τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί Ἑλένης, τῶν Ἰσαποστόλων.
Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσός τῆς Κιλικίας ὅσο καί τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἄποψη πού ἐπικρατεῖ φέρει τόν Μέγα Κωνσταντίνο νά ἔχει γεννηθεῖ στή Ναϊσό τῆς Ἄνω Μοισίας[1]. Τό ἀκριβές ἔτος τῆς γεννήσεώς του δέν εἶναι γνωστό, θεωρεῖται ὅμως ὅτι ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 274-288 μ.Χ.
Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, πού λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρός, καί ἦταν συγγενής τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγα-τέρα ἑνός πανδοχέως ἀπό τό δρέπανο τῆς Βιθυνίας.
Τό ἔτος 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στήν αὐλη τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στή Νικομήδεια μέ τό ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τό ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανός καί Μαξι-μιανός, παραιτοῦνται ἀπό τά ἀξιώματά τους καί ἀποσυ΄ρονται. Στό ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλω-ρός στή Δύση καί ὁ Γαλέριος στήν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός ἀπέθανε στίς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καί ὁ στρατός ἀνεκήρυξε Αὔγουστο τόν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως πού δέν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετά ἀπό μιά σειρά διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μέ τόν Μαξέντιο, υἱό τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικά, ἐπειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καί ὁ στρατός τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.
Ἀπό τήν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νά αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δέν εἶχε καμμίας ἄλλη ἐπιλογή ἐκτός ἀπό τήν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νά προσευχηθεῖ, νά ζητήσει βοήθεια, ἀλλά καθώς διηγεῖται ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, δέν ἤξερε σέ ποιόν Θεό νά ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερά στή σκέψη του ὅλους αὐτοῦς πού μαζί τους συνδιοικοῦσε τήν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτός ἀπό τόν πατέρα του, ἐπίστευαν σέ πολλούς θεούς καί ὅλοι τους εἶχαν τραγικό τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νά προσεύχεται στόν Θεό, ὑψώνοντας τό δεξί του χέρι καί ἱκετεύοντάς Τον νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν διαγράφεται στόν οὐρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τίς μεσημβρινές ὧρες τοῦ ἡλίου, κατά τό δειλινό δηλαδή, εἶσε στόν οὐρανό τό τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, πού ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καί ἐνῶ προσπαθοῦσε νά κατανοήσει τή σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τόν κατέλαβε ἡ νίκτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στόν ὕπνο του μαζί μέ τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καί τόν προέτρεψε νά κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καί νά τό χρησιμοποιεῖ ὡς ὡς φυλακτήριο στούς πολέμους.
Ἔχοντας ὡς σημαία του τό Χριστιανικό λάβαρο ἀρχίζει νά προελαύνει πρός τή Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.
Ὅταν φθάνει στή Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιά τούς Χριστιανούς τῆς πόλεως. Ὅμως τό ἐνδιαφέρον του δέν περιορίζεται μόνο σέ αὐτούς. Πολύ σύντομα πληροφορεῖται γιά τήν πενιχρή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καί ἐνισχύει ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο τά ἔργα διακονίας αὐτῆς.
Τόν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 313 μ.Χ., στά Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μέ τήν Κωνσταντία, ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιά ἱστορική συμφωνία μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν πού καθιερώνει τήν ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκείας.
Τά προβλήματα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνστα-ντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυ-τέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νά ταράξει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, πού ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικά τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἐπληροφορήθηκε τά ὅσα θλιβε-ρά συνέβαιναν στήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μέ τόν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἱσπανίας, ἐπιστολή στόν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313-328 μ.Χ.) καί τόν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δέν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀπο- φασίσθηκε ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 325 μ.Χ., στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας.
Ἡ περιγραφή τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπό τόν ἱστορικό Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στό μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπό-λυτη σιγή καί ὅλοι ἐπερίμεναν τήν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τόν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θά ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά. Ὁ Κωνστα-ντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μέ σεμνότητα καί πραότητα. Στήν ὁμιλία του πρός τή Σύνοδο χαρακτηρίζει τίς ἐνδοεκκλησιαστικές συγκρού-σεις ὡς τό μεγαλύτερο δεινό καί ἀπό τούς πολέμους. Ὁ λόγος τοῦ ὑπῆρξε εὐθύς καί σαφής. Δέν ἤθελε νά ἀσχοληθεῖ παρά μονάχα μέ θέματα πού ἀφοροῦσαν στήν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περί τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν ἀπό ὅλους τούς ἱστορικούς συγγραφεῖς.
Μετά τό πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιά τήν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στήν ὁποία γνωστοποιεῖ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρός ὅλη τήν ἐπικρά-τεια τῆς αὐτοκρατορίας τήν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καί ἀπαγορεύει τήν ἀπόκτηση καί τήν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμάτων του. Ἡ πιό ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρός τόν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τόν αἱρεσιάρχη καί τόν καταδικάζει μέ αὐστηρό-τητα γιά τίς κακοδοξίες του.
Ὅμως περί τά τέλη τοῦ ἔτους 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τόν Ἄρειο στά ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικά δέν χάνει τήν εὐκαιρία καί ὐποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπό ἔντεχνες θεολογικές ἀνακρίβειες πείθοντας μάλιστα τόν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτή δέν διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Τελικά ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνο- δο, τόν Νοέμβριο τοῦ ἔτους 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τόν Ἄρειο ἀπό τήν ἐξορία καί ἀποκαθιστᾶ τούς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικο- μηδείας Εὐσέβιο καί Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καί ἡ ἀποκατάσταση τῶν περί α’υτόν ἐπυροδότησε νέες ἔριδες στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καί στή συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τόν Ἄρειο στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μέ καθαίρεση τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σέ Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Ἀντιόχεια, τό ἔτος 330 μ.Χ., καθαιρεῖται καί ἐξορί- ζεται ἀπό τούς αἱρετικούς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιο- χείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, πού συνῆλθε τό ἔτος 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μέ τήν ποινή τῆς καθαιρέσως τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιά νά συνα-ντήσει τόν Μέγα Κωνσταντίνο.
Εἶναι γεγονός πώς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δέν ἔδειξε νά ἀπο- δέχεται τό αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιά ἀκρόαση. Ἐπείσθη- κε ὅμως νά τόν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀηπύθυνε τή ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνά μέσον ἐμοῦ καί σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τήν κατάφορη ἀδικία καί τίς ἄθλιες μεθο- δεύσεις σέ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί ἔκανε δεκτό τό αἴτη- μά του νά προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοί τῆς Τύρου καί ἡ διαδι- κασία νά λάβει χώρα ἐνώπιόν του.
Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τήν αὐτοκρατορική ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχοστους ἀπό τούς συνοδικούς καί ἐμφανίσθηκε στόν αὐτοκράτορα. Ἐξέχασε ὅλες τίς ὑπόλοιπες κατηγορίες καί γιά πρώ- τη φορά ἔθεσε τό θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρός τήν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καί ἐξορίζει τόν Μέγα Ἀθανάσιο στά Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρά ταῦτα δέν ἐπικυρώνει τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιά καθαίρεση καί οὔτε διατάσσει τήν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας[2].
Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτή πού τόν καταξιώνει στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόν ὁδηγεῖ στό ἀπώγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατά τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τά πρῶτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγές μᾶς πληροφοροῦν πώς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σέ ἰαματικά λουτρά. Βλέποντας ὅμως τήν ὑγεία του νά ἐπιδεινώνεται ἐθεώρησε σκόπιμο νά μεταβεῖ στήν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, πού εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στό ναό τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχές καί λιτανεῖες πρός τόν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται Πώς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στό τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στήν καρδιά του καί τόν ὁδηγεῖ στό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τοῦ βαπτίσματος. Μετά ἀπό αὐτά καταφεύγει σέ κάποιο προάστιο τῆς Νικομή-δειας, συγκαλεῖ τούς Ἐπισκόπους καί τούς ἀπευθύνει τόν ἑξῆς λόγο: «Αὐτός ἦταν ὁ καιρός πού προσδοκοῦσα παό παλιά καί ἐδιψοῦσα καί εὐχόμουν νά καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀπολαύσουμε κάι ἐμεῖς τήν ἀθανατοποιό σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νά συμμετάσχουμε στό σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα πού κάποτε ἐπιθυμοῦσα νά κάνω στά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στά ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τό βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεός ὅμως, πού γνωρίζει τό συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νά λάβουμε τό βάπτισμα ἐδῶ. Ἄς μήν ὑπάρχει λοιπόν καμμία ἀμφιβολία. Γιατί καί ἐάν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου νά συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καί νά συνυπάρχω μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, θά πλαισιώσω τή ζωή μου μέ ὅλους ἐκείνους τούς κανόνες πού ἁρμόζουν στόν Θεό»[3].
Μετά τό βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δέν ξαναφόρεσε τόν αὐτοκρατορικό χιτώνα, ἀλλά παρέμεινε ἐνδεδυμένος μέ τό λευκό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τό ἔτος 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος[4].
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τά γεγονότα, τά ὁποῖα ἀκολούθησαν τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἔσχισαν τά ροῦχα τους καί ἔπεσαν στό ἔδαφος, ἔκλαιγαν καί ἐφώναζαν δυνατά, σάν νά μήν ἔχαναν τόν βασιλέα τους, ἀλλά τόν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καί οἱ λοχαγοί ἔκλαιγαν τόν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καί κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπενθοῦσε, σάν νά ἔχανε τό κοινό ἀγαθό.
Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοί ἐτοποθέτησαν τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σέ χρυσή λάρνακα, τό μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό ἐναπέθεσαν σέ βάθρο στόν βασιλικό οἶκο. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Δίκαια ἡ ἱστορία τόν ὀνόμασε Μέγα καί ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐγεννήθηκε στό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περί τό 247 μ.Χ. Φαίνετα ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγω-γῆς[5]. Στήν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετική διχογνωμία ὡς πρός τό ἄν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἤ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ[6].
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 274-288 μ.Χ. ἐγέννησε στή Ναϊσό τῆς Μοισί-ας τόν Κωνσταντῖνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρός ἔγινε Καίσαρας, ὑπό τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἀναγκάσθηκε νά τήν ἀπομακρύνει, γιά νά συζευχθεῖ τή Θεοδώρα, θετή κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καί νά ἔχει ἔτσι τό συγγενικό ἐκεῖνο δεσμό, ὁ ὁποῖος θά ἐξασφάλιζε τή στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρά τό γεγονός αὐτό ὁ Μέγας Κωνστα-ντίνος ἐτιμοῦσε ἰδιαίτερα τή μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τόν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τή μορφή της ἐπί νομισμάτων καί ἔδωσε τό ὄνομά τής σέ μιά πόλη τῆς Βιθυνίας.
Ἡ Ἁγία ἔδειξε τήν εὐσέβειά της μέ πολλές εὐεργεσίες καί τήν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στή Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στήν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στή Βηθλεέμ (βασιλική τῆς Γεννήσεως) καί ἐπί τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλική τῆς Γε-θσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἐλένη πῆγε τό ἔτος 326 μ.Χ. στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μέ μέγαν κόπον καί πολλήν ἔξοδον καί φοβερίσματα ηὗρεν τόν τίμιον σταυρόν καί τούς ἄλλους δύο σταυρούς τούς λῃστές», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς[7]. Ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετά τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καί ἀπό τήν Κύπρο[8].
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη μᾶλλον τό ἔτος 327 μ.Χ. σέ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τό θάνατό της καί μέ διαθήκη ἄφησε τήν περιουσία της στόν υἱό της καί τούς ἐγγονούς της.
Ὅπως ἦταν φυσικό ὁ υἱός της μετέφερε τό τίμιο λείψανό της στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν ἐνταφίασε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία, στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί στόν ἱερό ναό αὐτῶν στήν κινστέρνα τοῦ Βώνου[9].
Οἱ Βυζαντινοί ἐτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί τήν Ἁγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι κατά τό Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλής στούς Βυζαντινούς ἡ ἀπει-κόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μετά τῆς μητρός του, κρα-τούντων στό μέσον Σταυρό. Ἡ παράδοση αὐτή διατηρεῖται μέχρι καί σήμερα μέ τά κωνσταντινᾶτα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Τιμοθέου, Πολίου καί Εὐτυχίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Τιμόθεος, Πόλιος καί Εὐτύχιος ἦσαν διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμαρτύρησαν στήν Ἀφρική σέ ἄγνω-στο χρόνο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀδελφίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀδέλφιος ἦταν Ἐπίσκοπος Ὀνώφης[10] καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πολυεύκτου, Βίκτωρος καί Δονάτου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πολύευκτος, Βίκτωρ καί Δονᾶτος ἐμαρ-τύρησαν στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας[11].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βόρου.
Ὁ Ὅσιος Βόρος εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές. Ἡ μνή-μη του ἀναφέρεται μέ τόν Ἰσίδωρο καί τόν Θεόδωρο στό Ἱεροσο-λυμιτικόν Κανονάριον.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὁσπιτίου, τοῦ Ἐρημίτου.
Ὁ Ὅσιος Ὁσπίτιος ἔζησε στή Γαλλία καί ἀσκήτεψε στή νῆσο τῶν Λερίνων. Γιά μεγαλύτερη ἄσκηση εἶχε δέσει τό σῶμα του μέ ἁλυσίδες καί ἔτρωγε μόνο λίγο ἄρτο. Ὁ Τριαδικός Θεός τοῦ ἐχάρισε τό δῶρο τῆς προφητείας καί τῆς θαυματουργίας. Ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 580 μ.Χ., ἐνῶ κατ’ ἄλλους τό ἔτος 681 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Χριστοφόρου Α΄, πατριάρχου Ἀντιοχείας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χριστοφόρος ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀν-τιοχείας, τό ἔτος 960 μ.Χ., κατά τό 14ο ἔτος τοῦ χαλίφου Ἀλ Μουτί 946-974 μ.Χ.), ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἄραβας χρονογράφος Γιαχ-γιᾶ. Τή νύκτα τῆς Δευτέρας πρός τήν Τρίτη τοῦ ἔτους 967 μ.Χ. ἐφονεύθηκε ἀπό τούς Ἄραβες κατηγορηθείς ὅτι συνεννοεῖται μετά τόῦ ἐκστρατεύσαντος κατά τῆς Ἀντιοχείας αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκᾶ καί τό τίμιο λείψανο αὐτοῦ ἐρρίφθηκε στόν ποταμό Ὀρόντη. Ἀναφέρεται δέ ὅτι ὁ φόνος ἔγινε στήν οἰκίου τοῦ εὐεργετηθέντος ἀπό τόν Πατριάρχη Ἴμπν-Μάνικ. Μετά ὀκτώ ἡμέρες οἱ Χριστιανοί ἀνευρόντες τό λείψανο αὐτοῦ ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια σέ κάποια νησίδα τοῦ ποταμοῦ, κατόπιν δέ μετακόμισαν αὐτό στήν ἐκτός τῆς πόλεως μονή τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἕνεκα δέ τοῦ ἐπικρατήσαντος μεταξύ τῶν Χριστιανῶν φόβου ὁ θρόνος τῆς Ἀντιοχείας παρέμεινε κενός ἐπί δύο ἔτη καί δέκα μῆνες[12].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καί τῶν υἱῶν αὐτοῦ Μιχαήλ καί Θεοδώρου, τῶν πριγκήπων καί Θαυματουργῶν.
Οἱ Ἅγιοι μακάριοι πρίγκηπες Κωνσταντίνος καί οἱ υἱοί αὐτοῦ, Μιχαήλ καί Θεόδωρος, ἔζησαν κατά τόν 11ο καί 12ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. Ὁ μακάριος Κωνσταντίνος, ἀπόγονος τοῦ ἰσαπο-στόλου πρίγκηπος Βλαδιμήρου, ἐζήτησε ἀπό τόν πατέρα του, τόν πρίγκηπα Σβιατοσλάβο τοῦ Τσέρνιγκωφ, νά γίνει ἡγεμόνας τῆς πό-λεως Μούρωμ, πού κατοικεῖτο ἀπό εἰδωλολάτρες, μέ σκοπό νά δια-φωτίσει τούς κατοίκους καί νά διαδώσει σέ αὐτούς τή χριστιανική πίστη.
Ὁ πρίγκηπας ἔστειλε στό Μούρωμ, ὡς ἀπεσταλμένο του, τόν υἱό του Μιχαήλ, ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τόν ἐσκότωσαν.
Ὅταν ὁ πρίγκηπας Κωνσταντίνος ἔφθασε κοντά στά τείχη τῆς πόλεως μέ τό στρατό του, οἱ κάτοικοι ὑποτάχθηκαν καί τόν ἀπο-δέχθηκαν, ἀλλά γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα ἀντιστέκονταν στήν ἀλήθεια καί παρέμεναν στό σκότος καί τήν πλάνη τῆς εἰδωλολα-τρείας. Κάποια στιγμή ἐπλησίασαν τήν οἰκία τοῦ πρίγκηπος μέ σκοπό νά τόν δολοφονήσουν. Ὅμως αὐτός, ἀτρόμητος, ἐμφανίσθη-κε μπροστά τους κρατώντας στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Θεοτό-κου τοῦ Μούρωμ. Ξαφνικά οἱ εἰδωλολάτρες ὑποτάχθηκαν καί ἐβαπτίσθηκαν Χριστιανοί στά νερά τοῦ ποταμοῦ Ὀκά.
Στό σημεῖο πού ἐσκοτώθηκε ὁ υἱός του, ὁ Μιχαήλ, ὁ πιστός πρίγκηπας Κωνσταντίνος ἔκτισε ναό πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόλου καί ἀργότερα ἀνήγειρε ἄλλο ναό ἀφιερωμένο στούς Ἁγίους Βόριδα καί Γκλέμπ.
Ὁ μακάριος πρίγκηπας κατέβαλε πολλές προσπάθειες γιά τήν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στούς κατοίκους τοῦ Μούρωμ. Στό ἱεραποστολικό αὐτό ἔργο τόν ἐβοηθοῦσε μέ ἔνθερμο ζῆλο ὁ υἱός του, πρίγκηπας Θεόδωρος.
Τό ἔτος 1129 ὁ πρίγκηπας Κωνσταντίνος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη καί ἐνταφιάσθηκε στήν ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτό-κου, δίπλα στούς υἱούς του, τούς Ἁγίους Μιχαήλ καί Θεόδωρο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζάν καί Μούρωμ.
(Βλ. † 12 Ἀπριλίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἀγαπητοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαπητός τοῦ Μαρκοῦσεφ ἔζησε στή Ρωσία περί τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀρχικά ἔγινε μοναχός στή μονή τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ τοῦ Σολφυτσεγκόντσκ καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1584.
Τό ἔτος 1576, ὅταν ὁ Ἅγιος ἀσθένησε βαρειά, ἐμφανίσθηκε σέ αὐτόν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, πού ὀνο-μάζεται Βελικορέσκαγια, καί τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά πάει στόν ποταμό Μαρκοῦζα καί νά ἱδρύσει ἐκεῖ ἕνα καινούριο μοναστήρι. Ὁ Ὅσιος, θεραπευμένος τήν ἴδια στιγμή, ἐκπλήρωσε τό καθῆκον πού τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ, κατασκευάζοντας πρῶτα ἕνα ξύλινο παρεκκλήσι καί ἀργότερα, τό ἔτος 1578, δυό ναούς ἀφιερωμένους μέ σεβασμό στόν Ἅγιο Νικόλαο καί στόν Ἅγιο Προκόπιο τοῦ Οὔγκλιχ.
Τό ἴδιο ἔτος, ὁ Ὅσιος Ἀγαπητός ἐπῆγε στή Μόσχα, γιά νά ζητήσει ἀπό τόν τσάρο ἕνα χῶρο καί τήν ἄδεια νά κατασκευάσει στόν ποταμό Λόχτα ἕνα μῦλο, ἀπό τόν ὁποῖο θά ἐξασφάλιζε τήν συντήρησή του τό μοναστήρι. Ἔτσι καί ἔγινε.
Ὅμως οἱ κάτοικοι τοῦ διπλανοῦ χωριοῦ, τοῦ Καλίνιν, ἀπό τό φόβο ὅτι τά κτήματά τους θά προσαρτοῦνταν στό μοναστήρι, συνωμότησαν νά σκοτώσουν τόν Ὅσιο Ἀγαπητό. Ὁδηγούμενοι ἀπό ἕναν βλάσφημο χωρικό, πού ὀνομαζόταν Βόγκνταν Λγιάτσωφ, ἐπιτέθηκαν, στίς 21 Μαΐου 1584, στόν Ὅσιο Ἀγαπητό κοντά στό μῦ-λο, τόν ἐσκότωσαν καί ἔριξαν τό λείψανό του στόν ποταμό Οὐστγί-γκα. Οἱ μοναχοί εὑρῆκαν τό τίμιο σκήνωμα καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια σέ ἕνα παρεκκλήσι, τό ὁποῖο ἀνυψώθηκε ἀνάμεσα στούς δυό ναούς τοῦ μοναστηριοῦ.
Τό ἔτος 1712, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Χολμογκόρυ Βαρνάβας, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τό μοναστήρι, συνέλεξε πληροφορίες σχετικά μέ τό βίο τοῦ Ὁσίου Ἀγαπητοῦ καί σχετικά μέ ὅλα τά θαύματα τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἔτσι, τό ἔτος 1715, μέ ἐντολή τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐπισκόπου, συντάχθηκε ὁ βίος τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀγαπητοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Φιλαδελφείᾳ μαρτυρήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παχώμιος καταγόταν ἀπό τή Μικρά Ἀσία καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς φιλόθεους καί εὐσεβεῖς. Ὑπηρετῶν ὡς στρατιώτης στόν Ρωσικό στρατό καί συλληφείς αἰχμάλωτος ἀπό τούς Τάταρους, ἐπωλήθηκε σέ κάποιον Τοῦρκο βυρσοδέψη, ὁ ὁποῖος τόν ἔφερε στήν πατρίδα του Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε στήν ὑπηρεσία τοῦ Τούρκου ἐπί εἴκοσι ἑπτά ἔτη, ὑπομένοντας βασάνους καί ἐξευτελισμούς καί καθημερινά πιεζόμε-νος νά ἐξομώσει. Αὐτός ὅμως παρέμενε ἀκλόνητος στή Χριστιανική πίστη καί ἕνεκα τούτου, ἀφοῦ ὁ ἀφέντης του ἀπηύδησε, τόν ἄφησε ἐλεύθερο.
Ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά ἀναχωρήσει ἀσθένησε, Τοῦρκοι δέ, πού ἐπωφελήθηκαν τήν κατάσταση αὐτή, διέδωσαν ὅτι ὁ Παχώμιος ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία, πρίν πεθάνει, νά γίνει Μωαμεθανός. Ὅταν λοιπόν αὐτός ἀνέρρωσε, τόν ἔντυσαν μέ τουρκικά ἐνδύματα καί τόν ἄφησαν ἐλεύθερο. Ἀμέσως ὁ Παχώμιος ἀνεχώρησε καί μέσῳ Σμύρ-νης μετέβη στόν Ἅγιον Ὄρος, στή μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου, καί ἐτέ-θηκε ὑπό τήν προστασία ἐνάρετου ἱερομονάχου, πού ὀνομαζόταν Ἰωσήφ.
Μετά δωδεκαετῆ παραμονή στή μονή, μετοίκησε στά Καυσο-καλύβια, μιμούμενος δέ τή θαυμαστή πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ( † 12 Ἀπριλίου) ἔγινε ὑπόδειγμα μοναχοῦ, ἀγαπώμενος ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς.
Κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο, ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά μαρτυ-ρήσει γιά τόν Χριστό. Πράγματι, ἀφοῦ ἐπί ἕνα ἔτος ἐδοκιμάσθηκε μέ διάφορους Κανόνες καί παιδαγωγίες, συνοδευόμενος ἀπό τόν ἱερομόναχο Ἰωσήφ, μετέβη στό Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας, στό μέσο δέ τῆς ἀγορᾶς διεκήρυξε τήν πίστη του πρός τόν Χριστό. Ἀμέσως συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ μέ τήν κατηγορία τοῦ ἐξομώτου. Ὁ Μάρτυρας Παχώμιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀντέ-κρουσε τούς κατηγόρους του, δηλώσας ὅτι οὐδέποτε ἀρνήθηκε τόν Χριστό, ἀλλά ἦταν καί θά παρέμενε πιστός στήν πατρώα εὐσέβεια μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Κατόπιν τούτου ὁ κριτής διέταξε τόν ἐγκλεισμό του στή φυλακή. Μετά τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ἐκλήθηκε καί πάλι νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί δέν τό ἀποδέχθηκε, καταδικάσθη-κε σέ θάνατο καί παραδόθηκε στό δήμιο. Ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Παχώμιος ἐμαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τό ἔτος 1730, τήν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως.
Τό ἱερό λείψανό του τό παρέλαβαν μετά τρεῖς ἡμέρες εὐσεβεῖς Χριστιανοί καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια. Σήμερα δέ εὑρίσκεται στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου. Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ τούτου λειψάνου παραχωρήθηκε στήν μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί μετακομίσθηκε σέ αὐτή ἀπό τήν Πάτμο, μέ τήν ἔγκριση καί εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεί-ου, στίς 26 Ἰανουαρίου 1953.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κασσιανοῦ, τοῦ Ἕλληνος καί Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανός τοῦ Οὔγκλιχ, κατά κόσμον Κωνσταντί-νος, ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί ἀπόγονος τῆς πριγκηπικῆς οἰκογένειας τῶν Μανκουτίων. Συμμετεῖχε στή Βυζαντινή ἀντιπρο-σωπεία, ἡ ὁποία μετέβη στή Μόσχα, στόν μεγάλο πρίγκηπα Ἰβάν Γ΄ Βασίλεβιτς (1438 – 1505), ὁ ὁποῖος μέ τό γάμο του μέ τήν Σοφία Πα-λαιολογίνα, τό ἔτος 1472, συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή δυναστεία καί ἔλαβε ὡς ἔμβλημά του τό δικέφαλο ἀετό.
Ἀποφασίζοντας ὁ Κωνστνατίνος νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό, παρέμεινε στή δικαστική ὑπηρεσία τοῦ τσάρου τῆς Μό-σχας ζώντας κοντά στόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ροστώβ Ἰωάσαφ.
Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάσαφ ἀποσύρθηκε στή μονή τοῦ Ἁγίου Θεράποντος, ὁ Κωνσταντίνος ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί τόν ἀκολούθησε. Ἔγινε μοναχός μετά ἀπό ἕνα θαυμαστό ὅραμα, στό ὁποῖο εἶδε τόν Ὅσιο Μαρτινιανό († 1483) νά τόν καλεῖ στό μοναχι-κό βίο, καί ἔλαβε τό ὄνομα Κασσιανός.
Μετά ἀπό μία χρονική περίοδο ἄφησε τή μονή καί ἐγκατα-στάθηκε κοντά στήν πόλη Οὔγκλιχ, στή συμβολή τῶν ποταμῶν Βόλγα καί Οὔχμα, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι πρός τιμήν τῆς Κοιμή-σεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του διαδόθηκε εὐρέως καί πολλοί τόν ἐπισκέπτονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του καί νά ἀκούσουν τίς πνευματικές νουθεσίες του. Ὁ Ὅσιος ἐδεχόταν τόν καθένα μέ περισσή ἀγάπη καί μέ διάκριση τόν ὁδηγοῦσε πρός τό λιμένα τῆς σωτηρίας.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας, στίς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1504, ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἡ μνήμη του κατά τήν 21η Μαῒου ἑορτάζεται ἐπειδή στό κοσμικό του ὄνομα ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος, πρός τιμήν τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Με-γάλου.
Ἡ μνήμη τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ ἑορτάζεται στίς 23 Αὐγούστου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κυρίλλου Β΄, ἐπισκόπου Ροστώβ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐποίμανε θεοφιλῶς τήν Ἐπισκοπή τοῦ Ροστώβ κατά τά ἔτη 1231-1262. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ἐνῶ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Βολοντυμύρ. Ὅ Ἅγιος διακρίθηκε γιά τόν ἀσκητικό βίο του καί τό χάρισμα τοῦ κηρύγματος. Πλήθη λαοῦ συνέτρεχαν ἀπό τό Ρoστώβ καί τίς γύρω περιοχές, γιά νά τόν ἀκούσουν νά ὁμιλεῖ καί νά ὠφεληθοῦν πνευματικά. Ἔτσι ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός καί ὁ πρίγκηπας Πέτρος Ὀρντύνσκ.
Ὁ Ἅγιος συνέγραψε καί θεολογικά ἔργα, ὅπως περί τοῦ θείου φόβου καί τῆς δυνάμεως καί προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1262.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου, πρίγκηπος τῆς Βλαχίας, καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος ἐγεννήθηκε, τό ἔτος 1654, στό χωριό Μπρινκοβάνι τῆς Ρουμανίας καί διετέλεσε πρίγκηπας τῆς Βλαχίας κατά τά ἔτη 1688-1714. Ἀπό τήν ἡλικία τοῦ ἑνός ἔτους ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθηκε τόν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 1655 σέ μία ἐξέγερση τοῦ λαοῦ ἐναντίον τοῦ τότε ἡγεμό-νος. Τόν ἀνέθρεψαν ἡ μητέρα του καί οἱ παπποῦδες του Πάουνα καί Κωνσταντίνος Καντακουζηνός, στήν πατρική του οἰκία, στό Βουκουρέστι. Ἐσπούδασε τήν ἑλληνική καί λατινική γλώσσα. Μετά τό θάνατο τῶν δύο ἀδελφῶν του ἔμεινε κληρονόμος ὅλης τῆς περιουσίας τοῦ πατέρα του καί ἐνυμφεύθηκε τήν Μαρίκα, ἀνεψιά τοῦ Ἀντωνίου Βόδα ἀπό τό Ποπέστ. Τό ἔτος 1678, ὅταν ὁ θεῖος του Σερμπᾶνος Καντακουζηνός ἔγινε ἡγεμόνας, ἐβοήθησε τόν Κωνστα-ντίνο νά φθάσει στά ὑψηλότερα ἀξιώματα.
Ἐπωφουλώμενος, στήν ἀρχή τῆς ἡγεμονίας του, ἀπό τήν εἰρήνη στή χώρα, ἔβαλε τά θεμέλια γιά τήν ἵδρυση τῆς μονῆς Χουρέζ, ὅπου κατασκεύασε τήν οἰκογενειακή κατοικία του καί τό παρεκκλήσιό του. Ἀντιμετώπισε πολλές δυσκολίες καί ἐπιέσθηκε ἀπό τούς Τούρκους νά πληρώνει μεγαλύτερο φόρο. Παρ’ ὅλα αὐτά ἐργάσθηκε σκληρά γιά τήν πολιτιστική καί οἰκονομική ἀνάπτυξη τῆς Βλαχίας. Τό ἔτος 1709 συμμάχησε μέ τόν τσάρο Πέτρο Α΄ τῆς Ρωσίας (1672–1725) ἐνάντια στούς Τούρκους καί τό σουλτάνο Ἀχμέντ Γ΄ (1673–1736). Ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἀσπασθεῖ τή μουσουλ-μανική πίστη, κατηγορήθηκε γιά προδοσία, συνελήφθη καί ἀποκε-φαλίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 1715.
Σύμφωνα μέ ἕνα Χρονικό στίς 24 Μαρτίου 1714, τή Μεγάλη Τρίτη, ἦλθε στό Βουκουρέστι ὁ Μουσταφᾶ Ἀγᾶς, ὁ ὁποῖος τόν συνέλαβε μαζί μέ τά τέσσερα παιδιά του, ὅλους τούς γαμπρόυς του, τή μεγαλύτερη νύμφη του, τόν ἐγγονό του Κωνσταντίνο καί τόν θησαυροφύλακα Γιαννάκη Βακαρέσκου. Μετά ἀπό πικρό ταξίδι τριῶν ἑβδομάδων, ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐβασα-νίσθηκαν σκληρά. Κατεδικάσθησαν σέ θάνατο στίς 15 Αὐγούστου 1714, τήν ἡμέρα Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μέ τά πρῶτα κτυπηματα τοῦ ξίφους ἔπεσε κάτω ἡ κεφαλή του θησαυροφύλακος Γιαννάκη Βασαρέσκου, κατόπιν τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ του καί ἀκολούθησαν τά ἄλλα τρία, Στέφανος, Ράδος καί Ματθαῖος. Τά ἱερά λείψανά τους τά ἔριξαν στά νερά τοῦ Βοσπόρου, ἐνῶ τίς τίμιες κεφαλές τους τίς ἐκάρφωσαν σέ κοντάρια, τίς περιέφεραν στίς ὁδούς τῆς Πόλεως, καί, τέλος, τίς ἐτοποθέτησαν στήν πρώτη πόρτα τοῦ Σεραγίου, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἠμέρες καί, κατόπιν τίς ἔριξαν καί αὐτές στή θάλασσα. Μέ προτροπή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπῆγαν κρυφά εὐσεβεῖς Χριστιανούς καί, ἀφοῦ τίς ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τή θάλασσα καί τίς ἐνταφίασαν μυστικά στή νῆσο Χάλκη, ἔξω ἀπό τήν ἐκκλη-σία τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία εἶχε κτίσει ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Ε΄ ὁ Παλαιολόγος (1341-1391).
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Μάρτυρος Κωνσταντίνου καί τῶν υἱῶν του μετεκομίσθηκαν μυστικά στή Ρουμανία ἀπό τή σύζυγό του Μαρίκα, τό ἔτος 1720, τόν καιρό τῆς ἡγεμονίας τοῦ Νικολάου Μαυ-ροκορδάτου καί ἐτοποθετήθησαν στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργί-ου τοῦ Νέου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ.
Δέν ὑπάρχουν ἀρκετές ἁγιολογικές πληροφορίες γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντίνο, τόν διά Χριστόν σαλό, ὁ ὁποῖος ἔζησε στή Ρωσία, στήν περιοχή τοῦ Νοβοτορζανίν, κατά τόν 16ο αἰώνα μ.Χ., καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Διάφορα ἁγιολογικά στοιχεῖα γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντίνο μᾶς δίδει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δημήτριος Σαμπίκιν στό Μηνολόγιο καί Πατερικόν τοῦ Τβέρ
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου, ἐν Κιέβῳ.
Ἡ παράδοση ἀποδίδει τήν ἱστόρηση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Πα-ναγίας τοῦ Βλαδιμήρου στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, τῆς ὁποίας ἀντί-γραφο τοῦ πρωτοτύπου εὑρισκόταν στό ναό τῆς Ἐλεούσας Κωνστα-ντινουπόλεως, πού ἐκτίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143). Ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε ἀπό τήν Κωνσταντι-νούπολη στό Κίεβο, περί τό ἔτος 1131, ὡς γαμήλιο δῶρο στό μεγάλο πρίγκηπα Βλαδίμηρο.
Ἡ εἰκόνα εἶναι μία Βρεφοκρατοῦσα τοῦ τύπου τῆς Ἐλεούσας. Ἀρχικά τήν ἐτιμοῦσαν στή γυναικεία μονή τοῦ Βίσγκοροντ. Τό ἔτος 1155, στούς χρόνους τοῦ πρίγκηπος Ἀνδρέου Μπογκολιούμπσκϊυ, τήν ἔφεραν στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμήρου, καί τό ἔτος 1395 ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στή Μόσχα. Μπροστά της ἀνακηρύσσονταν οἱ Πατριάρχες καί ἐστέφο-νταν οἱ τσάροι. Τόν 15ο αἰώνα μ.Χ., μετά ἀπό διαμαρυρίες καί ἀπαί-τηση τῶν κατοίκων τοῦ Βλαδιμίρ, πού ἐζητοῦσαν τήν εἰκόνα τους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας (Ρούμπλιεφ) ἁγιογράφησε ἕνα ἀντίγραφο, τό ὁποῖο ἐτοποθετήθηκε στό Βλαδιμίρ στή θέση τοῦ πρωτοτύπου.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Βλαδιμήρου τιμᾶται, ἐπίσης, στίς 23 Ἰουνίου, γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπό τήν ἐπιδρομή τοῦ χάνου Ἀκμάτ (1480), καί στίς 26 Αὐγούστου, γιά τή σωτηρία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ Ταμερλάνου[13] (1395).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τρυφερῆς, ἐν Πσκώφ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τρυφερῆς εὑρέθηκε τό ἔτος 1521 στή μονή τῶν Σπηλαίων καί μεταφέρθηκε στήν πόλη τοῦ Πσκώφ ἀπό τούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς Βασίλειο καί Θεόδωρο. Τιμᾶται ἰδιαίτερα, ἀφοῦ θεωρεῖται προστάτιδα τῆς πόλεως τοῦ Πσκώφ, μετά τή διάσωση τῆς πόλεως κατά τή διάρκεια τῆς πολιορ-κίας αὐτῆς ἀπό τόν Πολωνό βασιλέα Στέφανο Μπάθορυ (1533 – 1586) [14].
Ἡ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, καί στίς 7 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Πσκώφ ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ Ναπολέοντος, τό ἔτος 1812.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!