Ρεπορτάζ: Τζάνης Αθανάσιος
Το εσπέρας της Πέμπτης 30 Νοεμβρίου ο Σεβ. Μητροπολίτης Σταγών και Μετεώρων κ.κ. Θεόκλητος πραγματοποίησε εθιμοτυπική επίσκεψη γνωριμίας στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ Αγίων Μετεώρων.
O Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Ισίδωρος Τσιατάς και σύσσωμη η μοναστική αδελφότητα με πολλή χαρά υποδέχτηκε τον νέο Ποιμενάρχη και εν πομπή κατευθύνθηκαν στο καθολικό όπου και τελέστηκε επίσημη Δοξολογία.
Ακολούθησε Εσπερινός, κατά τον οποίο χοροστάτησε ο Μητροπολίτης κ.κ. Θεόκλητος.
Μετά το πέρας του Εσπερινού ο Αρχιμ. Ισίδωρος Τσιατάς, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ προσφώνησε τον Μητροπολίτη Σταγών και Μετεώρων:
«Σεβασμιώτατε μητροπολίτα Σταγῶν καὶ Μετεώρων κ.κ. Θεόκλητε.
Μὲ ἀνεκλάλητη χαρά, βαθύτατο σεβασμό, τιμή, καὶ υἱικὴ ἀφοσίωση, Σᾶς ὑποδεχόμεθα σήμερα καὶ Σᾶς καλωσορίζουμε στὴν Ἱστορικὴ Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων – Βαρλαάμ.
Ἂς εἶναι εὐλογημένο καὶ δοξασμένο τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ ἐν Τριάδι παναγάθου Θεοῦ, διότι ἐπέβλεψεν ἐφ’ Ὑμᾶς, καὶ ἰδοὺ ὅτι, ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, Σᾶς ἀνέδειξε πρὸ ὀλίγου χρόνου στὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Παλαιφάτου καὶ Ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων.
Ἀπὸ καρδίας, Σᾶς ἐκφράζουμε τὰ ἐνδόμυχά μας συγχαρητήρια γιὰ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ ἱερατικὴ τιμὴ καί, ταυτοχρόνως, ὑψώνουμε χεῖρας ἱκέτιδας πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ Σᾶς καθοδηγῇ «εἰς πάντα, οὗ ἐὰν πορεύῃ»[1] καὶ νὰ εὐλογῇ τὰ ἔργα Σας, ὥστε νὰ εἶναι καρποφόρα καὶ εὐάρεστα ἐνώπιόν Του.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Σᾶς ἐξέλεξε Μητροπολίτην τῆς Ἁγιωτάτης καὶ Θεοσώστου Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων, μὲ τὸ ὑψηλὸν κριτήριον, ὅτι προέρχεσθε ἐκ τῆς τάξεως τῶν Ἱερομονάχων, καθ’ ὅτι ζήσατε καὶ ἀσκηθήκατε, εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Βουλκάνου, ὑπὲρ τὴν δεκαετίαν, ὡς Ἀδελφὸς καὶ ὡς Καθηγούμενος Αὐτῆς.
Ἡ Ἐκκλησία Σᾶς ἀποστέλλει, ὡς Πνευματικὸν Πατέρα καὶ Ποιμενάρχην, εἰς μίαν «καλογερικήν», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Ἱερὰν Μητρόπολιν, διὰ νὰ ἐνστερίζεσθε τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγώνας καὶ προβλήματα, τῶν εἰς τοὺς ἱεροὺς βράχους τῶν Ἁγίων Μετεώρων Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μίαν ἰδιαιτερότητα, ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν Μοναστηρίων τῆς λαχούσης Ὑμῖν Ἐπαρχίας, ἀσκουμένων Πατέρων καὶ Μητέρων, Μοναχῶν καὶ Μαναζουσῶν, ἔχοντας ὁ ἴδιος μοναχικὴν πείραν.
Μεσσήνιος κληρικός, ἔγραψε, εἰς τὸν τοπικὸν τύπον τῆς Καλαμάτας, περὶ Ὑμῶν, μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«…καλόγηρος ποὺ γνώρισε τὸ μοναχισμὸ ἀπὸ μικρὸ παιδί…
…εἰσῆλθε εἰς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν εἰς τὰ 18 του χρόνια…
…καλόγερος ποὺ πέρασε μέρες μὲ κελλιῶτες μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα…».
Ἡ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων, Σεβασμιώτατε, ἀνάγεται εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 10ου αἰῶνος καὶ ἐλειτούργησε, ὡς Ἐπισκοπὴ Σταγῶν, ἕως τὸν 19ον αἰώνα, ὁπότε καὶ συνεχωνεύθη μὲ τὴν ἰσότιμον αὐτῆς Μητρόπολιν Τρίκκης τὸ 1908.
Τὸ 1992 ἔγινε ἀνασύστασις, ὡς προσωποπαγοῦς, καὶ σήμερον πλέον, μὲ τὰς προσπαθείας τοῦ ἀειμνήστου προκατόχου Ὑμῶν κυροῦ Σεραφείμ, ἀνεδείχθη καὶ λειτουργεῖ, ὡς ἀνεξάρτητος καὶ κανονικὴ Μητρόπολις, ὡς ἦτο ἐπὶ σειρὰν αἰώνων.
Τὰ Μετέωρα, Σεβασμιώτατε, ἀποτελοῦν, ὡς γνωστόν, μετὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ μεγαλύτερο καὶ μὲ συνεχὴ παρουσία Μοναστηριακὸ κέντρο στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐγκαταστάσεως τῶν πρώτων ἀσκητῶν κατὰ τῶν 11ο μέχρι σήμερον.
Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι εὐλογημένος καὶ ἁγιασμένος. Ἡ σιωπὴ τῶν βράχων βρίθῃ στεναγμῶν ἀλαλήτων. Ἕνας τόπος «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες»[2] ἁγίων ἀνδρῶν ὑψηλοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος, ἀφανῶν, ὅμως, εἰς τὸ εὐρὺ κοινὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας τόπος, ὁ ὁποῖος εἶναι ποτισμένος μὲ ἱδρῶτες καὶ δάκρυα· κόπους καὶ πόνους· κρυφοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τῶν ἀσκητῶν καὶ Πατέρων τῆς Ἁγιομετεωρίτικης Πολιτείας: στὶς κέλλες, στὰ ἀσκητήρια, στὶς ὀπὲς τῶν βράχων καὶ σὲ κάθε μοναστηριακὸ συγκρότημα ξεχωριστά.
Εἶναι ἕνας τόπος μοναδικός, καταπληκτικός, σαγηνευτικός, ἀπαράμιλλος, ἀπαράκλητος, προσευχητικός, κατανυκτικός. Ἕνας τόπος ὄντως συναντήσεως ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ, ἰδανικὸς γιὰ τὴν κλίμακα τῆς «ἐν Χριστῷ ζωῆς».
Ἐπάνω στὶς ἀπάτητες κορυφὲς τῶν ἐπιβλητικῶν καὶ μεγαλοπρεπῶν βράχων, σκαρφάλωσαν καὶ φώλιασαν, σὰν τὰ πουλιά, μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ κοιλότητες τῶν βράχων οἱ πρῶτοι ἀσκητὲς καὶ ἐρημῖτες, ἀναζητώντας ἐκεῖ μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες τὴν ψυχικήν τους πληρότητα καὶ λύτρωσιν, ἀπομονωμένοι καὶ ἀποξενομένοι ἀπὸ τὸν κόσμον «μόνοι πρὸς μόνον» τὸν Θεόν, ἀγῶνες τοὺς ὁποίους «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν» ἀλλὰ ὁ Θεὸς γνωρίζει.
Μεταξὺ αὐτῶν τῶν πνευματικῶν ἀναστημάτων, εἶναι καὶ οἱ Ἅγιοι Κτίτορες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Νεκτάριος, γόνοι ἀριστοκρατικῆς Βυζαντινῆς οἰκογενείας, οἱ ὁποῖοι ἀπαρνήθηκαν τὰ πλούτη καὶ τὴν ἐγκόσμιαν ζωὴν καὶ ἀσπάσθηκαν τὸ μοναχικὸ τριβώνιον τῆς ἀσκήσεως καὶ αὐταπαρνήσεως.
Ἡ οἰκογένεια τῶν ἁγίων κτιτόρων τῆς Μονῆς μας, ἐμιμήθη τὴν οἰκογένειαν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ ἀφιερώθησαν, ὅλα τὰ μέλη της, εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐκάρησαν Μοναχοί.
Οἱ Ἅγιοί μας, Θεοφάνης καὶ Νεκτάριος, ἔκτισαν εἰς τὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων τὴν Μονὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ ἑτέραν Μονήν, διὰ τοὺς γονεῖς Των καὶ τὰς ἀδελφάς.
Ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ἐκεῖ διαμονῆς Των ἀντιμετώπισαν πολλὰς δυσκολίας ἀπὸ τοὺς περιοίκους καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας μετέβησαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὅπου ἐφησύχαζε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νήφων καὶ τὸν ἠρώτησαν περὶ τοῦ πρακτέου εἰς τὴν μοναχικήν Των ζωήν.
Ὁ Ἅγιος Νήφων τοὺς συμβούλευσε, ὅπως ἐπιστρέψουν εἰς τὴν μετάνοιάν Τους, εἰς τὴν νῆσον τῶν Ἰωαννίνων καὶ ἂν συνεχισθοῦν οἱ πειρασμοὶ νὰ ἀναχωρήσουν εἰς ἕτερον ἡσυχαστικὸν τόπον.
Τελικά, ἦλθον εἰς Μετέωρα καὶ τὸ 1517, πρὸ πεντακοσίων χρόνων, ἀνέβηκαν εἰς τὸν στῦλον τοῦ Βαρλαάμ, χτίζοντας τὴν Ἱερὰν Μονὴν μὲ ἰδικάς Των δαπάνας, τὴν ὁποίαν ἐπλούτισαν μὲ ὑλικοὺς καὶ πνευματικοὺς θησαυρούς.
Τὸ 1961, Σεβασμιώτατε, ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε, διὰ μεταθετοῦ, εἰς τὴν ἑνιαίαν τότε Ἱερὰν Μητρόπολιν Τρίκκης καὶ Σταγῶν, τὸν Μητροπολίτην Λήμνου κυρὸν Διονύσιον, ἐκκλησιαστικὸν ἄνδρα μὲ φρόνημα καλογερικόν, μὲ κύριον σκοπὸν νὰ «σώσῃ» τὰ Μετέωρα, τὰ ὁποῖα εὑβρίσκοντο εἰς πλήρη παρακμήν.
Κατὰ παρόμοιον τρόπον, ἡ Ἐκκλησία, ἐν ἔτει 2017, ἐξέλεξεν Ὑμᾶς, ἄνδρα μὲ ζῆλον Ἱεραποστολικὸν καὶ ἀγάπην πρὸς τὴν Μοναχικὴν Πολιτείαν, εἰς μίαν δύσκολον περίοδον διὰ τὰ Μετέωρα.
Ἡ ἀθρόα προσέλευσις τῶν ἐπισκεπτῶν, δημιουργεῖ πλῆθος προβλημάτων, τὰ ὁποῖα τείνουν νὰ ἀλλοιώσουν τὸν πνευματικὸν χαρακτῆρα τῶν Μετεώρων. Ἐπίσης, ὑπάρχουν διάφοροι ἐξωγενεῖς πειρασμοί – παράγοντες, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τὸν Ἁγιομετερίτικον χῶρον μὲ ὑλιστικὴν νοοτροπίαν καὶ καταναλωτικὸν εὐδαιμονισμόν.
Ἡμεῖς, ὡς γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Μοναχοί, προστατεύουμε καὶ ἀναδεικνύουμε τὴν ὑλικὴν καὶ ἄυλην Πολιτιστικὴν Κληρονομιὰν τῆς Πατρίδος μας, τοῦ τόπου μας καὶ τῶν Προγόνων μας.
Εἰς τοῦτο τὸ δύσκολον ἔργον, Σᾶς θέλουμε δίπλα μας, συνοδίτην, συμπαραστάτην καὶ ἀρωγόν, συνεχίζοντας τὸ ἔργον τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου Σας κυροῦ Σεραφείμ.
Σεβασμιώτατε.
Ζοῦμε εἰς μίαν ἐποχήν, πού, ὁ παγκοσμιοποιημένος καὶ ἐκκοσμικευμένος τρόπος ζωῆς, ἀπειλεῖ καὶ ἐπηρεάζει ἀκόμη καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀξίες ἀμφισβητοῦνται, οἱ παντὸς εἴδους κρίσεις πληθαίνουν καὶ αὐξάνονται. Εἶναι καιρὸς ποὺ ἐπιβάλλεται ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νὰ φανῇ τὸ μεγαλεῖον Της, ὡς ἡ πραγματικὴ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ αὐθεντικὸς τρόπος ζωῆς διὰ τὸν κάθε ἄνθρωπον.
Γνωρίζετε, βεβαίως, ὅτι ὁ κάθε ἀγώνας, εἴτε αὐτὸς εἶναι πνευματικὸς εἴτε εἶναι ἐθνικός, εἶναι δύσκολος καὶ σκληρός. Χρειάζεται πολὺ προσευχήν, ὑπομονήν, ἐγκαρτέρησιν, μεθοδικότητα, μαχητικότητα καὶ πρὸ πάντων μεγάλην πίστιν πρὸς τὸν Θεόν.
Ἰδιαιτέρως, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἀγῶνες, εἶναι οἱ πιὸ δύσκολοι ἀπὸ ὅλους. Διότι, κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ἔχουμε νὰ παλέψουμε «πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου»[3]. Ἐπιπροσθέτως «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»[4].
Ἑπομένως, τὸ ἐξόχως τοῦτο τιμητικὸν ἀξίωμα, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία Σᾶς ἐτίμησεν, δὲν προσφέρεται διὰ οἱανδήποτε προσωπικὴν φιλοδοξίαν ἤ κομπασμόν. Προσφέρεται μονάχα διὰ διακονίαν καὶ αὐτοθυσίαν. Προσφέρεται διὰ καλλιέργειαν πνεύματος ἀγάπης καὶ ἀγωνιστικότητος, διὰ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ τῆς πίστεώς μας καὶ τῆς πατρίδος μας.
Ὡς Ἐπίσκοπος πλέον τῆς Θεοσώστου ταύτης Ἱερᾶς Μητροπόλεως, θὰ ἔχητε νὰ διαδραματίσητε ἕναν σωτηριολογικὸν ρόλον, ὄχι μόνον διὰ τὸν ἑαυτό Σας, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ποίμνιόν Σας, τὸ ὁποῖον «ὥσπερ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων»[5] θὰ προστρέχῃ πρὸς Ὑμᾶς, διὰ ἐξομολόγησιν, Θείαν Κοινωνίαν, πνευματικὴν παρηγορίαν καί ἀναψυχήν.
Ἔτσι ὁραματιζόμεθα τὴν κάθε ἐκκλησιαστικὴν κοινότητα. Νὰ ἀποβαίνῃ ἕνα ἰατρεῖον τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων. Νὰ ἀποβαίνῃ μία δροσοβόλος πηγὴ πνευματικῆς ἐντρυφήσεως καὶ μεταρσιώσεως πρὸς τὰ Θεῖα.
Αὐτὴ τὴν ὑψηλὴν ἀποστολήν, Σεβασμιώτατε, ἀναλάβατε καὶ ἡ εὐθύνη τῆς ἐπιτυχίας πέφτει, κυρίως, στοὺς ἰδικούς Σας ὤμους καὶ εἰς τὸ δικόν Σας ἔνθεον ζῆλον.
Αὐτὴ τὴν ἐπιτυχίαν, διὰ νὰ τὴν φέρητε εἰς πέρας, θὰ πρέπῃ νὰ ἀκολουθήσητε τὴν σοφὴν συμβουλὴν τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου: «Σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας»[6]. Συνεπῶς «δίδαξον ἐν λόγοις, παραδειγμάτισον ἐν ἔργοις. Ὦτα γὰρ τυγχάνει ὀφθαλμῶν ἀπιστότερα καὶ κενὸς ὁ λόγος, ἐὰν μὴ ἡ πρᾶξις συμπαρῇ».
Δίπλα Σας, βεβαίως, θὰ εἶναι καὶ ὅλοι οἱ Κληρικοὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς Σας, συνοδοιπόροι καὶ συγκυρηναῖοι, εἰς τὸ δύσκολον καὶ ἐπίμοχθον ἔργον, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴ ζωήν Σας καὶ τὸ παράδειγμά Σας.
Κατακλείοντας, ὑποβάλλουμε ταπεινὲς εὐχές, πρὸς τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα καὶ εἰς ἀνάμνησιν τῆς πρώτης ἐπισκέψεώς Σας εἰς τὴν Ἱερὰν ἡμῶν Μονήν, προσφέρομεν Ὑμῖν, μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ καὶ υἱϊκῆς ἀγάπης, ἕνα σὲτ ὑφαντῶν ὠμοφορίου καὶ ἐπιτραχηλίου, καὶ ἕνα σὲτ ἀρχιερατικοῦ ἐγκολπίου καὶ Σταυροῦ.
Ἡ ἐπὶ τοῦ ἐγκολπίου ὑπάρχουσα παράστασις τῆς Παναγίας, ἔχει τὴν ἰδιαιτερότητα, νὰ εἶναι ἀντίγραφον τῆς Πλατυτέρας τοῦ Καθολικοῦ μας, ἔργον τοῦ περιφήμου ἁγιογράφου Φράγκου Κατελάνου.
Θερμῶς παρακαλοῦμεν, τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὅπως διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναγίας τῆς Βουλκανιωτίσσης, τῆς καὶ προστάτιδος Ὑμῶν, τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου μάρτυρος Θεοκλήτου, τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος τοῦ καὶ πολιούχου τῆς Ἱερᾶς Ὑμῶν Μητροπόλεως, τῶν Ὁσίων Κτιτόρων τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς Θεοφάνους καὶ Νεκταρίου, πηδαλιουχῆτε ἐπὶ ἔτη πολλά, τὸ Σκάφος τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἔντεινον, λοιπόν, καὶ κατευοδοῦ καὶ ἐπισκόπευε, ἐπὶ ἔτη πλεῖστα. Καὶ ἔστω Σοι εὐλογημένη, ὑπὸ τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἡ Ἐπισκοπική Σας ποιμαντορία. Ἀμήν.»
Ακολούθησε κέρασμα στο αρχονταρίκι της Μονής όπου ο Μητροπολίτης είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τους Πατέρες της Μονής και στη συνέχεια παρετέθη μοναστηριακή Τράπεζα.
[2] Ψαλμ. 131,7
[3] Ἐφ. 6,11
[4] Ἐφ. 6,12
[5] Ψάλμ. 41,2
[6] Β΄ Τιμ. 2,15