Ένα από τα θέματα που κυριαρχούν στην υμνολογία της Σαρακοστής είναι αυτό της αναχώρησης και της επιστροφής. Μάλιστα, στο αρχαίο τυπικό, η δεύτερη Κυριακή και η Τρίτη εβδομάδα της σαρακοστής ήταν αφιερωμένη στην παραβολή του Ασώτου. Η Σαρακοστή, όπως και η μετάνοια, περιέχει μια κίνηση, μια εξέλιξη, μια αναμονή που εστιάζεται στην κένωση – στο να δημιουργήσω ένα κενό στον εαυτόν μου και να αφήσω τον Θεό να αδειάσει την αγάπη του.
Απόψε θα μου επιτρέψετε να μιλήσω για την παραβολή του Ασώτου και, μέσα από την παραβολή, να προβληματισθούμε για το πώς εμείς συμμετέχουμε στην αγάπη του Θεού.
«…ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως…»
Πόσο αισθανόμαστε ότι ζούμε «εις χώραν μακράν»;
Ίσως είναι δύσκολο να ταυτισθούμε με αυτή την έννοια, ότι ζούμε, δηλαδή, εις χώρα μακράν.
Ο άνθρωπος που αισθάνεται εντελώς «σαν το σπίτι του» σε αυτόν τον κόσμο, που ποτέ δεν δοκίμασε τον πόνο και την νοσταλγία για μια διαφορετική πραγματικότητα, δεν μπορεί απόλυτα να κατανοήσει τον εαυτό του, ούτε την αποξένωσή του από τον Θεό. Ένα τέτοιος άνθρωπος κυριεύεται από μια έντονη ανασφάλεια και χρησιμοποιεί τον περισσότερο χρόνο του για να σχεδιάζει πώς θα εξασφαλίσει μια άνετη ζωή χωρίς πολλές περιπέτειες και κυρίως, πώς θα μπορέσει να αποφύγει τον πόνο και τον θάνατο. Έτσι, παραμένει αγχωμένος στην προσπάθειά του να ελέγξει τα πάντα και τους πάντες γύρω του, να πετύχει αυτό που θέλει, αλλά και να αποφύγει αυτό που δεν επιθυμεί. Θα μπορούσαμε να πούμε με αρκετή ακρίβεια ότι αυτό περιγράφει τον άνθρωπο της εποχής μας.
Το παράξενο είναι ότι όσο προσπαθεί ο άνθρωπος να πετύχει τον στόχο της ευμάρειας και της σιγουριάς, υπάρχει κάτι μέσα του που αντιστέκεται και τον εμποδίζει.
«Αναμφισβήτητα αρέσει στον άνθρωπο να δημιουργεί και να ανοίγει δρόμους. Όμως γιατί αγαπά με πάθος την καταστροφή και το χάος; Αυτό να μου πείτε! Γι’ αυτό το θέμα να πω κι ο ίδιος δυο λόγια. Μήπως αγαπά τόσο την καταστροφή και το χάος (αφού αναμφίβολα μερικές φορές τα αγαπά πολύ, έτσι είναι),επειδή φοβάται ενστικτωδώς ο ίδιος να επιτύχει τον σκοπό του και να αποπερατώσει το κτίριο που κτίζει;… «Και γιατί είσθε τόσο ακλόνητα, τόσο θριαμβευτικά πεπεισμένοι πως μόνο το κανονικό και το θετικό, κοντολογίς πως μόνο η ευημερία συμφέρει τον άνθρωπο; Μήπως η λογική σφάλλει στα συμπεράσματά της; Ίσως ο άνθρωπος να μην αγαπά μόνο την ευημερία. Ίσως να αγαπά ακριβώς το ίδιο και τα πάθη. Ίσως τα πάθη να τον συμφέρουν το ίδιο, όπως και η ευημερία. Ο άνθρωπος αγαπά μερικές φορές τρομερά, παθιασμένα, και τα μαρτύριά του, και είναι γεγονός αυτό….».
«Κατά την προσωπική μου γνώμη το να αγαπά κάποιος μόνο την ευημερία είναι και λίγο αγενές. Καλώς ή κακώς το να καταστρέφεις κάτι καμιά φορά είναι πολύ ευχάριστο. Στην ουσία δεν υπερασπίζουμε εδώ τα μαρτύρια αλλά ούτε και την ευημερία…. Και όμως είμαι βέβαιος πως ο άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ να αρνηθεί τα μαρτύρια, δηλαδή την καταστροφή και το χάος. Τα μαρτύρια είναι ο μοναδικός λόγος της συνείδησης…
Ο Παναγιώτης μεγάλωσε σε ένα ωραίο σπίτι. Οι γονείς του ήταν «φθασμένοι» επιστήμονες και προσέφεραν στα παιδιά τους ό,τι μπορούσαν, ώστε να μην δυσκολευθούν στην ζωή τους. Ο Παναγιώτης πήγε σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο με χριστιανικές αρχές και μετά μπήκε στο Πολυτεχνείο με καλούς βαθμούς. Αλλά ο Παναγιώτης ήταν ανήσυχος. Όταν μπήκε στο Πολυτεχνείο έφερε τα πάνω κάτω. Έσπασε τα δεσμά με την πατρική του οικογένεια, άρχισε να καπνίζει «μαύρο», και ασχολήθηκε με ό,τι μπορεί να φαντασθεί κανείς εκτός από τις σπουδές του. «Ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Ο Παναγιώτης έφυγε από το ασφαλές, αλλά ασφυκτικό περιβάλλον της πατρικής κατοικίας στην αναζήτηση για κάτι διαφορετικό. Κάπου στο βάθος της ψυχής του, σε ένα ασυνείδητο επίπεδο πίστευε ότι έπρεπε να υποφέρει, ώστε να βρει ένα νόημα στην ζωή του, ένα νόημα που αποκτάει κανείς μέσα από την ελευθερία. Με την αποχώρησή του απέρριψε ένα νεκρό κατεστημένο που δεν του προσέφερε νόημα. Με κάποιο τρόπο θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αναζήτηση του για το «άλλο» ήταν κάτι εύλογο. Αλλά το λάθος του Παναγιώτη ήταν ότι, στην προσπάθειά του να υπερβεί μια σηπτική κατάσταση, μπήκε σε μια άλλη ακόμα πιο βλαβερή. Απέρριψε τα πάντα –οικογένεια, φίλους και τις παραδόσεις μιας ολόκληρης κληρονομιάς- χωρίς να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του και την ευθύνη που έχει ο ίδιος απέναντι στην κοινωνία που ζει.
Το να φύγω από το σπίτι του πατέρα και να ζήσω «εις χώραν μακράν» δεν ταυτίζεται με ένα ιστορικό γεγονός που περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή χρόνο. Το να φύγω από το σπίτι του πατέρα είναι να αρνηθώ το γεγονός ότι είμαι πλασμένος από τον Θεό και ότι ανήκω σ’ Αυτόν. Να φύγω από το σπίτι του πατέρα είναι να ζω σαν να μη έχω σπίτι και δεν ανήκω πουθενά· ότι πρέπει να βρω πού ανήκω έξω απ’ αυτό που είμαι – ως εικόνα Θεού. Αυτό έκανε ο Παναγιώτης και, με κάποιο τρόπο, αυτό κάνουμε όλοι μας στην προσπάθειά μας να επιβεβαιώσουμε την αξία μας μέσα από ατομικές επιτυχίες και αποκτήσεις. Το να φύγεις από το σπίτι σου είναι να αποχωρίζεσαι από την καρδιά σου και την δυνατότητα να δώσεις και να δεχθείς αγάπη· να φύγεις από μια σχέση και να ζήσεις χωρίς σχέσεις.
Σήμερα, οι άνθρωποι φεύγουν από σχέσεις γιατί νιώθουν εγκλωβισμένοι σ’ αυτές. Λένε ότι δεν μπορούν να εκφρασθούν, ότι δεν μπορούν να είναι ο εαυτός τους μέσα από αυτές –το παράξενο είναι ότι φεύγουν και μετά μένουν στο πουθενά– χωρίς να έχουν καμία σημαντική σχέση στην ζωή τους. Μάλλον φεύγουν γιατί δεν έχουν την τόλμη που χρειάζεται για να αφοσιωθούν και να επιμείνουν σε μια σχέση.
Ο Παναγιώτης άκουσε μια φωνή μέσα του που του έλεγε ότι πρέπει να βγει στον κόσμο ώστε, με αυτό τον τρόπο, να δείξει στον εαυτό του και στους φίλους του ότι αξίζει. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η φωνή εμφυτεύθηκε μέσα του πολύ νωρίς από το ίδιο το περιβάλλον του που του έλεγε ότι πρέπει να είναι επιτυχημένος, δημοφιλής και αποδεκτός από την κοινωνία και, προπαντός, δυνατός απέναντι στις καταστάσεις. Όμως, η φωνή που άκουσε μέσα του έλεγε ότι, αν δεν είναι επιτυχημένος, αν δεν αποκτήσει υλικά πλούτη, αν δεν είναι το καλό παιδί και δυνατός απέναντι στις δυσκολίες, δεν θα είναι αγαπητός. Από την μια, έφυγε από το σπίτι του για να επαναστατήσει και να απορρίψει αυτή την νοοτροπία. Από την άλλη, έφυγε ακριβώς για να αποδείξει στον εαυτό του και στους άλλους ότι μπορεί να τα καταφέρει. Με έναν παράξενο τρόπο, ήθελε να κερδίσει την αγάπη και τον θαυμασμό του περιβάλλοντός του και κυρίως του πατέρα του.
Όταν ακούω την φωνή μέσα μου που μου λέει ότι πρέπει να ολοκληρωθώ μόνος μου μέσα από εγκόσμιες επιτυχίες, απολαύσεις, εξουσία, πέφτω σε μια παγίδα που με απομονώνει και με κρατάει δέσμιο των απογοητεύσεών μου, του θυμού μου. Διαρκώς φοβάμαι την απόρριψη και την αποτυχία. Δέσμιος και απομονωμένος, δεν μπορώ να ακούσω την φωνή μέσα μου που μου λέει ότι είμαι αγαπητός απλώς επειδή είμαι παιδί του Θεού, χωρίς να προσπαθώ να αποδείξω σ’ αυτόν ότι αξίζω την αγάπη του. Ο τρόπος που ο Θεός δείχνει την αγάπη του είναι μέσα από την ελευθερία του – μέσα από την δυνατότητα που μας δίνει να τον αγαπήσουμε. Διαρκώς μας καλεί να επιστρέψουμε στην αγκαλιά του – στην αγκαλιά της σταυρικής του αγάπης.
Μετά από χρόνια, ο Παναγιώτης βρέθηκε σε ένα απόλυτο αδιέξοδο, σε ένα υπαρξιακό μηδέν. «Αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» και «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν ἔφη»: «Δεν με παίρνει άλλο να συνεχίσω την ζωή μου έτσι. Όλο αυτό που κάνω δεν έχει νόημα. Νιώθω μόνος. Δεν νιώθω ότι με αγαπάει κανένας. Δεν ξέρω και αν αγαπώ τον εαυτόν μου πια… Δεν ξέρω αν μπορώ να αγαπήσω! Κουράστηκα να προσπαθώ να πείσω τον εαυτόν μου και τους άλλους με ανόητους τρόπους ότι είμαι σπουδαίος και δυνατός. Νιώθω ότι είμαι ένα τίποτα. Πρέπει να αλλάξει η ζωή μου, αλλά δεν ξέρω πώς πρέπει να την αλλάξω και αν μπορώ να την αλλάξω. Δεν ξέρω τέλος πάντων και τι θέλω.» Η μεγαλύτερη δυσκολία του Παναγιώτη δεν ήταν ότι δεν ήξερε πώς να φύγει από το αδιέξοδο του. Η δυσκολία του ήταν ότι δεν ήξερε πού να πάει εφ’ όσον βγει.
Η πιο λογική λύση ήταν να γυρίσει στο σπίτι του. Το εύλογο ερώτημα είναι: γιατί δεν μπορούσε ο Παναγιώτης να γυρίσει; Όταν ο Παναγιώτης σκεπτόταν αυτό το ενδεχόμενο τον έπιανε ένας κρύος ιδρώτας και ένα σφίξιμο στο λαιμό. «Πώς να γυρίσω σε μια παγιωμένη κατάσταση; Πώς να ξαναμπώ στο ρόλο του καλού παιδιού που πρέπει να είναι επιτυχημένος και να ικανοποιήσει όλους;» Όταν έβλεπε το πατρικό σπίτι του στον ύπνο του, αυτό το σπίτι μεταμορφωνόταν σε ένα τάφο που είχε την οσμή της σήψης. Έβλεπε μαρμαρωμένα πρόσωπα, χωρίς έκφραση και λαλιά. Το μόνο που άκουγε στο όνειρό του ήταν τους δυνατούς ήχους των διαφημίσεων που εκπέμπονταν από την τηλεόραση. Τίποτα άλλο. Δεν πίστευε ότι κάποιος ήταν εκείνα τον περιμένει. Ότι κάποιος εκεί μέσα μπορούσε να τον ακούσει, να τον καταλάβει και να τον αποδεχθεί.
Ο Παναγιώτης είχε μετανιώσει για τον τρόπο που είχε διαμορφώσει την ζωή του. Η μετάνοιά του όμως δεν στηριζόταν σε αυτο-κεντρικές ενοχές που κρατούν τον άνθρωπο δέσμιο του εαυτού του, αλλά σε έναν καημό, αφού επιθυμούσε να βιώσει την αγάπη μέσα από μια αληθινή σχέση με τα πρόσωπα της οικογένειάς του και της ευρύτερης κοινωνίας. «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν», γνώρισε ότι πρέπει να υπερβεί τον εαυτόν του και να τολμήσει να ζητήσει αυτή την αγάπη, όχι απαιτητικά, αλλά με απόλυτη συναίσθηση των αστοχιών του.
Η μετάνοια περιέχει την δυνατότητα ότι θέλεις και μπορείς να αλλάξεις. Μέσα από την μετάνοια δίνεις την ευκαιρία στον εαυτό σου να γνωρίσεις ότι δεν κατέχεις όλη την αλήθεια για τα πάντα και τους πάντες που είναι γύρω σου. Η μετάνοια σχετίζεται με την συμφιλίωση. Η δε συμφιλίωση με την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σου. Να μετανοήσεις δεν σημαίνει μόνο να διαπιστώσεις τα λάθη σου, αλλά να διαπιστώσεις τι μπορείς να κάνεις, ώστε εγκατασταθεί το σωστό μέσα σου˙ τι μπορείς να κάνεις να καλλιεργήσεις και να διατηρήσεις τις σχέσεις σου. Επομένως, αν η μετάνοια είναι η επιστροφή στο σπίτι του πατέρα σου, η επιστροφή αυτή δεν γίνεται για να βολευθείς, ώστε να αναπαυθείς˙ ούτε σημαίνει ότι πρέπει να γυρίσεις, ώστε να πληρώσεις το τίμημα των ενοχών σου για να έχεις την συνείδηση σου ήσυχη. Η μετάνοια είναι να αναλάβεις την ευθύνη των πράξεων σου και, μέσα απ’ αυτή την ευθύνη να δημιουργήσεις αγαπητικές σχέσεις.
Ο Παναγιώτης πήρε την απόφαση να γυρίσει στο πατρικό σπίτι. Αυτή η επιστροφή ήταν γεμάτη από αντιφάσεις. Δεν ήξερε τι να πει. Δεν ήξερε τι θα βρει. Αποφάσισε να γυρίσει άνευ όρων: δεν περίμενε τίποτα από τον πατέρα του. Θα δεχόταν όποια αντιμετώπιση, όποια παρατήρηση, όποιο κατσάδιασμα, όποιο τίμημα. Από την άλλη, είχε την ελπίδα πως θα εύρισκε την αγάπη που λαχταρούσε.
Για να γυρίσει κανείς πάλι στο σπίτι του πατέρα του, χρειάζεται να υπάρχει μια βαθιά πεποίθηση ότι ο πατέρας του τον περιμένει. Απαιτεί να πειθαρχήσει κανείς στον εαυτόν του, ώστε να υπερβεί το χρόνιο παράπονο που έχει για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του, για όλα αυτά που πιστεύει ότι δεν του έδωσε ο πατέρας του˙ να υπερβεί την απελπισία του και την αχαριστία του˙ να αποκτήσει κανείς την εμπιστοσύνη του στον Πατέρα, ότι Αυτός θα φροντίσει για τα παιδιά του και θα εκπληρώσει τα αιτήματά τους προς το συμφέρον του. Όταν γυρίσει κανείς στο σπίτι του, δεν πρέπει μόνο να ζητήσει συγχώρεση, αλλά να είναι έτοιμος και να την δεχθεί από τον πατέρα. Το να δεχθείς συγχώρηση προαπαιτεί την πρόθεση να αφήσεις τον πατέρα να υπάρχει, όπως θέλει αυτός και όχι όπως θέλεις εσύ να είναι. Το να γυρίσεις στο σπίτι του πατέρα σου σημαίνει ότι γίνεσαι πάλι παιδί – ή μάλλον – αφήνεις το παιδί που είναι μέσα σου να φανερωθεί. Από την άλλη, γυρίζοντας σ’ αυτό το σπίτι, θα χρειασθεί να είσαι έτοιμος, ως παιδί, ανά πάσα στιγμή να φροντίσεις τον πατέρα και την μητέρα σου.
Όσο ο Παναγιώτης πλησίαζε το σπίτι του, αυξανόταν το άγχος του και όταν το αντίκρισε από μακριά, σταμάτησε και, για μια στιγμή είχε την τάση να γυρίσει πίσω. «Δεν θα το αντέξω», είπε, αλλά εν τέλει προχώρησε. Ήταν απόγευμα, και όπως κάθε απόγευμα ο πατέρας του καθόταν στο μπαλκόνι και έπινε τον καφέ του. Είδε τον Παναγιώτη να έρχεται από μακριά. Έμεινε αμήχανος – είχε δυο χρόνια να τον δει. Σιωπηλά και σταθερά, σηκώθηκε, μπήκε στο σπίτι και με μια κουβέντα είπε στην γυναίκα του «έρχεται ο Παναγιώτης» και μετά κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να τον υποδεχθεί. Η μητέρα πανικοβλήθηκε, αλλά ο άνδρας της δεν της άφησε πολλά περιθώρια να μιλήσει. «Κάτσε εσύ εδώ», της είπε. Μετά από λίγο ο Παναγιώτης έφθασε στην είσοδο του σπιτιού. Υπήρχε μια σχετική αμηχανία. Ενώ είχε προετοιμασθεί να πει πολλά έχασε τα λόγια του και δεν άνοιξε το στόμα του. Ο δε πατέρας του τον φίλησε και το μόνο που του είπε ήταν: «Σε περίμενα. Σε περιμένει η μητέρα σου και τα αδέλφια σου. Το δωμάτιο σου είναι έτοιμο!». Μέσα σε μια παράξενη σιωπή ανέβηκαν στο σπίτι. Η υποδοχή από την μητέρα ήταν γεμάτη συγκίνηση, αλλά ο πατέρας παρέμεινε ήρεμος και σταθερός. Τον κάλεσε να βγουν οι δυο τους στο μπαλκόνι να καθίσουν. Το μόνο που μπορούσε ο Παναγιώτης να ξεστομίσει ήταν «ξέρω ότι τα έκανα θάλασσα». Ο δε πατέρας του ήθελε να τον προστατεύσει και δεν τον άφησε να συνεχίσει. Του είπε: «Θέλω να αναλάβεις το γραφείο μου. Εγώ κουράστηκα και πρέπει σιγά σιγά να φύγω.» (είχαν την ίδια ιδιότητα). Ο Παναγιώτης έμεινε έκπληκτος. «Μα δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω». Ο πατέρας ήταν καθησυχαστικός. Ίσως ήταν η πρώτη φορά στην ζωή του που ο Παναγιώτης ένιωσε ότι είχε λάβει την πραγματική υιοθεσία από τον πατέρα του – ότι ήταν ο αγαπητός του. Δάκρυσε και το μόνο που είπε ήταν «ευχαριστώ». Φάνηκε ότι όλα τα δυσάρεστα που είχαν συμβεί μεταξύ τους στο παρελθόν είχαν σβηστεί. Ο Παναγιώτης σκέφθηκε ότι μόνο ένας Θεός μπορεί να τον βοηθήσει για να τα βγάλει πέρα.
Δεν υπάρχουν τέλειοι πατέρες και μητέρες σε αυτόν τον κόσμο. Για να ενηλικιωθεί κανείς πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αλήθεια. Μόνο τότε θα μπορεί κάποιος να στρέψει το βλέμμα του προς τον επουράνιο πατέρα για να βρει την όντως αγάπη και αποδοχή. Αυτός ο επουράνιος πατέρας δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον επίγειο πατέρα, αλλά είναι αυτός που συμπληρώνει και τελειοποιεί κάθε πρόσωπο και κάθε σχέση.
Ο επουράνιος πατέρας είναι αυτός που θέλει τα παιδιά του να είναι ελεύθερα, να είναι ελεύθερα να αγαπήσουν. Η αυθεντία του βασίζεται στην ευσπλαχνία του, στο πόνο που έχει για τα λάθη των παιδιών του. Αυτή η πονετική αγάπη είναι αυτό που θεραπεύει. Δεν επιβάλλεται. Μένει στην σιωπή και περιμένει να γυρίσουμε να τον συναντήσουμε και όταν πραγματοποιείται αυτή η συνάντηση, δεν λέει πολλά. Απλώνει τα χέρια του και μας αγκαλιάζει, μας αποδέχεται γι’ αυτό που είμαστε και γι’ αυτό που δεν είμαστε. Μας συγχωρεί.
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας δεν είναι που θα βρούμε τον επουράνιο πατέρα, αλλά, αν θα τον αφήσουμε να μας βρει εκεί που είμαστε και αν θα τον αφήσουμε να μας αγγίξει. Ενσαρκώθηκε και ήρθε στην απομακρυσμένη και ξένη χώρα που ζούμε να μας συναντήσει και να δείξει που κατοικεί. Ο επουράνιος πατέρας θέλει να επιβεβαιώσει το κάθε παιδί του ότι αξίζει, ανακαλύπτοντάς του τα μυστήριά του, δίδοντάς του την στολή της δόξης, παραδίνοντάς του την εορτή της χαράς και της ευχαριστίας. Σ’ αυτή την εορτή της ευχαριστίας ο Θεός χαίρεται. Όχι επειδή τα προβλήματα του κόσμου λύθηκαν ή επειδή δεν υπάρχει πόνος και δυσκολίες στον κόσμο. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο πολύ γι’ αυτό όσο για το ότι έχει τα παιδιά του γύρω από το τραπέζι του ενωμένα εν τω συνδέσμω της αγάπης.
Όταν ο επουράνιος πατέρας μας δίνει την υιοθεσία –όταν μας βαπτίζει παιδιά του– θέλει να έχουμε αγάπη μεταξύ μας. Μας λέει: «Ὅσο ὁ Πατέρας ἀγαπάει ἐμένα, τόσο ἐγώ ἀγαπάω σᾶς. Φροντίστε νά μή χάσετε τήν ἀγάπη μου. Καί δέν θά τήν χάσετε ποτέ τήν ἀγάπη μου, ἄν τηρεῖτε τίς ἐντολές μου· γιατί ἔτσι καί ἐγώ τηρῶ τίς ἐντολές τοῦ Πατέρα μου καί μένω στήν ἀγάπη Του. Αὐτά σᾶς τά εἶπα, γιά νά ἔλθει ἡ δική μου χαρά γιά πάντα σέ σᾶς· καί ἔτσι ἡ δική σας χαρά νά γίνει πλήρης καί τέλεια χαρά. Αὐτή εἶναι ἡ δική μου ἐντολή: Νά ἀγαπᾶτε ὁ ἔνας τόν ἄλλο, ὅπως σᾶς ἀγαπάω Ἐγώ.»
Διδοντάς μας την υιοθεσία, ο επουράνιος πατέρας θέλει να είμαστε πατέρες, μητέρες, αδέλφια και φίλοι προς τους άλλους. Να δημιουργήσουμε μια κατοικία στην καρδιά μας για τον άλλον και να συνυπάρχουμε μαζί του εν ησυχία, χωρίς ζήλεια, μνησικακία, ανταγωνισμό και την ανάγκη να τον εξουσιάσουμε.
Αν ο κόσμος μας βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο δεν είναι επειδή είναι γεμάτο από ανάρμοστα και θυμωμένα άτομα που δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι. Είναι επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αναλάβουν το πραγματικό ρόλο του πατέρα. Αυτό δεν με εκπλήσσει. Ο πόνος της πατρότητας είναι βαρύς και οι χαρές κρυμμένες. Αλλά να μπορέσουμε να γίνουμε γονείς και αδέλφια του συνανθρώπου μας, πρώτα πρέπει να ανακαλύψουμε ότι είμαστε όλοι παιδιά του Θεού που προσφέρουμε τον εαυτόν μας στον επουράνιο πατέρα να μας αξιοποιήσει στον αμπελώνα του. Αν το κάνουμε αυτό, τότε θα ακούσουμε την φωνή του να μας λέει: «Μη φοβού! Ο Υιός μου θα σε πάρει από το χέρι και θα σε καθοδηγήσει έξω από κάθε αδιέξοδο που θα παρουσιασθεί στην ζωή σου. Μέσα από την πτωχεία σου, τις ανεπάρκειές σου και τις αμαρτίες σου θα σου αποκαλύψει το φως το αληθινό και θα καθίσεις δεξιά του πατρός εις τους αιώνας των αιώνων.
Ομιλία του π. Σταύρου Κοφινά στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου κατά τον Γ’ Κατανυκτικό Εσπερινό της Β’ Κυριακής των Νηστειών Αλεξανδρούπολη, 8 Μαρτίου 2015