† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ισιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐγεννήθηκε στήν Αἴγυπτο περί τό 360 μ.Χ. ἀπό γονεῖς θεοφιλεῖς καί ἦταν συγγενής τῶν Πατρι-αρχῶν ᾿Αλεξανδρείας Θεοφίλου (385-412 μ.Χ.) καί Κυρίλλου Α΄(412-444 μΧ). Σέ νεαρή ἡλικία ἔλαβε μεγάλη καί θαυμαστή θεολογική καί φιλοσοφική γνώση. Στήν ἀρχή ἐργάσθηκε ὡς διδάσκαλος καί κατηχητής της ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἐπιζητώντας ὅμως τήν ἡσυχία, γιά νά δύναται νά ἀσχοληθεῖ μέ τό ἔργο της ζωῆς του, τή μελέτη των Ἁγίων Γραφῶν, ἀποσύρθηκε σέ κάποιο μοναστήρι στό ὄρος Πηλούσιο, γι’ αὐτό ἔλαβε καί τό ὄνομα Πηλουσιώτης. Ἀργότερα χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί στή συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος στό μοναστήρι του.
Τό εὐγενές καί ὑπέροχο ἦθος του, ὁ ὑποδειγματικός ἀσκη-τικός βίος καί ἡ τεράστια θεολογική κατάρτισή του συνετέλεσαν, ὥστε ταχέως νά ἀποκτήσει μεγάλο κῦρος καί φήμη, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πηλουσίου, νά καταστεῖ περίβλεπτος καί νά θεωρεῖται μοναδικός στίς ἐρμηνεῖες χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατά τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Ἔφεσσο, τό ἔτος 431 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος ἀναφαίνεται μέ μεγάλη ὑπόληψη καί σπουδαῖο κῦρος στήν Ἐκκλησία. Ἤλεγχε μέ παρρησία τούς ἁμαρτάνοντες, ἐφώτιζε τούς πάντες μέ τό θεῖο του λόγο, ἐνου-θετοῦσε τούς ἄρχοντες, ὑπεστήριζε τούς κλονιζόμενους καί ἦταν ἡ «μοῦσα τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», ὅπως ἀποκαλοῦσε αὐτόν ὁ ἱερός Φώτιος[1]. Συνέγραψε δέ ἀρκετές πραγματεῖες, ὡς καί πλῆθος ἐπιστολῶν, ἀπό τίς ὁποῖες σώζονται πολλές, μέ τίς ὁποῖες ἐνουθετοῦσε, συμβούλευε καί συγχρόνως ἐξηγοῦσε τίς θεῖες καί σωτήριες Γραφές.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά τό ἔτος 440 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ιωάννου, τοῦ ἐν Εἰρηνουπόλει.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως τῆς Κιλι-κίας[2] καί ἕνας ἀπό τούς τριακόσιους δεκαοκτώ Ἁγίους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνῆλθε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό ἔτος 325 μ.Χ., γιά νά καταδικάσει τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀβραμίου, ἐπισκόπου ᾿Αρβήλ τῆς Περσίδος.
Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Περσικῆς πόλεως Ἀρβήλ[3] ἐπί βασιλέως Σαβωρίου[4]. Κατά τό πέμπτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔγινε στήν Περσία, ὁ Ἅγιος συνελή-φθη ἀπό τόν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως πού ὀνομαζόταν Ἀδελφωρᾶς. Ὁ εἰδωλολάτρης ἀρχιμάγος ἐπίεζε, μέ ἀπειλές καί ὐποσχέσεις, τόν Ἅγιο νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Τότε αὐτός εἶπε πρός αὐτόν: «῎Αθλιε καί ταλαίπωρε, πῶς δέν φοβᾶσαι προτρέποντάς με νά πράξω κάτι πού δέν πρέπει; Νομίζεις ὅτι εἶναι φυσικό νά ἀρνηθῶ τό Δημιουργό καί νά προσκυνήσω τό κτίσμα καί δημιούργημά Του;».
῾Η στάση τοῦ ῾Αγίου ἐξόργισε τόν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τόν μαστιγώσουν μέ ράβδους γεμάτες ρόζους. Ὅση ὥρα τόν ἐκτυποῦσαν ὁ Ἅγιος προσευχόταν καί ἔλεγε: «Κύριε, μή τούς λογαριάσεις αὐτή τήν ἁμαρτία· δέν ξέρουν τί κάνουν». Καί σέ κάθε ἕνα βασανιστήριο ἐπεκαλεῖτο τόν Χριστό καί ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθα ἐμένα τόν δοῦλο σου, ἐπειδή σέ σένα πιστεύει ἡ ψυχή μου». Μόλις εἶδε αὐτό ὁ ἀρχιμάγος διέταξε τόν διά ξίφους ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἁγίου Ἀβραμίου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοκτίστου.
Εἶναι ἄγνωστο πότε καί ποῦ ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος. Οἱ Συναξαριστές ἀναφέρουν ὅτι ἐτελειώθη διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικολάου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Στουδίτου.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ἐγεννήθηκε στήν Κυδωνία τῆς Κρήτης τό 792 μ.Χ. Σέ νεαρή ἡλικία οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στή Κωνσταντινούπολη, στό θεῖο του Θεοφάνη, πού ἦταν μοναχός στή περιώνυμη μονή τοῦ Στουδίου[5], ὅπου καί ἔγινε καί αὐτός μοναχός. Στήν ἡσυχία της Μονῆς, ὁ Νικόλαος εἶχε τήν εὐκαιρία νά λάβει μεγάλη θεολογική καί φιλολογική παιδεία, νά διακριθεῖ στούς ἀσκητικούς ἀγῶνες καί νά φθάσει στά ὕψη τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε καί στήν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς χειρογρά-φων.
Κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ μονή Στουδίου καί οἱ μοναχοί της, ὑπέστησαν μεγάλες διώξεις γιά τήν προσήλωσή τους στόν ἀγῶνα ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806-815 μ.Χ.) ἀντιστάθηκε, ὁ δέ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ε΄ (813-820 μ.Χ.) συνεκάλεσε Σύνοδο ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Πατριάρχη καί τόν ἐξόρισε στήν Προι-κόννησο. Διάδοχός του ἐχειροτονήθηκε ὁ Θεόδοτος ὁ Μελισσηνός (815-821 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συγκρότησε Σύνοδο, γιά νά καταδικάσει τούς προμάχους τῆς Ἐκκλησίας. Στή Σύνοδο προσεκάλεσε τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Στουδίου Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιδράσεως ἔναντίον τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Ὅσιος Θε-όδωρος δέν προσῆλθε στή Σύνοδο, ὄχι γιατί ἐφοβόταν, ἀλλά γιατί ἤθελε νά στιγματίσει διά τῆς ἀποχῆς του τήν παράνομη συγκρότηση τῆς Συνόδου. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐξορίσθηκε μαζί μέ τόν ἡγούμενο τῆς μο-νῆς Θεόδωρο. Λίγο μετά ἐφυλακίσθηκε γιά τρία χρόνια, παλεύοντας μέ τή δίψα καί τήν πεῖνα, καί στή συνέχεια ἐξορίσθηκε στή Σμύρνη. Καί ἐκεῖ τόν ἔρριξαν στή φυλακή.
Ὁ διάδοχος τοῦ Λέοντος τοῦ Ε΄, Μιχαήλ Β΄ ὁ Τραυλός (820-829 μ.Χ.), ἐπέτρεψε τήν ἐπάνοδο σέ ὅλους τούς ἐξορισθέντες ὑπό τοῦ Λέοντος Ε΄. Κατά τήν ἐπιστροφή του ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε στή Χαλκηδόνα τόν Πατριάρχη καί συναγωνιστή του Νικηφόρο. Ἀκολούθως ἔμεινε γιά λίγο χρόνο στόν Ἀστακηνό Κόλπο[6], καί τέλος ἐπανῆλθε στή μονή τοῦ Στουδίου. Ἀλλά γιά λίγο μόνο, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νά ἀποδώσει στούς Ὀρθοδόξους τίς ἀφαιρεθεῖσες ἀπό αὐτούς ἐκκλησίες καί νά ἐπιτρέψει τήν ἀνάρτηση εἰκόνων σέ αὐτές. Ἀκολουθεῖ τόν αὐτοεξόριστο Γέροντά του, Ὅσιο Θεόδωρο, στή νῆσο Πρίγκηπο. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος, μέ τή λήξη τῆς εἰκονομαχίας καί μετά τό θάνατο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στή μονή τοῦ Στουδίου καί ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα παραιτεῖται, προτείνοντας ὡς διάδοχό του τόν πρεσβύτερο Σωφρόνιο.
Μετά ἀπό πολλές διώξεις καί αὐτοεξορία σέ μετόχι τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου, στό Πραίνετο τῆς Νικομήδειας, ἱδρύει, τό ἔτος 859 μ.Χ., τό μοναστήρι τοῦ Κονορωβίου βοηθούμενος ἀπό κάποιον πλούσιο καί εὐσεβή πού ὀνομαζόταν Σαμουήλ. Ἀλλά καί ἀπό ἐδῶ τόν παρέσυραν οἱ ἐκκλησιαστικές ἔριδες μεταξύ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καί Φωτίου. Μετέβη, λοιπόν, ἀπό ἐδῶ στήν Προικόννησο, μετά στή Μυτιλήνη καί στή συνέχεια στό Ἑξαμίλι τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου, ἀπ’ ὅπου ὁδηγήθηκε μέ συνοδεία φρουρᾶς, τό ἔτος 866 μ.Χ., ὡς αἰχμάλωτος κατά κάποιο τρόπο, στή μονή τοῦ Στουδίου. Τό ἑπόμενο ἔτος ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α΄ (867-886 μ.Χ.) καί ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, κατά τή δεύτερη πατριαρχεία του (867-877 μ.Χ.), προσέφεραν στόν πολυπαθῆ Ὅσιο τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου. Ἐκεῖνος, λυπούμενος γιά τήν ἀκαταστασία τῆς ἐποχῆς, ἀρνήθηκε.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 868 μ.Χ καί τό τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντά στά ἱερά σκηνώματα τῶν ἐνδόξων Στουδιτῶν Ναυκρατίου καί Θεοδώρου[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ιασίμου τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεός τοῦ ἐχάρισε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί πολλούς ἐθεράπευσε γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα, τοῦ ἐν τοῖς Πυθίοις.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στό Βυζαντινό Ἑορτολόγιο τοῦ Μανουήλ Γεδεών[8] ὡς ἀσκητής ὅσιος ἐν τοῖς Πυθίοις (τό σημερινό Κουρί) πρό τῶν εἰκονομαχιῶν. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Εὐαγρίου καί Σίου, τῶν ἐκ Γεωργίας.
(Βλ. † 4 Ἰανουαρίου). Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων Εὐαγρίου καί Σίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στίς 9 Μαῒου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ πρίγκηπος.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1189 στή Ρωσία καί ἦταν υἱός τοῦ μεγάλου πρίγκηπος Βσέβολοντ. Δια-δέχθηκε τόν ἀδελφό του Κωνσταντίνο καί ἔγινε μέγας ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμίρ καί τῆς Σουζδαλίας, λίγο πρίν τή μάχη τοῦ Κάλκα, κατά τήν ὁποία οἱ Μογγόλοι τοῦ Μπατοῦ Χάν κατέστρεψαν τό Ρωσικό στρατό. Ἡ βασιλεία του διέρρευσε μέσα ἀπό ἐμφύλιους σπαραγμούς καί ἀγῶνες, καθώς καί πολέμων κατά τῶν Μογγόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει στή Ρωσία καί ἐλεηλάτησαν τή Μόσχα, τή Σουζδαλία καί τό Βλαδιμίρ. Πράγματι, τό ἔτος 1223, τά μογγολικά στρατεύματα εἰσέβαλαν στή χώρα τῆς Ρωσίας, ἐνίκησαν τούς διαιρεμένους Ρώσους ἡγεμόνες καί ἐπέστρεψαν στήν Ἀσία.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐφονεύθηκε στή μάχη τήν ὁποία συνῆψε μέ τούς Μογγόλους στόν ποταμό Σίτα στίς 4 Μαρτίου 1238. Ὁ Ἐπίσκο-πος Κύριλλος ἐνταφίασε τό σκήνωμά του στόν καθεδρικό ναό τοῦ Ρο-στώβ καί δυό χρόνια ἀργότερα τό μετέφερε μέ εὐλάβεια καί ἐπιση-μότητα στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαντιμίρ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Μητροφάνους, ἀρχιεπισκόπου Βλαντιμίρ, Παχωμίου, Δανιήλ καί Θεοδοσίου τῶν πρεσβυτέρων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλαδίμηρος ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως τοῦ Βλαντιμίρ τῆς Ρωσίας καί ἐμαρτύρησε μαζί μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Παχώμιο καί τούς ἡγουμενους Δανιήλ καί Θεοδόσιο, τό ἔτος 1238, ἀπό τούς Μογγόλους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀβραάμ καί Κόπριδος.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ἀβραάμ καί Κόπρις ἀσκήτεψαν περί τό 1485 στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πετσένγκσκϊυ-Γκραζοβέσκϊυ. Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη καί τά ἱερά λείψανά τους μετεφέρθησαν στήν κωμόπολη Βλαντιμίρσκο- Πετσένγκσκϊυ, στήν περιοχή Βολογκντά τῆς Ρωσίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κυρίλλου τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ἐγεννήθηκε στήν περιοχή Γκαλίτς τῆς Κοστρόμα ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι εἶχε τή θεία κλήση ἐκ κοιλίας μητρός. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή καί ἐδέχθηκε τήν κλήση ἀπό τόν Θεό διά θείου ὁράματος. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τήν πατρική του οἰκία, γιά νά ἐγκαταβιώσει στή μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκόφ. Ἀργότερα, ὅταν οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου ἐπληροφορήθησαν τήν ἀπόφαση τοῦ υἱοῦ τους, ἀκολούθησαν καί αὐτοί τή μοναχική ὁδό καί ἔγιναν μοναχοί, πρῶτα ἡ μητέρα του μέ τό ὄνομα Ἑλένη καί στή συνέχεια ὁ πατέρας του μέ τό ὄνομα Βαρσανούφιος, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀνετέθη ἀπό τόν ἡγούμενο ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ υἱοῦ του Κυρίλλου.
Ὡς μοναχός ἐντυπωσίασε μέ τίς ἀρετές, τήν ὑπακοή, τή μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τήν αὐστηρά ἄσκηση καί τήν προσευχή τόν ἡγούμενο Ὅσιο Κορνήλιο († 20 Φεβρουαρίου) καί τούς ἀδελφούς του μοναχούς. Μετά τήν κοίμηση τοῦ πατρός του ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, γιά νά ἐξέλθει καί νά ἀσκητέψει σέ ἔρημο τόπο. Ἔπειτα ἀπό ἐρημική ζωή εἴκοσι περίπου ἐτῶν σέ διάφορους ἀσκητικούς τόπους τῆς Ρωσικῆς γῆς, ὁ Ὅσιος κατέληξε στά προάστεια τῆς Μόσχας Νόβγκοροντ καί Πσκώφ, ὅπου ζοῦσε μέ προσευχή καί νηστεία.
Μετά ἀπό διαδοχικά θεῖα σημεῖα καί ὁράματα τῆς Θεοτόκου ἵδρυσε μονή καί ἀνήγειρε δύο ναούς στή Λευκή Λίμνη, ἐνῶ ἡ ὁσιακή πολιτεία του προσείλκυε νέους ἀδελφούς γύρω του. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς θαυαματουργίας καί τῆς διακρίσεως.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, ἀφοῦ προαισθάν-θηκε τό τέλος του, τό ἔτος 1532. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 15 Ἰουνίου καί στίς 7 Νοεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος ᾿Ιωσήφ τοῦ Χαλεπλῆ.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωσήφ καταγόραν ἀπό τήν πόλη Χαλέπιον. Οἱ Τοῦρκοι τόν ἐφθόνησαν γιά τήν εὐσέβειά του καί τόν ἐσυκοφάντησαν ὅτι ἤθελε νά γίνει Τοῦρκος, ἀλλά δέν τό ἔπραξε. Ἔτσι τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις, τόν ἐκαλοῦσε νά ἀρνηθεῖ τήν πατρώα εὐσέβεια. Ὅμως ὁ Ἱωάννης ἔλεγξε μέ πνευματική ἀνδρεία τή μουσουλμανική θρησκεία, τήν ὁποία τόν ἐκαλοῦσαν νά ἀσπασθεῖ. Ἀποδεικνυόμενος ἀκλόνητος καί ἀμετάθετος παρά τίς περί ἐξωμόσεώς του πιέσεις τῶν Τούρκων, ἐδέχθηκε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου, τελειωθείς διά ξίφους, τό ἔτος 1686 μ.Χ. Ὁ ὑπ’ ἀριθμ. 2142(129) Κώδικας τοῦ XVIII αἰῶνος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρει τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου στίς 17 Φεβρουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Δοσιθέας, βασιλίσσης τῆς Ρωσίας.
Ἡ Ἁγία Δοσιθέα ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1810[9].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!