Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Ἡ κατά σάρκα Περιτομή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κατά σάρκα περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοῦ Χρι-στοῦ, κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τή γέννησή Του, ἀποτελεῖ τή βε-βαίωση τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στό λαό τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μιλᾶμε γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νά τήν ἀντιλαμβανόμαστε καί ὡς μυστήριο πρέπει νά τήν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τά γεγονότα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μέ θαυμαστό τρόπο πού ξεπερνᾶ τό νοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐάν ἡ θεία ἐνανθρώπηση ἦταν καταληπτή, δέν θά ἦταν θεία καί παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἤ δέν πιστεύουν, μέ ἐκεῖνον πού καθόταν στό σκοτάδι καί πληρώθηκε ἀπό φῶς, ἐπειδή ὅμως δέν γνώριζε τό πῶς ἦλθε τό φῶς, δέν δέχθηκε τό φωτισμό.
Τήν κατά σάρκα περιτομή τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νά λάβει σύμφωνα μέ τή σχετική νομική διάταξη, ὅμως μέ σκοπό τήν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐ-τῆς, προκειμένου νά εἰσαγάγει τήν πνευματική καί ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδή τό Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νά τήν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρός χάρη μας τήν ἔνσαρκη Γέννηση καί ἔλαβε ὅλα τά ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νά λάβει καί τήν περιτομή πού ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκός Νόμος[1].
Καί βασικά τήν περιτομή ὁ Κύριος τή δέχθηκε γιά δύο λόγους: Πρῶτον, γιά νά φράξει τά στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τή θρασύτητα νά ἰσχυρίζονται ὅτι δέν ἔλαβε πραγματικά ἀνθρώ-πινη σάρκα, ἀλλά ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατά φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θά περιτεμνόταν, ἄν δέν εἶχε λάβει ἀληθινή ἀνθρώπινη σάρκα; Δεύτερον, γιά νά κλείσει τά στόματα τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτο καί ὅτι καταλύει τό Νόμο.
«Ἐπειδή ὁ Θεός,” λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, “μᾶς ἔδωσε νά κοινωνήσουμε τό καλύτερο καί δέν τό φυλάξαμε, γι’ αὐτό μεταλαβαίνει τό χειρότερο, ἐννοῶ τή φύση μας, ὥστε ἀπό τή μιά μεριά νά ἀνακαινίσει τόν ἑαυτό Του καί μέ τόν ἑαυτό Του τό κατ‘ εἰκόνα καί καθ‘ ὁμοίωσιν, καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάξει καί σέ μᾶς τήν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μέ τόν ἑαυτό Του τήν ἔκανε σέ μᾶς δυνατή. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή φθορά μέ τήν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεώς μας. Νά ἀνακαινίσει τό σκεῦος πού ἀχρειώθηκε καί κομματιάστηκε,νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, μέ τό νά μᾶς καλέσει στή θεογνωσία καί νά τόν νεκρώσει, νά μᾶς μάθει νά παλεύουμε ἀποτελεσματικά μέ τόν τύραννο, ὁπλισμένοι μέ ὑπομονή καί ταπείνωση».
Ὁ Θεός ἔγινε τέλειος καί ἀληθινός ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφῇ», χωρίς νά πάψει νά εἶναι τέλειος καί ἀληθινός Θεός, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο πλήρη καί τέλειο υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό κατά χάριν. «Ὁ Θεός πτωχεύει τήν ἐμήν σάρκα, ἵνα ἐγώ πλουτήσω τήν αὐτοῦ Θεότητα…. κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵνα ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Ἡ δημιουργία καί ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στόν Θεάνθρωπο Χριστό, πού μέ τήν ἐσάρκωση καί τήν περιτομή Του καί ὅλα τά μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τή χριστολογική καί χριστοκεντρική ρίζα καί προοπτική κάθε πραγματικότητος καί ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος. Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλή κάθε ἀρχῆς καί ἐξουσίας. Σ’ αὐτόν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μέ περι-τομή καμωμένη μέ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλά μέ τήν ἀποβολή τοῦ σάρ-κινου σώματος, δηλαδή μέ τήν περιτομή τοῦ Χριστοῦ, καί ἐνταφια-σθήκαμε μαζί Του κατά τό βάπτισμα, κατά τό ὁποῖο καί ἀναστη-θήκαμε μαζί Του μέ τήν πίστη στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη ὅταν εἴμασταν νεκροί ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί ἐξ αἰτίας του εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζω-οποίησε μαζί μ’ Αὐτόν καί μᾶς συγχώρεσε ὅλες τίς ἁμαρτίες.
Μετά τήν περιτομή Του ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπέστρεψε στήν οἰκία Του μέ τή μητέρα Του καί τόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ζοῦσε ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἄν-θρωποι, προοδεύοντας κατά τή σοφία, τήν ἡλικία καί τή χάρη γιά τή σωτηρία μας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, τοῦ Μεγάλου.
῾Ο Μέγας Βασίλειος, μία ἀπό τίς μεγαλύτερες μορφές τῆς Ἐκ-κλησίας, ἐγεννήθηκε περί τό 330 μ.Χ. στήν Καισάρεια τῆς Καπ-παδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος, ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημέ-νος στή Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου, καί ἦταν υἱός τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστη πολλά μετά τοῦ συζύγου της κατά τό διωγμό τοῦ Μα-ξιμίνου γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό.
Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουρ-γοῦ καί διετέλεσε ἡ πρώτη στήν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου[2].
Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλα-βέστατη καί πολύ φιλάνθρωπη. Ἀπό τό γάμο της μέ τόν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπό τά ὁποῖα τά τέσσερα ἦσαν ἀγόρια. Τό πρωτότοκο παιδί τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετά τό θάνατο τοῦ μνηστῆρος της, ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση. Ἀπό τά τέσσερα ἀγό-ρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στήν Καισάρεια, ὁ Γρη-γόριος στή Νύσσα καί ὁ Πέτρος στή Σεβαστεία· ὁ Ναυκράτιος ἀπέ-θανε νέος, σέ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρό τοῦ Πέτρου ἐγεννήθη ἡ Θεοσε-βία[3].
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τήν πρώτη χριστιανική διαπαι-δαγώγησή του ἀπό τή μητέρα καί τή γιαγιά του καί διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα ἀπό τόν πατέρα του στήν πατρίδα του. Ἐσπούδα-σε στίς σχολές τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καί φιλοσόφων τοῖς τελειοτάτοις», καί τέλος «εἰς τάς χρυσᾶς Ἀθήνας», πού τότε ἦταν τό κέντρο τῆς ρητορικῆς καί στήν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστές Ἱμέριος, Προαιρέσι-ος καί ἄλλοι καί ὅπου συνέρρεαν ἀπό παντοῦ μαθητές, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τόν ὁποῖο ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρός τήν ἐθνική σοφία παρέσυρε στόν πόλεμο κατά τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετά τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μέ στενή φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιά τόν ἱερό του σύνδεσμο μέ τόν Μέγα Βασίλειο: «Τά πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς…ἴσαι μέν ἐλπίδες ἦγον ἡμᾶς, πράγματος ἐπιφθονωτάτου τοῦ λόγου· φθόνος δέ ἀπῆν, ζῆλος δέ ἐσπουδαζετο· ἀγών δ‘ ἀμφοτέροις, οὖχ ὅστις αὐτός τό πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ‘ ὅπως τῷ ἑτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μέν ἀμφο–τέρους ἐδόκει ψυχή, δύο σώματα φέρουσα· ἕν δ‘ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετή καί τό ζῆν πρός τάς μελλούσας ἐλπίδας, πρός ὅ βλέποντες καί βίον καί πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν»[4].
Ὁ Βασίλειος ἐδιδάχθηκε στήν Ἀθήνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καί ἰατρική. Ἐπέστρεψε στόν Πόντο, περί τό 356 μ.Χ., καί βαπτίσθηκε Χριστιανός ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Και-σαρείας Διανίου. Στή συνέχεια μετέβη στήν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καί Συρία, γιά νά γνωρίσει τούς ἀσκητές καί καθηγητές τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καί αὐτός τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς, ἐμόνασε στόν Πόντο, κοντά στόν Ἶρι ποταμό, ἀσκούμενος στή μελέτη καί τήν προσευχή.
Ἀργότερα, τό 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλά μετά ἀπό λίγο ἀναγκάσθηκε νά φύγει στόν Πόντο, λόγῳ τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τά πράγματα μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τό 365 μ.Χ., γιά νά βοηθήσει τόν Ἐπί-σκοπο Εὐσέβιο στόν ἀγώνα του κατά τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα»[5].
Τό ἔτος 370 μ.Χ., μετά τό θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπί-σκοπος Καισαρείας, παρά τίς σφοδρές ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σέ καιρό λιμοῦ προσέφερε στούς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τούς γέροντες, τά παιδιά, τίς γυναῖκες καί τούς ἄνδρες, τούς ἀσθενεῖς καί φρόντιζε καθημερινά γιά τήν τροφή τους. Οἰκο-δόμησε κοντά στήν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτοχωκομείου καί νοσοκομείου, τή Βασιλειάδα, πού ἔγινε τό ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καί τῆς ἀγάπης.
Κατά τά χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νά ἀντι-παλαίψει κατά πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἀπο-φάσισε νά εἰσαγάγει μέ τή βία στήν Καππαδοκία τόν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τό 372 μ.Χ., ἔστειλε τόν ἔπαρχο Μόδεστο, γιά νά πείσει τόν Ἅγιο νά δεχθεῖ τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια ἐπροσπάθησε νά πείσει τό Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σέ ἀπάντηση ἐδήλωσε, ὅτι δέν φοβᾶται, ἀφοῦ περιουσία δέν εἶχε, παρά μόνο λίγα παλαιά ἐνδύματα καί λίγα βιβλία· ἐξορία δέν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ πού κατοικεῖ δέν εἶναι ἰδιοκτησία του καί στόν κόσμο αὐτό εἶναι πάροικος καί παρεπίδημος· τά βασανιστήρια δέν τόν πτοοῦν, διότι τό ἀσθενικό του σῶμα δέν μπορεῖ νά ἀντέξει σέ αὐτά, τό δέ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτός θά τόν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντά στό Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπό τήν πνευ-ατική γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καί ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη, καί ὅταν ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἦλθε στήν Καισάρεια καί ἀντιλήφθηκε τό μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τόν ἄφησε ἀνενόχλητο στόν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά τόν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων· πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τό ναό· ἡ ψαλμωδία καί ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελική μᾶλλον παρά ἀνθρώπινη. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινής κατά τό σῶμα καί τήν ὄψη καί τή διάνοια, «ἐστηλωμένος τῷ Θεῷ καί τῷ βήματι». Καί ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστά στό θέαμα αὐτό καί στό ἄκουσμα «κατεβροντήθη»[6].
Μέ τόν ἀνεκτίμητο αὐτό πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καί κοσμημένος μέ αὐτές ἐξεδήμησε πρός Κύριον, τό 378 μ.Χ., λίγο μετά τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος Οὐά-λεντος, σέ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νά παραδώσει τήν ἁγία του ψυχή στό Θεό, προσῆλθαν στήν κλίνη του ὅλοι σχεδόν οἱ Χριστιανοί τῆς πό-λεως. Ἐκεῖνος τούς ἐδίδασκε καί τούς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στόν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖράς Σου, Κύριε, παραθήσομαι τό πνεῦμά μου», καί κοιμήθηκε. Στήν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καί τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοί ἀπέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καί συγκλονήσεως»[7]. Ἡ σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναός ἀφιερωμένος στόν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στό παλάτι τῶν Βυ-ζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατά τόν 10ο αἰώνα καί σ’ αὐτόν ἐκκλη-σιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τήν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου[8].
Ὁ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσ-σης, παραβάλλει αὐτόν πρός τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τόν Προφήτη Ἠλία καί τό Σαμουήλ, τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τόν Ἰω-άννη τόν Πρόδρομο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγ-γραμμάτων, ἀπό τά ὁποῖα, εὐτυχῶς, τά περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία τό μεγαλύ-τερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ πού τελεῖται καί σήμερα σέ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τίς παραμονές τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφα-νείων καί Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τίς πέντε Κυριακές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τή Μεγάλη Πέμπτη. Κατά παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καί κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς καί κατά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τι-μίου Σταυροῦ[9].
Τό πρῶτο δογματικό ἔργο, τό ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τόν τίτλο “Ἀνατρεπτικός τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνο-μίου”[10]. Περίφημα εἶναι καί τά ἀσκητικά, τά δογματικά, τά παιδα-γωγικά συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καί τά κηρύγμα-τα, οἱ ὁμιλίες, καί οἱ ἐπιστολές αὐτοῦ. Μέσα ἀπό αὐτά καταδεικνύε-ται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στήν πραγματικότητα ὀργανωτής τῆς κοινωνικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τήν ἠθική δεοντολογία του κυρίως στήν Ἁγία Γραφή καί εἰδικώ-τερα στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τόν Μέγα Βασίλειο ἦταν τό ὑπέρτατο δογματικό κριτήριο καί ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτήν μυστήριο θείας οἰκονομίας καί ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτό καί θεωροῦσε τήν Ἁγία Γραφή ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατά συνέπεια ἐθεωροῦσε ἀπαραίτητο γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νά γίνεται μέ βαθειά πίστη καί μέσα στήν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δέ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν καί τή σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτό ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτή παραδόθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγός στήν ἑρμηνεία καί μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πατρός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀριανζό, ἕνα χωριό κοντά στή Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας. Πρίν εἰσέλθει στόν ἱερό κλῆρο ἐργα-ζόταν ὡς ὑπάλληλος τοῦ κράτους. Παρά τό γεγονός ὅτι βρισκόταν σέ μεγάλη θέση, ἀπό τήν ὁποία μποροῦσε νά χρηματίζεται, ποτέ δέν τό ἐκμεταλεύθηκε. Ἡ τιμιότητά του δέν τόν ἄφησε νά ἀγαπήσει τό ἄνομο κέρδος. Ὁ Ἅγιος ἦταν νυμφευμένος μέ τήν Νόνα, γυναίκα ἐνάρετη καί φιλόθεη, καί ἀπέκτησε δύο υἱούς, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο († 25 Ἰανουαρίου) καί τόν Ἅγιο Καισάριο τόν Ἰατρό († 9 Μαρτίου), καί μία θυγατέρα, τήν Ἁγία Γοργονία († 23 Φεβρου-αρίου). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τῆς Ἁγίας Νόννας στίς 5 Αὐ-γούστου.
Ὁ Γρηγόριος ἀνῆκε στή θρησκευτική αἵρεση τῶν Ὑψιστα-ρίων. Γιά τούς χρόνους ἐκείνους, τούς γεμάτους ἀπό ποικίλες φιλο-σοφικές ἀντιλήψεις καί θρησκευτικές αἱρέσεις, δέν εἶναι παράδοξο τό ὅτι ὁ ἀνώτερος ἐκεῖνος δημόσιος ὑπάλληλος μιᾶς Ἑλληνοκαππα-δοκικῆς πόλεως ἀνῆκε σέ θρησκευτική αἵρεση. Οἱ Ὑψιστάριοι δέχο-νταν μόνο Θεό Ὕψιστο καί ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀναμεμιγμένη μέ ἰουδαϊκούς καί ἐθνικούς τύπους. Στήν Ὀρθοδοξία τόν ὁδήγησε μέ τή βαθύτατη ἐπίδρασή της ἡ εὐσεβής καί εὐπαίδετη σύζυγός του, ἡ Νόνα. Μία ἡμέρα ἄκουσε τό σύζυγό της νά ψάλλει τόν Ψαλμό τοῦ Δαβίδ “Εὐφράνθην ἐπί τοῖς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσό-μεθα” (Ψαλμ. 121,1). Ἡ εὐσεβής Νόννα δράττεται τῆς εὐκαιρίας καί ὁδηγεῖ τό σύζυγό της στόν Ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ Λεόντιο, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τόν Γρηγόριο. Βαπτίσθηκε τό ἔτος 325 μ.Χ. καί ἀναδεί-χθηκε Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ τό ἔτος 328 μ.Χ. Ἡ ἀρχιερατεία του διήρκεσε 45 ἔτη. Κατά τήν ἐπισκοπική του πορεία πολιτεύθηκε κατά Θεόν καί ἡ Ἐκκλησία τόν κατέταξε στή χορεία τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τά τέλη τοῦ ἔτους 373 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδότου.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος καί ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδοσίου, ἡγουμένου Τριγλίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἦταν ἡγούμενος σέ μία ἀπό τίς τέσερεις φημισμένες μονές τοῦ Μιδηκίου, τοῦ Βαθέος Ρύακος, τοῦ Ἁγίου Στε-φάνου καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Πέτρου τοῦ ἐκ Τριπολιτσᾶς.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Πέτρος καταγόταν ἀπό τήν Τρίπολη τῆς Πελοποννήσου. Συνελήφθη καί πιεζόμενος νά ἀσπασθεῖ τή θρη-σκεία τῶν ἀλλοφύλων, τό Κοράνι, παρέμεινε ἀκλόνητος στήν προ-γονική εὐσέβεια. Ἐμαρτύρησε δι’ ἀγχόνης στό Ὀντεμίσιον (Τεμίσι) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τό ἔτος 1776 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Πλάτωνος καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Μιχαήλ καί Νικολάου τῶν πρε- σβυτέρων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρεβέλ τῆς Ἐσθονίας καί ἐμαρτύρησε μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους Μι-χαήλ καί Νικόλαο τό ἔτος 1919.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Ἔξοδ. 4, 24-31.
[2] P.G., 32, 752.
[3] Γηγορίου Νύσηης, τόμος 65ος , Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι, 1996, σελ. 20.
[4] Λόγος 43, 19-20.
[5] Ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 43, 33.
[6] Ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 43, 52.
[7] Ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 43, 80. ” Προσθετέον ἐν τέλει, ὅτι ἡ Ἱερά Σύνο-δος κέκτηται Ἱερά μαρτυρικά Λείψανα,… μεταξύ δέ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων ὑπάρχει καί μέρος χειρός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου “, Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Θέμελη, Ἀρχιγραμματέως (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Συνοπτική ἱστορία τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνάτυπον ἐκ τῆς “ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ” τομ. ΛΑ´, ἐν Ἀθήναις 1954 σελ. 69. Τό ἱερό λείψανο φυλάσσεται σέ ἀσημένια λειψανοθήκη, στήν ὁπoία εἶναι χαραγμένη ἡ ἡμερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1849. Ἱερά λείψανα τοῦ Μεγά-λου Βασιλείου, φυλάσσονται, ἐπίσης, σέ ἀργυρές λειψανοθῆκες, στό ἱερό Προσκύνημα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, τοῦ ὁμωνύμου Δήμου Ἀττικῆς, καί στόν ἱερό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ν. Φιλαδελφείας.
[8] Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 47.
[9] Πρβλ. Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργικά Θέματα, Δ´, Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Θεσσαλονίκη, 1979, σελ. 25-52.
[10] P.G. 29.