τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικηφόρου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, ἐγεννήθηκε στήν Κων-σταντινούπολη, τό 758 μ.Χ., ἀπό περιφανεῖς καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τό βασιλικό γραμματέα καί νοτάριο Θεόδωρο καί τήν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ τόν Κοπρώνυμο (741-775 μ.Χ.) στά Μύλασσα τῆς Καρίας καί μετά στή Νίκαια, ὅπου μετά ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλή ἐκπαίδευση καί ἐχρημάτισε βασιλικός γραμματέας, ἀλλά ἐπειδή εἶχε κλίση στή μοναχική πολιτεία, ἐκάρη μοναχός καί ἀποσύρθηκε σέ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζί μέ ἄλλους μοναχούς διήνυε τήν ὁδό τῆς ἀσκή-σεως.
Γενόμενος γνωστός γιά τίς ἀρετές του στήν Κωνσταντινού-πολη, προσκλήθηκε καί ἀνέλαβε τή διεύθυνση κάποιου πτωχοκο-μείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φε-βρουαρίου), ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α΄τοῦ Λογοθέτου (803-811 μ.Χ.), μέ τήν ψῆφο τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στίς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί ἐχειρο-τονήθηκε στίς 12 τοῦ ἰδίου μηνός κατά τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πά-σχα.
Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεύς Νικηφόρος καί οἱ διάδοχοί του Σταυ-ράκιος (811 μ.Χ.) καί Μιχαήλ Α΄ ὁ Ραγκαβές (811-813 μ.Χ.), ἡ πα-τριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλή καί ἀπερίσπαστη. Ὅταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813-820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντί-παλος καί ἀτρόμητος ἐπιτιμητής τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πα-τριάρχης παρέλαβε τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τόν Ἅγιο Αἰμιλιανό Κυζίκου, τόν Ἅγιο Εὐθύμιο Σάρδεων, τόν Εὐδόξιο Ἀμο-ρίου, τόν Ἅγιο Μιχαήλ Συνάδων καί τόν Ἅγιο Ἰωσήφ Θεσσαλονί-κης, καί ἐπῆγε στό παλάτι, γιά νά ἐλέγξει τόν αὐτοκράτορα καί νά τόν βοηθήσει νά ἐπιστρέψει στήν ὀρθή πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καί τούς κατεδίκασε ὅλους σέ ἐξορία. Ὁ Πα-τριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικά στήν Χρυσούπολη καί στή συνέχεια στή μονή τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντά στόν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μέ τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, πού ἦταν καί αὐτός ἐξορισμένος.
Ὅταν μετά ἀπό λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαήλ Β΄ ὁ Τραυλός (820-829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐζήτησε τήν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ ἐδέχθηκε τήν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπό τόν ὅρο ὁ Ἅγιος νά ἀναγνωρίσει τήν ὑφι-στάμενη ἐκκλησιαστική τάξη καί νά μήν κινήσει τό θέμα τῆς ἀνα-στηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τόν ὅρο αὐτό καί ἐπροτίμησε τήν ἐξορία, ὅπου καί ἀπέθανε τό 829 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἐπίσημος στήν ἱστο-ρία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μέ ἐνθουσιασμό καί ἱερό ζῆλο ἐπολέμησε τούς εἰκονομάχους, ἀλλά καί γιά τή σπάνια αὐτοῦ συγγραφική ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τό «Χρονολογικόν σύντομον», ἡ «Στιχομε-τρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί» καί διάφοροι ἐκκλησια-στικοί κανόνες.
Ἡ μεγάλη συμβολή τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στήν ὑπερίσχυση καί ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στήν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματική ἀνασκευή καί ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καί μάλιστα καί τῶν ἀναφερομένων στό Χριστολογικό δόγμα.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς καί τίς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μέ βάση τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις, ἄν καί ἀσώματοι, ἄϋλοι καί (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καί οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διά τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διά τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σέ αὐτές ἡ χάρη καί ἠ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καί μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατά τόν ἱερό Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δέν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπό ἄψυχη καί ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δέν εἶναι εἴδωλα, ἀλλά τῶν ἐπουρανίων Δυνά-μεων «ἀφομοιώματα τίμια καί ἅγια», «ἱερά ἀπεικάσματα καί ἀπει-κονίσματα», τήν κατασκευή τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάτ-των, Θεός ὁ κελεύων»1.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στίς 13 Μαρτίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Βλανδίνης, τῆς ἐν Λουγδούνῳ ἀθλησάσης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Βλανδίνα2 ἔζησε κατά τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. στήν Γαλλία καί ἦταν δούλη. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἀπό τόν ἱστορικό Εὐσέβιο. Ἐπειδή ἦταν Χριστιανή, τήν συνέλαβαν καί ἀφοῦ τήν ἐβασάνισαν σκληρά, τήν ἔδεσαν ἐπάνω σέ ἕνα σταυρό μέ-σα στό ἀμφιθέατρο. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία προσευχήθηκε μεγαλοφώνως καί ἔδωσε ἔτσι δύναμη καί θάρρος στούς ἄλλους Χριστιανούς.

Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, τό 177 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.), στήν Λυών τῆς Γαλλίας καί τό ἱερό λείψανό της ἀποτεφρώθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες3.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Φωτεινοῦ καί Σανκτίου, καί τῶν σύν αὐτοῖς Βετίου, Ἐπαγάθου, Ποντικοῦ, Βιβλίδου, Ἀττάλου, Ἀλεξάνδρου, Ματούρου, ὡς καί ἄλλων πολ-λῶν μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φωτεινός, πού ἦταν Ἐπίσκοπος4, καί Σάνκτιος ὁ διάκονος, ὡς καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βέτιος, Ἐπάγαθος, Ποντικός, Βιβλίδης, Ἄτταλος, Ἀλέξανδρος καί Μάτουρος, ἐτελειώ-θηκαν μαρτυρικά, μαζί μέ ἄλλους Μάρτυρες (συνολικά 48), τό 177 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.), στήν Λυ-ών τῆς Γαλλίας5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀλκιβιάδου, τοῦ ἐν Λουγδούνῳ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλκιβιάδης6 ἔζησε τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. στήν Γαλλία. Ἐπειδή ἦταν Χριστιανός συνελήφθη καί ἐτελειώθηκε μαρ-τυρικά, τό 177 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.), στήν πόλη τῆς Λυών.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐράσμου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων δισμυρίων μαρτύρων.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἔρασμος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
Ἀπό μικρή ἡλικία ἀγάπησε τήν ἄσκηση καί τή μοναχική πολιτεία καί ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χρι-στοῦ. Ἀπό ἀποστολικό ζῆλο κινούμενος περιερχόταν διάφορα μέρη καί ἐκήρυττε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ τελώντας πλῆθος θαυμά-των καί προσελκύοντας πολλούς εἰδωλολάτρες στήν ἀληθινή πίστη. Ἐκήρυξε στήν Θράκη, τήν Μακεδονία καί στήν πόλη τῶν Λυχνιδῶν τῆς Ἀχρίδος7. Γιά τήν ἀποστολική δράση αὐτοῦ καταγγέλθηκε στόν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, πού διέτριβε στήν Ἑρμούπολη τοῦ Ἰλλυ-ρικοῦ, καί ἀρνηθείς νά θυσιάσει στά εἴδωλα ἐβασανίσθηκε καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἐκάλεσε καί πάλι τόν Ἅγιο Ἔρασμο ἐνώπιόν του, τόν ἐρώτησε ποιός εἶναι ὁ Θεός του καί γιατί Τόν προσκυνᾶ. Ἀλλά ἐπειδή ὁ Ἅγιος ἐσιωποῦσε, ὁ τύραν-νος ὀργίσθηκε καί διέταξε νά τόν κτυπήσουν. Ὁ Ἅγιος ἐρώτησε τόν βασιλέα, γιατί τόν κτυποῦν. Ὁ τύραννος τοῦ ἀποκρίθηκε, ὅτι τόν ἐκτύπησε γιατί δέν θυσιάζει στούς θεούς. Τότε ὁ Ἅγιος ἐζήτησε νά τοῦ δείξει ὁ βασιλέας ποιούς θεούς νά προσκυνήσει. Ἐκεῖνος τότε ἐνόμισε ὅτι ὁ Ἅγιος ἤθελε νά θυσιάσει στά εἴδωλα καί τόν ὁδήγησε στό ναό τοῦ Δία δείχνοντάς του τό εἴδωλό του, τό ὁποῖο ἦταν χάλκινο, δώδεκα μέτρα ὕψος καί ἕξι μέτρα πλάτος. Τότε ὁ Ἅγιος ἔστρεψε πρός αὐτό βλοσυρό τό βλέμμα. Καί τό θαῦμα ἔγινε! Τό εἴδωλο ἀμέσως ἔπεσε καί ἔγινε κομμάτια. Ἀπό τό εἴδωλο, λέγει τό Συναξάρι, ἐξῆλθε ἕνας δράκοντας. Ὁ αὐτοκράτορας ἐφοβήθηκε καί τό πλῆθος προσέπεσε στά πόδια τοῦ Μάρτυρος καί πολλοί ἐπίστε-ψαν στόν Χριστό. Ἦσαν δέ οἱ βαπτισθέντες περί τούς 20.000. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν καί πάλι τόν Ἅγιο καί τόν ὁδήγησαν ἐνώ-πιον τοῦ αὐτοκράτορος μαζί μέ τούς πιστούς πού ἐβαπτίσθηκαν. Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή οἱ 20.000 Χριστιανοί πού ἐπίστεψαν στόν Χριστό νά ἀποκεφαλισθοῦν καί ὁ Ἅγιος νά ἐνδυθεῖ μέ πυρακτω-μένο χαλκό. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μετέβαλε τόν πυρακτωμένο χαλκό σέ ψυχρό μέταλλο. Μετά ἀπό αὐτά ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε καί πάλι στή φυλακή, ἀπό τήν ὁποία ἐλυτρώθηκε ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἡρώδου. Ἄγγελος Κυρίου τόν ἐλευθέ-ρωσε καί τόν ὁδήγησε στήν Καμπανία, στήν πόλη πού ὀνομαζόταν Φρυμός, γιά νά κηρύξει καί ἐκεῖ τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρμι τῆς Ἰταλίας.

Λίγο πρίν τήν κοίμησή του ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ἐπέστρεψε στήν Χερμελία τῆς Ἀχρίδος. Προαισθανόμενος τό τέλος του, προσκύνησε τρεῖς φορές κατά ἀνατολάς καί παρεκάλεσε τόν Θεό νά χαρίζει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ζωή αἰώνια σέ ἐκείνους πού θά ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομά του καί θά ἐτελοῦσαν τή μνήμη του. Ὁ Ἅγιος Θεός ἄκου-σε τήν παράκλησή του καί ἀμέσως ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τόν οὐρα-νό πού ἔλεγε: «Ἔτσι, ὅπως προσευχήθηκες, θά γίνει». Μόλις ὁ Ἅγιος ἄκουσε αὐτό ἡ ψυχή του ἐγέμισε χαρά. Κατόπιν ἔστρεψε τά μάτια του στόν οὐρανό, ὅπου εἶδε ὑπέρλαμπρο στεφάνι νά κατέρ-χεται ἐπ’ αὐτόν καί τάγματα Ἀγγέλων, χορούς Προφητῶν καί Ἀποστόλων, πλῆθος Μαρτύρων καί τάξεις Δικαίων, πού ἔρχονταν νά τόν προϋπαντήσουν. Ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του ἀνεφώνησε: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τό πνεῦμα μου». Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἔρα-σμος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 303 μ.Χ., καί ἐκληρονόμησε τή Βασι-λεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἔρασμος θεωρεῖται προστάτης τῶν ἀσθενῶν πού π-άσχουν ἀπό στομαχικές ἀσθένειες καί κολικό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων δισμυρίων Μαρτύρων, τῶν πιστευσάντων εἰς Χριστόν διά τοῦ ἁγίου Ἐράσμου καί ἐν Ἑρμου-πόλει τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀθλησάντων.
Στήν ἱερά μονή Θεοτοκίου Ἄρτης φυλάσσονται ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων δισμυρίων Μαρτύρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Μαρκελλίνου καί Πέτρου.

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Μαρκελλίνος καί Πέτρος ἐμαρτύρη-σαν, τό 304 μ.Χ., κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητια-νοῦ (284-305 μ.Χ.)8. Στό ὄνομά τους ὑπῆρχε Κατακόμβη στή Ρώμη, στόν ἱστορικό δρόμοι τῆς Via Labicana. Ναός αὐτῶν ἀνοικοδομή-θηκε ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο στήν Ρώμη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων τριάκοντα ὀκτώ Μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τούς ἐνέκλεισαν σέ λουτρό καί ἐσφράγισαν τή θύρα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Μητρός μετά τῶν ἁγίων τριῶν τέκνων αὐτῆς, τῶν ἡρωϊκῶς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐγενίου, ἐπισκόπου Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος9, Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἐγεννήθηκε στήν Ρώμη καί ἦταν υἱός τοῦ Ρουφινιανοῦ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπό τόν κλῆρο καί τό λαό στίς 10 Αὐγούστου 654 μ.Χ. καί διαδέχθηκε τόν Πάπα Μαρτίνο Α΄, τόν ὁποῖο ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας Β΄ (642-668 μ.Χ.), ἐπειδή δέν ὑπέγραψε κείμενο διά τοῦ ὁποίου ἀπαγορευόταν νά ὁμιλεῖ περί μιᾶς ἤ δύο ἐν Χριστῷ θελήσεων, τόν συνέλαβε, τό 653 μ.Χ., καί τόν ἐξόρισε ἀσθενῆ καί κλινήρη στήν Χερσώνα, ὅπου καί ἀπέθανε. Ὅταν ἐστάλη ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὑπό τοῦ Πατριάρχου Πύρρου10, Ἔκθεσις πίστεως, στήν ὁποία συνιστᾶτο ἀντί μιᾶς ἤ δύο θελήσεων ἐν Χριστῷ ἡ παραδοχή τριῶν θελήσεων, ὁ Εὐγένιος ἦταν ἕτοιμος νά ἀποδεχθεῖ αὐτήν, ἀλλ’ ὁ λαός καί ὁ κλῆρος τῆς Ρώμης ἀντιστάθηκε καί ἀπαγόρευσε σέ αὐτόν τή Θεία Λειτουργία. Ἔτσι δέν συμφώνησε μέ τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς καί ἐτήρησε σθεναρά στάση κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ μέ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νά ὀργισθεῖ ἐναντίον του. Αὐτό ὅμως δέν ἐπτόησε τόν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε ὑπέρ τῆς πατρώας εὐ-σέβειας καί τή διδασκαλία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος διακρίθηκε γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου του, τήν εὐγένεια καί τή φιλανθρωπία καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 657 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀδαλγίου, τῆς Νοβάρα.
Ὁ Ὅσιος Ἀδάλγιος καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἔζησε κατά τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μαθητής τοῦ Ὁσίου Φουρσᾶ ( 16 Ἰα-νουαρίου), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἀπόστολος τῆς Πικαρδίας. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 686 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βοδφανοῦ, τοῦ ἐξ Οὐαλλίας.
Ὁ Ὅσιος Βοδφανός καταγόταν ἀπό τήν Οὐαλλία καί ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαρίνου, τοῦ Βαάνου.
Ὁ Ἅγιος Μαρίνος, ὁ Βαάνης, εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξα-ριστές καί στά Μηναῖα. Ἀναφέρεται στό Βυζαντινόν Ἑορτολόγι-ον11. Κατ’ αὐτό ὁ Ἅγιος ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό γονεῖς ἐνάρετους καί ἐπιφανεῖς, τόν δρουγγάριο Νικηφόρο καί τήν Μαρία. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, ἀσπά-σθηκε τό μοναχικό βίο καί ἐκάρη μοναχός ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ του Συμεών, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτό τό σκοπό ἦλθε στήν Βιζύη τῆς Θράκης ἀπό τή μονή τοῦ Κυμηνᾶ.
Ὁ Ὅσιος Μαρίνος διακρίθηκε γιά τήν αὐστηρά ἄσκηση καί τήν ἐλεημοσύνη του. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη καί τό ἱερό λείψανό του «κατατίθεται εἰς τήν μονήν τῆς Θεοτόκου τήν Τά Κο-ρώνης έπονομαζομένην»12.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, πρίγκηπος τῆς Σουζδαλίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. στήν Ρωσσία καί ἦταν υἱός τοῦ πρίγκηπος Κωνσταντίνου Βασίλεβιτς. Μετά τό θάνα-το τοῦ πατέρα του, τό 1355, ἔλαβε ἀπό τό χάνο Κανιμπέκα τήν ἐξουσία τῆς Σουζδαλίας, τοῦ Νίζνϊι-Νόβγκοροντ καί τοῦ Γκορο-ντέκ. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο, τό ἔτος 1359, ὑπέρ τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του Δημητρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ἀφοῦ ἔζησε μέ εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1365.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου, τοῦ ἐν Ἀσπροκάστρῳ ἀθλήσαντος.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζου-ντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στίς 12 Ἰουνίου. Σήμερα ἑορτάζεται ἡ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τῆς διασώσεως τῆς πόλεως τῆς Σουτσεάβα τῆς Ρουμανίας, στήν ὁποία φυλάσσονται τά ἱερά λείψαναν τοῦ Ἁγίου, ἀπό τήν πολιορκία τῶν Τατάρων, κατά τό 1622.
Κατά τήν ἡμέρα αὐτή, ὅταν οἱ Τάταροι ἀπειλοῦσαν τήν Σου-τσεάβα, οἱ ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ, στόν ὁποῖο ἐφυλάσσονταν τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ἠθέλησαν, φοβούμενοι τήν ἐπιδρομή τῶν βαρβάρων, νά μεταφέρουν τή λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου στό κά-στρο. Ὅμως δέν μποροῦσαν μέ κανένα τρόπο νά μετακινήσουν τή λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, πού ἔγινε ἀσήκωτη. Τότε κατάλαβαν ὅτι αὐτό ἦταν θέλημα τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος θά τούς ἐπροστάτευε. Ἀμέ-σως κληρικοί καί λαϊκοί ἄρχισαν νά προσεύχονται. Πράγματι! Μία καταρρακτώδης βροχή ἐμπόδισε τούς ἐπιδρομεῖς νά πολιορκήσουν τήν πόλη καί νά εἰσβάλουν σέ αὐτήν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου, τοῦ ἐκ Φιλαδελφείας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος καταγόταν ἀπό τήν Φιλαδέλ-φεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἦταν υἱός κάποιου ἱερέως, πού ὀνο-μαζόταν Δούκας. Μετά τό θάνατο τοῦ πατρός του, σέ ἡλικία δέκα τριῶν ἐτῶν, παρασύρθηκε ἀπό τίς δελεαστικές ὑποσχέσεις τῶν Τούρκων, καί, ἀφοῦ ἐξόμωσε, ἀσπάσθηκε τό Μωαμεθανισμό. Ὑπο-στηριχθείς δέ ὑπό τῶν νέων ὁμοθρήσκων του, τόσο προόδευσε, ὥστε συγκατελεγόταν μεταξύ τῶν πρώτων τῆς πόλεως, σέ πλοῦτο καί ἀνδρεία. Ὅταν ὅμως ἔφθασε σέ ἡλικία εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἄρχισαν νά γεννιοῦνται στήν καρδιά του τύψεις, πόθος δέ τόν κατέλαβε νά ἐπανέλθῃ στήν πατρώα Χριστιανική πίστη. Κατόπιν τούτου μετέβη στόν ἡγεμόνα τῆς Φιλαδελφείας καί μέ πνευματική ἀνδρεία ἐδήλωσε σέ αὐτόν ὅτι μετά βδελυγμίας ἀπεκήρυσσε τό Μωαμεθανισμό καί ὅτι ἐπανερχόταν στή Χριστιανική πίστη, τήν ὁποία, παρασυρθείς, εἶχε ἀπαρνηθεῖ. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νά μεταπείσει τόν Δημήτριο, διέταξε τήν σκληρά μαστίγωση αὐτοῦ καί τόν ἐγκλεισμό του στή φυλακή. Κατά τήν διάρκεια τῆς φυλακίσεως τοῦ Δημητρίου, κατεβλήθησαν μεγάλες προσπάθειες ἀπό σημαίνοντες Τούρκους, γιά νά συγκρατήσουν αὐτόν στή θρησκεία τους, πλήν ὅμως ὅλες προσέκρουσαν στήν κατηγορηματική ἄρνηση τοῦ Νεομάρτυρος, ὁ ὁποῖος παρέμενε ἀκλόνητος στήν ἀπόφασή του. Πρό τῆς ἐπιμονῆς του αὐτῆς, ὁ ἡγεμόνας διέταξε, τό 1657, τή θανάτωσή του. Παραλαβόντες τόν Δημήτριο οἱ δήμιοι καί ὁ ὄχλος τόν ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, ὅπου, ἀφοῦ κατέσφαξαν καί κατατεμάχισαν αὐτόν διά μαχαιρῶν, τόν ἔριξαν ἐπί τῆς πυρᾶς, περιβληθείς ἔτσι τόν ἀμαρά-ντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου, τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν, ἐξ Ὑψηλομετώπου Μηθύμνης.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος ἐγεννήθηκε στό χωριό Ψιλομέτωπο τῆς Λέσβου ἀπό πατέρα Μωαμεθανό καί μητέρα Χρι-στιανή, ἡ ὁποία καί ἐγαλούχησε αὐτόν μέ τά νάματα τῆς Χρι-στιανικῆς πίστεως. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα του καί ἀφοῦ μετέβη στήν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐβαπτίσθηκε καί ἔλαβε τό Χριστιανικό ὄνομα Κωνσταντίνος. Ἐπισκεφθείς κάποτε τήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Προδρό-μου καί ἀσπασθείς τά ἱερά λείψανα τῶν Νεομαρτύρων, πού ἐφυ-λάσσονταν ἐκεῖ, τόσο ἐπηρεάσθηκε, ὥστε ἀμέσως τοῦ ἐγεννήθηκε ὁ πόθος νά μαρτυρήσει ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, ἐκμυστη-ρεύθηκε τόν πόθο του στόν πνευματικό του, ὁ ὁποῖος, εὐχαρίστως, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἀπόφαση τοῦ Κωνσταντίνου, ὑπέβαλε ἀμέσως αὐτόν στήν κατάλληλη προετοιμασία. Ὅταν αὐτή συντελέσθηκε, ὁ Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος ὑπό τῶν εὐχῶν τοῦ πνευματικοῦ του καί τῶν συνασκητῶν του, ἀπῆλθε στήν Ἀνατολή, πρός ἐκπλήρωσιν τοῦ διακαοῦς πόθου του. Ἀποβιβάσθηκε στίς Κυδωνίες, ὅπου, κατά τή διάρκεια τῆς ἀναμονῆς πλοίου γιά τήν Σμύρνη, ἐθεώρησε καλό νά ἐργασθεῖ σέ κατάστημα τροφίμων. Ἐκεῖ ὅμως ἀναγνωρίσθηκε ἀπό κάποιον Τοῦρκο συμπολίτη του καί καταγγέλθηκε στόν ἀγᾶ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ συνέλαβε αὐτόν, τόν ἐρωτοῦσε περί τῆς ἀλήθειας ἤ μή τῶν καταγγελθέντων. Ὁ Κωνσταντίνος μέ θάρρος ὁμολόγησε, ὅτι ναί μέν προηγουμένως ἦταν Μωαμεθανός, ἀλλά. ἐπειδή ἐφωτίσθηκε ἀπό τόν Θεό, ἔγινε Χριστιανός, διότι ἐπείσθηκε ὅτι ἡ πίστη αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀληθηνή καί ἄμωμη. Ἐξοργισθείς ὁ ἀγᾶς, ἀφοῦ ὑπέ-βαλε τόν Κωνσταντίνο σέ παντοειδῆ βασανιστήρια, τόν ἀπέστειλε στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ληφθεῖ ἐκεῖ ἡ ὁριστική ἀπόφαση περί αὐτοῦ. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Κωνσταντίνος παρέμεινε ἀκλόνητος στή Χριστιανική ὁμολογία του καί ἀπέρριψε ὅλες τίς γενόμενες σέ αὐτόν δελεαστικές προτάσεις. Κατόπιν τούτου, τό 1819, διατάχθηκε ἡ δι’ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του. Τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυ-ρος, γιά νά μήν παραληφθεῖ ἀπό τούς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε κρυφά στό Τουρκικό νεκροταφεῖο, μεταξύ τῶν ἐκεῖ ἐνταφιασμένων Μωαμεθανῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λεάνδρου, τοῦ Ἠπειρώτου13.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!