τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ Μεγάλη Τρίτη ξημερώνει μὲ μία ἠσυχία ποὺ δὲν εἶναι γαλήνη. Στὸν ἀέρα αἰσθάνεσαι μία βαριὰ ἀναμονή, ὡς ἂν ὁ κόσμος νὰ κρατᾷ τὴν ἀνάσα του, προσμένοντας τὰ γεγονότα ποὺ ἔρχονται. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα ξετυλίγεται σιγά-σιγά, ὡς ἕνα δρᾶμα ποὺ μὲ κάθε σκηνὴ βαθαίνει τὴν τραγικότητά του.
Τὴ Μεγάλη Τρίτη ἡ Ἐκκλησία μᾶς φέρνει μπροστὰ σὲ δύο ἰσχυρὲς εἰκόνες: τὴν παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων καὶ τὴν ἱστορία τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικὸς ποὺ μὲ δάκρυα καὶ μύρο ἀλείφει τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ τραγικὴ προσμονή
Οἱ Δέκα Παρθένες περιμένουν τὸν Νυμφίο. Εἶναι νύχτα, τὸ φῶς λιγοστεύει, καὶ ἡ προσμονὴ γίνεται δοκιμασία. Ἀλλὰ πέντε ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἄμυαλες· δὲν ἔχουν φροντίσει γιὰ τὸ λάδι στὶς λαμπάδες τους, καὶ ὅταν ὁ Νυμφίος ἔρχεται, τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς τους τοὺς ἀποκλείει ἀπὸ τὸν γάμο. «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν!» φωνάζουν, ἀλλὰ ἡ πόρτα ἔχει κλείσει.
Πόση θλίψη! Πόση ἀπόγνωση νὰ βλέπῃ κανεὶς τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ νὰ μένῃ ἔξω, στὴν παγωνιὰ τοῦ θανάτου! Ἡ παραβολὴ δὲν εἶναι μία ἁπλῆ ἀφηγηματικὴ ἱστορία, ἀλλὰ ἕνας καθρέφτης ποὺ μᾶς δείχνει πόσο εὔκολα ἡ ζωὴ μπορεῖ νὰ χαθῇ μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀμέλειας.
Τὰ δάκρυα ποὺ σώζουν
Κι ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὴ σκοτεινιὰ τῆς ἀδιαφορίας, ἔρχεται μία γυναίκα. Ἕνα πλάσμα ποὺ ὁ κόσμος τὸ ἔχει καταδικάσει, ποὺ ἡ κοινωνία τὸ θεωρεῖ ἀποτυχημένο, μία ψυχὴ γεμάτη πληγὲς καὶ τύψεις. Ἔρχεται στὸν Χριστό, χωρὶς λέξεις, μονάχα μὲ δάκρυα.
Γονατίζει μπροστὰ στὸν Διδάσκαλο. Παίρνει μύρο πολύτιμο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ποτίσῃ τὸ δέρμα κάποιου βασιλιᾶ, καὶ τὸ ῥίχνει στὰ πόδια Του. Καὶ μὲ τὰ μαλλιά της, μὲ ὅ,τι πιὸ ταπεινὸ ἔχει, σκουπίζει τὰ πόδια Του. Οἱ παριστάμενοι σκανδαλίζονται. «Δὲν ξέρει ὁ Χριστὸς τί εἶναι αὐτὴ ἡ γυναίκα;»
Μὰ ὁ Χριστὸς ξέρει. Ξέρει πὼς τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶναι πιὸ ἁγνὰ ἀπὸ κάθε προσευχὴ ποὺ γίνεται δίχως ἀγάπη. Ξέρει πὼς ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ἔχει μονάχα μύρο νὰ τοῦ προσφέρει, ἀλλὰ τὴν ψυχή της ὁλόκληρη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴ συγχωρεῖ.
Ἡ μοναξιὰ τοῦ Νυμφίου
Καὶ ὁ Νυμφίος; Ὁ Χριστός, ποὺ ὅλοι προσμένουν; Ἐκεῖνος ξέρει ὅτι ὁ γάμος γι᾽ αὐτὸν δὲν θὰ γίνῃ σὲ βασιλικὲς αἴθουσες, ἀλλὰ στὸν Γολγοθᾶ. Τὸ νυφικό Του θὰ εἶναι ἕνας πορφυρὸς μανδύας χλευασμοῦ. Ἡ δόξα Του θὰ εἶναι ὁ Σταυρός. Καὶ ὅμως, προχωρεῖ.
Ἡ νύχτα προχωρεῖ. Οἱ ψυχὲς δοκιμάζονται. Ἡ προσμονὴ τοῦ Νυμφίου γίνεται γιὰ ἄλλους σωτηρία καὶ γιὰ ἄλλους καταδίκη. Καὶ ὁ Χριστὸς προχωρεῖ, ξέροντας ὅτι γιὰ νὰ φέρῃ τὴν Ἀνάσταση, πρέπει πρώτα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς προδοσίας καὶ τὸ ὄρος τοῦ θανάτου.
Ἐμεῖς; Ἐμεῖς τί κρατάμε στὰ χέρια μας; Μία σβησμένη λαμπάδα; Ἢ ἕνα δοχεῖο μύρο; Ἡ Μεγάλη Τρίτη δὲν εἶναι μονάχα ἕνα ἀκόμη βῆμα στὴν πορεία πρὸς τὸ Πάθος· εἶναι ἡ μεγάλη πρόκληση: νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, νὰ περιμένουμε μὲ φῶς στὴν καρδιά μας.
Διότι ὁ Νυμφίος ἔρχεται. Ἔρχεται γιὰ ἐμᾶς. Ἀλλὰ θὰ εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦμε;