τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ συναντοῦμε εἶναι μιὰ ψυχὴ πληγωμένη. Κανεὶς δὲν πορεύεται σὲ τούτη τὴ ζωὴ δίχως νὰ σηκώνῃ μέσα του ἕνα φορτίο. Πόνος, θλίψη, ἀγωνία, σιωπηλὲς κραυγὲς ποὺ δὲν τὶς ἀκούει κανείς. Κι ὅμως, ἐκεῖ εἶναι. Βαθιά, καλὰ κρυμμένες πίσω ἀπὸ χαμόγελα, ἀπὸ ῥουτίνα, ἀπὸ φαινομενικὴ δύναμη.
Ὁ ἄνθρωπος πονᾷ· μὰ δὲν τὸ λέει. Τὸ δείχνει μόνο ἄθελά του — στὸ βλέμμα, στὴ σιωπή, στὸν ἀναστεναγμό, στὸ ἀμήχανο καὶ ψεύτικο «καλὰ εἶμαι».
Ὁ πόνος εἶναι μιὰ μυστικὴ προσευχή. Κι ἡ κάθε καρδιά, ἕνα μυστήριο. Δὲν γνωρίζεις τί πολεμᾷ ὁ ἄλλος…
Δὲν γνωρίζει τί σπαράζει μέσα σου ἐσύ…
Καὶ ἔτσι περπατᾶμε πλάϊ-πλάϊ, σὰν ἄγνωστοι μὲ παρόμοιες πληγές, χωρὶς νὰ τολμοῦμε νὰ ἀκουμπήσουμε ὁ ἕνας τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου!
Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς κάλεσε νὰ μείνουμε μακρινοί. Μᾶς κάλεσε σὲ κοινότητα. Σὲ σχέση. Σὲ ἀγάπη. «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» — ὄχι θεωρητικά, ἀλλὰ μὲ τρόπο συγκεκριμένο, γνήσιο, τρυφερό. Καὶ τί σημαίνει αὐτό; Νὰ γίνῃς λιμάνι. Νὰ γίνῃς γιὰ τὸν ἀδελφό σου μιὰ ἀνάπαυση· μιὰ μικρὴ στιγμὴ φωτὸς μέσα στὴ σκιά του.
Δὲν χρειάζεται κάτι μεγάλο. Ἕνας λόγος καλός. Μιὰ πράξη διακριτικῆς ἀγάπης. Μιὰ ματιὰ γεμάτη κατανόηση. Νὰ τοῦ δείξῃς πὼς δὲν εἶναι μόνος. Πώς, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, κάποιος τὸν εἶδε. Κάποιος τὸν αἰσθάνθηκε. Καὶ τότε, ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ καιρό, αὐτὴ ἡ ψυχὴ νὰ ἀνασάνῃ. Νὰ πῇ μέσα της: «Δὲν μὲ προσπέρασαν. Δὲν εἶμαι ἀόρατος».
Ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε τὴ συμπόνια. Δὲν κράτησε ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο· τὸν πῆρε ἐπάνω Του. Μᾶς ἄφησε τὸ παράδειγμα: ὄχι τῆς φιλανθρωπίας ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ τῆς σύν-πόρευσης. Κι αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Ὄχι νὰ λύσουμε ὅλα τὰ βάσανα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ νὰ σκύψουμε λίγο, νὰ μοιραστοῦμε τὸ φορτίο.
Μέσα στὸν θόρυβο καὶ τὴν κούραση τοῦ κόσμου, ἐκεῖ ποὺ ἡ μοναξιὰ βασιλεύει ἀκόμα καὶ ἀνάμεσα σὲ πλήθη, ἕνα βλέμμα ἀγάπης εἶναι πράξη Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος δίπλα μας εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ γίνουμε φῶς. Νὰ γίνουμε ἕνα «εὐλογημένο γιατί» μέσα στὴν ἀκατανόητη θλίψη.
Μὴν περιμένῃς νὰ καταλάβῃς ἀπόλυτα τὸν ἄλλον γιὰ νὰ τοῦ δείξῃς ἀγάπη.
Μὴν περιμένῃς νὰ σοῦ ζητήσῃ βοήθεια γιὰ νὰ τοῦ σταθῇς.
Κάνε τὴν ἀρχή. Μὲ λόγο γλυκύ. Μὲ σιωπὴ γεμάτη παρουσία. Μὲ προσευχὴ γιὰ τὴν καρδιά του.
Διότι, μέσα στὸν κόσμο τῆς ταραχῆς καὶ τῆς ἀπογοήτευσης, τὸ πιὸ πολύτιμο ποὺ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε δὲν εἶναι λύσεις· εἶναι λίγη ζεστασιά. Λίγη παρηγοριά. Λίγη σιωπηλὴ ἀγάπη. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἀθόρυβη ἐλεημοσύνη τῆς ψυχῆς, ποὺ λέει στὸν ἄλλον: «Εἶμαι ἐδῶ. Μαζί σου. Σὲ βλέπω. Σὲ νοιάζομαι.»