† Μνήμη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ λειτουργική παράδοση καί ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σέ ἰδιαίτερη θέση τήν σημερινή ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θεομητορικές ἑορτές πλουτίζουν τήν λειτουργική μας ζωή, γιατί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀτενίζει μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη καί σεβασμό τήν μεσίτρια τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ θεολογικοί λόγοι καί ὕμνοι στήν Κυρία Θεοτόκο εἶναι σέ τελευταῖα ἀνάλυση δοξολογία στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τό μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καί ἀποδεικνύεται ἔτσι, ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στούς πιστούς ὡς ἡ κατ’ ἐξοχήν μάρτυς τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεός προσέλαβε πραγματικά τήν ἀνθρώπινη φύση, στήν ὁποία ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας, σωτηρία πού ἀποβαίνει πραγματικότητα, γεγονός πού σημαίνει τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σέ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτη-ριστικά: “Θεοτόκος ἐστί τε καί λέγεται. Ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλο-τέρα ὑπόθεσις;… ὡς γάρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεῖν τε καί φράζειν Θεόν, μᾶλλον δέ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τό μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον, καί διανοίας καί γλώττης ἐστίν ἀνώτερον. Ἐπεί οὖν Θεόν σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται”[1].
Τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δέν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιής καρπός τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί ἡ καλύτερη προσφορά τῶν ἀνθρώπων στόν Χριστό. Στήν προσφορά ὅλης τῆς κτίσεως συμμετέχουμε καί ἐμεῖς μέ τήν Παναγία. Ὁ ἁγιογράφος, ὅταν ἁγιογραφεῖ στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τήν Πλατυτέρα, δέν θέλει νά εἰκονίσει μόνο τήν Παναγία, ἀλλά ὅλη τήν Ἐκκλησία πού ἔχει κέντρο της τόν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καί ἐγέννησε τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων συνδέει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό λέγει: «ὑμνοῦμεν τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».
Ἡ ἀναφορά, λοιπόν, στήν Παρθένο Μαρία ὑπενθυμίζει τήν χαρά τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστά τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἁγνή καί ἄσπιλη Παρθένος, ἡ πιστή καί ταπεινή κόρη τῆς Βηθλεέμ, μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ εὑρέθηκε ὡς «ἡ μόνη ἐν γυναιξί εὐλογημένη καί κα-λή». Αὐτήν διάλεξε ὁ Οὐράνιος ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο».
Ὁ φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων Θεός μας, πού πάντοτε φροντίζει τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή εἶδε τό ἔργο πού ἔπλασε μέ τά χέρια Του νά εἶναι ὑπόδουλο στό διάβολο, θέλησε νά ἀποστείλει τόν Υἱό Του τόν Μονογενή, τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά τό ἀπολυτρώσει ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδή ὅμως δέν θέλησε νά τό μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλά καί οἱ ἴδιες οὐράνιες δυνάμεις, σέ ἕναν ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους, στόν ἔνδοξο Γαβριήλ ἐκμυστηρεύθηκε τό μυστήριο. Προοικονομεῖ δέ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος θά γεννήσει ἁγνή καί καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.
Ὅταν ὁ Θεός Πατέρας εὐδόκησε νά πραγματοποιήσει «τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «τό μυστήριον τό κε-κρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν», τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιά τή λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μόνο αὐτή ἐδέχθηκε τή θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου καί ἐκρίθηκε ἱκανή νά ὑπηρετήσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας .
Μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στήν πίστη καί τή δογματική της διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμός εἶναι τῆς «σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καί εὐαγγελίζεται τήν θεία βουλή. Ἀλλά ἡ Παρθένος δέν σιωπᾶ. Ἀνταποκρίνεται στή θεία κλήση μέ ταπείνωση καί πίστη: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»[2].
Ἡ θεία βουλή γίνεται δεκτή καί βρίσκει ἀνταπόκριση. Καί αὐτή ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτό τό σημεῖο. Ἡ ὑπακοή τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τήν ἀνυπακοή τῆς Εὔας. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὔα καί ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὔα ἐξαπατήθηκε ἀπό τό λόγο ἑνός ἀγγέλου, γιά νά φύγει ἀπό τόν Θεό παραβαίνοντας τό λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία ἐδέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό ἀπό τό λόγο ἑνός Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νά φέρει τόν Θεό μέσα της, ὑπακούοντας στό λόγο Του.
«Διά τῆς Εὔας ὁ θάνατος, διά τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Αὐτή ἡ ὑπακοή καί χαρούμενη ἀποδοχή τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας. Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καί ὄχι πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καί λατρείας, ταπεινώσεως καί ἐμπιστοσύνης.
Κατά τίς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεός ἐξέφερε τό ζῶντα καί παντοδύναμο λόγο Του «γεννηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ παρήγαγε ἐντός τοῦ κόσμου τά ὄντα· ἀλλά τήν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δέν ἔχει τήν ὅμοιά της ἀπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ Κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία προσέφερε τό σεμνό καί ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος κατέβασε στόν κόσμο τό Δημιουργό. Ἐδῶ ὁ Θεός καί πάλι προφέρει τό λόγο του: «Θά συλλάβεις, θά γεννήσεις υἱό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θά γίνει μέγας καί θά ὀνομασθεῖ Υἱός τοῦ Ὑψίστου. Σέ Αὐτόν θά δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεός τό θρόνο τοῦ Δαυῒδ, τοῦ προπάτορά Του. Θά βασιλεύσει γιά πάντα στούς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ καί ἡ βασιλεία Του δέν θέ ἔχει τέλος»[3]. Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι τόσο θαυμαστό. Αὐτή ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη εἶναι ἡ καθαρά καί τέλεια ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στόν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς της, τῆς ψυχῆς της καί τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καί ὅλων τῶν δυνάμεών της, ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καί τῶν προσδοκιῶν της.
Οἱ ἀρχές τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δέν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στή Ναζαρέτ βασιλική, στήν ὁποία περιελαμβανόταν κατά παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, στόν ὁποῖο αὐτή ἐδέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στή σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.
Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περί αὐτῆς εὑρίσκονται στόν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τό 430 μ.Χ., καί στό Πασχάλιον Χρονικόν (624 μ.Χ.), ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συστα-θεῖσα στίς 25 Μαρτίου ἀπό τούς θεοφόρους διασκάλους[4].
Ἡ μεγαλοπρεπής πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπό τούς Βυζαντινούς στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων[5], ὅπου παρίστα-ντο καί οἱ αὐτοκράτορες. Κατά τόν 15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Παννυχίδα ἐτελεῖτο στό παλάτι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου, ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ.
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου τιμᾶται στή μονή τοῦ Ὄρους Σινᾶ.
Ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου[6] σύλληψη ἀπό τήν Ἁγία Παρθένο ἀποτελεῖ ὑπόθεση πού ὑπερβαίνει τά λεκτικά σχήματα, γιατό τό «σημεῖον» εἶνα ἀληθινά παράδοξο καί ὐπερμεγέθες. Τό μυστήριο τῆς ἄφθορης γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο δέν νοεῖται ὡς μεμονωμένη καί ἀποκκομένη πραγματικότητα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ τύπου[7], στόν ὁποῖο ἐπίστεψαν καί ἐπάνω στόν ὁποῖο ἐστηρίχθη-σαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά νά προδιατυπώσουν τήν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στήν ἱστορία.
Ὁ Μωϋσῆς, ὅταν εἶδε τή βάτο νά φλέγεται, ἀλλά νά μήν καί-γεται, εἶπε: «Διαβάς ὄψομαι, τό μέγα ὅραμα τοῦτο». Ἡ διάβαση, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλε-ξανδρείας, δέν εἶναι τοπική, ἀλλά χρονική, ἀφοῦ δηλώνει κίνηση καί παροδική διάβαση τοῦ χρόνου καί σημαίνει τήν κίνση ἀπό τό χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στό χρόνο τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὅπως ἡ φλεγόμενη καί μή κατακαιόμενη βάτος ἔτσι καί ἡ Παρθένος Μαρία, ἄν καί γεννᾶ τό «Φῶς», ἐν τούτοις παραδόξως δέν «φθείρεται»[8].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελιστρίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελίστριας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τοῦ Ἁλιάρτου Βοιωτίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Κηπουραίων.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Κηπουραίων φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς νήσου Κεφαλληνίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεννουφίου τοῦ Σημειοφόρου.
Ἴσως ὁ Ὅσιος Σεννούφιος νά εἶναι ὁ ἀσκητής ἐκεῖνος τῆς Νι-τρίας, ὁ ὁποῖος εἶδε τήν ὀπτασία ἐκείνη τῆς εἰκόνος τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία μᾶς ὁμι-λεῖ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἀκαπνίου τῆς Θεσσαλονίκης Ἰγνά-τιος.
Κατά τή διήγηση αὐτή, ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀπτασία καί νά ἀκούση φωνή, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἔξελθε ἀπό τή γῆ καί τοῦ κελλίου σου καί πήγαινε στό μοναστήρι τῆς μονῆς τῶν Λατόμων, στή Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ θά σέ δῶ». Μετέβη ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ἐρώτησε τούς μοναχούς τῶν Λατόμων, ἀλλά τέτοια εἰκόνα τοῦ Χρι-στοῦ δέν ἀξιώθηκε νά δεῖ. Ἔτσι ἐπέστρεψε στή Νιτρία. Καί πάλι ἡ φωνή τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά μεταβεῖ στή Θεσσαλονίκη, ὅπου θά ἔβλεπε τήν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου καί θά ἀπέθανε ἐκεῖ. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στή Θεσσαλονίκη καί ξαναπῆγε στή μονή, ὅταν ξαφνικά, κάποια ἡμέρα, ἔγινε σεισμός καί ἔπεσαν τά ἀσβεστώματα. Τότε ἀνεφάνηκε ἡ θαυμαστή εἰκόνα τοῦ Κυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Θεοδοσίας καί Πελαγίας.
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Θεοδοσία καί Πελαγία ἐμαρτύρησαν στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης τό ἔτος 361 μ.Χ. καί ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐκ δημίων ἁγίου μάρτυρος, τοῦ τόν Χριστόν ἐπιγνόντος.
Ὁ Ἅγιος αὐτός Μάρτυς, πού ἦταν στόν πρότερό του βίο δήμιος, ἐγνώρισε τόν Χριστό, ὁμολόγησε τό Ὄνομά Του καί ἐτελειώ-θηκε μαρτυρικά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Τίμωνος τοῦ Ἐρημίτου.
Ὁ Ὅσιος Τίμων ἔζησε καί ἀσκήτεψε κατά τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη[9].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παρθενίου τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, κατά κόσμον Πέτρος Ἰβάνοβιτς Κρασνο-πέβκεφ, ἐγεννήθηκε στίς 24 Αὐγούστου 1790 στό χωριό Σόμοβο, πού ὑπαγόταν στό κτβερνεῖο τῆς Τούλα. Ἀσκήτεψε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός τό ἔτος 1838. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1855.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Τύχωνος, πατριάρχου Μόσχας.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐγεννήθηκε στίς 19 Ἰανουαρίου 1865 στήν πόλη Τοροπιέτς τῆς ἐπαρχίας Πσκώβ. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελλάβιν. Σέ ἡλικία 13 ἐτῶν παρα-κολουθεῖ τό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Πσκώφ καί μετά 6 χρό-νια ἐγγράφεται στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σέ ἡλικία 26 ἐτῶν ἀκολουθεῖ τό μοναχικό βίο καί γίνεται μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε στό παρεκκλήσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν καθηγητής. Τό μοναχικό του ὄνομα εἶναι Τύχων, πρός τιμήν ἑνός Ἁγίου τῆς Ρωσίας πού ἔζησε κατά τό 18ο αἰώνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ († 13 Αὐγούστου). Τό 1898, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χόμσκ καί ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τό 1905 προάγεται σέ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἱερο-σλάβ.
Τό 1914 ξεσπᾶ ὁ Α´ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐστάθηκε στό πλευρό τῆς πατρίδος του καί τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του εἶναι μεγάλη. Γι’ αὐτό, δυό χρόνια ἀργότερα, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητρο-πολίτης Μόσχας. Ὁ λαός ὑποδέχεται θριαμβευτικά τό νέο ποιμε-νάρχη του.
Τό ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπή τοῦ καθεστῶτος ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Τά πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ τή Σύνοδο, γιά νά μελετήσει τήν κατάσταση καί νά ἐξετάσει τό θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καί κράτους. Στίς 28 Ὀκτωβρίου 1917, μπρο-στά στή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμίρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ νέου πατριάρχου Μόσχας. Ὁ κλῆρος, τόν ὁποῖο ἐτράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος[10], ἔπεσε στόν Ἅγιο Τύχωνα.
Ὁ διωγμός ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει. Ὅ Ἅγιος Τύχων ἐβίωνε τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρά τίς ἀντί-ξοες περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώ-νιος καί ἀτελεύτητος. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μουσεῖο, διότι δέν πε-θαίνει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προεφή-τευσε τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου «πῦλαι ἅδου οὐ κατισχύσου-σιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ζωή καί ἀνάσταση. Ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο-μος, ἀναφέρει, ὅτι «Ἐκκλησίας οὐδέν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρᾶ. Τείχη, βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δέ οὐδέ δαίμονες περιγίγνονται. Καί ὅτι οὐ κόμπος τά ρήματα, μαρτυρεῖ τά πράγμα-τα. Πόσοι ἐπολέμησαν τήν ἐκκλησίαν καί οἱ πολεμήσαντες ἀπώ-λοντο; αὕτη δέ ὑπέρ τούς οὐρανούς ἀναβέβηκε»”[11].
Τό ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καί πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυ-σορρήμονος Πατρός πού λέγει: «Οὐδέν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε…Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέ-λησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Ὑπέρ τόν ἥλιον λάμπει. Τά ἐκείνων ἔσβεσαν τά ταύτης ἀθάνατα»[12].
Τό καθεστώς ἐπέφερε χωρισμό Ἐκκλησίας καί κράτους, κα-τήργησε ὅλα τά ἐκκλησιαστικά προνόμια, ἐπέβαλε τόν πολιτικό γάμο, ὀργάνωσε τήν ἀντιχριστιανική προπαγάνδα, ἐδήμευσε τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἐξόρισε καί ἐδολοφόνησε χιλιάδες Χρι-στιανῶν, ἔκλεισε τούς ναούς, ἐξηφάνισε ἱερά λείψανα Ἁγίων. Στό σφοδρό διωγμό ἐφονεύθησαν πάνω ἀπό 3.500 Ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, περί τίς δυό χιλιάδες μοναχοί, περί τίς τρεῖς χιλιάδες μοναχές.
Τό Μπούτοβο, περιοχή πού βρίσκεται κοντά στή Μόσχα, γίνεται τόπο μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καί πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἐμαρτύρησαν κατά τά ἔτη τοῦ διωγμοῦ στήν Ρωσία. Μεταξύ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων πού ἐμαρ-τύρησαν στό Μπούκοβο ἦσαν καί δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. Τό Μπούτοβο, ὅπως καί ἡ Σιβηρία, τό Χαρκώβ καί τόσα ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τόν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τόν ἀπεριόρι-στο χῶρο. Τό χῶρο ἐκεῖνο πού τόσο καλά περιγράφεται στήν νου-βέλλα τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετά τό θάνατό τους οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως καί τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπό τίς γήϊνες ἰδιότητές τους καί κάθε τι που περιορίζει, δεσμεύει καί ἐπιβαρύνει, ξαναγίνονται νέοι καί χαρούμενοι, διασχίζουν τήν κοιλάδα τῆς ζωῆς καί ἀναπνέουν βαθειά, μέ τή χαρά τοῦ Θεοῦ, τό ἀπεριόριστο.
Κάτω ἀπό τό πρίσμα αὐτό κατανοοῦμε τήν εἰρηνική ἀντίστα-ση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος σέ κάθε διοικητικό μέτρο τῆς ἐξουσίας, πάντα ξένο πρός τήν ψυχή, πού ἤθελε νά τήν περιορίσει, νά μειώσει τίς ἐλευθερίες της.
Ὅ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾶ τό καθεστώς. Γι’ αὐτό καταδικάζεται σέ θάνατο. Τό Μάϊο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καί φυλακίζεται, ἀλλά μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἐλευθερώνεται, ἀλλά περιορίζεται στή μονή Ντονσκόϊ καί ἐζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθέ-νειά του τόν καταβάλει. Στίς 25 Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης νοιώθει ὅτι τό τέλος πλησιάζει. Ἔκανε εὐλαβικά τό σταυρό του, εἶπε «Δόξα Σοι, Κύριε» καί παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στόν Θεό[13].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!