τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κοδράτου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀθλησάντων, ἐν Νικομηδείᾳ. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κοδρᾶτος καταγόταν ἀπό τή Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ (251-259 μ.Χ.). Ἀφοῦ συνελήφθη κατά τόν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα τότε διωγμό, μέ πολλούς ἄλλους Χρι-στιανούς, παραδόθηκε στόν ἀνθύπατο Περίνιο ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τόν Χριστό Θεό Ἀληθινό. Κατόπιν τούτου τόν ἅπλωσαν κατᾶ γῆς καί ἀφοῦ τόν ἐμαστίγωσαν σκληρά, τόν ἔριξαν στή φυλακή.
Ἀπό τή Νικομήδεια, μέ προσταγή τοῦ ἀνθύπατου, μεταφέρθη-κε στή Νίκαια, ὅπου δι’ αὐτοῦ πολλοί ἐπίστεψαν στόν Χριστό καί ἐτελειώθησαν ἄλλοι διά πυρός καί ἄλλοι διά μαχαίρας. Τοῦτο ἐξαγρίωσε τόν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νά κρεμάσουν τόν Ἅγιο, νά τόν μαστιγώσουν καί νά τοῦ καταξεσκίσουν τίς σάρκες.
Στή συνέχεια ἀπεστάλη στήν Ἀπάμεια[1], ὅπου ὑπέστη ποικίλα μαρτύρια καί ἀπό ἐκεῖ ὁδηγήθηκε δέσμιος στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου πολλοί ἀπό τούς κατοίκους, θαυμάζοντες τήν ὑπομονή καί προσκαρτερία τοῦ Μάρτυρος στά βασανιστήρια, ὁμο-λόγησαν τόν Χριστό, ἀπό αὐτούς δέ οἱ Ρουφίνος καί Σατορνίνος, ἀφοῦ ἐκρεμάσθησαν καί κατεξεσχίσθησαν οἱ σάρκες τους, ἀποκε-φαλίσθηκαν στήν Ἀπολλωνιάδα.
Ὁ Ἅγιος Κοδρᾶτος ὁδηγήθηκε, τέλος, στήν Ἑρμούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἐξαπλώθηκε ἐπάνω σέ πυρακτωμένη σχάρα, ἐτελειώθηκε διά ἀποκεφαλισμοῦ, λαβών ἔτσι τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ρουφίνου καί Σατορνίνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος καί Σατορνίνος κατάγονταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου καί ἄθλησαν. Βλέπο-ντες τήν πνευματική ἀνδρεία καί προσκαρτερία τοῦ Ἁγίου Κοδρά-του στίς ποικίλες βασάνους καί θαυμάζοντες τήν ἀκλόνητη πίστη του στόν Χριστό, ἀφοῦ ἐπαρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου Περινίου ὁμολόγησαν καί αὐτοί τόν Χριστό. Κατόπιν τούτου συνε-λήφθησαν καί ἀφοῦ κατεξεσχίσθησαν τίς σάρκες μέ σιδερένια νύ-χια, ἀποκεφαλίσθηκαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν μισθαποδότη Κύριο τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξης καί τῆς μακαριότητος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μαξίμου.Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἀθλησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάξιμος. Στούς Συναξαριστές ἀναφέρεται ὅτι, ἐπειδή πολλούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἐπέστρεψε στόν Χριστό καί ὁμολό-γησε τήν πίστη του στό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὑπέστη πολλές βασάνους καί, ἀφοῦ ἐλιθοβολήθηκε, ἐτελειώθηκε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰουβεναλίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουβενάλιος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 132 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ στήν πόλη Βενεβέντο[2] τῆς Ἰταλίας (117-138 μ.Χ.)[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀκακίου, τοῦ κεντυρίωνος.Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκάκιος ἐγεννήθηκε στήν Καππαδοκία τό ἔτος 270 μ.Χ. ἀπό γονεῖς Ἕλληνες Χριστιανούς καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἀφοῦ κατετάγη στό στράτευμα, στήν τάξη τῶν Μαρτησίων, ἀναδείχθηκε γρήγορα, λόγῳ τῆς γενναιότητος καί τιμιότητός του, καί προήχθηκε σέ κεντυρίωνα. Κατά τόν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστια-νῶν διωγμό, ὁ διοικητής τῆς Καππαδοκίας καί ἐκατόνταρχος Φίρ-μος, ἐξετάζοντας τούς ὑπό τίς διαταγές του στρατιῶτες μέ σκοπό νά ἐξακριβώσει τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ἐρώτησε καί τόν Ἀκάκιο. Ὁ Ἅγιος μέ παρρησία ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὁ Φίρμος, πού ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια πρός αὐτόν, λόγῳ τῶν πολλῶν ἀρετῶν του, προσπάθησε νά τόν μεταπείσει, πλήν ὅμως κάθε προσπάθεια προσέκρουσε στή σθεναρή ἀντίδραση τοῦ Ἀκακίου. Κατόπιν τούτου τόν ἀπέστειλε σιδηροδέσμιο στήν Ἡρά-κλεια τῆς Θράκης, πρός τόν ἀνθύπατο Βιβιανό, μόνο ἁρμόδιο νά λαβει ὁριστικές ἀποφάσεις. Ἀφοῦ προσήχθη ὁ Ἀκάκιος μέ ἄλλους Χριστιανούς ἐνώπιον τοῦ Βιβιανοῦ καί διατάχθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἀρνήθηκε. Ἕνεκα τούτου τόν προσέδεσαν σέ στῦλο καί τόν ἐμαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε συνεχῶς τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. Βλέποντες τήν ἐπιμονή του τοῦ ἔθραυσαν τή σιαγόνα.
Μετά ἀπό αὐτά ὁ ἀνθύπατος Βιβιανός παρέλαβε τόν Ἅγιο καί μέ ἄλλους Χριστιανούς τούς μετέφερε στό Βυζάντιο. Ἐκεῖ ὁ Ἀκάκιος ὑποβλήθηκε νέ νέα σκληρά βασανιστήρια, χωρίς ὅμως νά καμφθεῖ τό φρόνημά του. Τότε ἀπεστάλη στόν ἀνώτερο δικαστή, ἀνθύπατο Θράκης Φλακκίνο ἤ Φαλκιλιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τήν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Ἀκάκιος, εὐχαρι-στώντας τόν Θεό, διότι Τόν ἀξίωσε τῆς τιμῆς τοῦ ὑπέρ Αὐτοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τήν πόλη στή θέση Σταυ-ρίον, ὅπου καί ἐτελιώθηκε, τό ἔτος 306 μ.Χ.
Τό ἱερό λείψανό του παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί καί τό ἐντα-φίασαν μέ εὐλάβεια καί τιμές. Λίγο δέ ἀργότερα ἐκτίσθηκε ἐπί τοῦ τάφου καί ὁ πρῶτος ναός ἀφιερωμένος στό ὄνομά του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐτελεῖτο στήν περιοχή τοῦ Ἑπτασκάλου, ὅπου εἶχε ἀνεγερθεῖ ναός ἀπό τόν αὐτοκράτοροα Ἰουστινιανό. Ἴσως νά εἶναι αὐτός ὁ ναός πού ἀναφέρεται, κατά τά τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., στή βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ († 28 Μαῒου). Ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησε αὐτόν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀκα-κίου μετεκόμισε ὁ κακόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος[4] τό ἱερό λείψανο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπό τό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Στό ναό αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ρῶσος μυθογράφος Ἀντώνιος, εἶδε κατά τίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. σωζόμενα λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Φλαβίου, ἐπισκόπου Νικομηδείας καί τῶν ἁγίων μαρτύρων Αὐγούστου καί Αὐγουστίνου, τῶν αὐταδέλφων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φλάβιος ἦταν Ἐπίσκοπος Νικομηδείας καί ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) μαζί μέ τούς ἀδελφούς του Αὔγουστο καί Αὐγουστίνο[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπί Κωνσταντίου, υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ ἐμφάνιση αὐτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ δεύτερη καί ἔγινε στά Ἱεροσόλυμα, τό ἔτος 346 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Κώνστα-ντος (337-361 μ.Χ.) καί Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ Ἁγίου Κυ-ρίλλου († 18 Μαρτίου). Τήν τρίτη ὥρα τῆς 7ης Μαῒου τοῦ ἔτους 346 μ.Χ., κατά μία τῶν ἡμερῶν τῆς Πεντηκοστῆς, ἐφάνηκε ὁ Τίμιος καί Ζωοποιός Σταυρός ἄνωθεν τοῦ Γολγοθᾶ, σχηματισμένος ἀπό ὑπερ-φυσικό φῶς καί ἐκτεινόμενος πρός τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τό ὅραμα τοῦτο προεκάλεσε μεγάλη συγκίνηση σέ ὁλόκληρη τήν Ἱερουσαλήμ, ὅλοι δέ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως πρό τοῦ ὑπερφυοῦς τούτου θεάμα-τος κατελήφθησαν ἀπό ἔκσταση. Ἐπωφελούμενος τῆς περιστάσεως ὁ Πατριάρχης Κύριλλος, περιστοιχούμενος ἀπό τόν ἱερό κλῆρο, συνεκάλεσε τό πλῆθος τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν στό ναό καί ἐδοξολόγησαν τόν Θεό.
Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στίς 27 Ὀκτω-βρίου τοῦ ἔτους 312 μ.Χ. πρός τόν Μέγα Κωνσταντίνο, μέ τό νικητή-ριο ἔμβλημα «ἐν τούτῳ νίκα», τήν παραμονή τῆς μάχης ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου.
Περί τοῦ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑπεράνω τοῦ Γολγοθᾶ μαρτυροῦν, πλήν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, καί ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (397 μ.Χ.)[6], τό Πασχάλιον Χρονικόν[7] καί ἄλλοι Βυζα-ντινοί χρονογράφοι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ ἐκ Γεωργίας, καί τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπό τή Συρία καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐσπούδασε τήν κατά κόσμον σοφία στήν Ἀντιόχεια. ἡ πνευματική του πρόοδος συμβάδιζε μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Σέ νεαρά ἡλικά ἀκολούθησε τόν ἀσκητικό βίο καί ἔγινε μοναχός. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν τόσο βαθειά, ὥστε ἐθεωροῦσε τόν ἑαυτό του σκώληκα καί ὄχι ἄνθρωπο. Ἡμέρα καί νύκτα παρα-καλοῦσε τόν Θεό νά τόν εὐλογεῖ, γιά νά πολεμᾶ τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή του καί τοῦ ἐχάρισε τήν ἀπάθεια καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιό-τητός του ἄρχισε νά ἁπλώνεται σέ ὅλη τή Συρία. Ὁ κόσμος πού συνέρρε στόν Ἅγιο Γέροντα ἦταν πολύς καί αὐτό διετάρρασε τή μοναχική του ἡσυχία. Γι’ αὐτό φέυγει ἀπό τόν τόπο πού ἀσκήτευε καί κρύβεται βαθειά στήν ἔρημο.
Ὁ Θεός, ὅμως, ἀλλιῶς οἰκονόμησε τά πράγματα. Βλέπει, λοι-πόν, σέ ἐνύπνιο τήν Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά ἐπιλέξει δώδεκα μαθητές του καί νά μεταβοῦν στήν Ἰβηρία, γιά νά ἑδραι-ώσουν τή χριστιανική πίστη τοῦ λαοῦ της. Ὁ Ἅγιος ἐκάλεσε τούς ὑποτακτικούς του καί τούς ἀνέφερε τό γεγονός. Ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νά τόν ἀκολουθήσουν. Τότε ἐκεῖνος ἔγραψε τά ὀνόματα ὅλων σέ ξεχωριστά χαρτιά καί τά ἔβαλε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ὅλη τή νύκτα οἱ Πατέρες προσεύχονταν. Τό πρωΐ, μετά τή Θεία Λειτουρ-γία, ὁ Ὅσιος τούς εἶπε νά ὑψώσουν τά χέρια τους στόν οὐρανό λέγοντας «Κύριε, ἐλέησον». Κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς Ἄγγελος Κυρίου ἐπῆρε ἐνώπιον ὅλων δώδεκα χαρτιά ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί τά ἔβαλε στά χέρια τοῦ Ὁσίου.
Οἱ ἐκλεγέντες μαθητές ἦσαν οἱ Σίω, Δαβίδ, Ἀντώνιος, Θαδ-δαῖος, Στέφανος, Ἰσίδωρος, Μιχαήλ, Πύρρος, Ζήνων, Ἰσέ, Ἰωσήφ καί Ἄβιβος. Στή συνέχεια ἐξέλεξε γιά ἡγούμενο τῆς σκήτης καποιο μοναχό Εὐθύμιο καί ἐξεκίνησε μέ τούς μαθητές του τό ταξίδι.
Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στόν Ἐπίσκοπο τῆς πρωτεύου-σας τῆς Γεωργίας Εὐλόγιο καί τοῦ εἶπε γιά τόν ἐρχομό τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰωάννου καί τῶν μαθητῶν του. Τότε ὁ μακάριος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ἐξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπό τόν κλῆρο καί τό λαό, γιά νά τούς ὑποδεχθεῖ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔβαλε μετάνοια στόν Ἐπί-σκοπο καί ἐπῆρε τήν εὐλογία του. Καί τότε συνέβη τό θαῦμα πού ὁμοιάζει μ’ ἐκεῖνο πού ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μετά τή κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἀποστόλους. Ὁ Ὅσιος ὁμιλοῦ-σε τή γεωργιανή γλώσσα.
Ὁ Ὅσιος καί οἱ μαθητές του ἐκήρυξαν σέ ὅλη τή Γεωργία καί προσκύνησαν ὅλους τούς εὐλογημένους τόπους ἀπό τούς ὁποίους εἶχε περάσει ἡ Ἁγία Νίνα.
Μετά τό πέρας τοῦ ἱεραποστολικοῦ τους ἔργου ἐζήτησαν ἀπό τό Θεό νά τούς ὑποδείξει μόνιμο τόπο ἀσκήσεως καί διαμονῆς. Ὁ τόπος αὐτός ἦταν τό ὄρος Ζάντεν. Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα σπήλαιο καί ἄρχισε νά μιμεῖται τήν ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό ἐκεῖ πολλοί ἀπό τούς μοναχούς, ἀφοῦ ἐστερεώ-θησαν στήν πίστη καί στήν ἀνδρεία, ἐξεκίνησαν νά κηρύξουν τό Χριστό σέ ὅλη τή χώρα. Ὁ Ὅσιος εἶχε μαζί του καί ἱερά λείψανα Ἁγίων, τά ὁποῖα τούς προσέφερε ὡς εὐλογία, γιά νά ἐμπνέονται ἀπό τή μνήμη τῶν Ἁγίων καί νά ἀκολουθοῦν τό παράδειγμά τους. Ἐκεῖνος συνέχισε τήν ἄσκηση καί τό μονήρη ἡσυχαστικό βίο. Ἀκό-μη καί τά ἄγρια θηρία τοῦ ὄρους ἐκαναν ὑπακοή στόν Ὅσιο.
Ἔφθασε, ὅμως, ὁ καιρός γιά νά ἀναπαυθεῖ στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Ἐκά-λεσε τούς μαθητές του, τούς ἐνουθέτησε πατρικά, τούς εὐλόγησε, με-τέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί παρέδωκε τό πνεῦμα[8].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Ὑόρκης.Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης τῆς Ἀγγλίας, ἔζησε κατά τό τέλος τοῦ 7ου καί τίς ἀρχές τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐγεννήθηκε στό Χάρφαμ κοντά στό Ντρίφφιλντ τοῦ ἀνατολικοῦ Γιόρκσαϊρ. Τό 687, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Χέξχαμ καί ἀργότερα, τό 705 μ.Χ., μετετέθη στό θρόνο τῆς Ὑόρκης. Ἵδρυσε μοναστήρι στήν πόλη Μπέβερλέϋ, στό ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποσύρθηκε κατά τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 721 μ.Χ. Ὁ μαθητής αὐτοῦ Ἅγιος Βεδέας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱστορικός, ἔγραψε τό βίο του[9].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ψυχαῒτου.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαῒτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέο-ντος Ε΄ (813-820 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε ἀσκητής καί κατεμάρανε τά φρονήματα τῆς σαρκός μέ νηστεῖες, προσευχές καί σκληραγωγίες. Ὑπῆρξε σθεναρός ὑπερασπιστής τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀγωνίσθη-κε κατά τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων. Γι’ αὐτό πολλές φορές συνελή-φθη καί ἐξορίσθηκε. Μετά ἀπό κάθε διωγμό ἐπανερχόταν ὁρμητι-κώτερος καί μαχητικώτερος καί ἐνικοῦσε τό θράσος τῶν λεόντων, πού ἀθετοῦσαν τό σεπτό χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως καί ἐτιμᾶτο ἀπό ὅλους. Τοῦτο δέ ἐπηύξανε ἡ θαυματουργός Χάρη διά τῆς ὁποίας εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς καί ἀγωνίσθηκε κραταιά ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ταρασίου, τοῦ Ἐρημίτου καί Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ ἐν Λυκαονίᾳ, ὁ Ἐρημίτης καί Θαυμα-τουργός εἶναι ἄγνωστος στό Συναξαριστή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου[10] καί τά Μηναῖα. Μνημονεύεται στό Συναξαριστή τοῦ Ἱππόλυτου Delehaye[11] κατά τήν 8η Μαΐου ἀλλά ἄνευ ὑπομνήματος, ἐνῶ στόν Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70 φ. 217β[12] ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στίς 7 Μαΐου μέ τό ἀκόλουθο ὑπόμνημα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατήρ ἡμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καί ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι χαμευνίᾳ ἑαυτόν ἐκδώσας καί πάσῃ κακουχίᾳ καί ταλαιπωρίᾳ, καί διά τήν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετήν ἠξιώ-θη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ δαίμονας ἀποσοβεῖν, νεκρούς ἐγείρειν, λεπρούς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καί ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἰώμενος. Καί ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν ἐπαγωνιζόμενος μετά μικρόν νοσήσας καί προ-εγνωκώς τήν αὐτοῦ πρός Θεόν ἐκδημίαν πρός Κύριον ἀπῆλθε χα-ριεντιζόμενος μετά τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τήν τιμίαν ψυχήν»[13].
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε σέ μιά μονή κοντά στό ἀκρωτήρι τοῦ Χυλένδρου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μετάθεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου[14]. † Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νείλου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ Σόρκϊυ καταγόταν ἀπό τήν εὐγενή οἰκο-γένεια τῶν Μάϊκωφ καί ἐγεννήθηκε στή Μόσχα τό ἔτος 1433 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὅταν ἦταν νέος ἐργάσθηκε ὡς ταχυγράφος στήν ὑπηρεσία τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μόσχας.
Ἡ ἀγάπη του πρός τό μοναχικό βίο ὁδήγησε τά βήματά του στή μονή τῆς Λευκῆς Λίμνης, πού εἶχε ἱδρύσει ὁ ἀσκητής Κύριλλος. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στό Ἅγιον Ὄρος, μέ τό συμμοναστή του μοναχό Ἰννοκέντιο, καί ἀσκητεύει στή «Σκήτη τοῦ Ξυλουργοῦ». ὑπάρχει βέβαια ἡ πληροφορία ὅτι ἔμεινε γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα στή μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία ἐκείνη τήν ἐποχή εὑρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καί ὁ μοναχός Ἰννοκέντιος ἐπιστρέφουν στή Ρωρία περί τό ἔτος 1480 μ.Χ. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡσυχίας τόν κάνει νά ἀποσυρθεῖ σέ ἕνα μικρό ἐρημικό μέρος, λίγο μακρύτερα ἀπό τή μονή Λευκῆς Λίμνης, στόν ποταμό Σόρα. Ἐκεῖ κτίζει καί ἕνα μικρό ναό πρός τιμήν τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καί ἐπιδίδεται στό θεωρητικό βίο καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀλλά καί ἐδῶ ὁ Ὅσιος Νεῖλος συνιστᾶ προσοχή καί διάκριση. Γνωρίζει καλά ὅτι ὑπάρχει καιρός ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί και-ρός χαλαρώσεως καί ἀναπαύσεως. Γνωρίζει ὅτι δέν πρέπει νά μπεῖ κάποιος πρόωρα σέ ἀνωτερες πνευματικά περιοχές. Γνωρίζει ὅτι κάθε μύηση στήν πνευματική ζωή πρέπει νά εἶναι προσεγμένη καί νά γίνεται προοδευτικά. Τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς πνευ-ματικότητος τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι τό «μέτρο» στήν ἀσκητική ζωή καί ἡ διάκριση στή συμπεριφορά καί στή σχέση μας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ταπείνωση. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν Ὅσιος τῆς κενώσεως, δηλαδή τῆς ταπεινῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καί στάσεως.
Ἕνα ἄλλο χάρισμά του ἦταν ἡ ἀγάπη. Γιά νά εἶναι χρήσιμος στούς ἀδελφούς ἐδεχόταν νά γίνει σαλός, ἀποκαλύπτοντας σέ αὐ-τούς τά μυστικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὅμως ἡ ἁγιότητα καί ἡ θεολογική κατάρτιση τοῦ Ὁσίου Νείλου ἑλκύουν τήν προσοχή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καί τῶν κρατικῶν παραγόντων. Τήν ἐποχή αὐτή στήν πόλη Νόβγκοροντ ξεσπᾶ ἡ αἵρεση τῶν Ἰουδαϊζόντων, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τῶν ἄλλων ἔλεγαν ὅτι τό ἔτος 7000 ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου, δηλαδή τό ἔτος 1492 μ.Χ. θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁ Ὅσιος ἐβοήθησε τήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία νά μορφώσουν ὀρθή ἀντίληψη γιά τήν αἵρεση καί νά τήν καταδικάσουν.
Ἕνα ἄλλο θέμα πού ἀντιμετώπισε ὁ Ὅσιος ἦταν αὐτό τῆς περιουσίας τῶν μονῶν. Ὁ Ἅγιος ἐγνώριζε καλά τό μεγάλο κίνδυνο πού ἀπειλοῦσε τούς μοναχούς ἀπό τή συσσώρευση πλούτου στίς μονές, ἔστω καί ἄν ὁ πλοῦτος αὐτός δέν ἀνῆκε στούς μοναχούς ἀλλά στή μονή. Τό θέμα συζητήθηκε σέ Σύνοδο πού συγκλήθηκε τό ἔτος 1503 μ.Χ. στή Μόσχα, ἀλλά φαίνεται ὅτι γιά ποιμαντικούς λόγους ἡ Σύνοδος δέν υἱοθέτησε τό πνεῦμα τοῦ Ὁσίου Νείλου. Παρ’ ὅλα αὐτά τό πνεῦμα αὐτό τοῦ Ὁσίου ἐπηρέασε θετικά τό Ρωσικό μοναχικό βίο.
Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι πολύ πλούσιο. Τά κυριώτερα ἔργα του εἶναι ἀσκητικά καί ἀφοροῦν τόν ἀσκητικό βίο καί τήν ἐρημική ζωή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν Κυριακή τῶν Μυ-ροφόρων τοῦ ἔτους 1508 μ.Χ[15].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νείλου, τοῦ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀσκήσαντος.Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καταγόταν ἀπό τόν Ἅγιο Πέτρο Κυνουρίας καί ἔζησε κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπό νεαρή ἡλικία παρελήφθη ἀπό τό θεῖο του, ἱερομόναχο Μακάριο, στήν ἐκεῖ ἱερά μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τήν καλούμενη τοῦ Μαλεβῆ, ὅπου καί ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε μέ θεοσέβεια, ἐχειροτονήθηκε διάκο-νος. Ποθοῦντες ὅμως καί οἱ δύο ἀκόμη πιό ἀσκητικό βίο, μετέβησαν στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ γιά λίγο χρόνο ἀσκήτεψαν στό σπήλαιο πού εἶχε ἀσκητέψει καί ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης († 12 Ἰουνίου), στή συνέχεια μετέβησαν σέ ἔρημη ἔκταση κοντά στή Λαύ-ρα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἔκτισαν ναό τιμώμενο στό ὄνομα τῆς Ὑπαπαντῆς καί παρέμειναν ἐκεῖ ἀσκητεύοντες μέ αὐστηρότητα.
Ἀργότερα ὁ Ὅσιος Νεῖλος, γιά μεγαλύτερη ἄσκηση, κατέφυγε σέ σπήλαιο πού εὑρισκόταν σέ πολύ ἀπόκρημνο βράχο, ὅπου, ἀφοῦ ἀνήγειρε μικρό ναό, παρέμεινε ἀσκούμενος καί νυχθημερόν προσευ-χόμενος καθ’ ὅλον τόν ὐπόλοιπο βίο αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 12 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1651 καί ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ σπηλαίου του. Μετά τήν ὁσία ταφή του, μῦρο εὐῶδες ἀνέβλυσε ἀπό τόν τάφο του, πού παρεῖχε τήν ἴαση στούς προσφεύγοντες ἐκεῖ μέ πίστη ἀσθενεῖς. Ἀργότερα, λόγῳ ἐδαφικῶν μεταβολῶν, ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου ἐξαφα-νίσθηκε καί παρέμεινε ἄγνωστος γιά πολλά χρόνια. Τό ἔτος 1815, ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐπαρουσιάσθηκε σέ κάποιον μοναχό, πού ὀνομα-ζόταν Αἰχμάλωτος, καί ἀφοῦ τοῦ προεῖπε πολλά μέλλοντα, στήν συνέχεια τόν πρόσταξε νά καταστήσει βατή τήν ὁδό πρός τό σπή-λαιό του, γιά νά μεταβαίνουν οἱ μοναχοί νά προσκυνοῦν καί νά λειτουργοῦν τό ναό πού εἶχε ἱδρύσει. Ἀμέσως ὁ μοναχός Αἰχμάλω-τος ἀνεκοίνωσε στούς λοιπούς πατέρες τά ὑπό τοῦ Ὁσίου προ-σταχθέντα, αὐτοί δέ ἔσπευσαν μέ προθυμία ὄχι μόνο νά διανοίξουν τήν ὁδό, ἀλλά καί νά οἰκοδομήσουν νέο ναό πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου. Κατά τήν ἐκσκαφή τῶν θεμελίων τοῦ ναοῦ ἀνευρέθη ὁ τάφος του καί τά σεπτά λείψανά του, τά ὁποῖα ἀνέδιδαν ἄρρητη εὐωδία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, τοῦ Ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ Ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐγεννήθηκε στήν Αὐστροουγγαρία στίς 18 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1854 ἀπό μία πτωχή οἰκογένεια Καρπαθορώσων. Ὅπως πολλές ἄλλες οἰκογένειες στήν Αὐστροουγγαρική αὐτοκρατορία ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξίου Τόθ ἦταν ἀρχικά συνδεδεμένη μέ τούς Οὐνίτες. Ὁ πατέρας καί ὁ ἀδελφός τοῦ Ἀλεξίου ἦσαν «ἱερεῖς» καί ὁ θεῖος του ἦταν «Ἐπίσκοπος» τῶν Οὐνιτῶν. Ἔλαβε ἐξαιρετική μόρφωση καί ἔμαθε πολλές γλῶσσες (καρπαθορωσικά, οὑγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικά καί ἑλληνικά μόνο γιά ἀνάγνωση. Ἐνυμφεύθηκε τήν Ροζα-λί Μιχάλιτς, τή θυγατέρα ἑνός «ἱερέως» καί ἐχειροτονήθηκε «πρε-σβύτερος» στίς 18 Ἀπριλίου 1878. Ἡ γυναίκα του ἀπέθανε σύντομα καί μετά ἀπό λίγο καί τό μονάκριβο παιδί του. Ὁ Ἀλέξιος ἄντεξε τίς δοκιμασίες αὐτές μέ τήν ὑπομονή τοῦ Ἰώβ.
Τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 1897 ὁ Ἀλέξιος ἀνεδείχθη γραμματέας τοῦ Ἐπισκόπου Πρέσωβ καί ὑπεύθυνος τοῦ διοικητικοῦ τομέως τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπίσης, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διεύθυνση ἑνός ὀρφανο-τροφείου. Στό σεμινάριο τοῦ Πρέσωβ ὁ Ἀλέξιος Τόθ ἐδίδαξε ἐκκλη-σιαστική ἱστορία καί κανονικὸ δίκαιο, γνώσεις πού τόν ἐβοήθησαν πάρα πολύ στή μετέπειτα ζωή του στήν Ἀμερική.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 1889 ἀνέλαβε ἱερατικά καθήκοντα σέ μιά οὐνιτική ἐνορία στή Μινεάπολη τῆς Μινεσότας. Ὅμως, μέσα ἀπό διάφορες ἐκκλησιαστικές περιπέτειες, ἀπεφάσισε νά ἀπευ-θυνθεῖ στόν Ρῶσο Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βλαδίμηρο. Στίς 25 Μαρτί-ου 1891 ὁ ἱερέας Ἀλέξιος Τόθ καί 3.614 ἐνορίτες του προσῆλθαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πίστη τῶν προγόνων τους. Οἱ ἐνορίτες, θεωρώντας αὐτό τό γεγονὸς ὡς ἕνα νέο θρίαμβο τῆς Ὀρθο-δοξίας, ἀνεφώνησαν μέ χαρά: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός, γιά τό μεγάλο Του ἔλεος».
Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καί τῆς ἐνορίας του, πού ἐπέστρεψαν στήν Ὀρθοδοξία, ἦταν ἐνθαρρυντικὸ γιά ἑκατοντάδες ἄλλους Οὐνίτες. Ὁ πατήρ Ἀλέξιος ἦταν φῶς ἐπί τήν λυχνία καί ἀποτελοῦσε φωτεινό παράδειγμα γιά τούς πιστούς. Μέ τό τολμηρό κήρυγμά του ἐξέθεσε τήν κακόπιστη διδασκαλία πού εἶχε παραπλα-νήσει τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἦταν πολύ διακριτικός, γιά νά μήν καλλιεργήσει στό ποίμνιό του τή μισαλλοδοξία. Ἀναδείχθηκε κήρυ-κας τῆς θεοσεβοῦς θεολογίας καί τοῦ ὀρθοῦ δόγματος καί συνέγρα-ψε ἀρκετά συγγράματα γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τόν ὀρθόδοξο βίο.
Ὁ ἐνάρετος ἱερέας, γιά νά ἀνταπεξέλθει στίς βιοτικές ἀνάγκες, ἦταν ἀναγκασμένος νά ἐργάζεται σέ ἕναν φοῦρνο. Ἄν καί τά χρή-ματά του ἦταν λίγα, δέν παρέλειπε νά δίδει ἐλεημοσύνη στούς πτω-χούς καί στούς ἐνδεεῖς. Ἐμοιραζόταν τά χρήματα μέ ἄλλους κληρι-κούς, πού ἦταν σέ χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτόν καί συνέφερε στήν ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καί στήν ἐκπαίδευση τῶν φοιτητῶν Θεολογίας. Δέν ἦταν ἀνήσυχος σχετικά μέ τή ζωή του, γιά τό τί θά ἔτρωγε καί τί θά ἐνδυόταν. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο ἀκο-λουθοῦσε τήν προτροπή τοῦ Εὐαγγελίου: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»[16]. Μέ αὐτό τόν τρόπο ὑπέφερε τή θλίψη, τή συκοφαντία καί τίς φυσικές ἐπιθέσεις μέ ὑπομονή καί πνευματική χαρά, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι «παντός δυνατοτέρα ἐστίν ἡ εὐσέ-βεια»[17] καί ὅπως καί ὁ Ἰωσίας «κατευθυνόταν ἐν ἐπιστροφῇ λα-οῦ»[18].
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος συνέβαλε στή δημιουργία καί στήν ἐπι-στροφή πολλῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων στήν Ὀρθοδοξία. Ἀπό τό ἔτος 1909, τήν περίοδο τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του, χιλιάδες Καρ-παθορῶσοι καί Γαλισιανοί Οὐνίτες εἶχαν ἐπιστρέψει στήν Ὀρθοδο-ξία. Αὐτό ἦταν ἕνα σημαντικό γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἱεραπο-στολῆς στήν Ἀμερική, τό ὁποῖο συνέβαλε καθοριστικά στήν ἐκεῖ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό ἔτος 1907 ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε τήν ὑποψηφιότητά του γιά τόν ἐπισκοπικό βαθμό προτείνοντας κάποιον νέωτερο γιά τή θέση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν Παρασκευή 7 Μαΐου 1909. Τά ἱερά λείψανά του φυλάσσονται στή μονή τοῦ Ἁγί-ου Τύχωνος στή νότιο Καναάν τῆς Πενσυλβανίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Λιοῦμπεχ τῆς Ρωσίας.Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Λιοῦμπεχ ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τήν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ στά περίχωρα τοῦ Τσέρνι-γκωφ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται ἀπό τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. Τά θαύ-ματα αὐτῆς ἐγράφησαν ἀπό τόν Ἅγιο Δημήτριο, Ἐπίσκοπο Ροστώβ († 21 Σεπτεμβτρίου). Τό ἔτος 1653, ὅταν οἱ Πολωνοί ἐπρόκειτο νά ἐπιτεθοῦν κατά τοῦ Λιοῦμπεχ, οἱ Χριστιανοί φοβούμενοι ἔστειλαν τήν εἰκόνα στό Κίεβο. Τό ἔτος 1701, μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπεστράφη στήν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ καί τοποθετήθηκε στό ναό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἕνα ἀκριβές ἀντίγραφό της ἔμεινε στόν καθεδρικό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Ζίροβιτς τῆς Ρωσίας.Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ζίροβιτς εὑρέ- θηκε μέ θαυματουργικό τρόπο τό ἔτος 1470 στήν περιοχή τοῦ Ζίροβιτς, στά σύνορα τοῦ Γκροῦνενκ. Μέσα στό δάσος, τό ὁποῖο ἀνῆκε στόν Ὀρθόδοξο Λιθουανό τιτλοῦχο Ἀλέξανδρο Σόλτον, οἱ βοσκοί ἀντίκρυσαν ἕνα ὑπερφυσικό λαμπρό φῶς καί ὅταν ἐπλησία-σαν εἶδαν τήν ἀκτινοβόλο εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπάνω σέ ἕνα δένδρο. Μέ σεβασμό οἱ βοσκοί ἔδωσαν τήν εἰκόνα στόν Ἀλέξανδρο Σόλτον, ὁ ὁποῖος, χωρίς νά δώσει ἰδιαίτερη σημασία, τήν ἐτοπο-θέτησε σέ ἕνα προσκυνητάρι. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Σόλτον εἶχε ἐπι-σκέπτες καί ἤθελε νά τούς δείξει τί εἶχε εὑρεθεῖ. Πρός μεγάλη ἔκπλη-ξή του δέν εὑρῆκε τήν εἰκόνα στό προσκυνητάρι, ἄν καί τήν εἶχε δεῖ ἐκεῖ πρίν ἀπό λίγο. Μετά ἀπό κάποιο χρονικὸ διάστημα οἱ βοσκοί πάλι εὑρῆκαν τήν εἰκόνα στό ἴδιο μέρος καί τήν πῆγαν πάλι στόν Ἀλέξανδρο Σόλτον. Αὐτή τή φορά, ὅμως, παρέλαβε τήν εἰκόνα μέ μεγάλο σεβασμό καί ὑποσχέθηκε νά κτίσει μία ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στό μέρος ὅπου εὑρέθηκε ἡ εἰκόνα. Γύρω ἀπό τήν ξύλινη ἐκκλησία σύντομα ἐδημιουργήθηκε ἕνας οἰκισμός καί ἀργότερα ἐδημιουργήθηκε μία ἐνορία.
Περί τό ἔτος 1520 ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπό φωτιά, παρά τίς προσπάθειες τῶν κατοίκων νά σβήσουν τήν πυρκαγιά καί νά σώσουν τήν εἰκόνα. Ὅλοι ἐνόμιζαν ὅτι ἡ εἰκόνα εἶχε καταστρα-φεῖ. Ὅμως, μερικά παιδιά ἀπό τό χωριό, γυρνώντας ἀπό τό σχολεῖο, εἶδαν ἕνα θαυμαστό ὅραμα. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἐξαιρετικά ὄμορφη καί ἀκτινοβόλος, ἐκαθόταν ἐπάνω σέ μία πέτρα στήν καμμένη ἐκκλησία καί στά χέρια της ἐκρατοῦσε τήν εἰκόνα της. Τά παιδιά δέν ἐτόλμησαν νά τήν πλησιάσουν, ἀλλά ἔτρεξαν γιά νά ἀναφέρουν τό γεγονός σέ συγγενεῖς καί φίλους.
Ὅλοι μαζί οἱ πιστοί μαζί μέ τόν ἱερέα πῆγαν στό λόφο καί εὑρῆκαν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τελείως ἀνέπαφη ἀπό τή φωτιά, τοποθετημένη ἐπάνω σέ μία πέτρα μέ ἕνα ἀναμμένο καντήλι μπρο-στά της. Ἔκτισαν μία πέτρινη ἐκκλησία καί ἐτοποθέτησαν ἐντός αὐτῆς τή θαυματουργή εἰκόνα. Ἀργότερα, ἐκεῖ, ἀναπτύχθηκε ἕνα ἀνδρικό μοναστήρι πού κατηύθυνε τόν ἀγώνα τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τῆς Οὐνίας καί τῶν Λατίνων. Τό ἔτος 1609 ἡ μονή κατελήφθη ἀπό Οὐνίτες καί παρέμεινε ὑπό τήν κατοχή τους μέχρι τό ἔτος 1839. Τό ἴδιο ἔτος ἡ μονή περιῆλθε καί πάλι στούς Ὀρθοδόξους
Κατά τή διάρκεια τοῦ Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ζίροβιτς μεταφέρθηκε, πρός πνευματική ἐνίσχυση τοῦ λαοῦ, στή Μόσχα καί στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1920 ἐπεστράφη στή μονή.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!