Ιεροδιακόνου Ραφαήλ Μισιαούλη
Οφειλόμενη απάντηση στον αξιοσέβαστο Ιερομόναχο Νικήτα Παντοκρατορινό στο άρθρο του «Η πανορθόδοξος εκκλησιαστική συνείδηση 332 ετώνγια την Ουκρανία»
Αγαπητέ πάτερ Νικήτα,
Διαβάζοντας το τελευταίο κείμενο, που δημοσιεύσατε, με τίτλο «Η πανορθόδοξος εκκλησιαστική συνείδηση 332 ετών για την Ουκρανία», μου προκάλεσε διάφορους προβληματισμούς, τους οποίους θα ήθελα να αναλύσω.
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να εκφράσω την εκτίμησή μου, τόσο προς το σεπτό πρόσωπο του Καθηγουμένου της Ιεράς σας Μονής, πατρός Γαβριήλ, τον οποίο γνωρίζω, όσο και προς το πρόσωπό σας, αλλά και προς σύμπασα την Αγιορείτικη Αδελφότητα, την οποία θεωρώ κόσμημα και καμάρι της Ορθοδοξίας μας.
Α. Τα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου της Μόσχας
Αρχίζετε το κείμενό σας, με αναφορά στα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας, τα οποία ισχυρίζεστε, ότι ορίσθηκαν με βάση τα εδαφικά όρια του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών του 1589. Τα όρια της δικαιοδοσίας αυτής, δηλαδή του Πατριαρχείου Μόσχας για τη Μητρόπολη Κιέβου, δεν φαίνονται στα έγγραφα ούτε του 1593 και 1686. Φαίνονται στον 17ο Κανόνα της εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου.
Θα πρέπει, λοιπόν, να σας θέσω ένα ερώτημα: Ποια θεωρείτε υπερβόρεια μέρη; Εννοείτε τις εκτάσεις που βρίσκονται βόρεια της Κωνσταντινουπόλεως;
Επίσης, να σας προϊδεάσω, ότι, αν μονομερώς ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ορίζει τα όρια των δικαιοδοσιών, τότε εγείρεται μείζον εκκλησιολογικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, δεν αναφερθήκατε, στην επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Γ΄ της 23ης Σεπτεμβρίου 1721 προς τον Μέγα Πέτρο, εις την οποία αναγνωρίζεται και η «Μικρά Ρωσία» ως μέρος της Εκκλησίας της Ρωσίας, ούτε και στη μνημόνευση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Άγιε αδελφέ, αρνείσθε και δεν αναφέρετε ότι 300 έτη αποκλειστικής διοικήσεως της Ουκρανίας από την Εκκλησία της Ρωσίας όχι μόνο το εθιμικό δίκαιο του Μόσχας, αλλά σύμφωνα και με αυτό που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες, ότι εάν παρέλθει τριακονταετία η Επαρχία, τότε ανήκει στη δικαιοδοσία εκείνου που την προσάρτησε.
Υπάρχουν αναφορές και μαρτυρίες σε Μητροπολίτες, οι οποίες φυλάττουν τον τίτλο του Κιέβου. Ο Μητροπολίτης της Ρωσίας, Έλληνας στο γένος, ο Άγιος Θεόγνωστος, έφθασε στη Ρωσία το 1328 και, μετά από σύντομη παραμονή στο Κίεβο και το Βλαδίμηρ, εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Επομένως, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο πρόσωπό του ευσυνειδήτως ενέκρινε τη μεταφορά του διοικητικού κέντρου της ενιαίας Μητροπόλεως της Ρωσίας στη Μόσχα, φυλαττομένου του τίτλου «Κυέβου».
Το 1354 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Φιλόθεος από κοινού με τη Σύνοδό του, προβίβασε τον Άγιο Αλέξιο σε Μητροπολίτη Κυέβου και πάσης της Ρωσίας, εκδίδοντας στις 30 Ιουνίου 1354 και σχετική Συνοδική Πράξη[1]. Υπάρχουν μαρτυρίες από Πατριαρχικό σιγίλιο, όπου καταργούνται οι Μητροπόλεις των Λιτβών και τα Γράμματα του Αγίου Φιλοθέου προς τον Άγιο Αλέξιο προσωπικά και προς τους ηγεμόνες διαφόρων ρωσικών περιοχών, όπου τους προτρέπει να αποδέχονται ως επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας μόνο τον Μητροπολίτη Κυέβου και πάσης της Ρωσίας, δηλαδή τον Άγιο Αλέξιο, τα οποία χρονολογούνται στο 1370.
Β. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ουδέποτε αμφισβήτησε ότι το Κίεβο ανήκει στο Πατριαρχείο Μόσχας
Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως δεν αμφισβητούσε, ότι ο Προκαθήμενος της Μητροπόλεως της Ρωσίας δεν ήταν «κολλημένος» αποκλειστικά στο Κίεβο, αλλά ήταν Προκαθήμενος όλων των ρωσικών περιοχών. Εδώ οφείλεται τόσο η ένταξη τον 12ο αιώνα από την Κωνσταντινούπολη της προσθήκης «πάσης» στον τίτλο του Μητροπολίτη, όσο και η Συνοδικώς επικυρωθείσα για ποιμαντικούς σκοπούς μεταφορά του μονίμου καθίσματος του Μητροπολίτη στη βορειοανατολική Ρωσία «ἀναφαιρέτως καὶ ἀναποσπάστως εἰς αἰῶνα τὸν ἄπαντα».
Το 1622 ο Επίσκοπος Ησαΐας Κοπίνσκι και μελλοντικός Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας (1631–1632), απηύθυνε το Γράμμα του στον «Παναγιώτατον καὶ παμμακαριώτατον κυρ Φιλάρετον, ἐλέῳ Θεοῦ, ἱερωτάτον Πατριάρχην τῆς Μεγάλης τε καὶ Μικρᾶς Ρωσίας ἕως περάτων τοῦ μεγάλου ὠκεανοῦ»[2].
Συνεπώς, οι χειροτονηθέντες Ιεράρχες είχαν πλήρη επίγνωση της μη εξαιρέσεως της Μικράς Ρωσίας από τη δικαιοδοσία των Πατριαρχών Μόσχας. Άρα, δεν είναι μία αναφορά σε τίτλους, όπως ισχυρίζεστε, που να θέλει το Κίεβο να είναι υπό την ευθύνη του Μόσχας. Τονίζεται ότι, «ουδέποτε οι Πατριάρχες Μόσχας και πάσης Ρωσίας και πάντων των υπερβορείων μερών, δεν πρόσθεσαν στον τίτλο του το “και μικράς Ρωσίας”».
Πώς γίνεται, όμως, όσοι Ιεράρχες χειροτονούνταν στη Μικρά Ρωσία να αναγνώριζαν, ότι υπάγονται στη δικαιοδοσία των Πατριαρχών Μόσχας; Δεν μπορεί να εξάγει κανείς συμπέρασμα από αυτό που λέτε.
«Ὄτε διά τῆς συνόδου Ἁγιωτάτων τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Πατριαρχῶν τε καὶ πολλῶν Ἀρχιερέων συνεστήθη ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει τῆς Μόσχας, ἐπὶ τῶν εὐλαβεστάτων Ὀρθοδόξων βασιλέων, ὁ πατριαρχικὸς θρόνος, ὥρισαν πάντες συνοδικῶς ὅπως ὅλων τῶν θρόνων τοὺς τῆς Ρωσσίας Ἀρχιερέας ὑποταγῆναι τῷ πατριαρχικῷ θρόνῳ Μοσκοβίας, τοῦ Πατριάρχου ἔχοντος τίτλον ὡς οὕτως: Πατριάρχης Μοσχοβίας καὶ πάσης Ρωσσίας καὶ τῶν βορείων μερῶν»[3].
Σε γράμμα του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιακώβ το Νοέμβριο 1685, ο Πατριάρχης Μόσχας Ιωακείμ αναφέρεται σε επιχειρήματα, σχετικά με την ιστορική ενότητα της Μητροπόλεως Ρωσίας και την αναγνώριση από τους Πατριάρχες της Ανατολής της δικαιοδοσίας Μόσχας επί όλων των ρωσικών επαρχιών των βορείων μερών, συμπληρώνοντας με εκείνο του τίτλου, τον οποίο είχαν παλαιότερα οι Μητροπολίτες Μόσχας «Κυέβου καὶ πάσης τῆς Ρωσίας».
Να αναφέρω ακόμη δύο παραδείγματα, τα οποία φαίνεται σας έχουν διαφύγει. Πρώτο, το 1868 με αφορμή το Βουλγαρικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα, η Ρωσία απέστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη απάντησή της. Στο τέλος της επιστολής, μαζί με τις υπογραφές των Μητροπολιτών Μόσχας και Αγίας Πετρούπολης, ήταν και η υπογραφή του Μητροπολίτου Κιέβου και Γαλικίας Αρσενίου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αντέδρασε καθόλου. Η ίδια υπογραφή βρισκόταν και σε άλλο Γράμμα το 1871. Δεύτερο, το 1976 ο τότε Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Φιλάρετος Ντενισένκο ήταν αρχηγός της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στην Προσυνοδική Διάσκεψη στη Γενεύη, και αυτό μπορείτε να το διαβάσετε στην επιστολή του Μητροπολίτη Βιδινίου Δανιήλ στους Ιεράρχες των Εκκλησιών για το Ουκρανικό στις 19 Ιουνίου 2019. Πάλι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αντέδρασε[4].
Και σας θέτω το εξής ερώτημα: Για ποιο λόγο δεν αντέδρασε, εφόσον πιστεύει ότι η Ουκρανία του ανήκει;
Γ. Υπαγωγή νέων περιοχών στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας
Σε άλλο σημείο του κειμένου σας αναφέρετε, ότι ο Πατριάρχης Μόσχας Ιωακείμ και ο Τσάρος Μ. Πέτρος ζήτησαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Δ΄ την υπαγωγή των νέων περιοχών στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ρωσίας.
Ξεχάσατε, αγαπητέ μου πάτερ, ότι ο ομότιμος Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Βλάσιος Φειδάς, τον οποίο συχνά επικαλείστε, όπως φαίνεται και από το εγχειρίδιο που εξέδωσε η Μονή σας περί του Ουκρανικού Ζητήματος, σημειώνει ότι «ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος υπήγαγε την Μητρόπολιν Κιέβου υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου Μόσχας (1687)»[5].
Στο ίδιο έργο, ο Καθηγητής αναφέρει ότι ο Τσάρος Μ. Πέτρος καταργεί τον Πατριαρχικό θεσμό στη Μόσχα και εισάγει Σύνοδο. Η απόφαση αυτή επικυρώνεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα στη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας να μετέχει ο Μητροπολίτης Κιέβου, εκτός από τους Μητροπολίτες Μόσχας και Πετρουπόλεως, ως ένα από τα τρία μόνιμα μέλη[6].
Στην απόφαση της Ιεράς Συνόδου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στα δύο γράμματα του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Πατριάρχη Μόσχας και στον Τσάρο της Μόσχας δεν υπάρχει η λέξη οικονομικώς, όπως αναφέρεται και στο εγχειρίδιό σας στη σελίδα 2. Υπάρχει σε κάποια αλληλογραφία με κάποιους η λέξη αυτή, αλλά δεν υπάρχει στα θεμελιώδη ντοκουμέντα.
Τον Μαΐο-Ιούνιο 1686 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε τέσσερα επίσημα έγγραφα επικυρωτικά της υπαγωγής των Μητροπολιτών Κιέβου στη δικαιοδοσία των Πατριαρχών Μόσχας: α) Πατριαρχικό Γράμμα προς τους βασιλείς Μοσχοβίας, β) Πατριαρχικό Γράμμα προς τον Χατμάνο Ι. Σαμοϊλόβιτς, γ) Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα προς τον Μόσχας Ιωακείμ και δ) Πατριαρχικό και Συνοδικό γράμμα περί νέας τάξεως εκλογής του Μητροπολίτη Κιέβου.
Το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων συνίσταται στην αποδοχή από τον Πατριάρχη και τους Αρχιερείς της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως της αντικειμενικής ανάγκης της επανυπαγωγής του θρόνου Κιέβου στον Μόσχας, τη χορήγηση στον Μόσχας εξουσίας να χειροτονεί τον Κιέβου, τον εκλεγόμενο κατά τα έθιμα της οικείας αυτού Μητροπόλεως, και δικαιώματος εκδικάσεως αυτού, δηλαδή να απολαμβάνει επ’ αυτού πλήρους δικαιοδοσίας, και, μάλιστα, διά παντός (τα σχετικά δικαιώματα απονεμήθηκαν στον Μόσχας «ὅ τε ἤδη καὶ οἱ μετὰ τοῦτον», ενώ από τον Κιέβου απαιτείται να έχει τον Μόσχας ως «προεστώτα» αυτού, δηλαδή την κανονική του αρχή, και για την πράξη στις μεμβράνες να αποτείνεται σε αυτόν και όχι στον Κωνσταντινουπόλεως.
Με τη Συνοδική Πράξη του 1654, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε τα δικαιώματα του Πατριάρχη Μόσχας, όχι μόνο επί της Μεγάλης, αλλά και της Μικράς Ρωσίας.
Ο Πατριάρχης Διονύσιος στο Γράμμα του προς τους βασιλείς αιτιολογεί την παράκλησή του σχετικά με τη μνημόνευση του Κωνσταντινουπόλεως από τον Κιέβου όχι με τη συνέχιση της εξαρτήσεως του Κιέβου από αυτόν, αλλά με το ότι εξ αυτού, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχου, «πάντα τὰ ἀγαθὰ εἰς τὰ τῆς οἰκουμένης πέρατα διαδιδόμενα». Τούτο πρέπει να ερμηνευθεί ως έκκληση προς την ενότητα της ανά την Οικουμένη Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι κάθε άλλη ερμηνεία θα έμοιαζαν πολύ με παπικό δόγμα.
Είναι ανυπόστατο και ανιστόρητο να συμπεράνει κανείς, ότι η Μητρόπολη Κιέβου εξακολουθούσε, δήθεν, να τελεί υπό κανονική εξάρτηση της Κωνσταντινουπόλεως: O λόγος σε αυτή την παράκληση γίνεται αποκλειστικά για τον Μητροπολίτη, η αιτιολόγηση της παρακλήσεως ούτε υπαινιγμό κάνει για τη συνέχιση της δικαιοδοσίας Κωνσταντινουπόλεως επί του Κιέβου ούτε μνημόνευση του Κωνσταντινουπόλεως από τους λοιπούς Επισκόπους προβλέπεται.
Δ. Η μνημόνευση των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής
Όσον αφορά στο θέμα της μνημονεύσεως των τεσσάρων Πατριαρχών, δεν είναι καθόλου άσχετο προς το συγκεκριμένο ζήτημα, όπως αναφέρατε. Το γεγονός είναι, ότι ακόμη επί του Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα, από σεβασμό προς τους Πατριάρχες Ανατολής, η μνημόνευση αυτών συμπεριλήφθηκε στις τυποποιημένες εκδόσεις των ρωσικών λειτουργικών βιβλίων. Ειδικότερα δε, στη Μοσχοβίτικη έκδοση του Ιερατικού 1655, εκτός του Μόσχας, πρωτοεμφανίζεται η μνημόνευση και των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και, μάλιστα, ονομαστική.
Με τη σειρά του, στο Αρχιερατικό του 1677 και στις επανεκδόσεις του, οι Πατριάρχες της Ανατολής μνημονεύονται κατά την αναφορά. Ακόμη στην τάξη της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας εμφανίζεται η μνημόνευση των Πατριαρχών της Ανατολής κατά τη Μεγάλη Είσοδο και η λεγόμενη φήμη, δηλαδή σειρά εκφωνήσεων προ ψαλμωδίας του Τρισάγιου Ύμνου.
Όλα αυτά ήρθαν να συμπληρώσουν τη μνημόνευση των Πατριαρχών κατά την Προσκομιδή, η οποία, όπως και πρότερον, ετελείτο κατά το Ιερατικό. Προς αντιπαραβολή, από το παλαιό Αρχιερατικό της Μητροπόλεως Κιέβου η φήμη έλειπε καθόλου, όπως έλειπε και η μνημόνευση των Πατριαρχών στη Μεγάλη Είσοδο. Υπήρχε μόνο η μνημόνευση «Οικουμενικών Πατριαρχών» (χωρίς αναφορά ονομάτων), κατά την Προσκομιδή και η αναφορά στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ως μέρος της εκφωνήσεως στην ευχή της αναφοράς.
Ως συνέπεια, στην αρχιερατική και ακόμη την ιερατική τάξη της Θείας Λειτουργίας, μετά την επανένωση της Μητροπόλεως Κιέβου με το Πατριαρχείο Μόσχας, έχουν αυξηθεί σημαντικά οι μνημονεύσεις των Πατριαρχών της Ανατολής, σε αντιπαραβολή με την προγενέστερη περίοδο.
Στ. Συνταγμάτια
Να μου επιτρέψετε να διαφωνήσω μαζί σας, ότι τα συνταγμάτια δεν έχουν κύρος. Ασφαλώς και έχουν κύρος, διότι αυτά εκφράζουν τη θεμελιώδη κανονικότητα της Εκκλησίας. Αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της κανονικής δικαιοδοσίας των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Είναι ισχυρό τεκμήριο για το πού υπάγεται μία Μητρόπολη.
Παραθέτετε ένα μεμονωμένο περιστατικό, όταν η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας, σε απαντητική επιστολή της προς την πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Στ΄, «υπέδειξε ως ουδετερώτερον μέρον προς τούτο το αρχαίον Κίεβον». Αν ανατρέξετε στο Συνταγμάτιο του 1715 του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρυσάνθου Νοταρά, στο Συνταγμάτιο του 1797, το οποίο συνέταξε ο Εθνομάρτυρας και Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄, στα Συνταγμάτια του 1829, του 1896, του 1902, η Ουκρανία αναφέρεται ως επαρχία της Μοσχοβίας και όχι του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αν ανατρέξετε σε όλα τα Τυπικά, Ημερολόγια και Δίπτυχα όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, δεν θα βρείτε πουθενά την Ουκρανία ως τμήμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου[7].
Το παράδειγμα που δίνετε δεν το θεωρώ πειστικό, Γέροντά μου, με την αναφορά απλώς σε μια απαντητική επιστολή, ότι η Εκκλησία της Ρωσίας βλέπει το Κίεβο ουδέτερη περιοχή. Και, εφόσον, όπως λέτε, δεν θεωρούσε ο Μόσχας τη Μητρόπολη Κιέβου περιοχή που ανήκει στην δικαιοδοσία του, γιατί δεν έστειλε κάποιος Πατριάρχης επιστολή και να ζητήσει τη διαγραφή της από τα Συνταγμάτια κάτω από το Πατριαρχείο Μόσχας; Από το 1797 πέρασαν 200 τόσα χρόνια, πέρασαν τόσοι Πατριάρχες, όπως ο Άγιος Τύχον, ο Σέργιος, ο Ποιμήν, ο Αλέξιος Α΄, ο Αλέξιος Β΄, δεν μπορούσαν να διορθώσουν το «λάθος» αυτό, εφόσον ισχυρίζεστε, ότι θεωρούσαν το Κίεβο ουδέτερη περιοχή;
- Προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και έναρξη του πολέμου στο Ντονμπάς
Γέροντά μου, αναφέρετε, ότι «σκοπός ήταν να θεραπευθεί μια κατάσταση, όπου πάνω από τον μισό ορθόδοξο πληθυσμό θεωρούνταν σχισματικοί». Δυστυχώς, αυτό δεν ευσταθεί. Είναι ανυπόστατο, ότι πάνω από τον μισό πληθυσμό είναι σχισματικοί. Στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό την ηγεσία του Μητροπολίτη Ονουφρίου, συναριθμούνται περίπου 110 Επίσκοποι, 12411 ιερείς, 12338 ενορίες, 53 Μητροπόλεις, 4609 μοναχοί και μοναχές σε 254 Μονές και 19 εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συνεπώς, το 77% των Ορθοδόξων ενοριών είναι υπό του Μητροπολίτου Ονουφρίου.
Στη νέα εκκλησιαστική δομή εντάχθηκαν μόνο 2 επίσκοποι ο Συμεών Βίνιτσας, είναι ένας παλιός φίλος του πρώην Προέδρου Ποροσένκο, τον οποίο ο Πρόεδρος έθεσε επικεφαλής αυτής της νέας δομής. Ο Αλέξανδρος Ντραμπίνκο είναι ένας ιεράρχης το όνομα του οποίου συνδέεται με διάφορα σκάνδαλα.
Αρχικά, ο Επιφάνιος είχε το 23% του πληθυσμού. Όμως το 8% κατέφυγε στον Φιλάρετο, άρα απέμεινε το 15% υπό του Επιφανίου. Οι ενορίες υπό του Ονουφρίου είναι παρούσες σε όλους τους διοικητικούς νομούς της Ουκρανίας και κατέχουν, όπως ανέφερα πιο πάνω, την πλειοψηφία. Ενώ οι ενορίες υπό του Επιφανίου και οι Ουνίτες δεν έχουν πανουκρανικό χαρακτήρα και, κυρίως, συγκεντρώνονται στη Δυτική Ουκρανία και, συγκεκριμένα, στη Γαλικία και Βολινία.
Η Ανατολική Ουκρανία κατοικείται από Ουκρανούς, οι οποίοι δέχθηκαν διωγμό από τους εθνικιστές ολιγάρχες που κατέλαβαν με πραξικόπημα την εξουσία και την κυβέρνηση και, έτσι, ζήτησαν την ανεξαρτησία τους. Το δημοψήφισμα στην Κριμαία ήταν καταπέλτης για την ουκρανική κυβέρνηση. Η Κριμαία ήταν πάντα ρωσική και την είχε δώσει το σοβιετικό καθεστώς στην Ουκρανία με αντάλλαγμα να ψηφίσουν οι Ουκρανοί μέλη του κόμματος τον Νικίτα Χρουστσόφ για γενικό γραμματέα. Το 90% του πληθυσμού ομιλούν ρωσικά και έχουν όλοι ρίζες ρωσικές. Τα υπόλοιπα είναι προπαγάνδα της Δύσης που χρησιμοποίησε τους εθνικιστές ολιγάρχες, για να αποκτήσει δικαιώματα στην Ουκρανία.
Άρα, όσοι ισχυρίζονται αυτά, και δεν αναφέρομαι στο πρόσωπό σας σεβαστέ μου π. Νικήτα, είναι προπαγανδιστές της μιας πλευράς και δεν έχουν καμία σχέση με την Ουκρανία. Οι αριθμοί και τα γεγονότα ομιλούν από μόνα τους. Ποιοι στήριξαν την αυτοκεφαλία στο κοινοβούλιο; Οι εβραϊκής καταγωγής εθνικιστές, οι αθεϊστές και μερικοί εθνικιστές σχισματικοί. Μετά τη συνεδρία οι σχισματικοί είπαν ψευδώς «ορίστε αυτοί είναι πιστοί μας». Για όλα αυτά έγινε μεγάλη αναφορά στον τύπο και είναι καταγεγραμμένα.
Δυστυχώς, και το λέω με μεγάλη θλίψη, το Φανάρι προσπάθησε με οδηγίες της Δύσης να ενώσει πολιτικά συμφέροντα και όχι τους Χριστιανούς. Τα αποτελέσματα και οι αριθμοί είναι μπροστά μας αδιάψευστος μάρτυρας, έστω και αν υπάρξει κάποιος που θα αμφισβητήσει. Και σας θέτω το εξής ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν ένα πολιτικό συμφέρον να έχει κοινή γεωστρατηγική ατζέντα με μια πίστη; Πού πήγαν οι ιεροί κανόνες; Και, όταν τα γεωστρατηγικά συμφέροντα ζημιώνουν την πίστη, τι γίνεται και το Πατριαρχείο συμμαχεί με το κοσμικό συμφέρον; Αυτό δεν είναι ένα δεύτερο Βατικανό που έμπλεξε τα πολιτικά συμφέροντα με τα πνευματικά και κατάντησε ένα κοσμικά εξαρτώμενο μόρφωμα, που όλο και απαξιώνεται και κλείνουν οι Ναοί ο ένας μετά τον άλλο;
Η. Ισχυρισμοί από διάφορους Προκαθημένους για το ζήτημα του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου
Ισχυρίζεστε στο κείμενό σας, ότι σκοπός της όλης κατάστασης ήταν να θεραπευθεί μια κατάσταση. Δυστυχώς, και το λέω με μεγάλη θλίψη, αξιοσέβαστέ μου π. Νικήτα, αντί να θεραπευθεί, επιμολύνθηκε πολύ παραπάνω. Εάν ήταν η θεραπεία αυτή δεκτική στον οργανισμό της Ορθοδοξίας, δεν θα αναγνώριζαν μόνο 4 από τις 14 Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και Πατριαρχεία;
Να υπενθυμίσω τι δήλωσαν διάφοροι Προκαθήμενοι. Ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Σάββας είπε τα εξής: «Παναγιώτατε, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες οι σχισματικές ομάδες μπορούν να επιστρέψουν στην κανονικότητα μόνο μέσω της μετάνοιας, ενώ το επιτίμιο μπορεί να το άρει μόνο εκείνος που το επέβαλε. Ο Φιλάρετος και οι οπαδοί του δεν έδειξαν μετάνοια και ταπείνωση, τα οποία προηγούνται της άρσης των αναθεμάτων. Επομένως, δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως πραγματικοί ποιμένες που μπορούν να τελέσουν μυστήρια, όπως ο λεγόμενος “Μητροπολίτης” Επιφάνιος»[8].
Ο μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος ανέφερε το εξής: «Έχουμε ήδη ένα μεγάλο σχίσμα εξαιτίας του παπισμού ως απόκλιση από το πνεύμα της συμφιλίωσης – το σχίσμα ανάμεσα στη χριστιανική Ανατολή και τη Δύση, το οποίο διήρκεσε αιώνες. Εξαιτίας αυτού του νέου ανατολικού μοντέλου του παπισμού μπορεί να προκληθεί ένα νέο μεγάλο σχίσμα»[9].
Ακόμη δε η Εκκλησία της Γεωργίας ανέφερε μέσω του Μητροπολίτη Αχαλκαλάκι και Κουμούρδο Νικολόζ: «Πρέπει να μελετήσουμε τον τόμο στο πρωτότυπο, ούτε μια από τις μεταφρασμένες εκδόσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες ημέρες. Δεν μπορεί να υπάρξει βιασύνη εδώ, δεδομένου ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δεν έχει ακόμη λάβει απόφαση σχετικά με ένα παρόμοιο τόμο για την Γεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν έχει διευθετήσει το ζήτημα των διπτύχων. Η Κωνσταντινούπολη χρειάστηκε 1.500 χρόνια για να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Γεωργιανής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αν η (νέα) ουκρανική εκκλησία πρέπει να περιμένει λίγο, δεν θα υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο σε αυτό».
Επίσης, να αναφέρω την αντίδραση των Ιερών Μονών Ζωγράφου και Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, όταν ο Μητροπολίτης Οδησσού Παύλος της υπό αμφισβήτηση Ουκρανικής Εκκλησίας εξέφρασε την επιθυμία να της επισκεφθεί όταν ήρθε στο Άγιο Όρος και προεξήρχε σε Ιερά Αγρυπνία στο Καθολικό της Ιεράς σας Μονής. Και να σας θυμίσω τι είπε τότε ο Πρύτανης της Θεολογικής Σχολής της Μόσχας Αρχιεπίσκοπος Βερέγια Αμβρόσιος, «μπροστά στα μάτια μας, το ένα μετά το άλλο Αγιορείτικο Μοναστήρι ενώνεται με τους σχισματικούς, διαπράττοντας έτσι μια ασύλληπτη προδοσία κατά των Ορθοδόξων στην Ουκρανία, οι οποίοι εκδιώκονται, εκβιάζονται, ξυλοκοπούνται και εξωθούνται από τις εκκλησίες τους. Η Ξενοφώντος, η Παντοκράτορος και η Νέα Εσφιγμένου έχουν ήδη εισέλθει σε κοινωνία με σχισματικούς και αυτοχειροτόνητους, σφίγγοντας τα χέρια των διωκτών της Εκκλησίας στην Ουκρανία»[10].
Άρα, το αποτέλεσμα δεν ήταν να θεραπευθεί η κατάσταση, αλλά να προκληθεί περισσότερη μόλυνση στην Ορθοδοξία. Το όλο αποτέλεσμα οτιδήποτε άλλο από θεραπεία μπορεί κανείς να το ονομάσει.
Θ. Ισχυρισμοί ότι ο Πατριάρχης Μόσχας ενέταξε αντικανονικά στον Καταστατικό Χάρτη τις αυτόνομες εκκλησίες υποβιβάζοντάς τις σε αυτοδιοίκητες
Στο κείμενό σας κάνατε αναφορά, ότι «το 2000 ο Πατριάρχης Μόσχας ενέταξε αντικανονικά στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ρωσίας τις αυτόνομες Εκκλησίες της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Μολδαβίας και της Εσθονίας, υποβιβάζοντάς τις σε αυτοδιοίκητες Εκκλησίες, για να τις εντάξει στη δικαιοδοσία του και αυθαίρετα να τις χαρακτηρίσει κανονικό έδαφός του».
Να σας αναφέρω ότι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία στον Καταστατικό Χάρτη της Ρωσικής Εκκλησίας πηγαίνει πρώτη με περισσότερα δικαιώματα από τις αυτοδιοίκητες Εκκλησίες. Στις δεκαετίες 1990 μέχρι το 2000 σιγά σιγά οι επαρχίες της Ρωσίας (Εσθονία, Λιθουανία, Μολδαβία) έχουν γίνει αυτοδιοίκητες Εκκλησίες, βασικά αυτόνομες Εκκλησίες. Λόγω του ότι το Πατριαρχείο Μόσχας δεν επιθυμούσε να έχει προβλήματα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αντί να τις ονομάσει αυτόνομες τις ονόμασε αυτοδιοίκητες, εκτός από την Ιαπωνική Εκκλησία. Στις αλλαγές του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ρωσίας θα δείτε ότι πηγαίνει πάνω από τις αυτόνομες Εκκλησίες η Εκκλησία της Ουκρανίας, στη συνέχεια είναι το κεφάλαιο για τις αυτόνομες Εκκλησίες και μετά το κεφάλαιο για τις αυτοδιοίκητες.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός σας ότι αντικανονικά τις ενέταξε με σκοπό να τις χαρακτηρίσει αυθαίρετα κανονικό έδαφός του δεν ευσταθεί.
Ι. Δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δέχεται το Έκκλητο από άλλες Εκκλησίες
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επικαλείται τους κανόνες 4, 5 και 6 της Συνόδου της Σαρδικής, για να στηρίξει τη θέση αυτή, ότι έχει το κανονικό δικαίωμα αποδοχής και εκδικάσεως εκκλήτων προσφυγών από κληρικούς και των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Είναι αληθές ότι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος θεσμοθέτησε τον 28ο της κανόνα, ο οποίος απονέμει στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης ίσα προνόμια με τον Επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης[11]. Στον Κωνσταντινουπόλεως χορηγούνται ίσα δικαιώματα με εκείνων του Ρώμης.
Ο 31ος και ο 129ος κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης μάς βοηθούν να κατανοήσουμε την εφαρμογή των τριών προαναφερθέντων κανόνων της Συνόδου της Σαρδικής. Η Σύνοδος της Καρθαγένης, η οποία συγκροτήθηκε το 418, ασχολήθηκε με το θέμα του πρεσβυτέρου Αππιαρίου της εν Σίκκη Επισκοπής της Αφρικής, το οποίο διήρκεσε από το 418 μέχρι το 424 μ.Χ. Στα 6 αυτά έτη διετέλεσαν 3 Πάπες Ρώμης (Ζώσιμος, Βονιφάτιος, Κελεστίνος). Ο Επίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος επικαλέστηκε ψευδώς τους κανόνες της Σαρδικής και πρόβαλε αξιώσεις να δέχεται εκκλήτους προσφυγές των Επισκόπων και άλλων κληρικών από τις Εκκλησίες της Βορείου Αφρικής. Ο Επίσκοπος Ζώσιμος με βάση τον 5ο κανόνα της εν Σαρδική Σύνοδο αποδέχθηκε την έκκλητη προσφυγή του πρεσβυτέρου της Εκκλησίας της Καρθαγένης Αππιαρίου, ο οποίος καταδικάστηκε για κανονικά αδικήματα σε καθαίρεση και απέστειλε στην Καρθαγένη αντιπροσώπους, οι οποίοι επέμεναν στην επανεξέταση της υποθέσεως του Αππιαρίου. Οι Επίσκοποι της Αφρικής απέκρουσαν το αξιούμενο δικαίωμα το υπό του Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου υπάτου δικαστού των Εκκλησιών τους, οι οποίοι απαγόρευσαν στους κληρικούς τους να καταθέτουν εκκλήτους προσφυγές στη Ρώμη. Ακόμη δε, απέστειλαν επιστολή προς τον Πάπα Βονιφάτιο, διάδοχο του Ζωσίμου, στην οποία ανατρέπουν τους ισχυρισμούς του Ζωσίμου που επεκαλείτο τους κανόνες της Σαρδικής ως κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το 423 μ.Χ, ο Αππιάριος άσκησε έκκλητο προσφυγή ξανά στον Πάπα Κελεστίνο, διάδοχο του Πάπα Βονιφατίου. Ο Κελεστίνος απέστειλε επιστολή στους λεγάτους της Καρθαγένης, επιμένοντας στην αθώωση του Αππιαρίου. Συνήλθε το επόμενο έτος η Σύνοδος στην Καρθαγένη, για να επιληφθεί το ισχυριζόμενο δικαίωμα του Ρώμης να αποδέχεται εκκλήτους προσφυγές των Επισκόπων πέραν της δικής του δικαιοδοσίας. Η Σύνοδος απέρριψε το προβαλλόμενο δικαίωμα του Πάπα και απέστειλε επιστολή στον Πάπα Κελεστίνο, όπου ελέγχει τον Κελεστίνο, λέγοντας ότι δεν θέλει να πιστέψει ότι σε ένα μόνο Επίσκοπο τον Ρώμης μπορεί να δώσει ο Θεός όλη τη δικαιοκρισία και όχι σε τόσους Επισκόπους, όταν συναθροισθούν εν Συνόδω[12].
Η απαίτηση του τότε Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης για προνόμιο υπέρτατης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας απορρίφθηκε από την Εκκλησία, γιατί έγινε αποδεκτή η κανονική διάταξη της Συνόδου της Καρθαγένης μέσω της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι οι κληρικοί άλλου εκκλησιαστικού κλίματος που θα εκκαλούν ενώπιον του Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης τις υποθέσεις τους θα αφορίζονται.
Εφόσον, λοιπόν, η Εκκλησία αποδέχθηκε ότι οι 3 κανόνες της Σαρδικής (4, 5, 6) αφορούσαν ειδικό προνόμιο, που απονεμήθηκε στον τότε Επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, για τους υποκείμενους και μόνο κληρικούς, και όχι ανάθεση υπέρτατης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας σε αυτό, τότε ισχύει το ίδιο ακριβώς και για τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Έχει, ασφαλώς, το ειδικό προνόμιο της αποδοχής εκκλήτου προσφυγής, αλλά ΜΟΝΟ από τους Επισκόπους και κληρικούς των υποκείμενων Εκκλησιών, δηλαδή των Εκκλησιών που υπάγονται σε αυτό.
Και σας υπενθυμίζω αυτό που καθορίζει ο 28ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου για τις Εκκλησίες που υπάγονται στον Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίες είναι της Θράκης, του Πόντου και της Ασίας «καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδή ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθὼς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονεῖσθαι δέ, καθὼς εἴρηται, τοὺς μητροπολίτας τῶν προειρημένων διοικήσεων παρὰ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατὰ τὸ ἔθος γινομένων, καὶ ἐπ’ αὐτὸν ἀναφερομένων»[13].
Οι ερμηνείες που αποδίδουν ορισμένοι, πέραν από τις ερμηνείες που δίδουν για τους 3 κανόνες της Σαρδικής, παραπέμπουν και στον 9ο και 17ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ισχυρίζονται ότι οι 2 τελευταίοι αυτοί κανόνες αποδίδουν αρμοδιότητες στον Κωνσταντινουπόλεως να αποδέχεται εκκλήτους προσφυγές κληρικών όχι μόνο από τις υποκείμενες σε αυτόν Εκκλησίες, αλλά και από τους άλλους Πατριαρχικούς Θρόνους και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που δεν υπάγονται στη δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Οι κανόνες αυτοί της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο 9ος και 17ος κανόνας[14], δεν ανιδρύουν για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως υπέρτατη δικαστική αρμοδιότητα και άλλο βαθμό δικαιοδοσίας. Ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει το κανονικό δικαίωμα, όπως ορίζουν οι ιεροί κανόνες και όχι η μετριότητά μου, να αποδέχεται και να εκδικάζει εκκλήτους προσφυγές κληρικών από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πέραν της δικής του εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας[15].
Στο σημείο αυτό, να σας υπενθυμίσω, ότι στην τέταρτη πράξη της Συνόδου στη Χαλκηδόνα, όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος ενήργησε υπερόρια και έλαβε την Τύρο από τον Επίσκοπο της Φώτιο και την έδωσε στο Βηρυτού Ευσέβιο και, ακολούθως, αφόρισε τον Φώτιο, εμέμφθη από τους άρχοντες και από όλη την Σύνοδο για την πράξη του αυτή, με αποτέλεσμα η Σύνοδος να ακυρώσει όσα ενήργησε και να δικαιώσει τον Επίσκοπο Φώτιο[16].
Συμπεραίνοντας, τελικά, με βάση τα πιο πάνω, αξιοσέβαστε μου Πάτερ Νικήτα, με την πράξη αυτή του Τόμου της Αυτοκεφαλίας, δυστυχώς επωφελήθηκαν μερικές χιλιάδες αλλά σκανδαλίστηκαν επ’ αδίκω μερικά εκατομμύρια. Εάν ήταν αυτή η αλήθεια που μας υπαγορεύουν οι κανόνες και η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας για τη χορηγία της Αυτοκεφαλίας, τότε θα αναγνώριζαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και τα Πατριαρχεία την Αυτοκεφαλία αλλά και τον Επιφάνιο ως Προκαθήμενο. Για να αναγνωρίσουν μόνο οι 4 από τις 14, αυτό λέει πολλά.
Παρακαλούμε όλους τους Ορθόδοξους αδελφούς μας στην Ουκρανία, να είναι κάτω από το ωμόφορο του Μητροπολίτη Ονουφρίου, να στηρίξουν την Εκκλησία τους και να παραμείνουν πιστοί στην Ορθόδοξη πίστη.
Εύχομαι να αντιληφθούν και οι «μεγάλοι της γης» πόσο μεγάλο ατόπημα έπραξαν αυτοί που αναγνώρισαν τον Επιφάνιο ως «Μητροπολίτη Κιέβου» και να επέλθει η ειρήνη και η ομόνοια στην Οικουμενική Ορθοδοξία.
[1] Koder J., Hinterberger M., Kresten O. Das Register des Patriarchats von Konstantinopel. Teil 3: Edition und Übersetzung der Urkunden aus den Jahren 1350–1363. Wien, 2001.
[2] Кrylovsky А. Lvovskoje stavropigialnoe bratstvo (Opyt tesrkovno-istoricheskogo izsledovanija). Кiev, 1904. Σελ. 79.
[3] Archiv Yugo-Zapadnoj Rossii… Part. 1. Vol. V. Кiev, 1872. σελ. 88
[4] Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου, Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυση του, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2020, σελ. 57.
[5] Βλάσιου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας (988 – 1988), Αθήναι3 1988, σελ. 273 – 274.
[6] Ο. π. σελ. 301 – 304.
[7] Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου, Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυση του, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2020, σελ. 40 – 44.
[8] Απάντηση στην επιστολή με ημερομηνία 24 Δεκεμβρίου 2018, που έστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης προς τους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών σχετικά με τα αποτελέσματα της «Ενωτικής Συνόδου».
[9] Σερβική εφημερίδα Pechat, 7 Ιανουαρίου 2019.
[10] Δηλώσεις στις 10 Φεβρουαρίου 2019 στην ιστοσελίδα «ρομφαία».
[11] Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιο, Αθήναι 1957, σελ. 206.
[12] Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, «Επιστολή Β΄ της εν Αφρική Συνόδου προς Κελεστίνον τον Πάπαν», Πηδάλιον Αθήναι 1957, σελ. 540 – 542 και Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου, Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυση του, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2020, σελ. 89 – 92.
[13] Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, «Επιστολή Β΄ της εν Αφρική Συνόδου προς Κελεστίνον τον Πάπαν», Πηδάλιον Αθήναι 1957, σελ. 206
[14] Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον Αθήναι 1957, σελ. 191 και 199.
[15] Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου, Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυση του, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2020, σελ. 96.
[16] Ο.π., σελ. 97.