«Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Γιά τό Εὐαγγέλιο αὐτό, ἀξιοσημείωτο εἶναι αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Θεοφύλακτος ὡς πρός τόν σύντομο χρόνο σύνταξής του, δηλαδή τόν χρόνο πού μεσολάβησε ἀπό τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μέχρι τήν συγγραφή του. Ἀναφέρει: «καί δή συγγράψασθαι τό Εὐαγγέλιον μετά πάσης ἀκριβείας, ὡς καί αὐτό τό προοίμιον αὐτοῦ ἐμφαίνει∙ μετά πεντεκαίδεκα δέ ἔτη τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναλήψεως συνεγράψατο». Ἀξιόλογο ἐπίσης εἶναι καί τό σχόλιό του σχετικά μέ τήν λέξη «κράτιστος» γιά τόν Θεόφιλο στόν ὁποῖο ἀπευθύνεται στό προοοίμιο τοῦ Εὐαγγελίου: «Γράφει δέ πρός Θεόφιλον, συγκλητικόν ὄντα καί ἄρχοντα ἴσως. Τό γάρ Κράτιστος ἐπί τῶν ἀρχόντων καί ἡγεμόνων ἐλέγετο, ὡς καί ὁ Παῦλος φησί πρός τόν ἡγεμόνα Φῆστον, Κράτιστε Φῆστε». Μερικοί ἑρμηνευτές διατύπωσαν τήν γνώμη ὅτι ὁ Θεόφιλος ἦταν μέλος τοῦ δικαστηρίου τῆς Ρώμης, τό ὁποῖο θά δίκαζε τόν ἀπόστολο Παῦλο καί γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ Λουκᾶς τοῦ ἀποστέλλει τό ἔργο του γιά τήν ὑπεράσπισή του.[1]
Τόσο τό κατά Λουκᾶν, ὅσο καί οἱ Πράξεις Ἀποστόλων πρέπει νά ἐξετάζονται παράλληλα, σέ ἄμεση ἐξάρτηση τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο.[2] Ἔτσι θά δοῦμε ὅτι στό Πραξ.16,10 μέχρι τό τέλος τοῦ βιβλίου, ὁ Λουκᾶς, ὁ συγγραφέας τῶν δύο βιβλίων, ἐξιστορεῖ τά γεγονότα σέ α΄πληθυντικό πρόσωπο, πού ἀποδεικνύει ὅτι ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας ὅλων αὐτῶν.[3] Ἀπό τήν ἄλλη, ἔντονες ὑπάρχουν οἱ ἀμφισβητήσεις ὡς πρός αὐτό, ἀφοῦ ὑποστηρίχθηκε ὅτι πιθανόν πρόκειται γιά ἕνα ἔργο στό ὁποῖο δόθηκαν διαφορετικοί τίτλοι. Ἔτσι, «ἴσως ἐτέθη ἐπί τοῦ δευτέρου τμήματος ὁ τίτλος «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», ὁ ὁποῖος δέν ἀνταποκρίνεται πρός τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων».[4] Ὡς πρός τό Εὐαγγέλιο, σημαντική εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ καθηγητοῦ Β.Ἰωαννίδη, ὅτι ὡς πηγή τῶν κειμένων του ὁ Λουκᾶς εἶχε ἐκτός τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο, τήν ἴδια τήν Παναγία, ἡ ὁποία κατά καιρούς «διηγεῖτο ὅσα συνέβησαν εἰς αὐτήν κατά τήν γέννησιν τοῦ θείου βρέφους καί ἑξῆς μέχρι τῆς ἐμφανίσεώς του διά τήν δημόσιαν δρᾶσιν…».[5] Ὁ Λουκᾶς πραγματικά «γράφει ἱστορία»[6] μέ ἀκρίβεια[7] καί σκοπός τῆς συγγραφῆς τοῦ θεωρήθηκε ἡ ἀπολογία τοῦ χριστιανισμοῦ ἔναντι τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Θέλει νά δείξει ὅτι ὁ χριστιανισμός δέν ἦταν ἕνα πολιτικό ἐπαναστατικό κίνημα ἀνατρεπτικοῦ χαρακτήρα, ἀλλά ἕνας καινούργιος τρόπος ζωῆς πού ἑδραιώνεται στό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.[8] «Αὐτό πού διακρίνει τό κατά Λουκᾶν ἀπό τά ἄλλα Εὐαγγέλια εἶναι τό δραματικό ἐπεισοδιακό ὕφος μέ τό ὁποῖο παρουσιάζει νά ἐξελίσσονται διάφορα κομβικά γιά τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας γεγονότα. Ἔτσι αὐτά συναρπάζουν τόν ἀναγνώστη καί ἀποκτοῦν παραδειγματικό χαρακτῆρα».[9]
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ Λουκᾶς;
Ἀπό τά ἀναφερόμενα στά δύο βιβλία πού συνέγραψε, προκύπτει ὅτι ἦταν Σύρος[10] ἤ Ἕλληνας καί μᾶλλον ὁ μόνος μή Ἰουδαῖος συγγραφέας τῆς Καινῆς Διαθήκης.[11] Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα μέ τήν ἀπουσία σημιτισμῶν,[12] τήν ἀνεπαρκῆ γνώση τῶν γεωγραφικῶν συνθηκῶν τῆς Παλαιστίνης καί κυρίως ἀπό τό δόκιμο ἑλληνικό ὕφος τοῦ Εὐαγγελίου του.[13] Διαθέτει ἑλληνιστική παιδεῖα πού φαίνεται ἀπό τήν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου γλῶσσα του καί ἀπό τήν συνειδητή ἐκ μέρους του υἱοθέτηση παραδόσεων τῆς ἀρχαῖας ἱστοριογραφίας.[14] Ὡς πρός τήν δράση του μετά τόν θάνατο τοῦ Παύλου, τίποτα μέ βεβαιότητα δέν γνωρίζουμε. «Κατά πληροφορίας ἐκκλησιαστικῶν τινῶν Πατέρων καί συγγραφέων ἐκήρυξε τήν νέαν πίστιν ἐν Δαλματίᾳ, Γαλλία, Ἰταλία καί Μακεδονία (Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων, PG 41, 907) καί Ἀχαΐα (Γρηγ. Ναζιανζηνοῦ, PG 36, 228), ἐνῶ ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστῆς (PG 115, 1136) ἀναφέρει ὅτι ἀπό τῆς Ρώμης μετέβη εἰς Ἀνατολήν…ἔνθα καί ἐτελεύτησεν».[15]
Στό Κολ.4,14 ὁ Λουκᾶς κατά τόν Παῦλο ἦταν ἰατρός,[16] κατά τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση γνωρίζουμε ὅτι ἦταν ἁγιογράφος[17]καί ὅτι τά τέλη της ζωῆς του ἔζησε στήν Βοιωτία, «ὅπου καί ἀπέθανε φυσικό θάνατο σέ βαθύτατο γῆρας».[18] Σίγουρα ὑπῆρξε συνοδός καί βοηθός τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀφοῦ ὁ μέγας ἀπόστολος τόν «μνημονεύει» τρεῖς φορές (Κολ.4,14. Φιλ.24 καί Β΄Τιμ.4,11).[19] Ἕνα ἄλλο σημαντικό στοιχεῖο πού δηλώνει αὐτήν τήν ἀλήθεια εἶναι ὅτι δεικνύει μία συμπάθεια στούς ἐθνικούς καί τούς Σαμαρίτες, ἡ ὁποία δέν ὁδηγεῖ μόνο στό συμπέρασμα ὅτι δέν ἦταν ἐκ καταγωγῆς Ἰουδαῖος, ἀλλά ὅτι ἐκφράζει τήν «Παύλεια» θεολογία, πού εἶναι θεολογία ἡ ὁποία ἀφορᾶ εἰς πάντα τά ἔθνη.[20]
Ὡς πρός τόν τόπο καί χρόνο τῆς συγγραφῆς, ὑποστηρίχθηκε ἡ περίοδος μεταξύ 70-90 μ.Χ. Ὁ καθηγητής Ἀγουρίδης τήν τοποθετεῖ μετά τό 65μ.Χ. «πόσον μετά, δέν δυνάμεθα νά εἴπωμεν».[21] Πιθανοί δέ τόποι συγγραφῆς, ἀναφέρονται οἱ: Ἀντιόχεια, Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, ἡ Μακεδονία (Φιλίππους) καί ἡ Ἔφεσος.[22]
Κύρια θέματα τοῦ Εὐαγγελίου
Ἀπό τά πολλά θέματα πού ἀναπτύσσονται στό Εὐαγγέλιο, μέ ὁδηγό τίς ἀναφορές τοῦ καθηγητοῦ Ἰ. Παναγόπουλου, θά ἀναφέρουμε τίς ἀκόλουθες ἕξι. Πρόκειται γιά: α) Τήν ἔννοια τοῦ Κυρίου, ὡς ὅρο πού δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν κυριότητα τοῦ Ἰησοῦ, β) Τήν δυναμική πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία, πού φανερώνει τήν ὕπαρξη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γ) τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δ) τήν ἰδιαίτερη σημασία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ πρός τήν ἱερή πόλη τῶν Ἰεροσολύμων, ε) τήν εἰδική μέριμνα τοῦ Χριστοῦ πρός τούς πτωχούς καί τούς πάσχοντες καί στ) τόν τονισμό τῆς «πνευματικῆς» ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ».[23]
Μέ συντομία θά ἀναφερθοῦμε στό καθένα ἀπό αὐτά.
Ἡ συχνά ἐμφανιζόμενη στό Εὐαγγέλιο λέξη «κύριος», ἡ ὁποία δέν ἐμφανίζεται συχνά στά ἄλλα Εὐαγγέλια, παρουσιάζει τόν Ἰησοῦ ὡς κυρίαρχο, ὡς Παντοκράτορα καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα ἐπάνω στό Σταυρό, πού ἐνῶ πάσχει δείχνει στόν ληστή πού μετανοεῖ δίπλα του, ὅτι δέχεται τήν μετάνοιά του καί τόν εἰσάγει στόν Παράδεισο.
Τό ἅγιο Πνεῦμα φέρνει κοντά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.[24] Αὐτή ἡ Βασιλεία ἀποκαλύπτεται μέ τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Χριστός εἶναι πεπληρωμένος Πνεύματος ἁγίου, ἀλλά καί ἄλλα πρόσωπα, ὅπως ὁ Βαπτιστής Ἰωάννης, ὁ Δίκαιος Συμεών, κ.ἄ. εἶναι φορεῖς τοῦ ἰδίου Πνεύματος. «Τό ἅγιο Πνεῦμα ζωτικοποιεῖ τόν Ἀναστάντα Κύριο στό ἱστορικό παρόν, συνδέει ὀργανικά τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία καί εἶναι ὁ δυναμικός φορέας τῆς ζωῆς καί τῆς μαρτυρίας της στόν κόσμο».[25]
Στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ καί κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση γιατί φθάνει μέχρι τόν πρῶτο ἄνθρωπο καί ὄχι, ὅπως τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, μέχρι τόν Ἀβραάμ.[26] Σαφῶς ἐδῶ γίνεται φανερός ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τοῦ ἱεροῦ κειμένου.[27] Ὁ Λουκᾶς ἀπευθύνεται σέ κάθε ἄνθρωπο πάνω στήν γῆ καί τόν καλεῖ νά ἐγκολπωθεῖ τό ἀναστάσιμο μήνυμα.[28] Διηγεῖται τήν πορεία τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ στήν Παλαιστίνη μέχρι τό κέντρο τῆς οἰκουμένης, τήν Ρώμη.[29]
Τό κατά Λουκᾶν ξεκινᾶ καί τελειώνει μέ τήν Ἰερουσαλήμ.[30] Ὅλα τά μεγάλα γεγονότα γίνονται ἐκεῖ, καί κυρίως τά Πάθη καί οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτή θά εἶναι τό κέντρο ὅλης τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῶν καρδιῶν τους![31]
Εἶναι ἀξιοθαύμαστο μέ πόση θεοπνευστία ἔχουν τοποθετηθεῖ ὅλα μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἰδιαίτερα στήν λατρεία. Ἡ κάθε λατρευτική πράξη, ἱερή ἀκολουθία, τό τυπικό, ὅλα, ἔχουν κάτι ξεχωριστό, ἀλλά συνθέτουν καί ἕνα ταιριαστό «ὅλον». Γιά παράδειγμα, εἶναι σημαντικό νά τονιστεῖ μέ πόση χάρη τοποθετήθηκαν οἱ ἀποστολικές καί εὐαγγελικές περικοπές πού θα ἀναγινώσκονται τίς Κυριακές, τίς ἑορτές, ἀλλά καί τίς καθημερινές στούς ναούς. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τίς Κυριακές πρίν τά Χριστούγγενα, γίνεται ἀνάγνωση περικοπῶν ἀπό τό κατά Λουκᾶν. Αὐτό, γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει νά εὐασθητοποιήσει ἰδιαιτέρως τούς πιστούς στήν φιλανθρωπία τίς ἡμέρες αὐτές. Πράγματι, οἱ περικοπές τοῦ Λουκᾶ, φανερώνουν την εὐαισθησία τοῦ ἰδίου στίς εὐπαθεῖς κοινωνικές ὁμάδες καί αὐτό τόν κάνει νά παραδίδει μόνο αὐτός τίς παραβολές τοῦ ἄφρονος πλουσίου (162, 13-21), τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου (16, 19-31) κ.ἄ.[32] Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίστηκε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ
ὡς «Εὐαγγέλιο τῶν πτωχῶν».[33] Στό κατά Λουκᾶν ὁ Ἰησοῦς καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά γίνουν «πλησίον»(10,36-37).[34]
Στό κατά Λουκᾶν ὁ Ἰησοῦς φαίνεται νά τηρεῖ ὅλες τίς λατρευτικές «ὑποχρεώσεις» τῆς ἐποχῆς, ὅπως ἡ Περιτομή κ.ἄ. Ἰδιαιτέρως προσεύχεται καί προτρέπει τούς μαθητές του νά κάνουν τό ἴδιο. Ὕμνοι, ὅπως αὐτός τοῦ Ζαχαρία, δηλώνουν τήν λατρευτική προσέγγιση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, πού τελικά φανερώνουν την ἐσχατολογική χαρά στήν ὁποία ὁδηγοῦν οἱ λόγοι Του.[35]
Σημαντικά χαρακτηριστικά στό ἔργο του εἶναι «τά ἰδεώδη τῆς κοινοκτημοσύνης καί τῆς ἀγαμίας, πρός τά ὁποῖα ἐκφράζει κατά τινά τρόπον τήν προτίμησίν του».[36] Ἐπίσης, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι «σέ κανένα ἄλλο κείμενο δέν παρουσιάζεται τόσος ἱπποτισμός ἔναντι τῶν γυναικῶν».[37] Τέλος, ὁ Λουκᾶς διευκρινίζει τά πράγματα σχετικά μέ τόν πλοῦτο. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά διαχειρίζονται τόν «μαμωνᾶ» μέ σύνεση χωρίς νά ἐξαρτῶνται ἀπ’αὐτόν.[38]
Ὡς πρός τό γεωγραφικό πλαίσιο τοῦ βιβλίου ἐξετάζοντας τό ἔργο, τοῦ κατά Λουκᾶν καί τῶν Πράξεων, ὡς μία ἐνότητα, ἀλλά και ὡς διαφορετικά κείμενα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐξελίσσονται «πέριξ δύο θαλασσῶν». Ἡ δράση, τά γεγονότα τοῦ πρώτου βιβλίου πέριξ τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας καί τοῦ δεύτερου πέριξ τῆς Μεσογείου θαλάσσης.[39]
Τέλος, ὁ Εὐαγγελιστής στήν εἰκονογραφία συμβολίζεται μέ μόσχο, τό ὁποῖο εἶναι τό ἱερατικό ζῶο τῆς θυσίας, ἐπειδή ὁ Λουκᾶς συνδέει τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ μέ λατρευτικές παραδόσεις.[40] Ἐπίσης, ὁ μόσχος εἶναι τό πρός θυσία προοριζόμενο ζῶο σχετίζεται μέ τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο πού τονίζει ἰδιαιτέρως τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρός τούς πτωχούς καί ἁμαρτωλούς ὑπέρ τῶν ὁποίων θυσιάστηκε ὁ Κύριος.[41]
[1] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.138.
[2] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Ἀθήνα 2015, σ.56. Laurence E. Porter, New International Bible commentary, United States of America, 1986, p.1182. Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.133.
[3] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.104.
[4] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.134
[5] The Orthodox Study Bible, New Testament Text, United States of America, 2008, The book of Luke, p.1359. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινην Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.109. Βλ. Πατρώνου Γ., Ἡ Ἱστορική πορεία τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα, 1992, σ.139.
[6] Πράγματι, καταγράφει τά γεγονότα μέ ἀρτιότητα, συνέπεια καί μεθοδικότητα (Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Αθήνα 2015, σσ.57.60)
[7] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.118
[8] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.137.
[9] Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.228.
[10] Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.210
[11] Βλ. Σιῶτου Μ., Luke the evangelist as St. Paul΄ s Collaborator, Neues Testament und Geschichte, Festschhrift fur O. Cullmann, Zurich 1972.
[12] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.114
[13] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σσ.104-105
[14] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Αθήνα 2015, σ.57. Βλ. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.112. Βλ. Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.241.
[15] Γρατσέα Γ., «Λουκᾶς», ΘΗΕ, Ἀθῆναι 1966, τομ.8ος, σ.336
[16] Οἱ ἐκφράσεις: «πυρετῶ μεγάλῳ» (Λκ.4,38), «ἀνήρ πλήρης λέπρας»(Λκ. 5,12) κ.ἄ. ἀποτελοῦν ἐνδείξεις γνώστου τῆς ἰατρικῆς. «Ὁ Λουκᾶς κηδόμενος τῆς ὑπολήψεως τῆς τάξης τῶν ἰατρῶν, εἰς ἥν και οὗτος ἀνῆκεν…» (Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.96). Ὁ W.Hobbart ἀπό παλαιά ἀναφέρει ἰατρικούς ὅρους καί ἐκφράσεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ Λουκᾶς, οἱ ὁποίες ὅμως ἀπαντοῦν στά συγγράμματα τοῦ Ἱπποκράτη καί ἄλλων. ( Βλ.W.Hobbart, The medical language of St. Luke, Dublin 1882). The Orthodox Study Bible, New Testament Text, United States of America, 2008, The book of Luke, σ.1359. Βλ. Laurence E. Porter, New International Bible commentary, United States of America, 1986, p.1182. Ὁ J. Holzner ὑποθέτει ὅτι πιθανόν ἦταν ἰατρός καί εἶχε τό ἰατρεῖο του σέ λιμάνια, ὅπως αὐτό στήν Τρωᾶς. (Παῦλος, Μεταφρ. ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν και πᾶσης Ἑλλάδος Ἰερωνύμου, Ἀθῆναι 1973, σσ.169-171.
[17] Πολλές εἰκόνες τῆς Θεοτόκου θεωροῦνται ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Ἀντουράκη Γ., Χριστιανική Ἀρχαιολογία καί Ἐπιγραφική, Τόμος Β΄, Ἀθήνα 1997, σ.383. Βλ. Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.228
[18] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.105. Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.141
[19]The Orthodox Study Bible, New Testament Text, United States of America, The book of Luke, 2008, σ.1359. Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.104.
[20] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.141. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.95.
[21] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971
[22] Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.233.
[23] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σσ.114 – 117.
[24] Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.235.
[25] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.115.
[26] Βλ. Laurence E. Porter, New International Bible commentary, United States of America, 1986, p.1183.
[27]Βλ. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.103
[28] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Αθήνα 2015, σ.61
[29] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Ἀθήνα 2015, σ.56
[30] Laurence E. Porter, New International Bible commentary, United States of America, 1986, p.1183.
[31] Δεσπότη Σ., Ὁ Κώδικας τῶν Εὐαγγελίων, Ἀθήνα 2007, σ.240.
[32] Χατζηαναργύρου Ἀ., Λεξικόν τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα, 2012 σ.453. Βλ. Δεσπότη Ἀ., Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, Θεσσαλονίκη, 2009, σ.141.
[33] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.116.
[34] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Αθήνα 2015, σ.66. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς την Καινην Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.117
[35] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.115.
[36] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.141
[37] Laurence E. Porter, New International Bible commentary, United States of America, 1986, p.1183, Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.141
[38] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρῆστος, Ἀθήνα 2015, σσ.67-68
[39] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.142
[40] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.117.
[41] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.99
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.