τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας ἀνεφάνησαν στήν Ἐκκλησία καί νέοι αἱρετικοί, ὥς οἱ Πνευματομάχοι ἤ Μακε-δονιανοί, ὑπό τόν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ἡμιαρειανοί, ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαῒ-δος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Φωτεινός Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυ-ζίκου μετά τοῦ διδασκάλου του Ἀετίου, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινου-πόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς καί ἄλλοι πού προσείλκυαν πολλούς ὀπαδούς.
Τό χριστολογικό ζήτημα ἐτέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολλινάριος (†390), ὅπως καί ἡ λε-γόμενη Ἀλεξανδρινή Σχολή, ἐτόνιζε πρωτίστως τήν ἑνότητα στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνά εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. Ἐδίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θε-οῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεός καί κατά τήν Ἐνανθρώπηση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ἀνθρώπινο σῶμα καί ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καί ἀνθρώπινο νοῦ, γιατί αὐτό θά ἐσήμαινε τήν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολλι-νάριος ἐθεωροῦσε πώς ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι τέλειος Θεός. Γιά νά εἶναι λοιπόν δυνατή ἡ πλήρης ἕνωση στόν Ἕναν Χριστό, ἐδίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαβε κατά τήν Ἐνανθρώπηση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μέ ζωϊκή (ἄλογη) ψυχή καί ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «σάρξ», ὄχι ὅμως μέ τή βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στή στενή ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν Χριστό, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δέν ἦταν πλήρης. Τήν ἕνωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν ἐχαρακτή-ριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καί «ἕνωσιν φυσικήν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετά τήν ἕνωση πρέπει νά θεω-ρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καί ἐχάθηκε μέσα στούς κόλπους τοῦ Λό-γου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστός νά μήν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο τέλειος Θεός.
Οἱ Πνευματομάχοι ἤ Μακεδονιανοί ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωροῦντες αὐτό «κτίσμα καί ὄχι Θεό, οὔτε ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό». Κατά τόν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι ἐθεωροῦντο ὄχι μόνο κατά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Υἱοῦ θεομαχοῦντες καί χριστομαχοῦντες, ἀλλά καί πνευματομαχοῦντες[1].
Στή διδασκαλία τοῦ Ἀπολλιναρίου καί τοῦ Μακεδονίου ἀν-τέδρασαν ἀπό πολύ νωρίς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τόν κατε-δίκασαν πολλές φορές. Ἡ ὁριστική ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπό τήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κων-σταντινουπόλεως, τό ἔτος 381 μ.Χ.
Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνῆλθε ἀπό τοῦ μηνός Μαῒου με-χρι τοῦ τέλους Ἰουλίου τοῦ ἔτους 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπο-λη, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγά-λου[2], πρός ἐπίλυση θεολογικῶν καί διοικητικῶν προβλημάτων. Οἱ ἑκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν σέ αὐτήν, προ-έρχονταν ἀπό περιοχές, οἱ ὁποῖες πολιτικά ὑπάγονταν στή δικαιο-δοσία τοῦ συγκαλέσαντος αὐτούς αὐτοκράτορος. Ἐπρόκειτο δηλα-δή περί Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊ-κοῦ Κράτους, ἡ δέ ἀναγνώριση της ὡς Β΄ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα, τό ἔτος 451 μ.Χ., ἡ ὁποία καί ἀποδέχθηκε τό Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καί ἰσόκυρο μέ τό τῆς Νικαίας.
Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιά τό Χριστιανισμό πρό πάντων διότι συνεπλήρωσε τό ἱερό Σύμβολον τῆς πίστεως, δογματίσασα ἰδίως τήν Πνευματολογία τῆς Μίας , Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὥς καί ἄλλα ἄρθρα τῆς πί-στεως, καί ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί μέγα σταθμό ἰδίως στόν δογματικό καθορισμό τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καί τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στήν ὁλοκλήρωση τοῦ Τρια- δικοῦ δόγματος, διά τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καί τῆς «ἐκ τοῦ Πατρός» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί Ἐκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καί ζωῆς αἰωνίου.
Αὐτή κατά πρῶτο καί κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πλη-ρέστερα καί ἀκριβέστερα τό ἱερό Σύμβολον Νικαίας Κωνσταντι-νουπόλεως, τό «Πιστεύω», ἐπειδή τά μέν ἑπτά πρῶτα ἄρθρα συνε-τάχθησαν ὑπό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 325 μ.Χ., ἐναν-τίον τῆς ἐπί μακρόν συνταραξάσης τήν Ἐκκλησία μεγάλης αἱρέσε-ως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τῆς ἀρνησαμένης τήν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά δέ πέντε τελευταῖα ὑπό τῆς Β΄ Οἰ-κουμενικῆς Συνόδου, ἐναντίον τῆς ἀρνησαμένης τήν θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος Πνευματομαχίας καί τῶν ἄλ-λων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τό ἱερό Σύμβολον τῆς πίστεως, τό «Πι-στεύ-ω», ἀπαγγέλλεται καί καθομολογεῖται ἀπό ὅλους τούς Χριστια-νούς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο, καί ὡς λειτουργικό κείμενο στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀνα-γνωρίζει καί τιμᾶ αὐτό ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συ-νόδων.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στή Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τό Πνεῦμα μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς θείας φύσεως καί εἶναι ζωοποιόν, ἅγιον, ἀῒδιον, σοφόν, εὐθές, ἡγεμονικόν[3]. Αὐτή ἡ κοινότητα τῶν Ὀνομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐ-δεμία διαφορά ὑπάρχει στήν ἐνέργεια μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ταυτότητα δέ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τό ἡνωμένον τῆς φύσεως. Οὐδείς ἑπομένως πρέπει νά ἀρνηθεῖ τή μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστίν ἡ ζωή ἡμῶν ἡ διά τῆς εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μέν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διά δέ τοῦ Ὑἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δέ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στήν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνα-τόν τό Πνεῦμα νά εἶναι ἰσότιμο πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἐφ’ ὅσον ὁ Πατέρας μέν εἶναι Δημιουργός, δι’ Υἱοῦ δέ τά πάντα ἐδημι-ουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐξάρει τό συναῒδιον καί ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγί-ας Τριάδος καί ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτός τῆς κατά τάξιν καί ὑπόστα-σιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενί τό παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν»[4].
Στό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη τῆς Συ-νόδου ἐτελεῖτο μαζί μέ τή μνήμη τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ († 14 Σε-πτεμβρίου). Ὡς εἰσηγητής τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καί ποιητής τῆς Ἀκολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Αὐσονίου, ἐπισκόπου Ἀνγκουλέμης.
Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ἔζησε τόν 1ο ἤ τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. στή Γαλλία. Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀνγκουλέμης καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαρκιανοῦ ἤ Μαριανοῦ, ἐπισκόπου Ραβέννης.
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανός ἤ Μαριανός ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ραβέν-νης τῆς Ἰταλίας ἀπό τό ἔτος 112 μέχρι τό 127 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Αἰμιλίου καί Κάστου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάστος καί Αἰμίλιος ἐμαρτύρησαν, τό ἔτος 250, στήν στήν Καρχηδόνα ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Τό μαρτύριό τους ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἅγιο Κυπριανό καί τόν Ἱερό Αὐγουστῖνο[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βασιλίσκου.
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος, ἀνεψιός τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπό τό χωριό Χουμιαλά τῆς Ἀ-μασείας καί ἐμαρτύρησε διά ξίφους ἐπί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καί ἄρχοντος Ἀγρίππα. Συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Καππαδο-κίας Ἀσκληπιάδη μετά τῶν συστρατιωτῶν του Εὐτροπίου καί Κλε-ονίκου († 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἐτελειώθησαν διά μαρτυρικοῦ θανάτου.
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ἐρρίφθηκε στή φυλακή ἀπό οτύς ἐιδω-λολάτρες μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί ἀπό τίς στερήσεις καί κακοπαθήσεις, θά ἀρνιόταν τόν Χριστό, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπό τήν πράξη του αὐτή θά ἦταν μέγας μεταξύ τῶν Χρι-στιανῶν. Αὐτός ὅμως εἶχε λάβει τήν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νά ἀπο-θάνει ὡς Χριστιανός, ἔχοντας ὡς φωτεινό παράδειγμα τόν Μεγα-λομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερός στήν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τίς ὑποσχέσεις καί τίς ἀπειλές.
Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος ἐπέτυχε, χάρη στήν εὔνοια τῶν στρατιω-τῶν πού τόν ἐφύλασσαν, νά μεταβεῖ στόν οἶκο του, νά παραμυθήσει τούς γονεῖς καί ἀδελφούς του καί νά τούς συστήσει ἐμμονή στή χρι-στιανική πίστη.
Πληροφορηθείς τοῦτο ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας διέταξε νά τόν ὑποδύσουν μέ σιδερένια ὑποδήματα πού ἔφεραν ἐσωτερικά καρφιά καί νά τόν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στά Κόμανα. Φερόμενος πρός τόν ἡγεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στό χωριό τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες πού τόν συνόδευαν τόν ἔδεσαν σέ ξερό πλάτανο, γιά νά γευματί-σουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διά τῆς προσευχῆς του, ἐπέτυχε νά ἀνα-βλαστήσει ὁ πλάτανος καί ἀπό τή ρίζα του νά ἀναβλύσει μικρή πη-γή. Ἀφοῦ εἶδαν τό θαῦμα αὐτό οἱ στρατιῶτες, ἐθαύμασαν καί ἐπί-στευσαν στόν Χριστό.
Ὅταν ἔφθασε στά Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ Ἀγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τόν Βασιλίσκο στόν εἰδωλολατρικό ναό, ἐλπίζο-ντας ὅτι τό ἐπίσημο περιβάλλον θά τόν ὠθοῦσε νά θυσιάσει στά εἴ-δωλα. Ὁ Βασιλίσκος ὅμως μέ θερμή προσευχή ἐπέτυχε τήν πτώση καί συντριβή τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἀγρίππας διέταξε νά ἀποκεφα-λισθεῖ καί τά ἱερά λείψανά του νά ριφθοῦν στόν ποταμό.
Χριστιανοί τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τό τίμιο σκήνωμα κρυφά καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια. Ἀργότερα, ἀπό τόν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναός πρός τιμήν τοῦ Μάρτυρος, στόν ὁποῖο κατετέθησαν καί τά ἱερά αὐτοῦ λείψανα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Δονάτου, ἐπισκόπου Θμούεως.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δονᾶτος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 316 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου, Φαυστί-νου καί Βενούστου.
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστῖνος καί Βενοῦστος ἐμαρτύρησαν πιθανῶς τό 362 μ.Χ. στή Ρώμη, ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κόδρου ἤ Κοδράτου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόδρος ἤ Κοδρᾶτος ἐτελειώθηκε συρόμενος ὑπό ἵππων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μαρκέλλου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκελλος ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ τόν ἔριξαν σέ κοχλάζοντα μόλυβδο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Σοφίας, τῆς Ἰατροῦ.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σοφία ἦταν ἰατρός καί ἐμαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ἑλένης, τῆς πριγκηπίσσης.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Κλήμεντος Μαξίμου[7] (383-388 μ.Χ.). Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ἑλένης, τῆς Ὡξέρρης.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀναφέρεται στά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἀγαπητοῦ τῆς Ὡξέρρης († 1 Μαῒου). Ἦταν ἐκείνη πού τόν διακο-νοῦσε ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν ἀσθενής. Ἐκοιμήθηκε μετά τό ἔτος 418 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἰουλίας, τῆς ἐν Κορσικῇ.
Ἡ Ἁγία Ἰουλία καταγόταν ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Καρ-θαγένης καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἐπωλήθηκε, τό ἔτος 439 μ.Χ., ὡς σκλάβος σέ ἕναν Σύριο ἔμπορο, πού ὀνομαζόταν Εὐσέβιος. Κατά τή διαδρομή τοῦ κυρίου της σέ ἕνα τα-ξίδι, τό πλοῖο ἐσταμάτησε στό ἀκρωτήριο Κόρσο στή βόρεια Κορ-σική. Ἡ Ἰουλία δέν ἀποβιβάσθηκε ἀπό τό πλοῖο, γιά νά μήν συμμε-τάσχει σέ εἰδωλολατρική τελετή, στήν ὁποία θά συμμετεῖχε ὁ κύ-ριός της. Ὁ ἡγεμόνας τῆς νήσου Φῆλιξ τήν διέταξε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγησε τόν Χριστό. Ἔτσι τήν ἐκάρφωσαν σέ ἕνα σταυρό καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά. Ἡ Ἁγία Ἰουλία εἶναι προστάτιδα τῆς Κορσικῆς.
Ὁρισμένοι μελετητές θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ἡ Ἁγία νά ἐμαρτύρησε ἀπό Σαρακηνούς πειρατές.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Κουϊτερίας.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κουϊτερία ἄθλησε κατά τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν θυγατέρα ἑνός Ἱσπανοῦ πρίγκηπος τῆς Γαλικίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ρωμανοῦ, τοῦ ἐν τῷ ὄρει Σουμπιάκο τῆς Ἰταλίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ρωμανός ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε σέ ἕνα μοναστήρι, κοντά στό ὄρος Σουμπιάκο τῆς Ἰταλίας, ὅπου ἀξιώθηκε νά συναντήσει τόν Ὅσιο Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος τόν ἐνίσχυσε στόν πνευματικό του ἀγώνα καί τόν ἐπῆρε μαζί του γιά τρία χρόνια κατά τά ὁποῖα ἔζησε ὡς ἐρημίτης, ἀσκούμενος καί προσευχόμενος καθημερινά. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μετά τήν εἰσβολή τῶν Βαν-δάλων στήν Ἰταλία, μετέβη στή Γαλλία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κοντά στήν Ὡξέρρη.
Ὁ Ὅσιος Ρωμανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 560 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βοηθιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βοηθιανός ἐγεννήθηκε στήν Ἰρλανδία τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπό νεαρά ἡλικία ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἀνοικοδόμησε τή μονή τοῦ Πιερρεπόντου στή Γαλλία. Ἐτελειώ-θηκε μαρτυρικά ἀπό Ἐθνικούς, τούς ὁποίους ἐπέπληττε γιά τήν ψευδῆ θρησκεία τῶν εἰδώλων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κονάλδου, τοῦ ἐξ Ἰρλανδίας.
Ὁ Ὅσιος Κονάλδος καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἰννίσκοελ στήν Δονεγάλη τῆς Ἰρλανδίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Καλῆς.
Ἡ Ὁσία Καλή ἔζησε πρίν τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολή, δηλαδή τή Μικρά Ἀσία.
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ ποίημα «τοῦ Κρήτης», δηλαδή κάποιου Ἀρχιεπι- σκόπου τῆς Κρήτης. Καί στά δύο χειρόγραφα πού διασώζουν τήν Ἀκολουθία τῆς Ὁσίας[8] δέν ἀναγράφεται τό ὀρθόν «Τοῦ», ἀλλά ἡ ἑρμηνεία του, δηλαδή τό ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ὑμνογράφου «Ἀνδρέου Κρήτης». Ἄρα, σύμφωνα μέ τά χειρόγραφα, ποιητής εἶναι ὁ διάσημος γιά τόν Μέγα Κανόνα του Ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκο-πος Κρήτης. Ἄν ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας εἶναι ὄντως ὁ Ἀν-δρέας Κρήτης, τότε καί ἡ Ὁσία πρέπει νά ἔζησε τουλάχιστον πρίν τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, δηλαδή πρίν τό ἔτος 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω ἀπό τή φράση «Τοῦ Κρήτης» μπορεῖ νά κρύβεται κάποιος ἄλλος Ἀρχιερεύς τῆς Κρήτης. Γι’ αὐτό ἔχει προταθεῖ ὡς ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ὁσίας ὁ Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης καί «κατ’ ἐπίδοσιν» Μηθύμνης καί Πρόεδρος Λακεδαιμο-νίας. Αὐτός ἔζησε πλησιέστερα στό χρόνο συντάξεως τῶν χειρογρά-φων (15ος-16ος αἰώνας), δηλαδή τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. καί στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (τό ἔτος 1285 εἶναι ἤδη Μητροπολίτης Κρήτης, ἐνῶ τά τελευταῖα ἴχνη του ἀναφαίνονται κατά τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 1322) καί εἶχε σχέσεις τόσο μέ τή Λέσβο ὅσο καί μέ τό Σινᾶ. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἡ Ὁσία θά πρέπει νά ἔζησε τό ἀργότερο μέχρι τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ὁσίας ἦταν πλούσια καί ἡ περιουσία της διατέθηκε ἀπό τήν Ἁγία σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιῒας. Δέν πρέπει νά ἦταν μοναχή, διότι αὐτό δέν ἀναφέρεται πουθενά στήν Ἀκολουθία[9] καί ἐφιλοξενοῦσε τούς ἄστεγους καί ἐνδεεῖς στόν οἶκο της, ἀφοῦ ἦταν ἀφιερωμένη στή διακονία τῶν ἐλαχίστων καί πα-σχόντων ἀδελφῶν της.
Ἡ Ὁσία Καλή ἔζησε μέ σωφροσύνη, παρθενία, ἄσκηση, νη-στεῖες καί ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ βίου της εἶναι ἡ φιλανθρωπία. Κίνητρό της ἦταν ὁ πόθος της νά τη-ρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, νά μιμεῖται τή θεϊκή εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία καί νά ἐκφράζει μέ κάθε τρόπο τήν ἀγάπη της πρός τούς συνανθρώπους της.
Στήν Ἀκολουθία της ἀναφέρονται καί θαύματα τῆς Ἁγίας. Κάποια φορά πού ἐζύμωσε ψωμί, γιά νά τό μοιράσει στούς πτω-χούς, ὁ Θεός ἔκανε ὥστε νά μή λιγοστεύει τό ψωμί πού τῆς ἀπόμενε, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἐλαττωνόταν τό ἀλεύρι τῆς χήρας στά Σαρεπτά, παρ’ ὅλο πού ἐτρέφονταν μέ αὐτό ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἡ χήρα καί τά παιδιά της[10].
Ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή της ἡ Ἁγία συνέχισε ἀδιάκοπα νά εὐεργετεῖ τούς ἀνθρώπους, χαρίζοντας τή θεραπεία στούς ἀσθενεῖς μέ τίς ἱκεσίες της πρός τόν Κύριο. Εἶναι τόσα πολλά τά θαύματα τῶν ἰάσεων, ὥστε ὁ ὑμνογράφος κάνει λόγο γιά «πέλαγος θαυ-μάτων» καί τήν ἀποκαλεῖ «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νο-σήματα ψυχῶν καί σωμάτων, ἀλλά κυρίως ἀσθένειες ἐπώδυνες, χρό-νιες καί δυσίατες, ρευματισμούς καί ἀρθρίτιδες, παραλύσεις τῶν ἀρθρώσεων καί παραμορφώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος[11].
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Καλῆς ἀναφέρεται, ἐπίσης, στίς 15 Μαῒ-ου[12] καί τό Σάββατο τῆς Διακαινησίμου[13].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Θεοτόκου, ἐν Σοφιανοῖς[14].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Βλαδιμήρου, βασιλέως τῶν Ἀχριδῶν, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης τοῦ Βλαδμήρου ἐγεννήθηκε τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. στό Βλαδιμίρ τῆς Βουλγαρίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α΄ τοῦ Μακεδόνος (867-886 μ.Χ.). Ἦταν υἱός τοῦ Νεεμάν, υἱοῦ τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν Ἀχρι-δῶν Συμεών καί τῆς Ἄννης, εὐσεβεστάστων Ὀρθοδόξων Χριστια-νῶν. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νου-θεσία κυρίου ἀπό τούς γονεῖς του καί τόν Ἐπίσκοπο Ἀχρίδος Νικό-λαο.
Ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουήλ-Στέφανος (940-1018), θέ-λοντας νά ὑποτάξει τόν Ἅγιο, τόν ἐφυλάκισε. Στή φυλακή Ἄγγε-λος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στόν Ἅγιο καί τοῦ ἀπεκάλυψε τό μαρτυ-ρικό τέλος του, τό ὁποῖο δέν θά ἀργοῦσε. Μέσα στά πλαίσια τῶν δι-πλωματικῶν του ἐνεργειῶν ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας τόν ἐνύμφευ-σε μέ τή θυγατέρα του Κορσάρα, ὅμως ὁ Ἅγιος διεφύλαξε τήν παρ-θενία του.
Ἀφοῦ κατέστη αὐτεξούσιος βασιλέας τῶν Σέρβων, ἐπιδόθηκε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στή διάδοση καί ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁρίσας πρός τόν σκοπό αὐτό διδασκάλους καί κήρυκες καί ἱδρύσας ταυτόχρονα μοναστήρια, ἐκκλησίες καί νοσοκομεῖα. Μετα-ξύ τῶν μονῶν πού ἱδρύθησαν ἀπό αὐτόν ἦταν καί εὐκτήριος οἶκος εὑρισκόμενος μέσα σέ δάσος, στόν ὁποῖο προσερχόταν καθημερινά καί προσευχόταν. Ἦταν πρᾶος, δίκαιος, γενναῖος καί εὐσεβής. Ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐβοήθησε τήν Ἐκκλησία στό ἔργο της ἀντιμε-τωπίζοντας τούς αἱρετικούς καί ἰδιαίτερα τοῦς Βογομίλους.
Ἡ ἀποχή του ἀπό κάθε σαρκική συνάφεια μέ τή βασίλισσα σύζυγό του καί οἱ καθημερινές ἀπουσίες του γιά προσευχή ἐγέννη-σαν σέ αὐτήν τήν ὑποψία, ὅτι εἶχε σχέσεις μέ ξένες γυναῖκες. Ἕνεκα τούτου τόν διέβαλε στόν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος ἀπεφάσισε νά τόν φονεύσει. Ὅταν ἀπέθανε ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουήλ-Στέ-φανος, τσάρος ἐστέφθηκε ὁ υἱός του Ραντομίρ. Ὁ δίδυμος ἀδελφός του νέου τσάρου, Ἰωάννης Βλαδισλάβος, παραπλανώντας τόν Ἅγι-ο, τόν ἐκάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά τήν ἐπίσκεψή του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐδολοφονήθηκε μέ ὕπουλο τρόπο, τό ἔτος 1015. Ἡ σύζυγός του, μετά τό θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἐγκαταβίωσε σέ μοναστήρι, ὅπου ἀνοικοδόμησε ναό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καί μετά τό μαρτυρικό θάνατό του ἐξα-κολούθησε νά εὐεργετεῖ ἐκείνους πού προσέτρεχαν μέ πίστη πρός αὐτόν καί νά θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Δικαίου, τοῦ ἐκ Νόβγκοροντ.
Δέν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικές πληροφορίες γιά τόν Ἅ-γιο Ἰάκωβο τόν Δίκαιο, πού καταγόταν ἀπό τό Μποροβίτσι τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου καί ἐργάσθηκε καί ἔζησε κατά Θε-όν . Τά ἱερά λείψανά του εὑρέθησαν τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, τό ἔτος 1540 (βλ. † 23 Ὀκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ζαχαρίου τοῦ Νέου, τοῦ Προυσαέως.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας ἐγεννήθηκε στήν Προύσσα ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἔγινε ἱερέας. Κάποια ἡμέρα ἐμέθυσε καί ὑπό τό κράτος τῆς μέθης ἀρνήθηκε τόν Χριστό, τό ἔτος 1801. Ἀφοῦ συ-νῆλθε ἀπό τήν πλάνη ἐπαρουσιάσθηκε στόν κριτή καί ἀφοῦ ἀπέρ-ριψε τό σαρίκι, πού ἐφοροῦσε, κατά γῆς, ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀμέσως ὁ κριτής διέταξε τόν ἐγκλεισμό του στή φυ-λακή. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν διαρκῶς ἐξαιτούμενος τήν ἐξ ὕψους ἐνίσχυση καί θεία βοήθεια. Προσαχθείς ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καί τῶν ἀγάδων, ὁ Ἱερομάρτυς ἔμεινε μέ πνευματική ἀνδρεία ἀκλόνητος στήν πίστη του. Ὡς ἐκ τούτου, τόν ἔριξαν καί πάλι στή φυλακή, ὅπου τόν ἐβασάνισαν ἀνηλεῶς, τόν ἐκτύπησαν καί τοῦ ἔβαλαν στήν κεφαλή πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.
Μετά τά βασανιστήρια αὐτά ἐτρύπησαν τόν Ἅγιο μέ ὀξεῖς καί κοφτερούς καλάμους στά νύχια τῶν ποδῶν καί τῶν χειρῶν του, ἀφοῦ ἐκρίζωσαν καί ἀπέσπασαν τά νύχια αὐτοῦ.
Προσαχθείς και πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁμολόγησε μέ παρ-ρησία μεγάλη ἀκλόνητη τήν πίστη του πρός τόν Χριστό καί ἔλεγξε τή μωαμεθανική θρησκεία. Ἐκδοθείσης τῆς ἀποφάσεως γιά τόν ἀποκεφαλισμό αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος ἐκλείσθηκε καί πάλι στή φυλακή, μη-πως, πτοούμενος ἀπό τήν καταδίκη καί τό φόβο τοῦ θανάτου, ἀρ-νηθεῖ τήν πίστη του. Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε καί πάλι στό κριτήριο, διε-τράνωσε μέ γενναιότητα τό ἀμετάθετο τῆς πίστεώς του. Ἔτσι ἀπο-κεφαλίσθηκε, τό ἔτος 1802, σέ ἡλικία τριάντα ὀκτώ ἐτῶν, καί ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁμολογώντας τόν ἐπί τοῦ Σταυροῦ λυ-τρώσαντα τόν κόσμο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Πελοποννησίου, πολιούχου Τριπόλεως. (Βλ. † 14 Ἀπριλίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παύλου, τοῦ ἐν Τριπόλει ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, κατά κόσμον Παναγιώτης, ἐγεννήθηκε στό χωριό Σοπωτό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπό εὐ-σεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τήν Ἀντώνα. Ἀρχικά ὁ Ἅγιος ἐργάσθηκε ὡς τσαγκάρης γιά μερικά χρόνια. Πλανεμένος ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιά νά διασκεδάζει μέ τούς φίλους του, ἐνδύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀγαρηνός. Δέν ἀπα-τήθηκε ὅμως τόσο πολύ, ὥστε νά ὁδηγηθεῖ σέ περιτομή. Ἀλλά ἀμέ-σως κατάλαβε τό ἁμάρτημά του, μετανόησε καί ἔκλαψε πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος.
Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του, ἐπῆγε στό Ἅγιον Ὄ-ρος, στή βασιλική καί σταυροπηγιακή μονή τῆς Λαύρας. Ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα, μετονομάσθηκε σέ Παῦλος, καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώ-ρησε γιά τή μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅπου παρέμεινε τρία ἔτη μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί συχνή κοινωνία τῶν Θείων καί Ἀχρά-ντων Μυστηρίων. Τότε ἐγεννήθηκε σέ αὐτόν ἡ ἐπιυμία νά μαρτυρή-σει ὑπέρ Χριστοῦ. Τόν πόθο του αὐτό ἐκμυστηρεύθηκε στόν πνευ-ματικό του πατέρα ἱερομόναχο Ἀνανία, τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄν-νης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ’ ἀρχάς ἠθέλησε νά τόν ἐμποδίσει, στή συνέ-χεια τόν ὑπέβαλε στίς δέουσες δοκιμασίες, μετά τίς ὁποῖες τόν ἔστει-λε μέ τήν εὐλογία του πρός τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στή μονή τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στά Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπί σαράντα ἠμέρες νηστεύων καί προσευχόμενος πρός τήν Θεοτόκο, γιά νά τόν ἐνδυναμώσει κατά τόν ἱερό ἀγώνα του. Ἀκολούθως ἐμφανίσθηκε στό μουφτῆ τῆς Τριπόλεως ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τόν Μωαμεθανισμό καί ὁμολόγησε τόν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας παρατηρώντας τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύλου, πρόσταξε νά ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τόν ἀποκεφάλισαν, τό ἔτος 1818, σέ ἡλικία εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν, καί ἔριξαν τό ἅγιο λείψανό του μέσα στό βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ ἡγεμόνος, χωρίς αὐτό νά ἀλλοιωθεῖ. Παρά ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοί, εἴκοσι ἡμέρες μετά τή θανάτωση τοῦ Ἁγίου, ἀνεκάλυψαν αὐτό, τό ἔκλεψαν κατά τή διάρκεια τῆς νύκτας καί ἀφοῦ τό ἔπλυναν, τό μετέφεραν καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια στήν ἱερά μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!