Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Μετά τα προβλήματα υγείας τα οποία παρουσιάσαμε στην προηγούμενη αναφορά μας και τα οποία δεν τελειώνουν, αφού στην πορεία μας θα συναντήσουμε καινούριες αναφορές, από άλλους Στρατιωτικούς Ιερείς, θα αναζητήσουμε μέσα από νέα έγγραφα, νέες αναφορές, καινούριες πληροφορίες, καινούρια, στοιχεία, που αφορούν νέα πρόσωπα που είτε εντάσσονται στο Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων, είτε βοηθούν το έργο τους εκ παραλλήλου με τα δικά τους ποιμαντικά καθήκοντα.
Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1848, ο Ιερέας της πόλεως της Ναυπάκτου, Κωνσταντίνος Παπαγγελίδης, με αίτηση που καταθέτει στο Φρουραρχείο, ζητά να του χορηγηθεί κάποια αντιμισθία, για την ιερατική του διακονία. Το Φρουραρχείο της Ναυπακτίας, αποστέλλει την αίτηση του Ιερέως στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, συνηγορώντας στο ανωτέρω αίτημα, αφού δεν υπάρχει εκεί τοποθετημένος Στρατιωτικός Ιερέας, που να έχει επιφορτιστεί την ποιμαντική μέριμνα των υπηρετούντων στη Φρουρά αυτή. Η αλληλογραφία αυτή διαβιβάστηκε και στον οικονομικό επιθεωρητή, ο οποίος εγκρίνει την χορήγηση του επιμισθίου στον εν λόγω Ιερέα.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1849, ένας Ιερέας ζητά από το Φρουραρχείο του Ρίου – Αντιρρίου, να του χορηγηθεί αύξηση στην αντιμισθία που του χορηγείται κατά την εκτέλεση του έργου του. Το αίτημα αυτό, το Φρουραρχείο το διαβίβασε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, το οποίο στις 15 Φεβρουαρίου 1849, χρησιμοποιώντας μια πολύ σκληρή γλώσσα απαντά, ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, διότι ο εν λόγω Ιερέας, το όνομα του οποίου δεν είναι ευανάγνωστο, δεν είναι ꞉ «μόνιμος και οριστικός στο στρατό, επιφορτισμένος με την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων της φρουράς επί αντιμισθίαν». Συνεχίζοντας την απάντησή του αναφέρει ότι εάν δεν είναι ευχαριστημένος με το ποσό το οποίο λαμβάνει, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του από κάποιον άλλον, «και το υπουργείον των στρατιωτικών δεν θα εύρη δυσκολίαν να τον αντικαταστήσει με παρ’ άλλον».
Μέχρι το σημείο αυτό, θα θέλαμε να κάνουμε μια επισήμανση, σχετικά με την παρουσία των Στρατιωτικών Ιερέων μέσα στο χώρο του στρατού, όπως αυτή καταγράφεται από τα έγγραφα τα οποία παρουσιάζουμε. Μέχρι σήμερα τα έγγραφα στα οποία έχουμε αναφερθεί, έχουν να κάνουν με υπηρεσιακά θέματα και μόνο, δηλαδή μεταθέσεις, αποσπάσεις, άδειες, επιμίσθια, αυξήσεις μισθού κ.α.. Όλα αυτά τα έγγραφα, μπορεί να είναι μονότονα, να είναι βαρετά για κάποιον που τα διαβάζει ή και να μην βρίσκει κάποια σημασία και αξία σε αυτά. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι δεν προσφέρουν τίποτα σε αυτόν που τα διαβάζει και ασχολείται με αυτά, καθαρά σαν μια απλή προσέγγιση και όχι κάτι παραπάνω. Αυτοί οι ισχυρισμοί και τοποθετήσεις, πιστεύω δεν αντικατοπτρίζουν την αλήθεια, διότι κάθε έγγραφο χωριστά, κάθε πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτά, είναι κάτι το μοναδικό, είναι ένας κρίκος μιας αλυσίδας, που αυτή η αλυσίδα, μας οδηγεί από το παρελθόν στο παρόν και στη συνέχεια με ασφάλεια, μπορούμε να φτάσουμε στο μέλλον.
Τα έγγραφα αυτά, όσο και αν είναι βαρετά, όσο και αν μας φαίνονται ότι είναι τα ίδια και επαναλαμβάνουμε ίδια γεγονότα και καταστάσεις, στην πραγματικότητα μας φανερώνουν την καθημερινότητα της εποχής εκείνης, που κάποιες φορές δεν απέχει από τη δική μας. Μας φανερώνουν πράγματα που είναι μοναδικά για το κάθε πρόσωπο που αναφέρουμε. Έχουν κάτι να μας δώσουν, πέρα από την επιφανειακή προσέγγιση των λέξεων.
Καλούμαστε να δούμε πέρα από τις λέξεις, το βάθος και την ουσία αυτών, μέσα από τη ζωή, το έργο και την προσφορά των προσώπων που εξετάζουμε, γιατί αυτός είναι ο σκοπός αυτών των αναφορών μας, να αποκαλύψουμε και να προσφέρουμε κάτι το διαφορετικό, από αυτό που προσφέρεται πολλές φορές σήμερα και θα βοηθήσει έστω και λίγο, κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη ή και ερευνητή, που θέλει να ασχοληθεί περισσότερο από εμάς, αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία και νέες παραμέτρους, μέσα από την προσωπική του έρευνα κα μελέτη, καταθέτοντας και αυτός, τη δική του συνεισφορά, σε κάτι που σήμερα αγνοείται και είναι καλό να προβληθεί και έχει να κάνει με την παρουσία της Εκκλησίας στο χώρο του στρατού.
Αυτή η ενασχόληση μας με το παρελθόν, δεν είναι περιττή, αλλά μας βοηθά να χτίσουμε με ασφάλεια το παρόν μας, για να μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το μέλλον μας. Χρειάζεται αυτό το παρελθόν να γίνει γνωστό. Χρειάζεται αυτό το παρελθόν να έλθει σε αυτούς τους καιρούς πάλι μπροστά, για να εμπνεύσει, να στηρίξει και να ενδυναμώσει τον άνθρωπο που αγωνίζεται. Χρειαζόμαστε πρότυπα. Χρειαζόμαστε πρόσωπα αληθινά, μοναδικά, διαχρονικά. Μακάρι να μπορούσαμε να πάμε στο παρελθόν και να συναντήσουμε αυτά τα πρόσωπα των Ιερέων, που έφεραν πάνω τους, τα σημάδια του αγώνα, για την εθνική μας ανεξαρτησία και ελευθερία. Μακάρι να μπορούσαμε να δούμε, να μοιραστούμε και να καταλάβουμε την αγωνία τους, για την πορεία του έθνους μας, μέχρι να φτάσουν στην περιπόθητη ελευθέρια, την οποία κέρδισε με τους αγώνες του ο λαός μας, προσφέροντας ποταμούς αίματος. Θα ήταν καλό, να μπορούσαμε να δούμε και να ακούσουμε τα κηρύγματα αυτών των απλών Ιερέων, που ενέπνεαν με το παράδειγμα τους και δεν χρησιμοποιούσαν ξύλινη και ψυχρή γλώσσα, αλλά μόνο τη γλώσσα της καρδιάς, που ήξερε να κερδίζει τις ψυχές των ανθρώπων .
Τι ωραίο θα ήταν να δούμε εκείνα τα σεβάσμια πρόσωπα, που κάποιες φορές εκλιπαρούσαν για το αυτονόητο, αν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε έτσι τα αιτήματά τους και αντί μιας ανθρώπινης αντιμετωπίσεως να εισπράττουν την αδιαφορία ή ακόμα και την απαξιωτική αντιμετώπιση της διοικήσεως, που δυστυχώς πολλές φορές δεν βλέπει πρόσωπα, δεν εξετάζει μεμονωμένες καταστάσεις, αλλά όλα τα βλέπει μέσα στην απρόσωπη και ψυχρή αντιμετώπιση της καθημερινότητας, που δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει όνομα, δεν έχει ταυτότητα, αλλά έχει να κάνει μόνο με αριθμούς και συμφέροντα και τίποτε άλλο.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση την οποία αντιμετώπιζαν οι Ιερείς μας, προχωρούσαν με ψηλά το κεφάλι, με γεμάτη καρδιά, με απλοχεριά αγάπης και προσέφεραν μέχρι τέλους αυτό το οποίο διακονούσαν και πίστευαν, πέραν από οικονομικά συμφέροντα και υπαλληλικές διατάξεις, δείχνοντας συνέπεια στην αποστολή τους, αγάπη στον αρχηγό της πίστεώς μας, θυσιαστικό πνεύμα στους πολίτες της Βασιλείας του Θεού, γινόμενοι έτσι άξιοι συνεχιστές των αξιοτάτων προγόνων τους και προγόνων μας.
Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε, όσο οι δυνάμεις μας το επιτρέπουν, να ενασχολούμαστε με αυτά τα έγγραφα των περιόδων που έχουν διασωθεί και αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για εμάς, αποκαλύπτοντας ανέκδοτες πτυχές της δράσης και της παρουσίας των Στρατιωτικών Ιερέων, σε διάφορες εποχές, με τις ιδιαιτερότητές των και τις απαιτήσεις που υπήρχαν, τονίζοντας αυτήν την διαφορά, προσπαθώντας να βρούμε ένα νέο μήνυμα για τις ημέρες μας.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 8 Φεβρουαρίου 1849, απευθύνεται προς τον Βασιλέα Όθωνα, σχετικά με υπηρεσιακά θέματα που προέκυψαν και απαιτείται η έκδοση διαταγμάτων για την κάλυψη οργανικών θέσεων Στρατιωτικών Ιερέων. Εξαιτίας της αποσπάσεως του Ιερέως Αγαπάκη, ζητείτε να μετατεθεί ο εν λόγω Ιερέας, από το 1ο Τάγμα στο οποίο ανήκει, στο 2ο Πεζικό Τάγμα της Γραμμής και ο Αρχιμ. Ρωμανίδης που υπηρετεί στο 2ο Πεζικό Τάγμα της Γραμμής να μετατεθεί στο 1ο Πεζικό Τάγμα της Γραμμής, προκειμένου να απολύσει ένα ιδιώτη Ιερέα που καλύπτει τις εκεί ανάγκες του στρατεύματος, ενώ τη Φρουρά Νεοκάστρου, θα την αναθέσει σε κάποιον Ιερέα της περιοχής εκείνης εκ παραλλήλου με τα δικά του καθήκοντα.
Η πρόταση αυτή εγκρίθηκε από τον Όθωνα. Στη συνέχεια όμως με ένα νέο έγγραφό του, το Υπουργείο των Στρατιωτικών απευθυνόμενο στο Φρουραρχείο του Νεοκάστρου, διατάζει τον Ιερέα Παναγιώτη Αγαπάκη να μεταβεί από το 1ο Τάγμα Πεζικού της Γραμμής που υπηρετεί, στη Διοίκηση του 5ου Τάγματος της Οροφυλακής, εξαιτίας ανάγκης που παρουσιάστηκε εκεί
προκειμένου να λάβει περαιτέρω οδηγίες. Στο τέλος του εγγράφου αυτού, ζητά από το Φρουραρχείο να αναφέρει εκτέλεση της διαταγής αυτής.
Μετά την ανωτέρω διαταγή που κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο Ιερέα, το Φρουραρχείο στις 15 Ιουλίου 1849 αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών μια ιατρική έκθεση για τον ιερέα Αγαπάκη. Η ιατρική αυτή γνωμάτευση προήλθε, κατόπιν προσκλήσεως από το Φρουραρχείο του Νεοκάστρου, προκειμένου να γνωματεύσει ꞉ «αν η υγεία του πάσχη ή δεν είναι σε κατάσταση να οδοιπορή και αν εκ της ασθενείας του επιτρέπεται αυτώ να εξέρχεται της οικίας του και έως πόσες ημέρες η ασθένεια αυτή δύναται να τον εμποδίση από οδοιπορία».
Ο ιατρός αφού εξέτασε τον Ιερέα, συνέταξε τη γνωμάτευσή του, τονίζοντας ότι ταλαιπωρείται σχεδόν κάθε μήνα από υψηλούς πυρετούς και από άλλα συμπτώματα, με αποτέλεσμα να κινείται με δυσκολία. Όταν δόθηκε αυτή η βεβαίωση ο Ιερέας βρισκόταν σε ανάρρωση και μετά από οκτώ ημέρες θα μπορούσε να ταξιδέψει αλλά καλό θα ήταν μέσω θαλάσσης και όχι να ιππεύσει. Η υπογραφή του γνωματεύοντος ιατρού είναι δυσανάγνωστη και φέρει τον τίτλο του επιτίμου επιάτρου, βεβαιώνοντας «επί λόγω τιμής ως συμφώνου με την αλήθειαν και τας αρχάς της επιστήμης», στις 14 Ιουλίου 1849, την εγκυρότητα των αναγραφομένων του.
Συνεχίζεται {33}