τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐπιφανίου, ἐπισκόπου Κωνσταντίας καί ἀρχιεπισκόπου Κύπρου. Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐγεννήθηκε, τό ἔτος 310 μ.Χ., στό χωριό Βησανδούκη, κοντά στήν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης[1] ἀπό πάμπτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκό-μη ἕνα παιδί, τήν Καλλίτροπο. Σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τόν πατέρα του καί ἔμεινε ὀρφανός.
Χάρη στή διδασκαλία δυό περίφημων, γιά τή γραμματική τούς κατάρτιση καί τό ἀσκητικό ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καί τοῦ Ἱλαρίωνος, προσελκύεται στόν Χριστιανισμό καί βαπρίζεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό. Στή συνέχεια πηγαίνει στήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καί ζεῖ κοντά στούς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στήν ἐγκράτεια, τήν ἄσκηση καί στή μελέτη των Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιά τούς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καί οἱ ἀρετές του δέν ἄργησαν νά διαδοθοῦν καί γρήγορα ἀναδείχθηκε, τό ἔτος 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στήν ὁποία κατέφυγε μέ θαυματουργικό τρόπο, ὅταν τό πλοῖο πού ἔπλεε πρός τήν Παλαιστίνη, λόγῳ τρικυμίας, ἔφθασε στήν Κύπρο.
Ἀπό τή θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τόν εὐαγγελισμό τοῦ ποιμνίου του καί ἀγωνίσθηκε μέ θερμότατο ζῆλο γιά τήν διατήρηση καί ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὄλες τίς αἱρετικές δοξασίες καί πλάνες τῆς ἐποχῆς του καί ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους. Κάνοντας συνεχῆ χρήση των λόγων της Ἁγίας Γραφῆς καί γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε, γιά νά κρατήσει τούς πιστούς στήν ἀνόθευτη χριστιανική πίστη. Ὁ εὐαγγελισμός τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στά χρόνια τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στό τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ μεγάλος αὐτός ἱεράρχης, μέ τή δύναμη τοῦ χαρακτῆρος του, τήν παιδεία καί τή δογματική κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρά κατά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ἀλλο-θρήσκων. Τόσο καθολική ἦταν ἡ ἀναγνώριση καί ἡ βαθειά ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α΄ ἐζήτησε ἀπό τό λαό τῆς Κύπρου ἀπόλυτη ὑπακοή στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.
Μετά ἀπό τριάκοντα ἕξι γόνιμης καί ἐποικοδομητικής ἀρχιερατικῆς διακονίας καί προσφορᾶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 403 μ.Χ. Τό τίμιο λείψανό του μετακόμισε στήν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στόν ἁγιώτατο αὐτοῦ οἶκο πού ἦταν στό ναό τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.
Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τή μεγάλη βασιλική (δέν τήν ὁλοκλήρωσε μέχρι τό θάνατό του), τῆς ὁποίας τά ἐρείπια δια-σώζονται μέχρι τίς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτός Ἀρχιεπίσκοπος, πολύ σημαντικός διδάσκαλος καί πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καί ἀξιόλογος συγγραφέας. Τά ἔργα του «Πανάριον», « Ἀγκυρωτός», «Περί μέτρων καί σταθμῶν», «Περί τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στό μέγα ψηφιδωτό τῆς Πατερικῆς γραμματείας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Καλλιτρόπου, ἀδελφῆς τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου, ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Δομιτίλλης.Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δομιτίλλα ἔζησε τόν 1ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρώμη. Ἦταν σύζυγος τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου Τίτου Φλαβίου Κλήμεντος καί θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81-96 μ.Χ.). Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀχιλλέως καί Νερέου.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀχιλλέας καί Νερέος, σύμφωνα μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α΄ (366-384 μ.Χ.), ἦσαν στρατιῶτες στήν πραιτωριανή φρουρά καί ἐμαρτύρησαν τό ἔτος 100 μ.Χ., ἐπί αὐτο-κράτορος Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.)[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Παγκρατίου.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παγκράτιος καταγόταν ἀπό τή Συρία ἤ τή Φρυγία και ἐμαρτύρησε στή Ρώμη, τό ἔτος 304 μ.Χ., κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ ( 284-305 μ.Χ.)[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Δρακοντίου, ἐπισκόπου Νικαίας.
Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Νικαίας καί ἔζησε σέ κάποιον ἀπό τούς τρεῖς πρῶτες χριστιανικούς αἰῶνες[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Φιλίππου, τοῦ Ἀργυρίου.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φίλιππος ὁ Ἀργύριος, ὅπως ἀναφέρεται στό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, ἦταν πρεσβύτερος καί καταγόταν ἀπό τή Σικελία[6]. Εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί στά Μη-ναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στόν Σιναϊτικό Κώδικα 647[7] καί στόν Κώδικα Δ. α. ΙΧ τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης τῆς Ρώμης, ὅπου καί ἡ Ἀκολουθία του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερμανοῦ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.Ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη περί τό ἔτος 640 μ.Χ. καί ἦταν υἱός τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ τόν Πωγωνᾶτο (668-685 μ.Χ.) θεωρούμενος ὡς ἐνεχόμενος στή δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β΄. Τόν Γερμανό, ἀφοῦ τόν εὐνούχησε, τόν κατέταξε στόν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδοθείς μετά ζήλου στή μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθύς γνώστης αὐτῶν καί δια-κρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα του βίου καί τήν ἀρετή του. Στή συνέχεια ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τούς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε ἱερεύς. Τό ἔτος 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπό τόν Πατριάρχη Κῦρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.
Ἀπό τήν ὑψηλή αὐτή θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρά κατά τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Καθαιρεθέντος τοῦ Πατριάρχου Κύρου καί ἀποθανόντος τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Ἰωάννου ΣΤ΄, στίς 9 Αὐγού-στου τοῦ ἔτους 715 μ.Χ., ἐξελέγη, μέ τήν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τίς πνευμα-τικές καί ἠθικές του δυνάμεις στή διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καί νουθετώντας αὐτό μέ τά ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.
Ὅταν ἀνῆλθε στό θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος (717-741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανός ἀπό αὐτόν, γιά νά τόν βοηθήσει γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομα-χικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλά τόν μέν Λέοντα ἔλεγξε γιά τίς ἀνίερες πράξεις του, τόν δέ λαό παρότρυνε σέ ἀντίσταση κατά τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων, ὅτι τίποτε δέν κατόρθωνε, διά πραξικοπήματος ἀνάγκασε τόν Ἅγιο νά παραι-τηθεῖ. Ἔτσι, στίς 6 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τό ὠμοφόριό του ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ παλατίου, ἀποσύρθη-κε στήν πατρική του οἰκία στό Πλατάνι, ὅπου ἔζησε μέ ἀσκητεύο-ντας καί συνθέτοντας ἐκκλησιαστικούς ὕμνους.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐκοιμήθηκε, μετά σύντομη ἀσθένεια, τό ἔτος 740 μ.Χ. καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῆς Χώρας.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός καθαιρέθηκε καί ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας, τό ἔτος 754 μ.Χ., ἐδικαιώθηκε καί ἐξυμνή-θηκε ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό ἔτος 787 μ.Χ., ἡ ὁποία κατεδίκασε τούς εἰκονομάχους καί ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες. Ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τό ἔτος 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπλη ἀπό βαρβαρική ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικό καί συγγραφικό ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τά περισσότερα ἔργα του κατε-κάησαν μέ διαταγή τοῦ Λέοντος. Περιεσώθησαν δέ ἀπό μέν τούς ὕμνους 104 Στιχηρά καί 22 Κανόνες, ἀπό δέ τά συγγράμματά του τά ἑξῆς: α) «Περί Αἱρέσεων καί Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαί ἐπιστολαί ἐπί τῶν εἰκονομάχων» (πρός Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνά-δων, πρός Κωνσταντῖνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καί πρός Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτώ λόγοι» (δύο στήν προσκύ-νηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνή-σεως καί τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δυό στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἕνας στόν Εὐαγγε-λισμό τῆς Θεοτόκου), δ) «Ὁμιλία» (στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καί στά ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου, τοῦ ἐν Κυθήροις ἀσκήσαντος.Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τήν Κορώνη τῆς Πελοποννήσου καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί εὔπορους κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Β΄ (919-948 μ.Χ.). Ἀπό τό μεγάλο του ζῆλο πρός τά θεῖα καί τήν ἀρετή του, ἐχειροθετήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κορώνης ἀναγνώστης. Μετά τό θάνατο τῶν γονέων του μετέβη στό Ναύπλιο, ὅπου ἐνυμφέυθηκε μέ κάποια σεμνή καί ἐνάρετη νέα καί ἀπέκτησε δύο τέκνα. Κατά τή διάρκεια τοῦ ἐγγάμου βίου του ἐξακολούθησε νά ζεῖ ἀσκητικά καί νά αὐξάνει πνευματικά, βοηθούμενος καί ἀπό τήν ἐνάρετη σύζυγό του. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἄργους Θεόδωρος, ἐκτιμώντας τίς μεγάλες ἀρετές τοῦ Θεοδώρου, τόν ἐχειροτόνησε διάκονο. Τόν εὐτυχῆ καί θεοσεβῆ βίο του συνετάραξε ὁ ξαφνικός θάνατος τῆς συζύγου καί τῶν τέκων του. Αὐτό τόν ὁδήγησε ἀκόμη πιό κοντά στόν Θεό. Ἔτσι, ἀφοῦ μετέβη στή Ρώμη, πρός ἐπίσκεψιν τῶν τόπων ἀθλήσεως τῶν Μαρτύ-ρων τοῦ Χριστοῦ, ἐπανῆλθε στήν Πελοπόννησο καί ἐγκαταστάθηκε στή Μονεμβασιά. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, διαφωτίζοντας τό λαό καί στερεώνοντας τήν πίστη του. Ἀργότερα μετέβη στή νῆσο τῶν Κυθήρων καί ἐγκαταστάθηκε σέ ἡμιερειπωμένο ναό τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καί Βάκχου. Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στό ἔργο τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἠθικοῦ τοῦ κατα-πτοημένου λαοῦ ἀπό τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές καί τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ψυχικῆς του γαλήνης. Τό θεάρεστο αὐτό ἔργο συνέχισε μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Προικισθείς ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ἐπιτέλεσε πολλά θαύμα-τα σέ ἐκείνους πού προσκυνοῦσαν μέ εὐλάβεια τό τίμιο λείψανό του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοφάνους, ἀρχιεπισκόπου Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀναφέρεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἄν καί τό ὄνομά του δέν ἀναφέρεται στούς γνωστούς ἐπισκοπικούς καταλόγους. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σέ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 12ου-13ου αἰῶνος μ.Χ.[8].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοφάνους, ἐπισκόπου Σολέα τῆς Κύπρου.Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης καταγόταν ἀπό τή Λευκωσία καί ἔγινε κατά τήν περίοδο τῆς Ἑνετικῆς κυριαρχίας Ἐπίσκοπος Σολέας. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία καί τήν ἐρημική ζωή, παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο του καί μετέβη στό ἐρημητήριο τοῦ Μέσα Ποταμοῦ στούς πρόποδες τοῦ Τροόδους ὄρους. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε θεοφιλῶς μέ εἰρήνη τό ἔτος 1550. Ὅταν μετά ἕξι χρόνια ἄνοιξαν τόν τάφο του, εὑρῆκαν τό ἱερό λείψανό του ἀκέραιο μέ ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς ἁγιότητος.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, δέν ἀναφέρε-ται στούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στό Ἱεροσολυμιτικό Κανονάριον. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του, στίς 7 Νοεμβρίου.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα τοῦ Σιναῒτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων τῶν μαρτυρησάντων εἰς «τόν λόφον τῶν ἱερέων» τῶν ἐκ Γεωργίας.Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Νεομάρτυρες ἦσαν Γεωργιανοί ἱερεῖς, 300 στρατιῶτες, μοναχοί καί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν ἀπό τούς Τούρκους στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. στήν περιοχή Ντου-ντικβάτι(=ἀποκεφαλισμός) καί Παπάτι (=λόφος τῶν ἱερέων). Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἐμαρτύρησαν συνολικά γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό 30.000 Λάζοι[9].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἑρμογένους, πατριάρχου Μόσχας.(Βλ. † 17 Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης, Πατριάρχης Μόσχας καί πασῶν τῶν Ρωσιῶν, ἄρχισε νά τιμᾶται, ὡς Ἅγιος, ἀπό τίς 12 Μαῒου, τοῦ ἔτους 1913. Πιστοί ἀπό κάθε γωνιά τῆς Ρωσίας ἄρχισαν νά συγκεντρώνονται στή Μόσχα, γιά νά δοξάσουν τόν Ἱερομάρτυρα Ἑρμογένη καί νά προσκυνήσουν τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Πα-τριάρχου στόν καθεδρικό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο, ὅπου Παννυχίδες ἐτελοῦνταν σχεδόν χωρίς διακοπή. Ἐκείνη τή νύκτα ὁ Ἅγιος ἐπιτέλεσε πολλά θαύματα καί θεραπεῖες ἀσθενῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Διονυσίου, τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ, κατά κόσμον Δαυῒδ Ζομπνινόβσκι, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1570 στήν πόλη Ρζέβ. Ὑπῆρξε μοναχός καί μετά ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Οὐσπένσκι στή Στάριτσα. Τή λεγόμενη Σκοτεινή περίοδο ἦταν ὁ πιό πιστός βοηθός τοῦ Ἐπισκόπου Ἐρμογένους, Πατριάρχου Μόσχας. Ἀπό τό 1610 ὁ Ὅσιος Διονύσιος γίνεται Ἀρχιμανδρίτης τῆς Τρόϊτσε-Σεργιέβ-σκαγια Λαύρας. Μέ τήν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στό μοναστήρι νοσοκομεῖα γιά ἀρρώστους, τραυματισμένους καί ἄστεγους τοῦ πολέμου μετέ ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ Πολωνο-Λιθουανικοῦ στρατοῦ. Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας ἐτρεφόταν μέ ψωμί ἀπό βρώμη καί νερό, γιά νά διαθέσει τό ψωμί ἀπό σιτάρι καί σίκαλη στούς ἀρρώστους. Τὸ 1611–1612 μαζί μέ τό μοναχό τῆς Τρόϊτσε-Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τόν Ἀβραάμ Πολίτσιν († 1625), ἔγραφε ἐπιστολές μέ ἔκκληση νά ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καί χρήματα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπό τούς Πολω-νούς. Ἔγραψε, ἐπίσης, καί στόν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καί στούς στρατιῶτες του νά ἐπιταχύνουν τήν ἐκστρατεία τους στή Μόσχα.

Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καί τά καθημερινά πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ προσέφεραν, ἐπίσης, τό χάρισμα τῆς θαυμα-τουργίας. Ξεχωριστό γεγονός ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στή διόρ-θωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπό τό ἔτος 1616 ὁ Ὅσιος Διονύ-σιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυ-στηρίων, ἡ ὁποία ἐβασιζόταν στή σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καί διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων. Κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτές εὑρῆκαν πολλές καί σημαντικές διαφορές καί σέ ἄλλα βιβλία, τά ὁποῖα ἐκδόθηκαν τήν περίοδο ἀπό τό 1612 ἕως τό 1619. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι, πού εὐθύνονταν γιά τά λάθη αὐτά, στή Σύνοδο τοῦ ἔτους 1618, κατηγόρησαν τόν Ὅσιο Διονύσιο γιά αἵρεση. Ἀπό τόν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τά ἱερουργικά του δικαιώματα. Τόν ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τόν ἔκλεισαν στή μονή Νοβοσπάσσκιϊ, ὅπου ὑπέφερε ἀπό ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ΄ (1608 –1644) καί τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619 – 1633), πού ἐπέστρε-ψε ἀπό τήν πολωνική αἰχμαλωσία, διέκοψαν τή φυλάκισή του καί ἀθωώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1633 καί ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόϊιτσε-Σεργιέβσκαγια Λαύρα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου, τοῦ ἐκ Βλαχίας, ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἐγεννήθηκε στή Βλαχία καί καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια. Ἐπί Σουλτάνου Μεχμέτ καί σέ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν τόν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι, πού εἰσέβαλαν στή Βλαχία, γιά νά καταπνίξουν τήν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντος Μιχαήλ Βοεβόδα Τζιβάν Μπέτι. Ἕνας ἀπό τούς στρατιῶ-τες, πού εἶδε τήν ὀμορφιά τοῦ Ἁγίου, τόν ἔδεσε σέ ἕνα δένδρο μέ τήν ἐπιθυμία νά ἀσελγήσει ἐπ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀμυνόμενος τόν ἐφόνευσε. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθη ὅμως ἀπό τούς Τούρκους καί παραδόθηκε στή σύζυγο τοῦ στρατιώτου πού ἐσκότωσε, στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκείνη τόν ὁδήγησε στό βεζύρη, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἀνάκριση τόν παρέδωσε πάλι σ’ ἐκείνη, γιά νά τόν μεταχειρισθεῖ ὅπως ἐκείνη ἤθελε. Ἐπειδή ὅμως ἀπέτυχε νά τόν ἐξισλαμίσει, τόν παρέδωσε στόν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τόν πείσει νά ἐξωμόσει, διέταξε τόν δι’ ἀπαγχονισμοῦ θάνατό του, τό ἔτος 1662, στό Παρμάκ Καπί τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τό τίμιο λείψανό του ἐξαγοράσθηκε μετά τρεῖς ἡμέρες ἀπό τούς Χριστιανούς καί ἐνταφιάσθηκε μέ εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ, κατά κόσμον Ἀνδρέας Γαβριήλοβιτς Μεντβέντεφ, ἐγεννήθηκε στίς 6 Ὀκτωβρίου 1792 στήν πόλη Λύσκοβο τῆς ἐπαρχίας Νόβγοροντ καί ἡ οἰκογένειά του ἦταν στήν ὑπηρεσία του Γεωργιανοῦ πρίγκηπος Γεωργίου. Γεμᾶτος ἀπό ἀπό ἀγάπη πρός τό μοναχικό βίο ὁ Ἅγιος εἰσῆλθε, τό ἔτος 1818 στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σάρωφ καί τό ἔτος 1822 στή μονή Βυσοκογκόρσκϊυ τοῦ Ἀρζαμᾶς, ὅπου ἐχειροτονήθηκε πρεσβύ-τερος. Τό ἔτος 1831 καλεῖται ἀπό τόν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλά-ρετο στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στήν ὁποία διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του καί τίς ἀρετές του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1877. Ἡ κανονική πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τό ἔτος 1997.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νεκταρίου τῆς Ὄπτινα.Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατά κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1853 στήν πόλη Γιελέτς[10] τῆς ἐπαρ-χίας Ὀριόλ, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους, τόν Βασίλειο καί τήν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτά ἐτῶν, ἔχασε τόν πατέρα του. Λίγο πρίν τό θάνατό του, εὐλόγησε τόν υἱό του μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τό παιδί του στήν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικός Στάρετς δέν ἀποχωρίσθηκε τήν εἰκόνα αὐτή σέ ὁλόκληρη τή ζωή του. Ἐκτός ἀπό τόν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καί ἄλλα μικρότερα τέκνα, τά ὁποῖα ἀπέθαναν πρόωρα ἀπό πεῖνα καί ἀσθένειες.
Ὁ μικρός Νικόλαος εἶχε θερμή καρδιακή σχέση μέ τή μητέρα του. Οἱ προσευχές της καί ἡ αὐστηρή ἀνατροφή, πού τοῦ ἔδωσε, τόν προστάτευαν ἀπό πειρασμούς καί συμφορές. Σιγά-σιγά ἐμεγάλωνε καί ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καί εὐλαβής, ἔξυπνος καί φιλομαθής. Λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νά φοιτήσει ὄχι στό δημόσιο σχολεῖο, ἀλλά στό ἐνοριακό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὁπου ἐφοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἔμαθε νά διάβάζει, νά γράφει, νά μετράει καί νά μελετᾶ τό νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἔγινε ἔνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στό κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολύ νέος, ἡ μητέρα του ἀπέθανε καί ἔτσι ἔμεινε πιά παντε-λῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιά ἐννέα χρόνια στό σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στίς ἐλεύθερες ὧρες του ἐμελετοῦσε πνευματικά βιβλία καί πήγαινε στήν ἐκκλησία. Τόν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καί ἡ καθα-ρότητα τῆς καρδίας.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἐζοῦσε στήν Γιελέτς μία σχεδόν ἑκατο-ντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα[11] Θεοδώρα, πνευματική θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ († 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελέτς εἶχαν τήν εὐλαβῆ συνήθεια νά τή συμβουλεύονται σέ ὅλες τίς σημαντικές ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, πού ἐπληροφορήθηκε, ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τόν ἔστειλε σέ αὐτήν νά πάρει εὐλογιά γιά τό γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στήν Ὄπτινα στόν Στάρετς Ἱλαρίωνα καί αὐτός θά σοῦ πεῖ τί θά κάνεις». Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τό δρόμο γιά τήν Ὄπτινα, πού εὑρισκόταν σχετικά κοντά στή γενέτει-ρά του καί ἦταν τότε ἤδη ξακουστή σέ ὅλη τή Ρωσία.
Ὁ Στάρετς Ἱλαρίων τοῦ συνέστησε νά ἐπισκεφθεῖ τόν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τόν ἐδέχθηκε καί ὁμίλησε μαζί του γιά δυό ὧρες. Μετά ἀπό αὐτή τή συνομιλία ἡ ζωή τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τήν πραγματική του κλίση.
Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μέ πολλή ὑπακοή, ταπείνωση καί ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε Στάρετς, ἐπανελάμβανε τό ἀποστολικό παράγγελμα: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί «ὑπείκετε. Αὐτοί γάρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. Ἵνα μετά χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καί μή στενάζοντες. Ἁλυσιτελές γάρ ὑμῖν τοῦτο (Νά πειθαρχεῖτε καί νά ὑπακούετε στούς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοί ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδή θ’ ἀποδώσουν λόγο στόν Θεό γιά σᾶς. Ὥστε αὐτό νά τό κάνουν μέ χαρά καί ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτό θά εἶναι ἐπιζήμιο γιά σᾶς)»[12].
Στίς 3 Ἀπριλίου 1876 ὁ Νικόλαος ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετά ἕνδεκα χρόνια, στίς 14 Μαρτίου 1887, Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καί ἔλαβε τό ὄνομα Νεκτάριος, πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λάυρας τοῦ Κιέβου († 29 Νοεμβρ-ίου).
Ἡ εἴσοδός του στό ἀγγελικό τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σέ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπί ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σάν νά εἶχα φτερά στούς ὤμους μου».
Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τήν πνευματική κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπό ταπεινοφροσύνη ἐθεωροῦσε τόν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τήν ἀναξιότητά του.
Οἱ Γέροντες, πού ἔβλεπαν τήν πνευματική προκοπή του, ἀπεφάσισαν τή χειροτονία του εἰς διάκονον, πού ἔγινε στίς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο, καί εἰς πρεσβύ-τερον στίς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ἐδίδασκε στά πνευματικά του παιδιά τήν ταπείνωση καί τήν ὑπομονή, περισσότερο ἀπό ὅλες τίς ἀρετές. Γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐδίδασκε πώς ἐπιτυγχά-νεται μέ τήν προσευχή. ὅταν ἱκετεύεις τόν Θεό λέγοντας «Πατέρα μου καί Κύριε τῆς ψυχῆς μου ἐλέησόν με», ὁ Θεός καθαρίζει τήν ψυχή σου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν κάνει νύμφη Κυρίου καί ἀδελφή τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος ἐδίδασκε ὅλους τήν προσευχή καί ἰδιαίτερα τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, ὅταν ἐπλησίαζε ἡ σοβιετι-κή λαίλαπα, ἐτόνιζε στά πνευματικά του παιδιά: «Σ’ αὐτές τίς ἔσχα-τες ἡμέρες εἶναι καιρός γιά προσευχή. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐργα-σίας σας νά λέτε συνεχῶς τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Στήν ἀρχή μέ τά χείλη, μετά μέ τό νοῦ καί ὑστερα θά εἰσχωρήσει μέσα στήν καρδιά σας».

Ἐπί ἀρκετά χρόνια, μετά τήν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μέ γενναιότητα ὅλες τίς δοκιμασίες, ἀλλά οἱ ἡμέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦσαν πιά μετρημένες. Τήν Κυριακή τῶν Βαῒων τοῦ ἔτους 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά. Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος συνελήφθη καί φυλακίσθηκε στό ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, πού εἶχε μετατραπεῖ σέ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετά ὁδηγήθηκε στή φυλακή τοῦ Κοζέλσκ καί καταδικάσθηκε χωρίς δίκη σέ θάνατο διά τουφεκισμοῦ. Μετά ἀπό διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώ-θηκε, στίς 17 Ἀπριλίου, καί ἔζησε ὡς ἐξόριστος σέ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο. Ἀργότερα, μέ διαταγή τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορί-ζεται πιό μακρυά, στό χωριό Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνσκ. Ἐκεῖ ἐδεχόταν τούς ἐπισκέπτες καί πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπό ἁπλούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τόν συμβουλευόταν διά μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεός εἶχε δωρήσει στόν Ὅσιο τό διορατικό χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τόν ἐμπιστεύονταν καί ἔκαναν ὑπακοή στό λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε, μετά ἀπό ἀσθένεια, τό ἔτος 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαῖα. Χιλιάδες πιστοί ἄρχισαν νά συρρέουν συνεχῶς ἀπό διάφορες πόλεις στό Χόλμισι.
Τό 1935 κλέφτες ἄσκαψαν τόν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιά πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τόν τάφο τό φέρετρο, ἔσπασαν τό κάλυμμα καί ἀφοῦ ἔψαξαν καί δεν εὑρῆκαν τίποτε, ἐπαράτησαν τό ἀνοικτό φέρετρο μαζί μέ τό λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σέ ἕνα δένδρο. Μιά ὁμάδα ἀπό ἐργάτες, πού ἐδούλευαν δίπλα στά ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στό κοιμητήριο καί εἶδαν κατάπληκτοι πώς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια μέ τήν κοίμησή καί τήν ταφή του. Τό δέρμα του εἶχε τό χρῶμα τοῦ κεριοῦ καί τά χέρια του ἦσαν εὐλύγιστα καί μαλακά. Μία γυναίκα ἔφερε λευκό μεταξωτό ὕφασμα καί ἐκάλυψε τό πρό-σωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τό φέρετρο καί ἐνταφίασαν τόν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στίς 16 Ἰουλίου 1989 ἐπραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδή τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καί ἡ ἐπιστροφή του στήν Ὄπτινα[13].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων τῶν μαρτυρησάντων εἰς Μπούτοβον τῆς Ρωσίας.

Τό Μπούτοβο, περιοχή πού βρίσκεται κοντά στή Μόσχα, ἔγι-νε κατά τήν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καί πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἐμαρτύρησαν κατά τά ἔτη τοῦ διωγ-μοῦ στήν Ρωσία. Μεταξύ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων πού ἐμαρτύρησαν στό Μπούκοβο, καί ἀνέρχονται σέ χιλιάδες, ἦσαν καί δέκα Ἕλλη-νες Μάρτυρες[14].
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, εὕρεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Εἰρήνης, ἐν Καρυαῖς τῆς Λέσβου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.