ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ χρειάζονταν κάποιον ἱερέα καὶ ἀποφάσισαν τὴ χειροτονία τοῦ Γρηγορίου, ἡ ὁποία καὶ πραγματοποιήθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Ὡς ἱερέας ὁ Γρηγόριος ἐπέβαλε στὸν ἑαυτό του μεγάλη ἐγκρὰτεια καὶ αὐστηρότητα. Τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας ἔμενε ἀπομωνομένος στὸ κελλί του καὶ τὰ σαββατοκύριακα ἐμφανιζόταν, γιὰ νὰ τελέσει τὴ θεία λειτουργία. Καὶ μόνο ἡ ὄψη του προκαλοῦσε θάμβος. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στὸ ὄρος τῆς Βεροίας ὁ ἱερὸς Γρηγόριος διαφώνησε μὲ ἕνα γέροντα μοναχὸ τῆς περιοχῆς, τὸν Ἰώβ. Ὁ Ἰὼβ θαύμαζε τὸ Γρηγόριο, ἀλλὰ θεωροῦσε ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι ἀπαραίτητη μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητὲς καὶ ὄχι γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ὅπως πίστευε ὁ Γρηγόριος. Ἀλλά κατόπιν ὀπτασίας ὁ γέροντας Ἰὼβ ἀσπάσθηκε τὴ θέση τοῦ Γρηγορίου καὶ πείσθηκε ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι ἀπαραίτητη τόσο γιὰ τοὺς μοναχούς, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς κοσμικούς. Πέντε χρόνια ἔμεινε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὸ ὄρος τῆς Βερροίας, καὶ αὐτὸ γιατὶ ληστρικές ἐπιδρομὲς τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐπιστρέψει στὸν ἀγαπημένο Ἄθωνα. Φθάνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὸ ἔτος 1311, ἐγκαταστάθηκε στὴ Μεγίστη Λαύρα, ὅπου οἱ πατέρες τὸν δέχθηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Ὡστόσο δὲν παρέμεινε στὴ μονή, ἀλλὰ σὲ ἕνα ἡσυχαστικό τόπο, κοντὰ σ’ ἐκείνη ποὺ, ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «φροντιστήριο τοῦ Θείου Σάββα». Στὸ κελλί του αὐτὸ προόδευσε περισσότερο στὴν ἀρετή. Ἐπιδίωξε τὴ συγκέντρωση τοῦ νοῦ, τὴν απομάκρυνση ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ. Γεύθηκε ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λόγια. Ὁ βαθμὸς τῆς τελειότητας τοῦ Ἁγίου φαίνεται ἀπὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα ποὺ ἀπέκτησε. Πολλὰ εἶναι τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμά του ἐνήργησε. Ἡ φήμη του ὅμως τοῦ στέρησε τὴ χαρὰ τῆς ἡσυχίας καὶ ἔτσι μὲ τὶς ψήφους τῶν μελῶν τῆς Συνάξεως τοῦ ἁγίου Ὄρους ὁρίσθηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Εσφιγμένου, ποὺ τότε ἀριθμοῦσε διακόσιους μοναχούς.
Θαυμαστὸς ἡγούμενος
ΩΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ διοίκησε μὲ ἀρετή. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει ὅτι ἦταν «ἁπλοῦς τὸ ἦθος, ἐλεύθερος τὴν γνώμην, τὴν ὁμιλίαν ἡδύς, εὐπρόσιτος τοῖς σπουδαίοις καὶ ταπεινός, ὑψηλὸς καὶ ἀπαραχώρητος τοῖς ῥᾳθύμοις καὶ καταφρονηταῖς, συγγνώμων τοῖς ἐξ ἁμαρτίας καλῶς ἐπιστρέφουσι». Διοίκησε τὴ μονὴ μὲ συνεχῆ διδασκαλία καὶ προσευχή. Μὲ τὶς θερμές του προσευχὲς ἐπιτελοῦνταν θαύματα καὶ οἱ μοναχοί του δὲν στερήθηκαν τίποτα. Ἄς ἀναφέρουμε μόνο ἕνα περιστατικό. Κάποτε ἔλειψε τὸ λάδι ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κατέβηκε μὲ τοὺς μοναχοὺς στὴν ἀποθήκη, ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸ Θεὸ καὶ σταύρωσε τὸ πιθάρι, αὐτὸ ἀμέσως γέμισε λάδι. Μὲ τὸ λάδι αὑτὸ καλύφθηκαν οἱ ἀνάγκες τῆς Μονῆς καὶ ἀκόμη ἔδωσαν ἀπὸ αὐτὸ καὶ στοὺς ἐρημίτες . Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου ὁ ἅγιος διετέλεσε πιθανῶς ἕνα χρόνο. Τὸ ἔτος 1334 ἐπέστρεψε στὸ παλαιό του ἐρημικὸ κελλὶ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ κληθεῖ σὲ ἕνα πεδίο δράσης, ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξει σέ ἡγετικὴ μορφὴ τῆς ὀρθοδοξίας. Πράγματι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κατακουζηνοῦ ὁ ἱερὸς Γρηγόριος θὰ καταλάβει τὸν ἀρχιερατικὸ θῶκο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν ἡσυχαστὴ πατριάρχη Ἰσίδωρο, ἀλλά δὲν μπόρεσε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν ἕδρα του πρὶν ἀπὸ τὸ 1350. Αὐτὸ συνέβη ἐξαιτίας τῆς ἐμφάνισης ἑνὸς αἱρετικοῦ ἀπὸ τὴ Δύση, τοῦ Βαρλαὰμ, ὁ ὁποῖος τάραξε τὰ γαλήνια νερὰ τῆς Πίστεώς μας.
Ὁ αἱρετικὸς Βαρλαὰμ
ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΜΦΑΝΙΣΘΗΚΕ ἕνας αἱρετικὸς, ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός. Ὁ αἱρετικὸς αὐτὸς προερχόταν ἀπὸ τὴν ἑλληνική κοινότητα τῆς Νοτίου Ἰταλίας. Ὑποκρινόμενος τὸν ὁρθόδοξο, θέλησε νὰ μάθει τὶς αδυναμίες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως νόμιζε, μὲ σκοπὸ στὴ συνέχεια νὰ τὴν πολεμήσει. Ὁ Βαρλαὰμ γνώριζε καλὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποία μιλοῦσαν σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Νοτίου Ἰταλίας. Σπούδασε φυσικὲς ἐπιστῆμες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Στὴ συνέχεια ἔγινε μοναχὸς μετονομασθείς Βαρλαὰμ, ἐνῶ τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Βερνάρδος. Θαύμαζε ἰδιαίτερα τοὺς ἕλληνες φιλοσόφους, κυρίως τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, γι’αὐτὸ καὶ τὸ ἔτος 1326 ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Στὴν Πόλη ἔγινε δεκτὸς μὲ τιμὲς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο τὸν Γ’. Τοῦ παραχωρήθηκε μάλιστα καὶ ἕδρα στὸ πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Βαρλαάμ, δυστυχῶς, ἦταν κυριευμένος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωισμὸ, γνωρίσματα ποὺ χαρακτηρίζουν ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Εἶχε τὴν ἰδέα, ὅτι αὐτὸς θὰ ἀναγεννήσει τὸ Βυζάντιο, γιατί πίστευε ὅτι τὸ Βυζάντιο πρὶν ἀπὸ αὐτὸν στεροῦνταν παιδείας. Μὲ αὐτὸ καὶ ἄλλα, ποὺ δημοσίως διακήρυττε, δυσαρέστησε τοὺς λογίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτούς, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, τὸν προκάλεσε σὲ δημόσια συζήτηση. Στὴ συζήτηση αὐτὴ ὁ Βαρλαὰμ κατατροπώθηκε, ἀφοῦ ἀποδείχθηκαν ἀνυπόστατες καὶ ἀστήρικτες οἱ θέσεις του. Κατόπιν τῆς ταπεινώσεώς του αὐτῆς δὲν ὑπῆρχε γιὰ ἐκεῖνον χῶρος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γι’αὐτὸ ἔφυγε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου καὶ ἄνοιξε ἰδιωτικὴ σχολή. Ὅπως θὰ φανεῖ καὶ ἀπὸ τὰ ἑπόμενα, ὁ Βαρλαὰμ ἦταν μεγάλος αἱρετικὸς σὰν τοὺς παλαιοὺς αἱρετικούς, τὸν Ἄρειο, τὸν Εὐτύχιο καὶ τὸν Νεστόριο. Στὴ περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου ἔμεινε περίπου 15 χρόνια, προσπαθώντας νὰ σπείρει ζιζάνια, ἀλλὰ ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ δὲν τὰ ἄφησε νὰ ριζώσουν καὶ νὰ καρποφορήσουν.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἡ ἀναίρεσή της
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ πρέπει νὰ καταγράψουμε μία ἀλήθεια, ἕνα γεγονός, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Μὲ τὴν ἐμφάνιση μιᾶς αἱρετικῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία ὁμολογουμένως ἀποτελεῖ κίνδυνο γιὰ τὴ Σωτηρία τῶν πιστῶν, ἔχουμε καὶ κάτι θετικό. Ποιο εἶναι αὐτό; Ἡ καταγραφὴ τῆς δογματικῆς μας διδασκαλίας. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία γίνεται ἀφορμή, ὥστε στὸν Πατέρα καὶ Διδάσκαλο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ ἀρθεῖ γιὰ λίγο, γιὰ ὅσο χρειάζεται, τὸ πέπλο, ποὺ καλύπτει τὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι ὁ Πατὴρ αὐτὸς νὰ τὴν καταγράψει. Αὐτὲς οἱ καταγραφὲς τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων εἶναι ἡ ζύμη, τὴν ὁποία ἐπεξεργάσθηκαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ ἀποτελεῖ μέχρι καὶ σήμερα τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Βαρλαὰμ διακήρυττε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία, ἐνῶ γιὰ τὶς ἐνέργειες ἔλεγε ἤ ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἤ ὅτι, ἄν ὑπάρχουν, εἶναι δυνάμεις κτιστὲς στὴ φύση τῶν ὄντων καὶ ὄχι ἄκτιστες, ὅπως ὀρθὰ ὑποστήριξε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἔλεγε ἀκόμα ὅτι πρέπει νὰ σπουδάσουμε τὴ φύση τῶν ὄντων, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν θεογνωσία. Ὑποστήριξε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν οὐσία αὐτή, θεώρηση πέρα γιὰ πέρα λανθασμένη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, Ἐπίσης ἔλεγε ὅτι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δόθηκε διὰ μέσου δύο ὁδῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀναγκαῖες, ἀφοῦ δῆθεν ἡ μία συμπληρώνει τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἡ ἄλλη εἶναι οἱ «ἔξω» σοφοί, ποὺ ζήτησαν καὶ βρῆκαν τὴν ἀλήθεια στὴ φύση τοῦ κόσμου. Τόση μεγάλη ἀξία ἔδινε ὁ Βαρλαὰμ στοὺς κατὰ κόσμο σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες, ὥστε τοὺς ἐξίσωνε μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Κάτι ἄλλο, πού ἀποστρεφόταν ὁ Βαρλαὰμ, ἦταν ὁ ἡσυχασμός. Ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰρωνευόταν τοὺς μοναχούς, ποὺ ἀσκοῦνταν στὴ νοερὰ προσευχή, χαρακτηρίζοντάς τους ὀκνηροὺς καὶ ἀργούς. Πίστευε, ὅτι μόνο ἡ «δράση» καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται καὶ ὄχι ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς, ὁ ὁποῖος γιὰ τοὺς Πατέρες ἁποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ «ἔσω» ἀνθρώπου.
Κατακλείοντας, καταγράφουμε μὲ συντομία τὴ θεολογία τῆς καθ’ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς στὸ θέμα τῆς Οὐσίας καὶ τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως θεόπνευστα τὰ διακήρυξε ὁ Μέγας Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Τὸ ἀκατάληπτο, ἄρρητο καὶ ὑπεράγνωστο τῆς θείας οὐσίας δὲν συνεπάγεται καὶ πως ο παντελώς ἄγνωστος Θεὸς μπορεῖ νὰ γίνει γνωστὸς «ἐκ τῶν περὶ Αὐτὸν φυσικῶν ἐνεργειῶν» πρὸς τὰ ἔξω, δηλαδὴ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ἡ «ἔξοδος» αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο φανερώνει τὸ μεθεκτὸ καὶ ἀντιληπτό τοῦ Θεοῦ, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει κατάργηση τοῦ ἀκαταλήπτου, ἀπροσίτου καὶ ἀμεθέκτου τῆς Θείας φύσεως.
Βασικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἡ ὕπαρξη ἐνέργειας στὴ θεότητα διακρινόμενης ἀπὸ τὴν οὐσία. Οὐσία καὶ ἐνέργειες συνυπάρχουν στὸ Θεὸ καὶ, ἐνῶ διακρίνονται μεταξύ τους, δὲν ἀποτελοῦν δυὸ διαφορετικὰ μέρη του. Διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται αὐτό, ποὺ εἶναι «περί» τὴ θεία οὐσία, δηλαδὴ ἀποκαλύπτεται ὁ τρόπος τοῦ θείου «ἐστίν» καὶ ὁ τρόπος τοῦ θείου «ἐνεργεῖν». Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι κοινὲς γιὰ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ἐφόσον οἱ ἐνέργειες εἶναι φυσικὲς καὶ οὐσιώδεις ἰδιότητες, ἕπεται ὅτι εἶναι ἄκτιστες, ὅπως καὶ ἡ θεία οὐσία. Ὅταν ὁ Βαρλαὰμ ἀμφισβητεῖ τὸ ἄκτιστο τῶν ἐνεργειῶν, ταυτόχρονα ἀμφισβητεῖ καὶ τὸ ἄκτιστο τῆς θείας οὐσίας.
Ἡ θεία οὐσία, ὅπως ἀναφέραμε, εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη, ἐπιβεβαιώνεται ὅμως στὰ κτιστὰ ὄντα μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν της. Ὅσοι πιστοὶ ἔχουν φθάσει στὰ ὕψη τῆς ἀρετῆς μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν, κοινωνοῦν μὲ τὸ Θεὸ (θεοκοινωνία). Ἡ σχέση μεταξὺ ἀκτίστου Θεοῦ καὶ κτιστοῦ κόσμου ἀποκαλύπτεται ὡς σχέση χάριτος καὶ τελεῖται μέσῳ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν καὶ ὄχι τῶν κτιστῶν, ὅπως δίδασκαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Βαρλαὰμ (οἱ ἀντιησυχαστές).
Ἡ διὰκριση ἀκτίστου θείας οὐσίας καὶ ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν δὲ σημαίνει χωρισμὸ τῶν ἐνεργειῶν ἀπὸ τὴ θεία οὐσία οὔτε «θίγει» τὴν θεότητα, ἀφοῦ οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες δὲν ἀποκτήθηκαν οὔτε προστέθηκαν στὴν θεία οὐσία, ἀλλὰ εἶναι φυσικές της ἑνέργειες. Ὅπως ἀναφέραμε, ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν κόσμο διὰ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὁ ὁρατὸς τρόπος τῆς φανέρωσής τους εἶναι ἡ ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός. Περὶ τοῦ φωτὸς αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶπε «Φῶς ὁ Θεὸς οὐ κατ’ οὐσίαν, ἀλλὰ κατ’ ἐνέργειαν λέγεται». Τὰ ἀναφερόμενα στὶς θεῖες ἐνέργειες ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸ ἄκτιστο φῶς, ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου στὸ ὄρος Θαβώρ.
Τὸ θεῖο φῶς, ποὺ εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια, χαρακτηρίζεται ἀπόρρητο, ἄκτιστο, ἄχρονο, ἀπρόσιτο, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὀρατὸ καὶ μεθεκτὸ, απὸ τὸν πιστὸ, μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁδηγεῖται στὴ θέωση. Ἡ μέθεξη αὐτὴ τοῦ θείου φωτὸς ἀποτελεῖ τὴν ὑψηλότερη πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὸν παρόντα βίο.
Ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς του ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ φῶς αὐτὸ δὲν εἶναι ἄκτιστο, ἀλλά κτιστὸ καὶ συμβολικό. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπαντᾶ στὸν Βαρλαὰμ ὅτι τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἐνέργεια Θεοῦ καὶ ὄχι φανταστικὸ σύμβολο. Τέλος, ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ στηρίξει τὰ λεγόμενά του κάνει διάκριση δυὸ εἰδῶν φωτός: α) τοῦ θείου φωτός, ποὺ κατὰ στὴ διδασκαλία τῶν πρίν ἀπό αὐτόν Ἁγίων Πατέρων ἐθεωρεῖτο ἄκτιστο καὶ β) τοῦ αἰσθητοῦ ἤ νοητοῦ φωτός, τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ θεωροῦσε κτιστό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θεοκλήτου Διονυσάτου, Μοναχοῦ, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1976.
Ἰωαννίδου Νικολάου, Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, τ.3 (1990), σελ.211.
Κοκκίνου Φιλοθέου, Βίος Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ.1, Θεσσαλονίκη 1986.
Κουτσούρη Δημητρίου, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Σπουδὴ τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου του, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2004.
Μαντζαρίδη Γεωργίου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν Ἱστορία καὶ στὸ Παρόν, Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2005.
Τοῦ ἰδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη, 1973.
Φούντα Ἱερεμίου, Ἀρχιμ.. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Πειραιεὺς 1986.
Χρήστου Κ. Παναγιώτου, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ.4 (1964), στ. 794.
Τῼ ΣΑΒΒΑΤῼ ΕΣΠΕΡΑΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
Ἦχος β΄. Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν.
Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν, ἀνυμνήσωμεν τὸν Ἱεράρχην; τῆς θεολογίας τὴν σάλπιγγα, τὸ πυρίπνουν στόμα τῆς χάριτος, τὸ σεπτόν τοῦ Πνεύματος δοχεῖον , τὸν στὺλον, τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀκράδαντον, τὸ μέγα, τῆς Οἰκουμένης ἀγαλλίαμα, τὸν ποταμὸν τῆς σοφίας, τοῦ φωτὸς τὸν λύχνον τὸν ἀστέρα τὸν φαεινόν, τὸν τὴν Κτίσιν καταλαμπρύνοντα.
Ποίοις ὑμνωδιῶν ἄνθεσιν, στεφανώσωμεν τὸν Ἱεράρχην; τὸν τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχον καὶ τῆς ἀσεβείας ἀντίπαλον, τὸν θερμόν τῆς Πίστεως προστάτην, τὸν μέγαν καθηγεμόνα καὶ διδάσκαλον, τὴν λύραν τὴν παναρμόνιον τοῦ Πνεύματος, τὴν χρυσαυγίζουσαν γλῶσσαν, τὴν πηγὴν τὴν βρύουσαν, ἰαμάτων νάματα πιστοῖς, τὸν μέγαν καὶ ἀξιάγαστον Γρηγόριον.
Ποίοις οἱ γηγενεῖς χείλεσιν εὐφημήσωμεν τὸν Ἱεράρχην; τὸν τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλον, τοῦ φωτὸς τοῦ θείου τὸν κήρυκα, τὸν οὐρανομύστην τῆς Τριάδος, τὸ μέγα, τῶν μοναζόντων ἐγκαλλώπισμα, τὸν πράξει καὶ θεωρίᾳ διαλάμποντα, Θεσσαλονίκης τὸ κλέος, συμπολίτην ἔχοντα, μυροβλύτην ἐν Οὐρανοῖς, τὸν θεῖον καὶ ὑπερθαύμαστον Δημήτριον.
Ἀπολυτίκιον.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος. Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντὸς σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον.
Ἦχος ὁ αὐτός. Τῇ ὑπερμάχῳ
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον, θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα, ἀνυμνοῦμεν σὲ, Γρηγόριε θεορρῆμον. Ἀλλ’ ὡς νοῦς Νοῒ τῷ πρώτῳ παριστάμενος, πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον, ἵνα κράζωμεν∙ Χαῖρε, Κῆρυξ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις, ὦ Γρηγόριε γεραρὲ Θεσσαλονικέων, χαίροις καύχημα θαυμαστόν, χαίροις Ὀρθοδόξων ὁ γρηγορῶν προστάτης καὶ τῶν αἱρετιζόντων ὁ αντικείμενος.
Ἀπὸ τὸ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γρηγορίου τοῦ ἁγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, τοῦ συνοδικῶς ἐπ’ Ἐκκλησίας Μεγάλης Βαρλαάμ τε καὶ Ἀκίνδυνον τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ ἐφευρέτας τῶν καινῶν αἱρέσεων καθελόντος, σὺν τῇ αὐτῶν πονηρᾷ συμμορίᾳ τοὺς τὴν φυσικὴν καὶ ἀχώριστον ἐνέργειαν καὶ δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἁπλῶς πάντα ὁμοῦ τὰ φυσικὰ τῆς ἁγίας Τριάδος ἰδιώματα Κτίσματα τετολμηκότας εἰπεῖν˙ ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ τῆς Θεότητος ἀπρόσιτον φῶς, τὸ λάμψαν ἐπί τοῦ Ὄρους ἀπὸ Χριστοῦ, Θεότητά τε κτιστήν, καὶ τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας καὶ τοὺς Ἑλληνικοὺς μύθους ἐκείνους ἐπεσειγαγεῖν ἐπιχειρήσαντος αὖθις κακῶς τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, τῆς δὲ κοινῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀληθινῶν καὶ ἀπταίστων περὶ Θεότητος δογμάτων, σοφῶς καὶ γενναίως ἄγιαν προπολεμήσαντος, καὶ συγγράμμασι καὶ λόγοις καὶ διαλέξεσι, καὶ μίαν Θεότητα, καὶ Θεὸν ἕνα τρισυπόστατον, ἐνεργῆ, θελητικὸν, παντοδύναμον, ἄκτιστον διὰ πάντων, κατὰ τὰς θείας Γραφάς, καὶ δὴ καὶ τοὺς Θεολόγους ἐξηγητὰς τούτων ἀνακηρύξαντος, Ἀθανάσιόν φημι καὶ Βασίλειον, Γρηγόριον καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσορρήμονα, Κύριλλόν τε, πρὸς τούτοις, καὶ Μάξιμον τὸν σοφόν, καὶ τὸν ἐκ Δαμασκοῦ θεορρήμονα˙ οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοὺς λοιποὺς Πατέρας καὶ Διδασκάλους τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ κοινωνοῦ καὶ συνοδοῦ καὶ συμφώνου καὶ σπουδαστοῦ καὶ συναγωνιστοῦ πάντων τούτων ἀναφανέντος καὶ λόγοις καὶ πράγμασιν
Αἰωνία ἡ μνήμη.
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.