Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Κάθε χρόνο, κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, καλούμεθα νά κηρύξωμε, νά ἀπολογηθοῦμε γιά τήν πίστη μας, τήν ζωή μας, τήν ταυτότητά μας καί τήν ἐλπίδα μας.
Στή σημερινή ἡμέρα, πού εἶναι ἡ ἑορτή τῆς εἰκόνας καί ἡ ἑορτή τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ ἑορτή τοῦ ἀνθρώπου, εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε νά μαρτυρήσουμε περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς πασχαλίου κοινότητος, πορευομένης πρός τό ἀτελεύτητο Πάσχα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εὐχαριστιακῆς κοινότητος, πού ἀναλαμβάνει στήν προσευχή της ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί τήν προσκαλεῖ νά λάβη μέρος στήν Τριαδική ἀγάπη. Ὀφείλουμε νά μαρτυρήσουμε γιά τόν ἄνθρωπο, τήν κλήση του, τή σπίθα, τήν πνοή πού τόν ἁρπάζει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί τοῦ δίνει τήν δύναμη νά τόν μεταμορφώσει. Ἔχουμε νά μαρτυρήσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ χαρά καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει μέ μία ἀδιαχώριστη ἀπό τήν ἀγάπη γνώση, ἑνώνοντας τό πνεῦμα του καί τήν καρδιά του μέ τόν Χριστό, » τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθοδοξία, γίνεται λόγος γιά τό πολυτιμότερο τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδος, ἀλλά εἶναι δυνατό νά ὁρισθεῖ ἤ νά περιγραφεῖ αὐτό πού μετέχει στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στή θεία ζωή, σ’ αὐτήν τήν ἀνεξάντλητη ζωή τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξή μας καί μέσα στήν ἁμαρτία μας καί μέσα στήν πτώση μας; «Εἶναι σχεδόν ἀδύνατον νά ἀρχίσωμεν μέ ἕνα ἀκριβῆ ὁρισμόν τῆς Ἐκκλησίας διότι, πράγματι, οὐδείς ὁρισμός ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος θά ἠδύνατο νά θεωρηθῇ ὅτι ἀποτελεῖ ἀνεγνωρισμένην δογματικήν αὐθεντίαν. Δέν δυνάμεθα νά εὕρωμεν ὁρισμόν οὔτε εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, οὔτε εἰς τούς Πατέρας, οὔτε εἰς τάς ἀποφάσεις ἤ τούς κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε εἰς τά μεταγενέστερα μνημεῖα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μᾶλλον πραγματικότης τήν ὁποίαν ζῶμεν, παρά ἀντικείμενον τό ὁποῖον ἀναλύομεν καί σπουδάζομεν» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἕνωση καί ἑνότητα τῶν πιστῶν στή θεωμένη -δοξασμένη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Χριστός καί Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καί ἀσύγχυτη. Εἶναι, κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο, «γένος ἕνα, Θεοῦ καί ἀνθρώπων». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἐκκλησιαστής μας, γιατί μᾶς συνάγει στό Πανάγιο σῶμα Του ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία μας, γιατί γίνεται ὁ πνευματικός τόπος τῆς συνάξεώς μας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὅλος Χριστός, ὄχι σῶμα Χριστιανῶν, ἀλλά Σῶμα Χριστοῦ.
Τήν χριστοκεντρική αὐτή πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἰκονίζει καί ἐκφράζει, ἀλλά καί πραγματώνει, μιά πράξη λειτουργική, πού λαμβάνει χώρα στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας. Πρόκειται γιά τή συστολή τῶν Τιμίων Δώρων στό ἅγιο Ποητήριο. Ὁ Λειτουργός συστέλλει (συγκεντρώνει) μέσα τό ἅγιο Ποτήριο, ὅ,τι ἄλλο ὑπῆρχε στό Δισκάριο ἐκτός ἀπό τόν Ἀμνό, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδή τήν μερίδα τῆς Θεοτόκου, τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων καί Ἁγίων, τά μνημονευθέντα, ζῶντα καί τεθνεῶτα, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού συνεπιτέλεσαν μέ τόν λειτουργό τή Θεία Λειτουργία. Ἔτσι ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία τῶν πιστῶν εἶναι ἤδη συναγμένη μέσα στό ἅγιο Ποτήριο.
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.