του μακαριστού Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλου
Ο προβληματισμός σχετικά με τη διακονία του μυστηρίου της εξομολογήσεως στη σύγχρονη πραγματικότητα μας καλεί να κουβεντιάσουμε και να σκεφτούμε για πράγματα που όλοι αντιμετωπίζουμε και τα οποία, πολλές φορές, συνιστούν πολύπλοκες καταστάσεις.
Η μετάνοια προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου και οδηγεί στην ελευθερία. Ενας άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει αν δεν είναι ελεύθερος και ταυτοχρόνως η πραγματική μετάνοια είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική ελευθερία. Το μυστήριο της εξομολογήσεως έχει βασικό στόχο να οδηγήσει στη συγχώρεση του Θεού και του ανθρώπου. Η λέξη έχει ένα απίστευτο μεγαλείο. Εχω την αίσθηση ότι η κατ’ εξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή η ευχή που διαβάζουμε, αλλά η θεία κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωρούνται και αλληλοπεριχωρούνται στο σώμα του Χριστού.
Ο άνθρωπος μετέχει στη ζωή του Θεού, ο Θεός μετέχει στη ζωή του ανθρώπου. Και έτσι μπορούμε να υπερβούμε τη δική μας θνητότητα, να φτάσουμε στην κοινωνία με το Θεό, που είναι ουσιαστικά η σωτηρία μας.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε πάντοτε ότι, όπως όλων των μυστηρίων, έτσι και του μυστηρίου της εξομολογήσεως, ο χαρακτήρας δεν είναι ατομικός αλλά εκκλησιαστικός. Είναι η αποκατάσταση του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού. Η αμαρτία δεν είναι μόνο μια ατομική πράξη. Είναι η αποτυχία του ανθρώπου όχι μόνο στον αγώνα της προσωπικής του ζωής αλλά και στην κοινωνία του με το υπόλοιπο σώμα.
Πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι το να μεταλάβω, δε σημαίνει να ανοίξω το στόμα μου για να πάρω κάτι, αλλά σημαίνει όντως να κοινωνήσω. Δεν μπορώ όμως να κοινωνώ με το Θεό, αν δεν κοινωνώ με τον αδελφό μου. Ισως υπάρχουν μερικά πράγματα, για τα οποία θα έπρεπε να είχαμε πραγματικά κατηχήσει το λαό μας. Διότι, εάν η αντίληψη που έχει για την εξομολόγηση είναι η ατομική του τακτοποίηση, αυτό φοβάμαι ότι είναι λάθος δικό μας. Είναι ο τρόπος που καλλιεργούμε αυτό το μυστήριο, ο τρόπος κατά τον οποίο διδάσκουμε κάποια πράγματα ή η συμπεριφορά που επιδεικνύουμε.
Η αμαρτία του ανθρώπου δεν είναι ένα ατομικό γεγονός. Είναι κάτι που πραγματικά πληγώνει το σώμα του Χριστού. Και μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως, η προσπάθεια είναι να επιτευχθεί η αποκατάσταση των αδελφών μου στο σώμα του Χριστού, στο σώμα της Εκκλησίας, στη μεταξύ αδελφών κοινωνία.
Είναι προφανές ότι το μυστήριο της εξομολογήσεως, δεν επιτρέπεται να αποτελεί ένα μέσο για τη δική μας προσωπική ανάδειξη μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Τα πνευματικά μας παιδιά δεν είναι ιδιοκτησία μας. Είναι τα παιδιά του Θεού και εμείς έχουμε την ευθύνη να διακονούμε τη σωτηρία τους, να διακονούμε την ψυχή τους. Μερικές φορές αυτά τα όρια δεν είναι πολύ ευδιάκριτα. Και κάποτε μπορεί εύκολα να γίνει σύγχυση ανάμεσα στο ενδιαφέρον, που είναι λογικό να νιώθουμε ως πνευματικοί πατέρες, και στον κίνδυνο της ιδιοποίησης. Υπάρχουν μερικά πράγματα τα οποία δε συνιστούν εξομολόγηση και χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, διότι η Εκκλησία μας έχει ταλαιπωρηθεί και ταλαιπωρείται από αυτή τη στρέβλωση του μυστηρίου της εξομολογήσεως, που θεωρώ ότι είναι η πιο μεγάλη αμαρτία του πνευματικού, όταν μάλιστα γίνεται ενσυνείδητα.
Οι εποχές που ζούμε είναι πραγματικά δύσκολες. Τα προβλήματα των ανθρώπων είναι πάρα πολλά. Στη συνείδηση πολλών έχει αμβλυνθεί η έννοια της αμαρτίας. Ωστόσο οι άνθρωποι ζούνε την αμαρτία και τη ζούμε όλοι μας, βιώνοντας τις συνέπειές της ως αποτυχία μας. Προσωπικά, έχω διαπιστώσει ότι αυτή η ερμηνεία βοηθάει πάρα πολύ τα νέα παιδιά. Διότι πολλές φορές τα παιδιά έρχονται στην εξομολόγηση έπειτα από μια αποτυχία και ίσως είναι η ευκαιρία να βοηθήσουμε να δουν την πηγή της αποτυχίας τους. Να υποδείξουμε ότι δεν απέτυχαν συγκεκριμένα σε έναν στόχο, αλλά ότι η αλαζονεία είναι εκείνη που οδηγεί στα διάφορα αδιέξοδα. Ολων η αλαζονεία. Και η αλαζονεία μας είναι εκείνη που μας οδηγεί στις αποτυχίες και στις αμαρτίες μας. Η αίσθησή μας, δηλαδή, ότι δεν χρειάζεται να προσέξουμε το θέλημα του Θεού, αλλά μας ενδιαφέρει το δικό μας θέλημα. Και από εκεί αρχίζει σιγά σιγά η πτώση.
Το γεγονός ότι οι εποχές μας είναι δύσκολες και γεμάτες προβλήματα, πρέπει να μας κάνει πολύ προσεκτικούς στον τρόπο που μερικές φορές θέτουμε ερωτήσεις στα μικρά παιδιά, στους νεότερους ανθρώπους, στα νέα ζευγάρια αλλά και στους μεγαλύτερους. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή και διάκριση, διότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σκανδαλίσουμε ή να δώσουμε την εντύπωση ότι είμαστε περίεργοι.
Είναι, επίσης, σημαντικό να νιώσουμε ότι, ακριβώς επειδή το έργο μας είναι να είμαστε συνεργοί του Θεού και επειδή ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α’ Τιμ. 2,4), ανάλογος πρέπει να είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις πτώσεις των ανθρώπων. Η διακονία μας είναι να αναπαύσουμε τον σημερινό άνθρωπο, όχι με ψεύτικους καθησυχασμούς αλλά πραγματικά και ουσιαστικά. Θέλω να πιστεύω ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στα νεότερα χρόνια, αλλά τίποτα δεν αποκλείεται και φαίνεται ότι κάποιες φορές αντιμετωπίζουμε με πολλή σκαιότητα και απαξίωση τα αμαρτήματα των ανθρώπων.
Οταν, παραδείγματος χάρη, μια γυναίκα εξομολογείται μια έκτρωση και ο ιερέας, ο πνευματικός, τη βρίζει και της λέει τι ήρθες να κάνεις εδώ! Μα γι’ αυτό ακριβώς ήρθε! Για ποιο λόγο θα έπρεπε να έρθει; Δεν παραγνωρίζει κανείς το μέγεθος της πράξης, αλλά ο τρόπος αντιμετώπισης είναι λαθεμένος. Και αυτός ο άνθρωπος πρέπει να αναπαυθεί. Και αυτός ο άνθρωπος πρέπει να δει την πραγματικότητα του εαυτού του αλλά με αγάπη. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το ζητούμενο δεν είναι ο εξωραϊσμός, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε επίσης ότι όσο μεγάλη και αν είναι μια πτώση, είναι σημαντικό στη δική μας καρδιά και διάθεση να διακρίνεται η αγάπη γι’ αυτόν τον άνθρωπο.
Θυμάμαι κάτι που διάβασα πρόσφατα, το οποίο αφορούσε το μακαριστό Γέροντα, τον πατέρα Πορφύριο. Ελεγε: «Αχ αυτά τα νέα παιδιά, όλα τα ’χουνε κάνει, αλλά τ’ αγαπάω, είναι ταλαίπωρα παιδιά». Αυτή την αίσθηση την έχουμε; Μήπως κάποιες φορές κουραζόμαστε, ανθρώπινα, και γινόμαστε απότομοι και απορριπτικοί;
Ενα άλλο ζήτημα, το οποίο δεν επιχειρώ εδώ να επιλύσω αλλά με προβληματίζει, είναι αν κάποιο επιτίμιο το βάζουμε για να ικανοποιήσουμε το γράμμα του κανόνα ή για να θεραπεύσουμε τον άνθρωπο. Η Εκκλησία μας βεβαίως λέει ότι τα επιτίμια είναι φάρμακα. Χρειάζεται όμως προσοχή στη χρήση, καθώς οφείλουμε να αναρωτιόμαστε εάν ο τρόπος εφαρμογής συνεπάγεται ότι όντως δίνω φάρμακο ή μήπως κάποτε δίνω φαρμάκι; Βεβαίως, είναι δυνατόν το φάρμακο να είναι πικρό, και συνήθως είναι πικρό, αλλά έχει σημασία με ποια διάθεση προσφέρεται. Και ακόμα, εάν ένας άνθρωπος εκπληρώσει ένα επιτίμιο, αυτό σημαίνει ότι αυτομάτως θεραπεύτηκε; Μήπως, κάποιες φορές, απλώς του δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι αφού έπραξε το δέον τώρα είναι εντάξει; Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, επίσης, ότι πολλές φορές οι χριστιανοί μας επιζητούν το επιτίμιο, διότι πιστεύουν ότι άμα κάνουν έτσι, τότε είναι εντάξει. Χωρίς όμως, να έχουν ερευνήσει μέσα τους, αν πραγματικά έχουν μετανοήσει. Και βέβαια, χωρίς ίσως και εμείς να διερευνήσουμε αυτή τη διάσταση, δηλαδή την ουσιαστική μετάνοια.
Το έργο του πνευματικού είναι το έργο του Χριστού. Είναι σημαντικό αυτό να το θυμόμαστε πάντοτε καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός στάθηκε απέναντι στους ανθρώπους. Η διακονία μας είναι μια προσπάθεια χειραγωγίας του ανθρώπου στην αληθινή μετάνοια και όχι σε μια ψυχολογική τακτοποίηση και ικανοποίηση. Η αληθινή μετάνοια πηγάζει από την αγάπη στο Θεό και αυτό είναι που πρέπει πραγματικά να ερευνήσουμε. Πολλές φορές η Εκκλησία είναι γεμάτη, και το χαιρόμαστε. Εάν, όμως, ρωτήσουμε: «Πιστεύετε στο Χριστό;». Θα μας πούνε «Μα τότε γιατί είμαστε εδώ;». Δεν ξέρω όμως αν θα είναι εύκολο και αν θα είναι πρόθυμοι να μας απαντήσουν ειλικρινά αν τους ρωτήσουμε: «Αγαπάτε το Χριστό;».
Εξομολογητική, Το μυστήριο της μετανοίας στην ποιμαντική θεολογία,
Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της
Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 101-111