Εντείνονται οι ανησυχίες όσων φοβούνται ότι το προετοιμαζόμενο νέο νομοθετικό πλαίσιο της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης θα οδηγήσει στην υποβάθμιση και κατάργησή της. Με τίτλο “«Μεθόδευση, Υποβάθμιση και Κατάργηση Δομών.» Το τρίπτυχο της νέας δομής της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης”, δημοσιεύουμε κείμενο φίλου της “Χ” του οποίου τα στοιχεία είναι στη διάθεση της εφημερίδας μας. Σε συνέχεια της ανακοίνωσης της ΧΔ σχετικά με το θέμα, ο Πρόεδρος της ΧΔ Γιάννης Ζερβός διαβίβασε το πλαίσιο των θέσεων αυτών στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με κοινοποίηση σε όλους τους συνοδικούς Μητροπολίτες και στον ΙΣΚΕ, με αίτημα “Πρὶν προχωρήσει ἡ ὅποια διαδικασία νομοθέτησης, νὰ προηγηθοῦν ἀνοικτὸς διάλογος καὶ ἡ κατάθεση τῶν προτάσεων ὅλων τῶν ἀμέσως ἐνδιαφερομένων φορέων.” Παραθέτουμε πρώτα το κείμενο που μας απεστάλη και στη συνέχεια το διαβιβαστικό κείμενο των θέσεών μας, όπως αυτές έχουν ήδη αναρτηθεί στην ιστοσελίδα μας:
Αναφέρεται σε ιστοσελίδα εκπαιδευτικού περιεχομένου υπό τον τίτλο «Εξορθολογισμός, Αναβάθμιση και Συvένωση Δυνάμεων. Το τρίπτυχο της νέας δομής της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης» (απ’ όπου προφανώς είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του παρόντος κειμένου) ότι:
« Τα πάνω κάτω έρχονται στην εκκλησιαστική εκπαίδευση με Σχέδιο Νόμου που ετοιμάζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων η ευθύνη των συζητήσεων ανήκει στον επί 10 χρόνια Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων Γιώργο Καλατζή.
Το Σχέδιο Νόμου που βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας, έχει προκύψει μεταξύ άλλων από την διαβούλευση, σε πολύ καλό κλίμα, του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων με εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδος, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Κρήτης.
Όντως, από πολλές πηγές διαρρέονται ποικίλες πληροφορίες για ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου που έχει ετοιμαστεί, καμία δεν έχει διαψευστεί αλλά ολόκληρο το σχέδιο δεν έχει γνωστοποιηθεί στους άμεσα ενδιαφερομένους της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, αν και έχει εγκαίρως ζητηθεί. Προφανώς είναι γνωστό μόνο στα ηγετικά στελέχη του Υπουργείου και τnς Εκκλησίας, και η μεταξύ τους συμφωνία είναι αρκετή για να δικαιολογήσει τη μεθόδευση της προώθησης προς ψήφιση ενός νομοσχεδίου χωρίς τους ενδιαφερομένους για τους ενδιαφερομένους αγνοώντας δημοκρατικές διαδικασίες διαφάνεια και συναίνεση με την εκπαιδευτική κοινότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να εφαρμόσουν τις αποφάσεις, όχι να τις γνωρίζουν ή. ακόμη χειρότερα να έχουν άποψη για το λειτούργημά τους ή το μέλλον τους…
Επιπλέον, συνιστά αναβάθμιση η αλλαγή του σκοπού της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης; Αν δεν παράγει «στελέχη της Ορθόδοξnς Εκκλησίας υψηλού μορφωτικού επιπέδου» ποιος θα είναι ο διακριτός ρόλος και n συνεισφορά της στον χώρο της εκπαίδευσης; Μήπως η αλλαγή στοχεύει στην πλήρη αφομοίωσή της από τη γενική εκπαίδευση και την τελική κατάργησή της διά της πλαγίας οδού κοινή συναινέσει Κράτους-Εκκλησίας;
Δημιουργείται μεταδευτεροβάθμια δομή με αποκλειστικό σκοπό την παροχή εκπαίδευσης για όσους επιθυμούν να γίνουν κληρικοί. Με τα επίσης μεταδευτεροβάθμια Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης που δεν λειτουργούν πια, αλλά δεν έχουν και καταργηθεί, τι συμβαίνει: Τι το διαφορετικό ή περισσότερο θα προσφέρει η νέα δομή (αν είναι νέα και δεν αλλάζει απλώς το όνομα),τα σχολικά εγχειρίδια σε μαθήματα θρησκευτικής εξειδίκευσης που εκπονήθηκαν («Τίτλος Πράξης Αναβάθμιση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης») από το ΙΕΠ με κοινοτικά κονδύλια, ποιους θα αφορούν, εάν καταργούνται δομές, όπως φημολογείται, και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Όσο για τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, η συγχώνευση τμημάτων τους με πανεπιστημιακά τμήματα ή συνένωση μεταξύ τους οδηγεί στην κατάργηση των περισσότερων Ακαδημιών με πιθανή ενδυνάμωση των πανεπιστnμιακών τμημάτων. Αν οι Ακαδημίες δεν διατηρήσουν τουλάχιστον 2 τμήματα πώς θα διασφαλίσουν την αυτοτέλεια και την ύπαρξή τους; Με ποια κριτήρια λοιπόν θα αποφασιστούν αυτές οι αλλαγές; Ποιο θα είναι το μέλλον διδασκόντων και διδασκομένων; Υποψήφιοι δε γι’ αυτές τις σχολές δύσκολα θα υπάρξουν, με τη βεβαιότητα του αβέβαιου και απρόβλεπτου μέλλοντος που ανοίγεται μπροστά τους. Άρα πώς θα διατηρηθούν οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες ως βαθμίδα εκπαίδευσης;
Τα ερωτήματα είναι πάρα πολλά και το ένα οδηγεί σε άλλα. Η αναστάτωση και η ανησυχία που δημιουργεί το «κρυφό» σχέδιο νόμου, οι αδιάψευστες φήμες και οι μυστικές συμφωνίες κρατικών και εκκλησιαστικών παραγόντων δεν συνάδουν με τη δημοκρατικότητα και τον σεβασμό που οφείλουν Πολιτεία και Εκκλησία προς τον πολίτη και το ανθρώπινο πρόσωπο.
Η εκκλησιαστική εκπαίδευση του νέου ελληνικού κράτους είναι συνυφασμένη με την αρχή της λειτουργίας του (η Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο ιδρύθηκε το 1830, ενώ η εμβληματική Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή το 1841 αλήθεια, για την Ρ.Ε.Σ. τι προβλέπεται άραγε;). Είναι τουλάχιστον λυπηρό σχεδόν 200 χρόνια μετά η εκκλησιαστική εκπαίδευση να είναι μεταξύ «σφύρας και άκμονος», φθοράς και αφθαρσίας, χωρίς σαφή προσανατολισμό, ουσιαστικό σχεδιασμό και διακριτή θέση στον χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης, με ευθύνη και της Πολιτείας και της Εκκλησίας. Οι πειραματισμοί, η συγκάλυψη των προβλημάτων και οι προχειρότητες ποτέ δεν έχουν καλά αποτελέσματα. Πριν αποφασίσουν, λοιπόν, ειδικά στην παρούσα πρωτόγνωρη συγκυρία, ας συνειδητοποιήσουν ότι ούτε η Πολιτεία, ούτε η Εκκλησία έχουν το περιθώριο να αποδειχτούν κατώτερες των περιστάσεων.
Ι.Χ.Ν.