(Μρ. 2, 1-12)
Ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νὰ ἑορτάζεται σήμερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ συνεισφορὰ καὶ οἱ ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν πολὺ μεγάλοι. Τὸ ἀπολυτίκιό του εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς ἀναγνώρισης τῆς μεγάλης του πνευματικότητας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγώνων του: «Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος».
Ὁ Παλαμᾶς καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1296. Σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πόλης καὶ διακρίθηκε στὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, προκαλῶντας γενικὸ θαυμασμό. Παρόλες ὅμως τὶς δυνατότητες ποὺ εἶχε, ὥστε νὰ συνεχίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς σπουδές του, ἀσπάστηκε, σὲ ἡλικία μόλις εἴκοσι ἐτῶν, τὸν μοναχισμό. Ἀσκήτεψε κατ᾽ ἀρχὰς στὸ Παπίκιο ὄρος, ποὺ βρισκόταν ἀνάμεσα στὴ Μακεδονία καὶ τὴ Θράκη, καὶ ἔπειτα στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ στὴ Βέροια, ἀκολουθῶντας τὸ ἡσυχαστικὸ ἰδεῶδες ἄσκησης. Στὴ Θεσσαλονίκη χειροτονήθηκε τὸ 1326 ἱερομόναχος.
Ὁ Παλαμᾶς ἀντιλαμβανόταν τὴ μοναχικὴ κλίση, σὰν μία προφητικὴ ἀποστολὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι μόνο ὡς μέσο γιὰ τὴν προσωπικὴ τελείωση. Ἔτσι ὅταν ἔμαθε γιὰ τὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς μὲ τοὺς παπικοὺς ἀπεσταλμένους καὶ ἀργότερα ὅταν ἔφτασαν στὰ χέρια του μερικὰ συγκεκριμένα ἔργα τοῦ ἐν λόγῳ φιλοσόφου, γύρω στὸ 1336-1337, ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὸν ἀγνωστικισμό (τοῦ Βαρλαάμ). Τότε, μετὰ ἀπὸ παράκληση φίλων ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἔγραψε δύο Λόγους, βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν μεγάλων Πατέρων, Μ. Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου καὶ Γρηγορίου Νύσσης, γιὰ νὰ ἀνασκευάσει τὴ διδασκαλία τῶν Λατίνων στὸ θέμα τοῦ Filioque, τῆς ἐκπόρευσης δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἔμμεσα νὰ ἀπαντήσει στὴ μέθοδο ποὺ ὁ φιλόσοφος Βαρλαὰμ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ ὁμιλήσει περὶ τοῦ Θεοῦ.
Φρονοῦσε ὁ Παλαμᾶς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ συλλογισμοῦ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Τὰ ὅρια τῆς γνωστικῆς ἱκανότητας τοῦ κτιστοῦ νοῦ ἐξαντλοῦνται στὰ πλαίσια μόνο τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, ὁ δὲ ἄκτιστος Θεὸς ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ μετέχεται ὑπὸ αὐτῶν μὲ τὴν ἐνέργειά του. Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Παλαμᾶ τὸν ἀποδεικνύουν ὡς πιστὸ τηρητὴ τῆς Παράδοσης περὶ τῆς ἀπρόσιτης καὶ ἀμέθεκτης θείας φύσεως καὶ τῶν μεθεκτῶν ἐνεργειῶν της. Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀφορᾶ στὴ γνωσιολογική του κατάρτιση, ἀλλὰ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα καθάρσεως. Ὁ Παλαμᾶς διακηρύττει ὅτι ἡ θεογνωσία τῶν Χριστιανῶν δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ μόρφωση σὲ σχολεῖα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση «κεκένωται ἡ πίστις». Ὁ Θεὸς κατέχεται ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ὄχι ὅταν αὐτὸς εἶναι μορφωμένος, ἀλλὰ ὅταν πιστεύσει σὲ αὐτὸν καὶ ἀγωνιστεῖ στὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του.
Ἡ κύρια διαφορὰ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ Παλαμᾶ δὲν ἀφοροῦσε μόνο στὴ θεογνωσία, ἀλλὰ καὶ τὴ σχέση τῆς θύραθεν παιδείας, δηλαδὴ τῆς φιλοσοφικῆς γνώσης, μὲ τὴ σωτηρία. Ἡ μὲν Ὀρθόδοξη θεολογία τονίζει ὅτι ἡ σωτηρία συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Βαρλαὰμ ἰσχυριζόταν μὲ ἔμφαση ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ φτάσει στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν τελειότητα χωρὶς τὴ φιλοσοφικὴ μόρφωση. Στὸν ἀντίποδα τῶν θέσεων τοῦ Βαρλαὰμ βρίσκονται οἱ ἀντίστοιχες τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος βέβαια ἀκολουθεῖ τὴν Πατερικὴ Παράδοση. Ἡ διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ δὲν ἀφορᾶ στὴν ἀπόρριψη τῆς γνώσης τῆς φιλοσοφίας. Ἀφορᾶ ὅμως στὴν ἀπόρριψη συσχέτισης τῆς ἀνθρώπινης γνώσης μὲ τὴ σωτηρία. Σὲ μία τέτοια περίπτωση, ἐὰν δηλαδὴ ἡ σωτηρία ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ τὰ πτυχία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θὰ ὑφίστατο μείωση καὶ σχετικοποίηση. Συνεπῶς, ἡ παιδεία εἶναι μὲν χρήσιμη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὄχι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία του. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ὑποβαθμίζεται ἢ καὶ ὑποκαθίσταται ἡ πληρότητα καὶ ἡ αὐτάρκεια τοῦ ἐν γένει ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία καὶ ἡ σωτηρία κατορθώνονται μόνο μὲ τὴ βίωση ἀπὸ τοὺς πιστοὺς μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως.
Ἡ προσφορὰ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν κατοχύρωση τῆς ἀλήθειας τῆς πίστης μας ἦταν τέτοια, ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ προστεθεῖ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδὴ στὸ κείμενο ποὺ διαβάζουμε κάθε πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ὅταν ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε τὴ νίκη τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύδους τῶν αἱρέσεων.