Το απολυτίκιο του αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού μας παρουσιάζει μέσα σε λίγες λέξεις σχεδόν ολόκληρη την ζωή και πολλά από τα θαύματα του Μεγάλου αυτού Αγίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε.
Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Α. «Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος»
Σαν επίσκοπος, όπως είναι γνωστόν, είχε λάβει μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που είχε συνέλθει στην Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ.Χ. Ήτο η μεγάλη εκείνη Σύνοδος που κατεδίκασε τον Άρειον ως αιρετικόν, γιατί διαλαλούσε ότι ο Χριστός μας ήταν κτίσμα και όχι Θεός. Έλεγε ότι ήτο ομοιούσιος τω Πατρί και όχι ομοούσιος. Μπήκε ένα γιώτα στη μέση, αλλά εκείνο το γιώτα έκαμε τον Θεόν κτίσμα. Οι θεοφόροι Πατέρες με πρώτον τον Μέγαν Αθανάσιο, απέδειξαν με επιχειρήματα παρμένα μέσα από την Αγίαν Γραφήν και τον ορθόν λόγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ήτο και τέλειος Θεός. Ο Άγιος όμως Σπυρίδων έκανε και θαύμα μέσα στη μεγάλη πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Πήρε ένα κεραμίδι και το έσφιξε δυνατά, στην παλάμη του, στο χέρι του. Και ευθύς αμέσως από κάτω έτρεξε νερό, από πάνω ξεπήδησαν φλόγες, και στη χούφτα του παρέμεινε το χώμα. Μετά από αυτό το θαύμα, με αυτό το θαύμα μάλλον, δεν απέδειξε μόνον την ενότητα των δύο φύσεων στο πρόσωπον του Χριστού, αλλά και την ενότητα των τριών προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στον Ένα Τριαδικόν Θεόν. Άρα ο Υιός και Λόγος του Θεού, που εγένετο σάρξ, δηλαδή άνθρωπος, και εσκήνωσεν εν ημίν, ήταν ομούσιος τω Πατρί. Της αυτής ουσίας με τον Πατέρα. Όχι όμοιος. Ομοούσιος. Έτσι ο βοσκός επίσκοπος της Κύπρου, αποστόμωσε τον περίφημο Άρειο που νόμιζε πως με τις φιλοσοφικές του θεωρίες θα μπορούσε να γκρεμίσει τον Χριστόν, από τον θρόνον της θεότητος.
Β. «Διό νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς».
Αυτό αναφέρεται στο διάλογο που είχε με τη νεκρή θυγατέρα του.
Κάποτε ήρθε μία γυναίκα, και τον παρακαλούσε να της επιστρέψει πίσω κάτι πολύτιμο που το είχε δώσει στην κόρη του για να το φυλάξει. Όμως η μονάκριβη θυγατέρα του, η Ειρήνη είχε πεθάνει κι έτσι ο Άγιος δεν ήξερε που το είχε βάλλει η κόρη του. Πήγε λοιπόν ο Άγιος Σπυρίδων στον τάφο της κόρης του, και την ρώτησε που είχε κρυμμένο το ξένο αυτό πολύτιμο πράγμα; Και μέσα από τον τάφο μίλησε η Ειρηνούλα και είπε που το είχε κρύψει. Ο Άγιος πήγε, έψαξε, το βρήκε, και το επέστρεψε στη γυναίκα που το ζητούσε και το είχε ανάγκη. Ο Άγιος ξαναγύρισε στον τάφο της θυγατέρας του και αφού την ευχαρίστησε της είπε: «Κοιμήσου τώρα παιδί μου μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου».
Γ. «Καί ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες.
Γνωρίζουμε από τον βίο του, ότι ήταν πολύ ελεήμων και φιλάνθρωπος. Μία φτωχή γυναίκα πήγε σ᾿ ένα πλούσιο και ζήτησε κάποια βοήθεια, μία εξυπηρέτηση. Να της δώσει λίγα χρήματα, για να ξεπεράσει το πρόβλημα, που αντιμετώπιζε και κατόπιν, όταν μπορούσε, θα του επέστρεφε το ποσόν. Με άλλα λόγια δεν ζήτησε ελεημοσύνη, αλλά δανικά.
Ο πλούσιος όμως αρνήθηκε να προσφέρει την βοήθειά του και η γυναίκα απευθύνθηκε στον άγιο Σπυρίδωνα.
Εκείνος πάντοτε φτωχός και πάντοτε με άδειες τις τσέπες, λόγω της συνεχούς ελεημοσύνης που έδινε, δεν είχε τίποτε να της δώσει. Δεν την απογοήτευσε όμως. Είναι πολύ κακό να ελπίζει κάποιος σε σένα, να στηρίζει τις ελπίδες του πάνω σου κι᾿ εσύ να αδιαφορείς, να μη καταλαβαίνεις, να μη θέλεις να βοηθήσεις.
Βγήκε έξω στα χωράφια και είδε ένα φίδι. Το σταύρωσε κι᾿ εκείνο κοκκάλωσε. Έγινε ολόκληρο χρυσό. Το πήρε και το έδωσε στη γυναίκα, για να κάνει την δουλειά της. Όταν εκείνη τακτοποίησε τις υποθέσεις της, έφερε το φίδι πίσω στον Άγιο. Το πήρε ο άγιος, το πήγε πίσω πάλι στα χωράφια, από εκεί που το πήρε. Το άφησε κάτω κι᾿ εκείνο ζωντάνεψε. Άντε τώρα να πας στο σπιτάκι σου και στα παιδιά σου.
Μας κάνει εντύπωση, γιατί πήρε φίδι και όχι κάτι άλλο, ένα κομμάτι ξύλο π.χ. που ήταν και πιο εύκολο να βρεί. Θέλησε με την κίνηση αυτή να μας δείξει, ότι η φιλαργυρία είναι φίδι, που πρέπει πολύ να προσέχουμε. Καί όπως απομακρυνόμαστε από ένα φίδι, έτσι να αποφεύγουμε και την πλεοναξία
Δ. «Και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, ιερότατε» «Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σε ιερότατε».
Μια Κυριακή ο Άγιος λειτουργούσε μόνος του. Όλο το εκκλησίασμα έψαλλε. Μετά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αμέτρητες αγγελικές φωνές άρχισαν να ψάλλουν. Οι πάντες βουβάθηκαν. Και από την έκπληξη, και από το θαυμασμό, και από το δέος, και από τον φόβο. Και όταν ο Άγιος Σπυρίδων είπε προς τον λαόν «Ειρήνη πάσι», άγγελοι και αρχάγγελοι, Σεραφείμ και Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Εξουσίες, Δυνάμεις, όλες οι ουράνιες δυνάμεις, με μια φωνή απάντησαν: «Και τω Πνεύματί Σου».
Έτσι οι πιστοί εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, εκείνη την αξέχαστη Κυριακή, έζησαν την ουράνια λατρεία της θριαμβεύουσας Εκκλησίας να ενώνεται με την επί γης Στρατευομένη Εκκλησία. Τη μια Εκκλησία, με τον Έναν ποιμένα, τον Χριστό.