Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη(ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας την αναφορά μας για τους Στρατιωτικούς Ιερείς της περιόδου 1836-1844, θα παραθέσουμε ακόμα ένα στοιχείο για τον Ιερέα παπά-Χρήστο που αναφέραμε στην προηγούμενη παρουσίαση, όπου με αναφορά της Διοίκησης του 3ου Λόχου του 2ου Ελαφρού Τάγματος Ακαρνανίας, προς την Διοίκηση του αυτού Τάγματος, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1838, αναφέρεται στην ανικανότητα του εν λόγω Ιερέα. Ακολουθεί όμως και μια επιστολή του στρατιωτικού Ιατρού του Τάγματος, προς το Φρουραρχείο της Βόνινθας, με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1838, σχετικά με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ιερέας, αλλά και το ότι υπερέβην το 50ο έτος της ηλικίας του. Και τα δύο αυτά προβλήματα όμως δεν δημιουργούν πρόβλημα στην ενάσκηση των καθηκόντων του, απεναντίας αποτελεί ꞉ «εις εκ των αρίστων όστις εκτελεί τα χρέη άριστα εις πάσαν Στρατιωτικήν Υπηρεσίαν».
Κανένα πρόβλημα και καμία δυσκολία σωματική, δεν εμπόδισε τον εν λόγω Ιερέα να είναι πιστός διάκονος και υπηρέτης του Θεού και των μυστηρίων Του, αλλά και διάκονος του ανθρώπου, χαρίζοντάς του, αυτό το δώρο που του χάρισε ο Θεός, να προσφέρει την ευλογία, τον αγιασμό, τη χάρη, τον φωτισμό, τη στήριξη, στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, που επιζητεί την ένωση του με το Θεό και την κατά Θεό πολιτεία, μέσα από την εφαρμογή του λόγου και της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Τα δικά του προβλήματα δεν στάθηκαν εμπόδιο στην ιερατική του πορεία και προσφορά, αλλά μέχρι τέλους έδινε την καλή μαρτυρία στον κόσμο εκείνο που ζητούσε και ήθελε έναν ποιμένα, έναν πατέρα, έναν διδάσκαλο και καθοδηγητή, προς την αλήθεια και το δρόμο της αιωνιότητας.
Αυτή η επιστολή, που δεν είναι η μοναδική που συναντούμε μέσα στην αναζήτηση των στοιχείων που παρουσιάζουμε, έρχεται να επιβεβαιώσει το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη απλών, ανωνύμων ή και επωνύμων ανθρώπων, απέναντι σε αυτά τα αυθεντικά και αληθινά πρόσωπα, που η προσφορά τους είναι ανεκτίμητη και μοναδική και αποτελεί ευκαιρία για όλους εμάς σήμερα, κληρικούς και λαϊκούς, να αναβαπτιστούμε μέσα στο αγωνιστικό, ηρωικό και θυσιαστικό τους φρόνημα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις και προσκλήσεις και να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, που μας θέλουν το ίδιο αγωνιστές, ήρωες και ομολογητές, Χριστού και Ελλάδας, Ελλάδας και Χριστού, πίστεως και παραδόσεως.
Συνεχίζοντας, υπάρχουν συστατικές επιστολές και πιστοποιητικά, σχετικά με τον Ιερομόναχο Μάξιμο Κρητικό και τη δράση αυτού, προκειμένου να προσληφθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας. Το πρώτο έρχεται από την επιτροπή Κρητών, με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1835. Αναφέρετε σε αυτό το αποδεικτικό της Επιτροπής, ότι ο εν λόγω Ιερέας «υψώσας σημαία έτρεχε πάντοτε εις όλας τας μάχας….. ο οποίος όχι μόνο εβοήθησε αλλά και εις διαφόρους αυτής έδιδε τροφάς….. έτρεχε πάντοτε με έλεον φιλοπάτριδα προθυμίαν». Η προθυμία, η γενναιότητα, και η φιλοπατρία του, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την προσωπικότητα του Ιερομονάχου, ο οποίος στον αγώνα της ελευθερίας του Έθνους, υπήρξε όπως και άλλοι, πρότυπο προς μίμηση. Έτσι και τώρα στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, η συνεισφορά του κρίνει η επιτροπή και γι’ αυτό αποστέλλει αυτή την αναφορά, θα είναι πολύτιμη και ουσιαστική, έχοντας να δώσει πολλά από την εμπειρία του στους νεώτερους.
Ακολουθεί ένα πιστοποιητικό από τον πρώην Φρούραρχο Παλαμηδίου Θ. Γρήβα, με ημερομηνία 31 Αυγούστου 1829, πιο παλιό αυτό από το προηγούμενο που αναφέραμε και εκεί ο φρούραρχος καταγράφει τα εξής ꞉ «ετέθει εις την υπό την διοικησίν μου φρουράν του Παλαμιδίου, εφημερεύων εις την Αγίαν Εκκλησίαν του Αγίου Ανδρέα». Μεταξύ των δύο αυτών εγγράφων, υπάρχει ένα ακόμα πιστοποιητικό, του Υπουργού Οικονομίας Α. Μαυροκορδάτου, με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1833, που αναφέρεται στη δράση του Μαξίμου Κρητικού και το τελευταίο είναι το πιστοποιητικό του Φρουράρχου Παλαμιδίου Δ. Σπηλιοτόπουλου, με ημερομηνία 16 Απριλίου 1836, όπου και αυτός αναφέρεται με πολύ θερμά λόγια για τον Ιερομόναχο Μάξιμο. Τέλος στις 8 Μάιου 1835, με διαταγή του Φρουραρχείου Ναυπλίας, διορίζεται ο αναφερόμενος Ιερέας στη φρουρά αυτή, για την κάλυψη των λειτουργικών και πνευματικών αναγκών του προσωπικού της.
Αναφέρουμε στη συνέχεια μια αναφορά του Ιερέως του Β. Συντάγματος των Λογχιτών, του Ιωακείμ Φυνδανάκη, την οποία αποστέλλει προς την Διοίκηση του αυτού Συντάγματος εις Αθήνας, με ημερομηνία, 2 Δεκεμβρίου 1837, όπου λέει ότι πριν ξεκινήσει ο αγώνας, με γράμμα του Πατριάρχου Γρηγορίου είχε επωμισθεί να επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο, με το οποίο ꞉ «διορισμένος να περιφέρομαι την Ελλάδα επί λόγω συστάσεως Σχολείων». Όταν ξεκίνησε ο αγώνας υπηρέτησε μαζί με τον Παπαφλέσσα, στη συνέχεια διορίστηκε πνευματικός στο Ναύπλιο στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ενώ ο Καποδίστριας τον κατέστησε «Ιερέα του τακτικού Σώματος και ιδιαιτέρως πνευματικόν».
Η έρευνα μας φέρνει στοιχεία τα οποία μας εκπλήσσουν πραγματικά, αλλά και αναδεικνύουν ζηλευτούς εργάτες του αμπελώνα του Κυρίου, που προσέφεραν τα πάντα μέσα στην υπακοή που τους χαρακτήριζε στη φωνή της Εκκλησίας και μέσα στην πνευματική αγωνία την οποία ένοιωθαν συνεχώς, προκειμένου να είναι πάντοτε έτοιμοι να πράξουν το καθήκον τους, χωρίς καμία καθυστέρηση. Θυσίασαν τον εαυτό τους για το λαό του Θεού. Ο Ιωακείμ Φυν-
δανάκης, μια πολυτάλαντη προσωπικότητα, ένας ισχυρός χαρακτήρας, όπως φαίνεται μέσα από τα έγγραφα της περιόδου αυτής, με επιστολή που του χορήγησε ο εθνοιερομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε΄, αυτός ο μεγάλος Άγιος πατριάρχης του γένους μας, που πρώτος με τη θυσία του σηματοδότησε την έναρξη του αγώνα, περιόδευσε σε ολόκληρη τη σκλαβωμένη χώρα μας, προκειμένου να ιδρύσει σχολεία.
Ανέλαβε ένα έργο αρκετά δύσκολο και επικίνδυνο, κάτω από το ανύσταχτο βλέμμα του κατακτητή, που όλα τα έβλεπε με καχυποψία και ο φόβος τους, ότι οι Έλληνες μπορεί να ξεσηκωθούν, τους έκανε να είναι συνεχώς ανήσυχοι και στην πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά, το οποιοδήποτε έργο το έπνιγαν στο αίμα. Αθώοι, αγνοί, μα πάνω από όλα ελεύθεροι στη ψυχή άνθρωποι, πλήρωναν με το αίμα τους και την ίδια τους την ζωή, την οποιαδήποτε κίνηση και ενέργεια, που θα τους έδινε οξυγόνο πνεύματος και ευκαιρίες αναστάσεως.
Ο Ιωακείμ Φυνδανάκης δεν υπολόγισε το αίμα του, δεν σκέφθηκε τις κακουχίες και δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος, αλλά πιστεύουμε ότι έπραξε «κατά την καρδία του», μια καρδιά γεμάτη από αγάπη για την Ελλάδα και τον Χριστό. Δεν ξέρουμε τι πέτυχε και πως το πέτυχε αυτό το έργο το οποίο ανέλαβε. Είμαστε σίγουροι ότι ακόμα και αν δεν γράφτηκε πουθενά και αν δεν διασώθηκε σε κάποιο έγγραφο και έτσι δεν το συναντήσουμε κάπου για να το αναφέρουμε, ένα είναι σίγουρο ότι είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο του ουρανού, στο βιβλίο της αιωνιότητας.
Αυτά τα οποία αναφέρει στην αναφορά του ο εν λόγω Ιερέας, όπως και άλλοι Ιερείς στις δικές τους αναφορές, δεν το κάνει για να εισπράξει τους επαίνους των ανθρώπων, εδώ δεν πετυχαίνει καλά-καλά και την αύξηση του μισθού του που ζητάει κάποιες φορές, προκειμένου να μπορεί να συντηρείται με αξιοπρέ- πεια. Το κάνει πιστεύουμε καθαρά από λόγους καταθέσεως της πονεμένης του καρδιάς, προς τους νεωτέρους, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους τώρα, θα πρέπει να προσφέρουν και να συνδράμουν στο καλό αυτής της χώρας, αυτού του λαού που προσπαθεί σε αυτά τα πρώτα χρόνια της απελευθερώ- σεώς του, να σταθεί στα πόδια του. Το κάνει, προκειμένου να βρεθούν και άλλοι φιλότιμοι, υπεύθυνοι και σοβαροί εργάτες, προκειμένου όλοι παλαιοί και νεώτεροι, ενωμένοι να συνεισφέρουν στο κοινό καλό.
Από τα στοιχεία που έχουμε αναφέρει μέχρι σήμερα και άλλα τα οποία θα παρουσιαστούν στη συνέχεια και είναι πάρα πολλά, βλέπουμε ότι οι Ιερείς μας και δη οι Στρατιωτικοί, ως κήρυκες του Θείου Λόγου και πραγματικοί Ιεραπόστολοι στην εποχή της πνευματικής ξηρασίας, ενέπνεαν και καθοδη- γούσαν. Προσπαθούσαν με την πνευματική τροφή την οποία προσέφεραν, να μεταμορφώσουν και να αναστήσουν τις νεκρωμένες καρδιές. Προσπαθούσαν να ζεστάνουν τις παγωμένες ψυχές, εξαιτίας της σκλαβιάς και να ξαναφέρουν το φως, το χαμόγελο και την αισιοδοξία, στη ζωή των υπόδουλων Ελλήνων, για ανάσταση και ζωή.
Αυτό ήταν το κήρυγμα και αυτό συνέχιζαν να κηρύττουν και μετά την απελευθέρωση. Η Ανάσταση μετά το Σταυρό. Ο τάφος που έριξε ο κατακτη- τής την Ελλάδα, δεν ήταν ο τάφος του θανάτου όπως ήθελαν οι κατακτητές, αλλά ήταν όπως αποδείχθηκε και είναι ο χώρος της αναστάσεως. Δεν υπάρχει η ταφόπλακα που σβήνει και εξαφανίζει τα πάντα, αλλά αποκαλύπτει τα πάντα και όλα αυτά, εξαιτίας των ηρώων, των αγωνιστών μας, του απλού παπά, του φλογερού διδασκάλου, του αγνού πατριώτη, που ενέπνευσε και εμπνέει σεβασμό, θυμίζει ουρανό, μυρίζει παράδεισο, μοσχοβολά αγιότητα, διηγείται ιστορίες νίκης και θριάμβου, παρουσιάζει και έχει αληθινή και όχι πλαστή ιστορία και αποκαλύπτει ερμηνεύοντας μυστήρια.
Συνεχίζεται {14}