τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ γῆ κρατᾷ τὴν ἀνάσα της. Ἔνα περίεργο φῶς τρεμοπαίζει πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἕνα φῶς ποὺ μοιάζει νὰ ἔρχεται ἀπὸ βαθιά, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἱστορίας, ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς δημιουργίας.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πιὰ πάνω στὸν Σταυρό. Ἔχει κατέβει, τὸ Σῶμα Του ἀναπαύεται σὲ ἕναν τάφο ποὺ μοιάζει ἀνώφελος· πῶς μπορεῖ ἕνας τάφος νὰ κρατήσῃ τὸν Θεό;
Ἀλλὰ ἡ μέρα αὐτὴ δὲν εἶναι μέρα θλίψης. Εἶναι μέρα προσμονῆς. Στὴ σιωπὴ τῆς γῆς, ἕνα μυστικὸ ἐκτυλίσσεται: ὁ θάνατος πεθαίνει.
Ἡ κάθοδος στὸν ᾍδη
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τί γίνεται κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Ὁ κόσμος ξέρει μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι νεκρός, ἀλλὰ στὰ βάθη τοῦ ᾍδη γίνεται ἕνα κοσμογονικὸ γεγονός.
Ὁ Χριστός, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, εἰσέρχεται εἰς τὸν σκοτεινὸν τόπον.
Οἱ σκιὲς ἀναδεύονται. Οἱ ψυχὲς ποὺ γιὰ αἰῶνες ἦταν δεμένες στὴ φυλακὴ τοῦ θανάτου ἀνοίγουν τὰ μάτια τους. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα σηκώνουν διστακτικὰ τὰ βλέμματά τους. Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ κατέβηκε μέσα στὸ σκοτάδι μὲ τέτοιο μεγαλεῖο;
Εἶναι ὁ Χριστός.
«Ἐγώ εἰμι!» ἡ φωνή Του ἀντηχεῖ στὸν ᾍδη, καὶ ὁ θάνατος ῥαγίζει.
Τὸ σκοτάδι διαλύεται, τὰ δεσμὰ τῆς φθορᾶς σπᾶνε. Ὁ Χριστὸς δίνει τὸ χέρι Του στὸν Ἀδάμ, στὴν Εὔα, σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν σωτηρία. Κι ὁ ᾍδης γκρεμίζεται.
Ἡ νύχτα τῆς προσμονῆς
Πάνω στὴ γῆ, ἡ Ἱερουσαλὴμ κοιμᾶται. Οἱ μαθητὲς φοβισμένοι κρύβονται. Ἡ Παναγία προσεύχεται μὲ μία εἰρήνη ποὺ μοιάζει ἀνεξήγητη· μὲς στὴν καρδιά της, κάτι ψιθυρίζει: «Θὰ ἀναστηθῇ…»
Καὶ ὁ κόσμος περιμένει.
Σὲ λίγες ὧρες, ἡ νύχτα θὰ γεμίσῃ φῶς. Ἡ λύπη θὰ μετατραπῇ σὲ χαρά, ἡ ἀπόγνωση θὰ γίνῃ ἐλπίδα. Ὁ ἄγγελος θὰ κυλίσῃ τὴν πέτρα τοῦ τάφου, καὶ ἡ ἀρχαιότερη φράση τῆς νίκης θὰ ἀκουστῇ:
«Χριστὸς Ἀνέστη!»
Καὶ ὁ θάνατος θὰ γίνῃ παρελθόν.