† Μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων καταγόταν ἀπό χωριό Ἀμάσεια στή Μαύρη Θάλασσα πού ὀνομαζόταν Χουμιαλά καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.), Γαλερίου (305-311 μ.Χ.) καί Μαξιμίνου (305-312 μ.Χ.). Ὀνομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στό στράτευμα τῶν Τηρώνων, δηλαδή τῶν νεοσύλλεκτων, διοικούμενο ὑπό τοῦ πραιπόσιτου Βρίγκα.
Διαβλήθηκε στόν πραιπόσιτο ὡς Χριστιανός καί ἐκλήθηκε σέ ἐξέταση. Ὁ Θεόδωρος ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό χωρίς διασταγμό. Ὁ δοικητής Βρίγκας δέν θέλησε νά προχωρήσει στή σύλλη-ψη καί τιμωρία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἀλλά τόν ἄφησε νά σκεφθεῖ καί νά τοῦ ἀπαντήσει λίγο ἀργότερα. Ἐπίστευε ὅτι ὁ Θεόδωρος θά ἄλλαζε καί θά ἐθυσίαζε στά εἴδωλα. Ὁ Μεγαλομάρτυς ὄχι μόνο παρέμεινε ἀδιάσειστος στήν πίστη του, ἀλλά ἔκαψε τό ναό τῆς μητέρα ςτῶν θεῶν Ρέας μετά τοῦ εἰδώλου αὐτῆς. Ἀμέσως συλλαμβάνεται καί ρίπτεται ἀπό τούς εἰδωλολάτρες σέ πυρακτωμένη κάμινο, ὅπου ἐτελειώθηκε μαρτυρικά.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος ἐτελεῖτο στό ἁγιώτατο Μαρτύριό του, τό ὁποῖο βρισκόταν στήν περι-οχή τοῦ Φωρακίου ἤ Σφωρακίου, τό Σάββατο τῆς Α΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, δηλαδή τήν ἡμέρα πού ὁ ῞Αγιος ἔκανε τό θαῦμα τῶν κολλύ-βων καί ἔσωσε τόν ὀρθόδοξο λαό ἀπό τά μιασμένα εἰδωλόθυτα, τά ὁποῖα ἐπρόκειτο ἀπό ἄγνοια νά φάει.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Μαριάμνης, ἀδελφῆς τοῦ ἁγίου Φιλίππου τοῦ ἀποστόλου.
Ἡ Ἁγία Μαριάμνη, κατά τούς Συναξαριστές, ἀκολούθησε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο († 11 Ἰουνίου) τόν ἀδελφό αὐτῆς Ἀπόστολο Φίλιππο († 14 Νοεμβρίου) στή Μικρά Ἀσία. Μετά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου στήν Ἱεράπολη ἀνεχώρησε γιά τή Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου συνέχισε τό ἀποστολικό κήρυγμα καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, ἐπισκόπου Σόλων Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος ἐγεννήθηκε στή Ρώμη ἀπό γονεῖς εὔπορους καί εἰδωλολάτρες. Ὁ ἀδελφός του ὀνομαζόταν Θεμισταγόρας. Ὁ μα-κάριος Αὐξίβιος ἦταν ὡραῖος στήν ὄψη, πρᾶος στό πνεῦμα καί σώ-φρονας στό λογισμό. Ὅταν οἱ γονεῖς του ἠθέλησαν νά τόν νυμφεύσουν ὁ Αὐξίβιος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νά γίνει Χριστιανός, ἀνεχώρησε ἀπό τή Ρώμη γιά τά μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Διέπλευσε τή Ρόδο, τό πέλαγος τῆς Παμφυλίας καί ἔφθασε στήν Κύπρο, στήν κώμη τοῦ Λιμνίτη. Τό χωριό αὐτό εὑρίσκεται κοντά στήν πόλη τῶν Σόλων.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἐκήρυττε στήν Κύπρο τό Εὐαγγέλιο ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας μαζί μέ τόν ἀνεψιό του Εὐαγγελιστή Μάρκο. Ἦταν ἡ δεύτερη περιοδεία του, ἀφοῦ ἐχωρίσθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Μετά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στήν Κωνσταν-τία, οἱ Ἀπόστολοι Μάρκος, Τίμων καί Ρόδων διέβησαν τά βουνά τοῦ Χιονώδους ὄρους, τοῦ Τροόδους, καί ἔφθασαν στήν παραθαλάσσια κώμη τοῦ Λιμνίτη, ὅπου συνάντησαν ἐκεῖ τόν Ἅγιο Αὐξίβιο. Ὁ Εὐ-αγγελιστής Μάρκος, βλέποντας ὅτι ὁ Αὐξίβιος εἶναι ἄνδρας πλήρης πίστεως και λόγιος, ἀφοῦ τόν ἐκατήχησε, τόν ἐβάπτισε καί τόν ἐχει-ροτόνησε Ἐπίσκοπο Σόλων. Τόν ἐδίδαξε δέ πῶς νά κηρύξει τό Εὐαγ-γέλιο στήν πόλη τῶν Σόλων: «Ἐπειδή ἡ πόλη εἶναι γεμάτη ἀπό τό σκό-τος τῶν εἰδώλων, δέν θά δεχθεῖ ἀμέσως τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Μή φα-νερώσεις στήν ἀρχή ὅτι εἶσαι Χριστιανός, ἀλλά νά ὑποκριθεῖς τή θρησκεία τῶν εἰδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σάν νά εἶναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Ὅταν γίνουν τέλειοι, τότε νά μετάσχουν καί τῆς στερεᾶς τροφῆς τῆς πίστεως». Καί ὁ μέν Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀπέ-πλευσε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια, ὁ δέ Ἅγιος Αὐξίβιος ἀνεχώρησε γιά τήν πόλη τῶν Σόλων.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος ἔφθασε στούς Σόλους, ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τήν ἔξω τῆς πόλεως περιοχή τοῦ Διός. Ἐφιλοξενεῖτο στήν οἰκία τοῦ ἱερέως τῶν εἰδώλων, ὑποκρινόμενος τή θρησκεία ἐκεί-νου. Ἐπέρασε ἱκανός χρόνος καί μέ τήν προσευχή του καί τή διά-κρισή του ἐκατανύχθηκε ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καί ἐφωτίσθηκε πρῶτος τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Μέ τοῦτο τόν τρόπο συνέχισε ἀρκετό χρόνο καί σέ ἄλλους κατοίκους τῆς πόλεως, μέχρι πού ἔφθασε ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Ἡρακλείδιος, πού περιερχόταν τή νῆσο καί ἐγκαθιστοῦσε Ἐπισκόπους στίς πόλεις κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Ἅγιος Ἡρα-κλείδιος παρώτρυνε τόν ἱεράρχη Αὐξίβιο νά εἰσέλθει πλέον στήν πόλη καί νά φανερώσει τήν ἀλήθεια σέ ὅλους τούς κατοίκους. Ἔσι καί ἔγι-νε. Ὁ Ἅγιος ἄρχισε τό κήρυγμα στήν πόλη καί μάλιστα «διεχάραξεν τύπον ἐκκλησίας ἐπί τῆς γῆς».
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος, εὐθέως, ἄρχισε τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Μετά τήν τελείωση αὐτοῦ εἰσῆλθε καί ἔρριψε τόν ἑαυτό του στόν ἔδα-φος καί ἄρχισε νά βοᾶ στόν Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον καί ἐμέ τόν σόν οἰκέτην καί δός μοι μετά παρρησίας ἀφόβως κηρύξαι τόν Σόν λόγον. Ἔμβαλε, Δέσποτα, εἰς τήν καρδίαν τοῦ λαοῦ τούτου τόν φόβον σου, φώτισον αὐτούς τῇ σῇ χάριτι, ὅπως ἐπιστρέψαντες ἐκ τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου ἐπιγνώσουσιν δέ τόν μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί Ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ὅταν ἐτελείωσε τήν προσευχή του, πῆγε σέ δημόσιο τόπο τῆς πόλεως καί ἄρχισε νά κηρύττει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Πολλοί ἐπίστεψαν καί ἐβαπτίσθησαν. Μεταξύ αὐτῶν καί ὁ ἀδελφός του Θεμισταγόρας μέ τή γυναίκα του Τιμώ πού ἔφθασαν ἀπό τή Ρώμη.
Ὁ Θεός ἐπροίκισε τόν Ἅγιο Αὐξίβιο μέ τό χάρισμα τῆς θαυμα-τουργίας καί πολλοί ἀσθενεῖς ἔρχονταν σέ αὐτόν, γιά νά θεραπευθοῦν. Σχεδόν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Σόλων ἐπίστεψαν στόν ἀληθινό Θεό καί ὁ Ἅγιος ἀξιώθηκε νά ἀνεγείρει ναό μέγα καί θαυμαστό, πού ἔγινε ὀνο-μαστός σ’ ὁλόκληρη τήν Κύπρο. Ἔτσι θεοφιλῶς, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος καί ἐποίμανε τό ποίμνιό του μέ φόβο Θεοῦ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ρωμύλου, Σεκουν-διανοῦ, Δονάτου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρωμῦλος, Σεκουνδιανός καί Δονᾶτος ἐμαρ-τύρησαν στή Βενετία τό ἔτος 304 μ.Χ. ἐπί αὐτοκρατόρων Διοκλητια-νοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.)[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδούλου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδουλος ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Μα-ξιμίνου (307-313 μ.Χ.), τό ἔτος 308 μ.Χ., στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστί-νης[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοστηρίκτου.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό κάποιο Ἐξαποστειλάριο, πού περισώθηκε στόν Παρισινό Κώδικα 259 φ.97β, ἔζησε ἐπί τῶν εἰκονομάχων καί ἄθλησε ὑπέρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος μνημονεύεται στίς 10 Νοεμβρίου καί στίς 28 Φεβρουαρίου, ὅπου ἀνα-φέρεται καί ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκιτῆς στήν Τριγλία[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου.
Κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαρκιανοῦ (450-457 μ.Χ.) ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ὁ Καλλικέλαδος († 10 Δεκεμβρίου) ἐμφανίσθηκε μιά νύχτα σέ κάποιον ἄνδρα πού λεγόταν Φιλομμάτης, ὁ ὁποῖος εἶχε καταταγεῖ στή στρατιωτική σχολή τῶν ῾Ικανάτων[4], καί τοῦ ὑπέδειξε τόν τόπο ὅπου ἔκειτο τό ἅγιο λείψανο αὐτοῦ.
Τό γεγονός ἔφθασε στίς βασιλικές ἀκοές τοῦ Μαρκιανοῦ, ὅτι δηλαδή κάτω στόν αἰγιαλό τῆς Νοκομηδείας, κατά τήν ἀκρόπολη, κρύπτονται ὑπό τήν γῆ τά τίμια λείψανα τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, στρα-τιῶτες ἔσκαψαν στόν τόπο ἐκεῖνο καί βρῆκαν σιδερένια λάρνακα, μέσα στήν ὁποία ὑπῆρχε τό ἱερό λείψανο. Στή λάρνακα ἦταν κολλη-μένη μιά πλάκα, στήν ὁποία ἦταν χαραγμένη ἐπιγραφή, πού ἔλεγε ὅτι ἐκεῖ εἶχε ἐναποτεθεῖ τό λείψανο τοῦ ῾Αγίου, καθώς καί σέ ποιόν τόπο ἔπρεπε νά κατατεθεῖ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν εὐσεβῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας.
Ἡ Ἁγία Πουλχερία ἦταν θυγατέρα τῶν βασιλέων Ἀρκαδίου (395-408 μ.Χ.) καί Εὐδοκίας καί ἀδελφή τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.). Τό ἔτος 414 μ.Χ. ἡ Πουλχερία ἀναγορεύθηκε Αὐγούστα καί ἀνέλαβε τήν ἐξουσία τοῦ κράτους. Ἦταν εὐσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος καί σοφίας.
Ὅταν, κατά τό ἔτος 429 μ.Χ., ὁ Πατριάρχης Νεστόριος (428-431 μ.Χ.) ἐπαρουσίασε τή γνωστή αἵρεσή του, ἐπικεφαλῆς τῶν ἀντιπάλων του ἐτάχθηκε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλε-ξανδρείας († 18 Ἰανουαρίου καί † 9 Ἰουνίου). Καί ὁ μέν Θεοδόσιος, ἔχοντας ἤδη ἀναλάβει τή βασιλική ἀρχή, ὑποστήριζε τόν αἱρεσιάρχη Νεστόριο, ὠθούμενος σέ αὐτό ἀπό τόν Χρυσάφιο, ἡ δέ Πουλχερία ἦταν μέ τό μέρος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί κατόρθωσε νά πείσει τόν ἀδελφό της νά συγκαλέσει τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα, τό ἔτος 431 μ.Χ., καί κατεδίκασε τούς αἱρετικούς.
Ἡ Ἁγία ἐνυμφεύθηκε τόν Μαρκιανό, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τή Θράκη, καί ὁ ὁποῖος στίς 25 Αὐγούστου 450 μ.Χ. διαδέχθηκε στό θρόνο τόν ἀδελφό της Θεοδόσιο Β΄. Ὡστόσο ἡ πολιτική κατάσταση ἦταν ταραγμένη. Εἶχε ἤδη γίνει τό προηγούμενο ἔτος ἡ ληστρική Σύνο-δος τῆς Ἐφέσου πού ἐξώρισε τόν Πατριάρχη Ἅγιο Φλαβιανό († 16 Φε-βρουαρίου) καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐμαστιζόταν ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Εὐτυχοῦς. Οἱ δύο εὐσεβεῖς βασιλεῖς συνεκάλεσαν τότε στήν Χαλ-κηδόνα, τό ἔτος 451 μ.Χ., τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία κατεδί-κασε τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Εὐτυχοῦς καί τοῦ Διοσκόρου.
Ἡ Ἁγία Πουλχερία ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 10 Σεπτεμβρίου 453 μ.Χ. καί ὁ Ἅγιος Μαρκιανός τό ἔτος 457 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔζησε κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐμόνασε στή Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἡ μεγάλη ἄσκησή του ἦταν ἡ σιωπή, γι’ αὐτό καί ἐπονομάζεται «Σιωπηλός».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τό Νεοχώρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γονεῖς του ἦσαν ὁ Χατζη Ἀναστάσιος καί ἡ Σμαραγδού καί ἀδελφοί του ὁ Ἀντώνιος καί ὁ Γεώργιος, ἀναγνώστης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί μετέπειτα Μητροπολίτης Ἀδριανουπό-λεως μέ τό ὄνομα Γρηγόριος (1830-1840).
Ὁ Θεόδωρος ἦταν ζωγράφος καί ἐργαζόταν στά ἀνάκτορα. Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νά τόν προσελκύσουν στή μουσουλμανική θρη-σκεία καί τό ἐπέτυχαν. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀνένηψε καί μετανόησε γι’ αὐτό. Ἔτσι κατέφυγε στή Χίο καί ἔμεινε κοντά σέ ἕνα πνευματικό πατέρα, στόν Ἅγιο Μακάριο τόν Νοταρᾶ († 17 Ἀπριλίου). Ἐκεῖ καθημερινά ἐμελετοῦσε τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων καί βιβλία ψυχοφελῆ καί κατανυ-κτικά. Ἀπό ἡμέρα σέ ἡμέρα ηὔξανε σέ αὐτόν ἡ κατάνυξη καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι ἔφθασε στή Μυτιλήνη, ὅπου ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἀπεκήρυξε τή μωαμεθανική θρησκεία. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος συλλαμβάνεται καί φυλακαίζεται καί πάσχει τούς βασανισμούς, τούς δαρμούς, τούς λακτισμούς καί ἄλλα ἀπάνθρωπα μαρτύρια. Τοῦ ἔδεσαν τά πόδια σέ ξύλο καί τοῦ ἐπέρασαν στό λαιμό βαρειά ἁλυσίδα. Τοῦ ἐτύλιξαν τό κεφάλι μέ ἕνα σχοινί καί τού ἔβαλαν στούς κροτάφους δυό κομμάτια ἀπό τοῦβλο. Ἔπειτα μέ ἕνα ξύλο ἔστριφαν τό σχοινί καί ἔσφιγγαν τήν κεφαλή του τόσο πολύ, μέχρι πού βγῆκαν οἱ βολβοί τῶν ὀφθαλμῶν του ἔξω ἀπό τόν τόπο τους. Ὁ δέ τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης ἔλεγε: «Χριστιανός, Χριστιανός, Χρι-στιανός εἶμαι».
Τό πρωῒ τοῦ Σαββάτου ὁ Ἅγιος ἐζήτησε ἀπό ἕνα Χριστιανό ὑπηρέτη καλαμάρι καί ἔγραψε πρός τόν Ἐπίσκοπο, γιά νά τοῦ στείλει τή Θεία Κοινωνία. Ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ὁδηγή-θηκε στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, στόν ὁποῖο ἔτρεχε μέ μεγάλη προθυ-μία. Ἐκεῖ ὑπέστη τόν δι’ ἀγχόνης θάνατο τό ἔτος 1795.
Μετέ τρεῖς ἡμέρες οἱ Χριστιανοί πῆραν ἄδεια καί παρέλαβαν τό ἱερό λείψανο αὐτοῦ καί τό ἐνταφίασαν στό νότιο μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Χρυσομαλλούσας. Τό ἔτος 1798 τό ἱερό λείψανο τοῦ Μάρτυρος ἀνακομίσθηκε καί μεταφέρθηκε στήν κρύπτη τοῦ μητροπο-λιτικοῦ ναοῦ τῆς Μυτιλήνης[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μιχαήλ, τοῦ ἐξ Ἀδριανουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ καταγόταν ἀπό τήν Ἀδριανού-πολη καί ἀνῆκε στούς ἐπιφανεῖς καί εὔπορους κατοίκους αὐτῆς. Δια-βλήθηκε στό δικαστή Ἀδριανουπόλεως ἀπό φανατικούς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τό ὄνομα τοῦ θεοῦ αὐτῶν. Ὁ δικαστής, πού ἐγνώριζε τήν ἐντιμότητα τοῦ Ἁγίου, τόν ἀπέλυσε, ἀλλά οἱ συκοφάντες τόν ἀπείλη-σαν ὅτι θά καταγγείλουν αὐτόν στό Σουλτᾶνο ὡς ὀλιγωροῦντα τῆς πί-στεως αὐτῶν. Ὁ δικαστής ἐφοβήθηκε καί ἔδωσε ἐντολή νά φυλακίσουν τόν Ἅγιο. Παράλληλα ἐγνωστοποίησε στό Σουλτάνο τά γενόμενα καί ἀνέμενε τίς ἐντολές αὐτοῦ. Ἡ διαταγή ἦταν σαφής: ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πατρώα πίστη του ἤ νά καεῖ ζωντανός. Παρά τίς ὑποσχέσεις καί τίς ἀπειλές ὁ Μάρτυρας περέμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη του στόν Χρι-στό, γι’ αὐτό καί ἀποκεφαλίσθηκε τό ἔτος 1490.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καλεῖ τό Μάρτυρα Μαυρουδῆ καί ὁρίζει τή μνήμη του στίς 10 Μαρτίου, ἐνῶ ὁ Παρισινός Κῶδιξ κα-λεῖ αὐτόν Μαυροειδῆ καί σημειώνει τή μνήμη του στίς 17 Φεβρουαρί-ου. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θεωρεῖ ὅτι δέν εἶναι ἄλλος ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Μιχαήλ ὁ ἐξ Ἀνδριανουπόλεως καί ἄλλος ὁ Ἅγιος Νεο-μάρτυρας Μιχαήλ ὁ Μαυρουδῆς πού καταγόταν ἀπό τή Γρανίτσα τῆς Εὐρυτανίας καί ἑορτάζει στίς 21 Μαρτίου, ἀλλά πρόκειται περί ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, περί τοῦ ὁποίου οἱ γράψαντες διαφωνοῦν ὡς πρός τήν πατρίδα καί τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου[6]. Ἡ νεωτέρα ἔρευνα θεωρεῖ ὅτι δέν πρόκειται περί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, ἀλλά περί δύο ξεχωριστῶν Ἁγίων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδοσίου, τοῦ ἐκ Τυρνόβου.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦαν μία ἀπό τίς πλέον σημαντικές μορφές τοῦ μοναχισμοῦ στή Βουλγαρία. Ἐμό-νασε ἀρχικά στήν ἱερά μονή Ἁγίου Νικολάου Βιδινίου, κατόπιν στή μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Τυρνόβου, τήν τότε πρωτεύουσα τῆς Βουλγαρίας. Μετά ἀπό περιπλάνηση ἀπό μονή σέ μονή πρός ἀναζήτησιν πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, κατέληξε σέ ἐγκαταλελειμμένη μονή, γνωστή ὡς «Ἀποκεκρυμμένη», ὅπου εἶχε καταφύγει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναῒτης. Ὑπό τήν ἐπίβλεωη τοῦ Γέροντός του, ὁ Ὅσιος ἐμερίμνησε ἀρχικά γιά τήν ὀχύρωση καί ἀσφάλεια τῆς μονῆς μέ διαβήματα πρός τόν τσάρο τῆς Βουλγαρίας Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος καί ἀνταποκρίθηκε ἔμπρακτα στό αἴτημα τοῦ Ὁσίου. Στή συνέχεια ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος προσείλκυσε στή μονή καί τόν μετέπειτα μαθητή του Ὅσιο Ρωμανό, εὐγενῆ τήν καταγωγή.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου (27 Νοεμβρίου 1347), ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἀνεχώρησε ἀπό τή μονή μέ τό μαθητήτου Ρωμανό. Μαζί ἵδρυσαν νέα μονή ἐπάνω σέ ὕψωμα κοντά στό Τύρνοβο, πού ἀργότερα μετονομάσθηκε μονή τοῦ Θεοδοσίου.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος διακρίθηκε γιά τήν ἐνθουσιώδη προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι διαφόρων αἱρέσεων, καί ἰδίων τῶν Βογομίλων, τῶν Ἰουδαϊζόντων καί τῶν Μεσσαλιανῶν. Ἐπιπλέον, ὁ Ὅσιος ἔμεινε γνωστός καί γιά τό μεταφραστικό του ἔργο ἀπό τήν ἑλληνική πρός τή σλαβονική.
Τό ἔτος 1360 ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἀσθένησε βαρειά. Ἀφοῦ θέλησε νά ἐπισκεφθεῖ, γιά τελευταία φορά, τό φίλο του Ἅγιο Κάλλιστο, Πατριάρχη Κψνσταντινουπόλεως, ἐκοιμήθηκε ἐκεῖ, τό ἔτος 1362. Ὁ μαθητής του, Ὅσιος Ρωμανός, ἀνέλαβε σύμφωνα πρός τήν τελευταία ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου, τή μέριμνα τῆς μονῆς, ὡς ἡγούμενος αὐτῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ρωμανοῦ, τοῦ ἐκ Τυρνόβου.
Ὁ Ὅσιος Ρωμανός ὁ ἡσυχαστής καταγόταν ἀπό τό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας καί ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 1370.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἑρμογένους, πατριάρχου Μόσχας.
Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης, κατά κόσμον Ἑρμόλαος, ἐγεννήθηκε στή Μόσχα τό ἔτος 1530 καί ἔζησε στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Καζάν. Τό 1579 ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί διορίσθηκε ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καζάν. Ἡ διακονία του ἐκεῖ τόν συνέδεσε μέ τήν ἀνακάλυψη τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Κα-ζάν. Τό ἔτος 1583 ἐχήρευσε καί ἔγινε μοναχός στή μονή Μεταμορφώ-σεως τῆς ὁποίας ἀνεδείχθη ἡγούμενος. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1589 τόν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Καζάν.
Ὡς ποιμενάρχης ὁ Ἅγιος ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολική δρα-στηριότητα. Ἐφρόντισε κυρίως γιά τή στερέωση τοῦ φρονήματος καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῶν νεοφωτίστων τῆς ἐπαρχίας του. Τό ἔτος 1592 ἐπραγματοποίησε τή μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων ἑνός ἐκ τῶν προκατόχων του, τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ († 6 Νοεμβρίου).
Ὅταν τήν ἐξουσία ἀνέλαβε ὁ Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σούϊσκυ (1606-1610) ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ἐξελέγη Πατριάρχης Μόσχας. Στήν τα-ραγμένη ἐποχή του ἀγωνίσθηκε ἰδιαίτερα κατά τῆς ἰησουϊτικῆς προ-παγάνδας καί ἐπεσήμανε τούς σοβαρούς κινδύνους γιά τήν Ὀρθοδο-ξία.
Ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς πατριαρχείας του, ὁ Ἅγιος Ἑρμο-γένης ὑπεραμύνθηκε τῶν δικαιωμάτων τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Σούϊσκυ. Μάταια, ὅμως. Ὁ λαός ἀνέτρεψε τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο στίς 17 Ἰουλίου 1610. Τότε ὁ Ἑρμογένης ἐπεδίωξε μάταια νά ἐκλεγεῖ αὐτοκράτορας ὁ νεαρός Μιχαήλ Ρομανώφ, ὁ ὁποῖος πράγματι ἐξελέγη τό 1613, καί συμμερίσθηκε τό σχέδιο ὁρισμένων εὐγενῶν, τό ὁποῖο προέβλεπε τήν ἀνάδειξη στό Ρωσικό θρόνο τοῦ Βλαδίσλαου, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Πολωνίας Σιγιμούνδου, ὑπό τόν ὅρο ὅτι ὁ πρίγκηπας θά ἀσπαζόταν τήν ὀρθόδοξη πίστη. Οἱ Πολωνοί, θέλοντες νά παρακάμ-ψουν τόν ὅρο αὐτό, προσέκρουσαν στήν ἀκαμψία τοῦ Πατριάρχου. Ὡς μόνος ἀναμφισβήτητος ἐκκλησιαστικός ἄνδρας κύρους στή Ρωσία κατ’ ἐκείνη τήν ὥρα, κατόρθωσε νά ἐμποδίσει τό ρωμαιοκαθολικό Βλαδίσλαο νά γίνει ἐπίσημα αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας. Ἡ κατοχή τῆς πρωτεύουσας ὑπό τοῦ Πολωνικοῦ στρατοῦ δέν ἐλύγισε τόν Πατριάρ-χη. Ἀντίθετα, ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης, βλέποντας τήν κακοπιστία τοῦ βα-σιλέως τῆς Πολωνίας, ἐστράφηκε ἀνοικτά κατά τοῦ ξένου ἐπιδρομέως καί ἐπεδίωξε μέ ὅλα τά μέσα τή συγκρότηση τοῦ ἀναγκαίου στρατοῦ γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος του.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη καί καθαίρεθηκε ἀπό τή θέση τοῦ Πατρι-άρχου. Τόν ἐνέκλεισαν στό μετόχι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου ἀπέθα-νε, ἀπό πεῖνα ἴσως, στίς 17 Ἰανουαρίου 1612 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος (Ἀχαρέλι) ἐγεννήθηκε στή Γεωργία κατά τόν 18ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀτζαρία. Ἐμαρτύρησε τόν 19ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρνάβα τῆς Γεθσημανῆ.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, κατά κόσμον Βασίλειος Ἴλιτς Μέρκουλωφ, ἐγεννήθηκε στίς 24 ἰανουαρίου 1831 στό χωριό Προυντίσκι τῆς ἐπαρχίας Τούλα τῆς Ρωσίας. Τό ἔτος 1851 εἰσῆλθε στή μονή τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καί ἐκάρη μοναχός. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στήν ἔρημο τῆς Γεθσημανῆ κοντά στόν στάρετς Δανιήλ καί στόν ἱερομόναχο Γρηγόριο καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1906.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!