Επιστολή προς τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας απέστειλε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος με θέμα: Παρατηρήσεις και Προβληματισμοί στο «Σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας Εκκλησίας – Πολιτείας»
Αναλυτικά η επιστολή:
+ Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Αριθ. Πρωτ. 78/2019
Έν Καλαμάτα τή 15η Μαρτίου 2019
Παρατηρήσεις και προβληματισμοί στό «Σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας- Έκκλησίας-Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019».
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Με σεβασμό καταθέτω ορισμένες παρατηρήσεις,σκέψεις και προβληματισμούς στό «Σχέδιο ύλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας-Έκκλησίας», της 12^ Φεβρουαρίου 2019, τό όποιο κατετέθη από τό Υπουργείο Παιδείας καί Θρησκευμάτων στα Μέλη της Επιτροπής ή οποία επονομάστηκε άπό την Δ.Ι.Σ. τής 11 Δεκεμβρίου 2018 κατεξου-σιοδότηση τής Ι.Σ.Ι. τής 16^ Νοεμβρίου 2018, καί ύστερα άπό τή γνωστοποίηση τού παραπάνω «Σχεδίου» καί διά των MME.
1. Ό χαρακτήρας τού «Σχεδίου».
Τό συγκεκριμένο «Σχέδιο» φαίνεται νά άποτελεΐ αφενός διευκρινιστικό ύπόμνημα στην «ιστορική συμφωνία», όπως αύτοκλήθηκε άπό ορισμένους, μεταξύ Πρωθυπουργού καί Μακαριωτάτου τής Νοεμβρίου 2018 καί άφετέρου ένα προπαρασκευαστικό κείμενο μέ βάση τό όποιο θά καταρτισθεί ή Σύμβαση μεταξύ Πολιτείας καί Εκκλησίας ή όποία μάλιστα θά κυρωθεί νομοθετικά.
Πριν άπό την κατάθεση των παρατηρήσεων, των επισημάνσεων, των προβληματισμών καί των επιφυλάξεων μου, θά ήθελα νά άναφερ-θώ στο χαρακτήρα αυτού του «Σχεδίου», τό οποίο όπως επιβεβαιώνεται και από τό περιεχόμενο του είναι ένα κείμενο πού άπλά περιγράφει προθέσεις και διατυπώνει εύχές, χωρίς στιβαρή νομική σκέψη και εγγυήσεις, ενώ σέ καμμία περίπτωση δέν άποτελεί Σχέδιο νόμου. Ή αρχική δέσμευση τής Κυβέρνησης και τού Υπουργού Παιδείας, Έρευνας καί Θρησκευμάτων ήταν ότι θά δινόταν Σχέδιο νόμου μέ τήν αιτιολογική του έκθεση στήν Επιτροπή ώστε νά γνωρίζουμε ακριβώς τό περιεχόμενο του στήν τελική του μορφή καί έτσι νά μπορεί νά άξιολογηθεί νομικά. Είναι πολύ σημαντικό νά ύφίσταται ένα Σχέδιο νόμου καί ή αιτιολογική έκθεση γιατί ή συνταγματικότητα τών διατάξεων τού σχεδίου νόμου κρίνεται άπό τά δικαστήρια λαμβάνοντας ύπ’ όψιν πρώτιστα τήν αιτιολογική έκθεση καί στή συνέχει τά Πρακτικά τής Βουλής.
Γιά μία άκόμη φορά, ή Κυβέρνηση δέν τήρησε όσα μόνη της καί οικειοθελώς ύποσχέθηκε στήν Εκκλησία ότι θά τηρήσει. Δίκαια μπορεί νά αναρωτηθεί κάποιος: Γιατί ή Εκκλησία δέχεται τήν αθέτηση τών ύπεσχημένων καί προχώρησε στήν σύγκληση τής Ιεραρχίας γιά νά έκφράσει άποψη «επί τής άρχής» χωρίς νά είμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε τό πλήρες Σχέδιο νόμου μέ τήν αιτιολογική του έκθεση;
Έάν ή Κυβέρνηση έπιμένει νά μήν τηρεί τίς δικές της δεσμεύσεις καί δέν δημοσιοποιήσει Σχέδιο νόμου μέ αιτιολογική έκθεση, θεωρώ ότι πρέπει νά προχωρήσουμε στή άπόρριψη τού «Σχεδίου», πού παρέδωσε τό Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας καί Θρησκευμάτων, και στήν ύπενθύμιση τής θέσης μας ότι δέν συζητούμε άλλαγή τού ύφιστάμενου εργασιακού καθεστώτος καί της μισθοδοσίας τών κληρικών καίτών εκκλησιαστικών ύπαλλήλων.
Πέραν αύτών, το «Σχέδιο» ένώ συντάχθηκε, όπως δηλώνεται, γιά νά δωθούν διευκρινίσεις σέ «παρερμηνείες» της «ιστορικής συμφωνίας» τής 6’ΐς Νοεμβρίου 2018, έν τούτοις δέν αναιρεί καμμία άπό τίς «παρερμηνείες» άλλά έπιβεβαιώνει ότι κύριος στόχος είναι ή άλλαγή τού ύφιστάμενου καθεστώτος μισθοδοσίας. Μάλιστα, δημιουργεί νέες άσάφειες, νομικά κενά καί αρκετά λανθασμένες έρμηνευτικές παρεξηγήσεις καί προεκτάσεις, οι όποιες δέν βρίσκουν έρεισμα ούτε στή νομική έπιστή μη.
Έάν πράγματι, ύπήρξε μακροχρόνιος διάλογος γιά τήν συνομολόγηση τής «ιστορικής συμφωνίας» τότε αύτός ό διάλογος δέν αντικατοπτρίζεται στό «Σχέδιο ύλοποίησης».
Ό κορμός τού «Σχεδίου», πέραν τής δομής του (σύνοψη καί ανάλυση, μέ τίς άντίστοιχες ύποδιαιρέσεις), άναφέρεται σέ δύο θέματα, στή ν άλλαγή τού τρόπου μισθοδοσίας τών κληρικών καί τών εκκλησιαστικών ύπαλλήλων καί τού εργασιακού καθεστώτος καί στόν τρόπο άξιοποίησης τής εκκλησιαστικής περιουσίας, τά όποια μάλιστα όσο καί αν ή Κυβέρνηση ύποστηρίζει ότι δέν συνδέονται αίτιωδώς μεταξύ τους στό τέλος τά συσχετίζει άπόλυτα.
Τό «Σχέδιο» ομιλεί γιά κύρωση τής τελικής έκδοχής πού θά λάβει ή «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας καί Εκκλησίας τής Ελλάδος», ένώ έπιβεβαιώνεταί ότι δέν αποτελεί «Συμφωνία» άλλά ένα «Σχέδιο ύλοποίησης». Όμως ή ύλοποίηση προύποθέτει «Συμφωνία». Ό Μακαριώ-τατος έχει δηλώσει έπανειλημμένα ότι δέν ύπήρξε «Συμφωνία» άλλά «πρόθεση συμφωνίας». Συνεπώς ή Κυβέρνηση όχι μόνο δέν τήρησε τήν ύπόσχεσή της να δώσει Σχέδιο νόμου στην Εκκλησία αλλά άγνοεί καί τόν ίδιο τόν Αρχιεπίσκοπο επιχειρώντας νά δημιουργήσει καί νέα τετελεσμένα.
Γιά τό λόγο αυτό, στήν άνάλυση πού άκολουθεί θά χρησιμοποιηθεί γιά λόγους οικονομίας τού χρόνου ό όρος «Σχέδιο ύλο-ποίησης» έπειδή έτσι τιτλοφορείται τό κείμενο άλλά ό συγκεκριμένος τίτλος δέν γίνεται άποδεκτός γιατί ύπονοεΐ τήν ύπαρξη «Συμφωνίας», γεγονός άναληθές. Συνεπώς ή Επιτροπή καί ή Ι.Σ.Ι. καλούνται νά αποφανθούν έπί ενός «Σχεδίου ύλοποίησης», τό οποίο θά άποτελέσει τή βάση μιας «Συμφωνίας», ή όποία καί θά κυρωθεί νομοθετικά. Γεννάται λοιπόν τό ερώτημα: Ή «Συμφωνία» πού θά προέλθει άπό τήν ύλοποίη-ση τού παρόντος «Σχεδίου» θά τεθεί καί πάλι ύπόψη τής Ι.Σ.Ι. πρίν τήν νομοθετική της κύρωση;
Πρόκειται γιά μία «παγίδα», ώς πρός τή διαπραγματευτική τακτική, μέ σκοπό τό άποτέλεσμα πού θά προέκυπτε άπό τόν διάλογο Επιτροπής Διαλόγου τής Εκκλησίας μέ τό Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας καί Θρησκευμάτων έπί τού συγκεκριμένου «Σχεδίου», θά παρείχε «άλλοθι» στούς κρατούντες τής Πολιτείας τελικά νά νομοθετήσουν χωρίς νά χρειάζεται καί ή τελική γνώμη-έγκριση τής ΙΣΙ. Είναι γνωστή πλέον ή φράση: «ή Κυβέρνηση τελικά άποφασίζει καί αύτή μόνο νομοθετεί».
Ή ΙΣΙ όμως άνέμενε νά διαλεχθεί έπί Σχεδίου νόμου καί όχι έπί «Σχεδίου ύλοποίησης». Ό συντάκτης τού «Σχεδίου» μπερδεύει τά στάδια διαλόγου καί κάνει άλματα στή μεθοδό του καί στή σκέψη του, λόγω έλλειψης νομικών γνώσεων καί έμπειριών. Περνά άπό τήν «ιστορική συμφωνία» τής 6’ΐς Νοεμβρίου 2018 στό «Σχέδιο ύλοποίησης τής Συμφωνίας», θεωρώντας ώς δεδομένη την «ιστορική συμφωνία» τής 6πς Νοεμβρίου 2018 καί παραθεωρει αφενός τήν απόφαση τής ΙΣΙ τής 16^ Νοεμβρίου 2018 καί αφετέρου τήν ύποσχετική δέσμευση τού κ. Υπουργού, περί καταθέσεως «Σχεδίου νόμου», το όποιο βέβαια προηγείται τού «Σχεδίου ύλοποίησης».
Επιπλέον ό γενικός όρος «Εκκλησία τής Ελλάδος» τί ύποδη-λώνει; Έναν προσδιορισμό τού Ν.Π. τής Εκκλησίας, τό οποίο εκπροσωπείται άπό τήν Ι.Σ.Ι., ένώ έξαιρεί τίς Μητροπόλεις τής ήμιαυτόνομης Εκκλησίας τής Κρήτης καί οί Μητροπόλεις τής Δωδεκανήσου; Είναι μία Συμφωνία μεταξύ τής Εκκλησίας τής Ελλάδος καί τής Ελληνικής Πολιτείας, όπου ή Εκκλησία τής Κρήτης καί τής Δωδεκανήσου θά έξ-αιρούνται καί δέν θά συμπεριλαμβάνονται στή νομοθετική αύτή ρύθμιση;
Μέ τήν νομοθετική κατοχύρωση τής «Συμφωνίας» διασφαλίζεται ή μή άλλαγή άπό μονομερή αθέτηση όρων τής παραπάνω Συμφωνίας άπό μέρους τής Ελληνικής Πολιτείας; Χαρακτηριστική περίπτωση ή σύμβαση τού 1952, όπου κανένας όρος άπό τίς συμβατικές ύποχρεώσεις τής Πολιτείας δέν τηρήθηκε έναντι τών γενομένων απαλλοτριώσεων.
Τό θέμα λοιπόν δέν είναι ή εξασφάλιση τής μή μονομερούς αλλαγής τής «Συμφωνίας» άλλά κατά πόσον θά είναι δυνατόν νά τηρηθούν τά συμφωνηθέντα πού θά συμπεριλαμβάνονται σ’ αύτήν τήν «Συμφωνία» άπό μέρους τής έκάστοτε Πολιτείας.
Τέλος τό «Σχέδιο» όπως έχει συνταχθεί ύπονοεί μία «Συμφωνία» άμφοτεροβαρή μέ τήν οποίαν υποκρύπτεται ό κίνδυνος ακύρωτικής προσβολής της είτε στό Συμβούλιο τής Επικρατείας εϊτε στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια.
2. Ώς πρός την κατοχύρωση και εγγύηση τής μισθοδοσίας των κληρικών καί τών εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
Με τό παρόν « Σχέδιο ύλοποίησης» προτείνεται ή δημιουργία «Ταμείου Μισθοδοσίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος» χωρίς νά καθορί-ζεταιή νομική προσωπικότητα τού συγκεκριμένου Ταμείου. Δέν θά έχει τήν νομική προσωπικότητα τού Ν.Π.Δ.Δ. άλλά τού Ν.Π.Ι.Δ., όπως ό ΕΛΚΕ τών Ελληνικών Πανεπιστημίων, στό όποιο θά καταβάλλεται έτησίως «ή δαπάνη τής μισθοδοσίας τού άριθμού τών σήμερα μισθο-δοτούμενων κληρικών τής Εκκλησίας τής Ελλάδος» καί στή συνέχεια, όπως επισημαίνεται, ότι «ή καταβολή τής μισθοδοσίας ενεργείται διά τής Ενιαίας Αρχής Πληρωμών».
Τό «λογιστικό τέχνασμα» πού προτείνει τό «Σχέδιο ύλοποίησης» έκφράζει μία μεγάλη άσάφεια ώς προς τήν πορεία πού περιγράφει: Τό Ελληνικό Δημόσιο θά δίνει χρήματα γιά τή μισθοδοσία τών κληρικών σέ κάποιο Ν.Π.Ι.Δ. τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, τό «Ταμείο Μισθοδοσίας», τό όποιο θά πληρώνει τους κληρικούς, οί όποιοι πλέον δέν θά ανήκουν στούς δημοσίους υπαλλήλους («κατά πλάσμα δικαίου δημόσιους υπαλλήλους») ενώ τή μισθοδοσία θά τήν πραγματοποιεί ή Ενιαία Αρχή Πληρωμών, δηλαδή μία άλλη υπηρεσία τού Ελληνικού Δημοσίου!!!
Τελικά ό φορέας μισθοδοσίας ποιός θά είναι; Τό Ταμείο Μισθοδοσίας τής Εκκλησία τής Ελλάδος ή τό Ελληνικό Δημόσιο «διά τής Ενιαίας Αρχής Πληρωμών»; Ή ΕΑΠ θά έχει άπλά διεκπεραιωτικό ρόλο; Ή απάντηση είναι προφανής. Ό φορέας και ό έγγυητής τής μισθοδοσίας θά είναι τό Ταμείο Μισθοδοσίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Δέν θά πρέπει όμως νά μας διαφεύγει, ότι ή οποιαδήποτε αλλαγή του φορέα μισθοδοσίας συνεπάγεται καί αλλαγή μισθολογικού καί εργασιακού καθεστώτος.
Αύτό τό «λογιστικό τέχνασμα» είναι ή μεγάλη πλάνη τού «Σχεδίου», αν καί «παγκόσμια πρωτοτυπία»!!!. Υποσημειώνω έπίσης τήν διευκρινιστική διατύπωση, ώς πρός την μισθοδοσία μόνον «τού αριθμού των σήμερα μισθοδοτουμένων κληρικών»!!! Οί νέοι κληρικοί δηλώνεται ότι θά μισθοδοτούνται από τήν Εκκλησία τής Ελλάδος μέ άλλο εργασιακό καθεστώς μισθοδοσίας, αφού κατά δήλωση τού «Σχεδίου» ό αριθμός αυτός (ενν. των σήμερα μισθοδοτουμένων κληρικών) θά παραμείνει αδιάπτωτος.
Τό «Σχέδιο» όμιλεΐ καί γιά διασφάλιση τών ύφισταμένων «οργανικών» θέσεων τών κληρικών καί λοιπών ύπαλλήλων τών νομικών προσώπων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος». Υφίστανται οργανικές θέσεις σήμερα καί ποιός είναι ό άριθμός τους; Πώς κατενεμήθησαν καί άπό ποιόν ;
Στή συνέχεια άναφέρομαι σέ συγκεκριμένες άσάφειες τού «Σχεδίου» ώς πρός τή μισθοδοσία τών κληρικών καί τών εκκλησιαστικών ύπαλλήλων, οι όποιες δημιουργούν άρκετά έρωτήματα καί έπιβεβαιώνουν έλλειψη σοβαρότητας καί επεξεργασίας νομικής.
α) θά ύπάρχουν «δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων» μισθοδο-
τούμενοι κληρικοί καί εκκλησιαστικοί ύπάλληλοι; Αύτοί δηλαδή πού θά μισθοδοτούνται άπό τήν Πολιτεία καί έκεινοι πού θά μισθοδοτούνται άπό τήν Εκκλησία; Οί κληρικοί καί οί έκκλησιαστικοί ύπάλληλοι τής Κρήτης και της Δωδεκανήσου; Επιπλέον ποιά θά είναι ή θέση των μή μισθοδοτούμενων κληρικών καί των εκκλησιαστικών ύπαλλήλων της «επικρατούσας Θρησκείας» έναντι τών λειτουργών τών άλλων θρησκευτικών μειονοτικών κοινοτήτων, οί όποιοι μισθοδοτούνται από το Ελληνικό Δημόσιο (μουφτήδων, ίεροδιδασκάλων, ίμάμηδων); Οί παρούσες θρησκευτικές κοινότητες επίσης δέν απώλεσαν εκκλησιαστική περιουσία όπως ή Εκκλησία τής Ελλάδος.
β) Τί σημαίνει ό ασαφής όρος «αφηρημένη αποζημίωση», ό όποιος αντικατέστησε τόν λίαν έπικίνδυνο όρο «έπιδότηση» τής «ιστορικής συμφωνίας» τής Νοεμβρίου 2018, καί ό όποιος όρος κανένα νομικό περιεχόμενο δέν εκφράζει;
Ώς πρός τήν ούσία, ή «άποζημίωση» άποτελεΐ μιία συγκεκαλυμμένη ή έμμεση έπιδότηση. Μία τοιούτου είδους «άφηρημένη άποζημίωση» όμως εΐναι άντίθετη πρός κάθε μισθολογικό καί έργασια-κό κριτήριο καί καθεστώς. Δέν προσδιορίζεται ούτε τό συγκεκριμένο ποσό τής αποζημίωσης, ούτε ό χρόνος άπόσβεσης τής ζημιάς. Επιπλέον σέ μία άπρόοπτη μεταβολή τών οικονομικών καί κοινωνικών συνθηκών ή μέ τό επιχείρημα τής μεροληπτικής συμπεριφοράς έναντι άλ-λων-τρίτων, έξαιτίας συγκεκριμένης χρηματοδότησης, έμφωλεύει ό κίνδυνος τής μονομιερούς καταγγελίας τής Συμφωνίας-Σύμβασης καί παύση, ολική ή μερική, τής μισθοδοσίας.
‘Επίσης μία «άφηρημένη άποζημίωση» ή οποία συσχετίζεται μέ ένα «μή ύπολογίσημο» χρέος τού Κράτους πρός τήν Εκκλησία, καθιστά τήν άποζημίωση αύτή άκρως έπικίνδυνη ώς πρός τό μέλλον τής μισθοδοσίας καί τού εργασιακού καθεστώτος τών κληρικών καί τών εκκλησιαστικών ύπαλλήλων.
γ) Μέ την συγκεκριμένη ρύθμιση εργοδότης καθίσταται τό Ν.Π. της Μητροπόλεως ή ή Εκκλησία της Ελλάδος Σε περίπτωση λοιπόν μη καταβολής της μισθοδοσίας στους κληρικούς και στούς εκκλησιαστικούς ύπαλλήλους ή αγωγή θά κατατίθεται κατά του νομικού προς-ώπου τής Μητροπόλεως ή τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και όχι κατά τού Ελληνικού Δημοσίου, όπως καί ή οποιαδήποτε άξίωση.
δ) Μέ τόν όρο «αφηρημένη άποζημίωση» ύποδηλώνεται ότι τό Κράτος θά πληρώνει ένα ποσό ώς άποζημίωση στήν Εκκλησία, τό οποίο θά έξ,ισούται μέ τό μισθολογικό κόστος, χωρίς όμως αύτό νά σημαίνει ότι άναγνωρίζεται ώς μισθοδοσία ή ότι λογίζεται ώς μισθός άπό μέρους τής Πολιτείας.
ε) Ή «αφηρημένη άποζημίωση» έστω καί ύπό τόν τύπο τής «κρατικής ένίσχυσης» είναι άμφισβητούμενη όταν θεωρείται στό πλαίσιο «επιχειρηματικών» δραστηριοτήτων άκόμη. Ή Εκκλησία τής Ελλάδος δέν έχει τέτοιες δραστηριότητες καί ώς έκ τούτου ύπάρχει ή διακινδύνευση ώς πρός τή συγκεκριμένη μορφή άποζημίωσης καί ώς πρός τήν καταβολή της.
Ή διασφάλιση τής μισθοδοσίας επιτυγχάνεται μόνο μέσω τού συστήματος τής Ενιαίας Αρχής Πληρωμών άλλως κινδυνεύουμε άπό μία ενδεχόμενη άπαγόρευση ώς παράνομης, τής «κρατικής ένίσχυσης» ή οποία θεωρείται ώς άποζημίωση άπό τήν Πολιτεία πρός τήν Εκκλησία, άπό μέρους των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.
3. Τό θέμα τών εργασιακών σχέσεων καί τών όργανικών θέσεων των κληρικών καί τών εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
α) Τό παρόν «Σχέδιο» εισάγει διάκριση και άλλαγή κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων κατοχυρωμένων ήδη άπό τό 1945 ένώ μετατρέπει τή μονιμότητα τών Κληρικών και τών εκκλησιαστικών ύπαλλήλων, μέ τήν ένταξή τους στό Ταμείο Μισθοδοσίας Κληρικών, σέ συμβασιούχους άορίστου ή ορισμένου χρόνου και μάλιστα ύπό τόν τύπον τής «Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας».
β) Ή κατοχύρωση τών οργανικών θέσεων τών κληρικών καί τών έκκλησιαστικών ύπαλλήλων έχει έπιτευχθει de facto μέ τήν ένταξή τους στό ενιαίο μισθολόγιο καί τήν κατοχύρωση τών έργασια-κών τους σχέσεων καί de jure μέ τήν άτομική έγγραφή τού καθενός κληρικού καί έκκλησιαστικού ύπαλλήλου στήν Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Τό ύφιστάμενο νομικό καθεστώς [ν. 4354/2015, άρθρ. 7, § ιε’, 4235/2014, άρθρ. 68 § 1 (4283/2014, άρθρ. 17 καί 4386/2016, άρθρ. 55 § 2 ) καί 3845/2010, άρθρ. 2 § 1β’ = ΚΥΑ 2/37345/0004/4-6-2010 καί ΕΑΠ 2003486 ΕΞ 2013/5-12-2013] καλύπτει de jure καί de facto τή μισθοδοσία τών κληρικών καί τών έκκλησιαστικών ύπαλλήλων καί κατοχυρώνει τις οργανικές θέσεις τους, ώς καί τά έργασιακά, άσφαλιστικά καί συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Ή νομιμοποίηση τού αριθμού τών οργανικών θέσεων (8.500 ή 10.000) είναι ένα νομοτεχνικό θέμα, τό όποιο πρέπει ή Εκκλησία οπωσδήποτε νά έπιλύσει άμεσα.
γ) Υπάρχουν στις Μητροπόλεις οί δυνατότητες ώστε νά τηρήσουν καί στηρίξουν πλήρως τις άπαπήσεις τών ν. 4354/2015 καί 4472/2017 άλλά καί τις προύποθέσεις γιά τις άνάλογες διοικητικές καί διαχειριστικές ύπηρεσίες ; Είναι ένα έρώτημα, τό όποιο πρέπει νά προβληματίσει σοβαρά τήν Εκκλησία.
4. Περί του Ταμείου Αξιοποιήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
α) Στό συγκεκριμένο «Σχέδιο» θεωρώ ότι διευκρινίζεται ώς αμφισβητούμενη περιουσία ή διαφιλονικούμενη μετά τό 1952, γιατί γιά τήν πρίν και μέχρι τού 1952 δέν ύφίσταται πλέον άμφισβητούμενη ύστερα και άπό τή ρύθμιση τού ν. 4301/2014 (άρθρ. 51 §§ 2,7), ένώ δέν διευκρινίζεται τίποτε γιά τήν περιουσία πού δόθηκε άπό τό 1917 έως τό 1930.
β) Τί σημαίνει ό χρονικός ορίζοντας τού 1939 (!!!), όχι ώς προς τις άναγκαστικές άπαλλοτριώσεις φυσικά, άλλά ώς πρός τις άγροτικές και ρυμοτομικές;
γ) Απορία δημιουργεί ή άποσιώπηση τού «Σχεδίου» ώς πρός τούς ιδιοκτήτες τής συγκεκριμένης έκκλησιαστικής περιουσίας, πού είναι πρώτιστα οί Ιερές Μονές και δευτερευόντως ή Αρχιεπισκοπή και οί Μητροπόλεις. Ή ύπογραφή ένταξης στό Ταμείο Αξιοποίησης συνεπάγεται αύτόματα και τήν συγκατάθεση κάθε Μονής, ώς ιδιόκτητη; Είναι λοιπόν άπαραίτητο νά διευκρινιστεί ότι δέν παραχωρείται ή κυριότητα άλλά μόνο ή χρήση τής περιουσίας ένώ ή καταβολή μισθωμάτων θά πρέπει νά είναι ύποχρεωτική πρός τις Μονές.
δ) Επίσης θά πρέπει νά διασφαλιστεί ότι τό ποσοστό συμμετοχής τού Δημοσίου θά καταβάλλεται στό Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας ύποχρεωτικά ώστε νά μήν μεταβιβαστεί στό ΤΑΙΠΕΔ όπου μπορεί τελικά και νά έκποιηθεί. Αλλως ή «Συμφωνία» αυτή θά καταστεί μή ύλοποιήσιμη και μή ρεαλιστική όπως και όλες οί προηγούμενες.
ε) Τέλος είναι ανάγκη νά προσδιορίσουμε, μέσα άπό την καταγραφή και τήν κτηματογράφηση, γιά ποιά καί πόση περιουσία συγκεκριμένα ομιλούμε, καί όχι άφηρημένες άναφορές ή γενικότητες.
5. Συμπερασματικές προτάσεις.
α) Οι δύο άναφορές στό συγκεκριμένο «Σχέδιο», ότι «ή Εκκλησία παραιτείται άπό κάθε περαιτέρω άξ,ίωση σχετικά μέ τίς συγκεκριμένες άπαλλοτριώσεις καί ή Πολιτεία παραιτείται άπό τήν άπευθείας μισθοδοσία τού κλήρου» (σελ. 4) ώς καί ότι «ή Πολιτεία παύει νά μισθοδοτεί ή ίδια τόν κλήρο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος» (σελ. 9) είναι πλήρως άντίθετες πρός τήν «κόκκινη γραμμή» τήν όποια έθεσε ή Ι.Σ.Ι. τής 16^ Νοεμβρίου 2018, περί μή άλλαγής τού καθεστώτος μισθοδοσίας τών κληρικών καί τών έκκλησιαστικών ύπαλλήλων, γιαυτό τό λόγο καί τό παρόν «Σχέδιο» δέν θά πρέπει νά γίνει άποδεκτό στο σύνολο του άπό τήν Ι.Σ.Ι. τής 19’ΐς – 21ης Μαρτίου 2019, αλλά καί γιά όλους τούς λόγους τούς οποίους άνέφερα παραπάνω. Άλλωστε τό σημείο 15 τής «ιστορικής συμφωνίας» τής 6’ΐς Νοεμβρίου 2018 αύτό ύπ-αγορεύει ένώ οί μέχρι σήμερα άνακολουθίες τής Κυβέρνησης δέν μας έπιτρέπουν άλλες έπιλογές.
β) Ή Ι.Σ.Ι. πρέπει νά επιμείνει στή διατήρηση τού ύφιστά-μενου έργασιακού, άσφαλιστικού καί συνταξιοδοτικού καθεστώτος τών κληρικών καί τών έκκλησιαστικών ύπαλλήλων καί τήν μισθοδοσία τους από τό Υπουργείο Παιδείας μέσω τής Ενιαίας Αρχής Πληρωμών.
δ) Νά έπιδιωχθεί ή νομοθετική κατοχύρωση ότι ή μισθοδοσία είναι ύποχρέωση τής Πολιτείας γιά τήν εκκλησιαστική περιουσία την οποίαν κατέχει καί της οποίας ποτέ ή Εκκλησία της Ελλάδος δεν παρεχώρησε την κυριότητα.
ε) Ή άναγνώριση καί ή κατοχύρωση αύτη ύπό τόν τύπο της ύποχρέωσης καί σέ σχέση προς τη μισθοδοσία τών κληρικών καί τών εκκλησιαστικών ύπαλλήλων δέν πρέπει νά συνδέεται μέ τις θεσμικές καί συνταγματικές σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας, ένώ θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα γιά τόν έξορθολογισμό τών σχέσεών τους.
στ) Ή Εκκλησία τής Ελλάδος, ή ήμιαυτόνομη Εκκλησία τής Κρήτης καί ή Εκκλησία τής Δωδεκανήσου πρέπει νά προχωρήσουν στήν καταγραφή τού άριθμού τών οργανικών θέσεων τών κληρικών καί τών έκκλησιαστικών ύπαλλήλων, νά καταρτισθεί τό Μητρώο κληρικών καί έκκλησιαστικών ύπαλλήλων ένταγμένο στό Μητρώο Ανθρωπίνου Δυναμικού τού Ελληνικού Δημοσίου καί νά έπιλυθεί νομοθετικά ή ύπάρχουσα άσυμφωνία μεταξύ τού ύφιστάμενου άριθμού τών οργανικών θέσεων καί έκείνου πού θεσπίστηκε τό έτος 1945.
ζ) Να ολοκληρωθεί ή κτηματογράφηση καί κτηματολόγηση τής περιουσίας όλων τών Ν.Π.Δ.Δ. καί εκκλησιαστικών οργανισμών ώς έπείγουσα άνάγκη.
Πάντα ταύτα καταθέτω
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
+ Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ