τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ Μεγάλη Τετάρτη πέφτει σὰν βαριὰ σκιά στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Εἶναι μιὰ μέρα φορτισμένη, γεμάτη σιωπὲς ποὺ μιλοῦν πιὸ δυνατὰ ἀπὸ λέξεις. Ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ κόσμος χωρίζεται στὰ δύο: σὲ ἐκεῖνους ποὺ προδίδουν καὶ σὲ ἐκεῖνους ποὺ μετανοοῦν.
Ἕνα τραπέζι, δώδεκα ἄνθρωποι, καὶ ἕνας Κύριος ποὺ ξέρει. Ξέρει τὴν πονηρὰ καρδιὰ τοῦ Ἰούδα, ξέρει τὴν ἀδυναμία τοῦ Πέτρου, ξέρει τὴν ὀλιγοπιστία ὅλων. Καὶ ὅμως, κάθεται μαζί τους, προσφέρει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί Του, δίνοντας τὸ ἴδιο Του τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα. Τὸ βλέμμα Του γλυκό, γεμάτο ἀγάπη, ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ θὰ Τὸν προδώσῃ.
Ἡ προδοσία ποὺ ἀγοράζεται μὲ ἀργύρια
Ὁ Ἰούδας φεύγει μέσα στὴ νύχτα. Σφίγγει στὸ χέρι του τὸ μικρὸ πουγγὶ ποὺ κουδουνίζει μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἕνα τίμημα ἐλάχιστο γιὰ τὸν Ἀνώτατο. Στὸ βλέμμα του τρεμοπαίζει ἡ σύγχυση: εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Μεσσίας ἤ μήπως ἔκανε λάθος ποὺ Τὸν ἀκολούθησε;
Πόσο μοιάζει ὁ Ἰούδας μὲ τὴν δική μας ἀδυναμία! Πόσες φορὲς καὶ ἐμεῖς Τὸν ἀνταλλάξαμε γιὰ λίγη ἀνάπαυση, γιὰ λίγη πρόσκαιρη χαρά, γιὰ μία ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἡ προδοσία δὲν ἦταν μόνο τότε· γίνεται κάθε φορὰ ποὺ βάζουμε ἄλλα πράγματα πρὶν ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ μετάνοια ποὺ μοσχοβολᾷ
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἱστορία μιᾶς ἄλλης ψυχῆς. Μιᾶς γυναίκας ποὺ ἔζησε στὸ περιθώριο, ποὺ ἔγινε σκιὰ γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ποὺ ἡ καρδιά της ἔτρεμε γιὰ ἕνα βλέμμα συγχώρεσης.
Μὲ βήματα δειλά, πλησιάζει τὸν Χριστό. Δὲν ἔχει λέξεις, μόνο δάκρυα. Κι ἕνα ἀλάβαστρο μὲ μύρο πολὺτιμο, πιὸ πολύτιμο ἀπὸ κάθε λέξη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ψελλίσῃ. Σκύβει, σπάζει τὸ δοχεῖο, χύνει τὸ μύρο στὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Καὶ μὲ τὰ μαλλιά της, σὰν ἀναστεναγμὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ λόγος, τὰ σκουπίζει.
Τὸ ἄρωμα γεμίζει τὸ δωμάτιο. Ἔνα ἄρωμα ποὺ δὲν εἶναι μόνο μύρο, ἀλλὰ ἡ εὐωδία τῆς μετάνοιας. Ἡ γυναίκα ποὺ ὁ κόσμος περιφρόνησε, τώρα γίνεται ἡ μόνη ποὺ καταλαβαίνει. Οἱ μαθητὲς ἀκόμα ἀμφιβάλλουν, ὁ Ἰούδας σκέφτεται τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἐκείνη ξέρει: ὁ Χριστὸς βαδίζει πρὸς τὸ θάνατο. Καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ εἶναι νὰ ἀλείψῃ τὰ πόδια Του μὲ τὴν ἀγάπη της.
Δύο δρόμοι
Ἡ Μεγάλη Τετάρτη στέκεται ἀνάμεσα σὲ δύο μονοπάτια: τὸ μονοπάτι τοῦ Ἰούδα, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπελπισία, καὶ τὸ μονοπάτι τῆς ἁμαρτωλῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ συγχώρεση. Ὁ Ἰούδας, ἀντὶ νὰ μετανοήσῃ, χάνεται μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἐνοχῆς. Ἡ γυναίκα, ἀντὶ νὰ χαθῇ μέσα στὴν αἰσχύνη της, βρίσκει φῶς.
Καὶ ἐμεῖς; Ποιόν δρόμο διαλέγουμε; Στὴν κάθε ἡμέρα μας, σὲ κάθε μικρὴ ἢ μεγάλη μας ἀπόφαση, γέρνουμε πρὸς τὴν προδοσία ἢ πρὸς τὴν μετάνοια;
Ἡ νύχτα τῆς Μεγάλης Τετάρτης εἶναι βαριὰ καὶ σιωπηλή. Ὁ Χριστὸς ξέρει ὅτι ἡ ὥρα πλησιάζει. Ὁ Ἰούδας φεύγει μὲ τὰ ἀργύρια, ἡ γυναίκα φεύγει μὲ τὴν ψυχὴ λυτρωμένη. Καὶ ὁ κόσμος συνεχίζει νὰ ὑπάρχῃ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν αἰώνια ἐπιλογή: προδοσία ἢ μετάνοια.
Καὶ ὁ Χριστός; Ὁ Χριστὸς περιμένει. Περιμένει νὰ δῇ ποιὸν δρόμο θὰ διαλέξουμε.