τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεύτερος ἅγιος ἱεράρχης τῆς νήσου Εὐβοίας, μετά τόν Ἄνθιμο τόν ὁμολογητή, πού διετέλεσε μητροπολίτης Ἀθηνῶν καί Εὐρίπου καί πρό-εδρος Κρήτης κατά τά ἔτη 1339-1366, εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐρίπου Τιμόθεος. Αὐτός γεννήθηκε, μέ νεότερες ἔρευνες τό ἔτος 1510 στό χωριό Κάλαμος τῆς Ἀττικῆς καί ἦταν γιός ἱερέα, ἀπό τό ὁποῖο καί διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα. Ἀπό νεαρή ἀκόμη ἡλικία διακρινόταν «διά τήν εὐκο-σμίαν τοῦ ἤθους, τόν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα, τήν πρός τά θεῖα εὐλάβειαν καί τήν εὐσέβειαν», οἱ δε εὐσεβεῖς γονεῖς του περηφανεύονταν γιά τό παι-δί τους. Ὁ τότε ἐπίσκοπος Ὠρωποῦ, ἀφοῦ ἐκτίμησε τίς ἀρετές τοῦ Τιμό-θεου καί διέβλεψε τό ἄριστο μέλλον του, τόν ἔστειλε στήν Ἀθήνα καί μέ δικές του δαπάνες ἀνέλαβε τή μόρφωσή του σχετικά μέ τά ἱερά γράμμα-τα, στήν ὁποία ὁ Τιμόθεος εἶχε λαμπρή ἐπίδοση, ὅπως καί στίς ἀρετές. Μετά τή συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του ἐπανῆλθε κοντά στόν ἐπίσκοπο Ὠρωποῦ, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε διάκονο καί ἀργότερα ἱερέα, τόν κρά-τησε κοντά του καί ἄσκησε αὐτόν σέ πνευματικούς ἀγῶνες μέ νηστεία, ἀ-γρυπνία καί μελέτη τῶν Γραφῶν, ἀποτέλεσε δέ ἀχώριστος σύντροφος καί βοηθός τοῦ ἐπισκόπου στό ἐπίπονο ἔργο του. Μετά τό θάνατο τοῦ προ-στάτη του ἐπισκόπου Ὠρωποῦ, ὁ Τιμόθεος μέ τήν ὑπόδειξη κλήρου καί λα-οῦ διαδέχθηκε αὐτόν στή διαποίμανση τῶν χριστιανῶν, καί ἀφοῦ ἐπέδειξε μεγάλες πνευματικές ἱκανότητες ἀπό αὐτή τήν ὑψηλή πνευματική θέση προήχθη, λίγο ἀργότερα, σέ ἀρχιεπίσκοπο Εὐρίπου, στίς ἀρχές ἤ τά μέσα τῆς ιστ΄ ἑκατονταετηρίδος.
Στα χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στόν Εὔριπο καί εἰδικότερα στά χρόνια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία τοῦ Β΄ (1572-1579 καί 1580-1584) ἐκδόθηκε φιρμάνι, στά χρόνια τοῦ σουλτάνου Σελίμ Β΄ (1566-1574), μέ τό ὁποῖο ἐξαπολυόταν διωγμός κατά τῶν ἱερῶν ναῶν, πού μεταποι-οῦνταν μέσω αὐτοῦ σέ τζαμιά, ὁπότε πλήθη χριστιανῶν ἀνδρῶν ἀναγκά-στηκαν να καταφύγουν στα ὄρη καί ἐκεῖ κατασκεύασαν εὐκτήριους οἴ-κους, μερικοί ἀπό τους ὁποίους ἀργότερα ἔγιναν μοναστήρια. Ὁ καλός ποιμένας τοῦ λογικοῦ αὐτοῦ ποιμνίου ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος ἔλεγξε μέ δριμύτητα καί παρρησία τόν διωγμό τοῦ σουλτάνου κατά τῶν χριστιανῶν καί τῶν ναῶν, καί ἑπομένως διέτρεχε τόν μέγιστο κίνδυνο ἀπό τούς Τούρκους. Τότε, κατά παράδοση, ἡ σύζυγος τοῦ τούρκου διοικητῆ τῆς Εὔβοιας, πού ἕδρευε στή Χαλκίδα, ἡ ὁποία ἦταν στά κρυφά χριστιανή, ἐνημέρωσε τόν ἱεράρχη Τιμόθεο γιά τόν ἄμεσο κίνδυνο τόν ὁποῖο διέτρεχε αὐτός καί τόν παρότρυνε να ἀναχωρήσει ἀπό τόν Εὔριπο (Χαλκίδα), ἀφοῦ τοῦ χορήγησε καί μεγάλο χρηματικό ποσό. Ὁ Τιμόθεος, ἐξαιτίας τῶν δεινῶν τῆς τότε περιστάσεως καί κυρίως ποθώντας βίο ἐρημικό καί φιλήσυχο, ἀναγκάστηκε νά παραιτηθεῖ ἀπό τά ποιμαντορικά του καθή-κοντα καί νά ἔλθει στήν ἀπέναντι ἀπό τήν Εὔβοια ἀκτή τῆς Ἀττικῆς, κοντά στή γενέτειρά του. Διώχθηκε ὅμως καί ἀπό ἐκεῖ ἀπό τόν τοῦρκο τύραννο, κατέφυγε στό ὄρος Πεντελικό τῆς Ἀττικῆς, τό ὁποῖο ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἡσυχαστηρίων καί ἀσκητηρίων ὅσιων ἀνδρῶν, καλοῦταν «Ὄρος τῶν ἀμώμων». Στό ὄρος αὐτό ἀσκητεύοντας «ὁ ἀειλαμπέστατος ἐκεῖνος φωστήρ» ἔγινε, κατόπιν θεοσημίας καί εὑρέσεως ἐκεῖ τῆς εἰκόνας τῆς Γλυκοφιλούσας Θεομήτορος, κτήτορας τῆς μέχρι σήμερα ὑπάρχουσας Μονῆς Πεντέλης (Κοιμήσεως Θεοτόκου) κατά τό ἔτος 1578, τῆς ὁποίας ἡ πνευματική προσφορά, διαμέσου τῶν τεσσάρων ἑκατονταετηρίδων τοῦ βίου της, ὑπῆρξε ἀξιόλογη, ὅπως ἐπίσης καί ἡ συμπαράστασή της πρός τό ἔθνος κατά τή μεγάλη Ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Στήν μονή πού ἱδρύθηκε ὁ Τιμόθεος συγκέντρωσε τούς ἡσυχαστές καί τούς ἀναχωρητές τοῦ Πεντελικοῦ καί συγκρότησε ἱερή μοναστική ἀ-δελφότητα, τῆς ὁποίας ἐπί μεγάλο χρονικό διάστημα ὑπῆρξε ὁ καθοδη-γητής καί διδάσκαλος καί τό ὑπόδειγμα τῆς ἄσκησης καί τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ στήριξε τή μονή καί μέ μεγάλη περιουσία. Ἐπειδή δέ ἀγαποῦσε τήν ἡ-συχία καί τήν ἐρημική ζωή ἀποχώρησε ἀπό τή μονή, ὅπως ἔπραξαν ὅλοι σχεδόν οἱ «θεϊκῷ ἔρωτι πτερωθέντες» ὅσιοι πού διακρίθηκαν καί ἔλαμψαν μέ τήν ἄσκηση, καί ἐγκαταστάθηκε στό ἡσυχαστήριό του στόν Γαργηττό καί σέ ἄλλο ἡσυχαστήριο στήν Βραῶνα τῆς Ἀττικῆς. Ἐπειδή ὅμως καί στήν περιοχή αὐτή δέν βρῆκε τήν ποθητή ἡσυχία, ἀντιστεκόμενος κατά τοῦ Διαβόλου καί τῶν ἀνθρώπων του, ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τό ἡσυχαστήριό του, καί μέ κάποια λέμβο, πού ἱστίο της ὕψωσε τή ράβδο του καί πάνω σέ αὐτή ἅπλωσε τό ράσο του, ἔφτασε στό νησί τῶν Κυκλάδων Κέα (Τζιά) καί παρέμεινε στήν ἐκεῖ Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Πρίν τήν ἀναχώρησή του γιά τήν Κέα ἔσωσε κατά τρόπο θαυματουργικό τό παιδί ὀθωμανῆς, συζύγου τοῦ τούρκου διοικητῆ τῆς περιοχῆς, τό ὁποῖο ἅρπαξαν πειρατές καί τό ἐπιβίβασαν στό πλοῖο τους, καί ἀπομακρύνθηκαν ἀμέσως πρός τό πέλαγος. Τότε ἡ μητέρα τοῦ ἀπαχθέντος παιδιοῦ παρακάλεσε μέ δάκρυα τόν ὅσιο ἱεράρχη να σώσει τό παιδί της. Ἡ θερμή προσευχή τοῦ ἁγίου ἐπέφερε ἄμεση ἀπειλητική θαλασσοταραχή, ἡ ὁποία ἀνάγκασε τούς πειρατές νά ἐπαναστρέψουν στή ξηρά καί νά ἀφήσουν τό παιδί ἐλεύ-θερο στή στοργή τῆς μητέρας του.
Στην Κέα ὁ ἅγιος Τιμόθεος ἵδρυσε ναό στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Παντε-λεήμονος, γιά τόν ὁποῖο συστήθηκε ἀργότερα εἶδος μοναστηριοῦ, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τό σιγίλλιο πού ἐκδόθηκε τό ἔτος 1626 τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κυρίλλου τοῦ Α΄ τοῦ Λουκάρεως (1620-1638), κατά τό ὁποῖο ὁ «ὁσιώτατος ἐν μοναχοῖς κύρ Φιλόθεος καί σύγκελλος τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ντζίας καί Θερμίων…εὗρεν ἔνδον τῆς αὐτῆς νήσου, κατά τό ὄρος τοῦ καλουμένου Ἑρμοθέου, ἐπ’ ὀνόματι τιμώμενον τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καί ἰα-ματικοῦ Παντελεήμονος, σεσαθρωμένον καί πεπαλαιωμένον, ὅν θείῳ ζή-λῳ καί ἔρωτι τρωθείς ἰδίοις ἀναλώμασι βούλεται ἀνακτίσαι καί οἰκοδομῆ-σαι καί μονύδριον ἀποκαταστῆσαι παντοίοις ἀναθήμασι καί ἱεροῖς σκεύε-σι καί λοιποῖς κτήμασι ἐπί μνημοσύνῳ τοῦ τε κτήτορος ἐκείνου, καί του-του χάριν…». Στόν γύρω τοῦ ναοῦ αὐτοῦ χῶρο παρέμεινε ὁ ὅσιος Τιμόθεος καί ἐκεῖ τελειώθηκε εἰρηνικά ὁ ἅγιος βίος του σέ βαθιά γερά-ματα, περί τό 1590, τό δέ ἀσκητικό του σκήνωμα ἐνταφιάστηκε μέσα στό ναό τοῦ ἁγίου Παντελεήμονα. Μέχρι καί σήμερα ὑποδεικνύεται σπήλαιο πού βρίσκεται κάτω ἀπό τό μοναστικό χῶρο, τό ὁποῖο ὀνομάζεται «Τοῦ Καλογήρου», στό ὁποῖο ὁ ἀσκητής ἱεράρχης ἀναδείχθηκε καλλίνικος πνευματικός ἀγωνιστής. Τό ἱερό καί θαυματουργικό λείψανο τοῦ ἁγίου μετακομίστηκε ἀργότερα ἀπό τήν Κέα στήν μονή Πεντέλης πού ἱδρύθηκε ἀπό αὐτόν, κατά τή μεταφορά του ὅμως ἀποκόπηκε ἡ ἁγία κάρα ἀπό τό ὑπόλοιπο σῶμα, καί περισώζεται μόνο αὐτή μέχρι καί σήμερα στή μονή Πεντέλης. Καί αὐτό γιατί, πρίν τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶχε ζητηθεῖ ἀπό τούς κατοίκους τῆς Αἴγινας ἡ ἁγία κάρα, τόσο τό λείψανο τοῦ ἁγίου ὅσο καί ἄλλα ἅγια λείψανα καί κειμήλια τῆς μονῆς, τά ὁποῖα εἶχαν μετακομιστεῖ ἀπό τή μονή στό μετόχι τῆς Ἁγίας Δυνάμεως πού βρισκόταν στην Ἀθήνα διαρπάχτηκαν καί καταστράφηκαν ἀπό τούς Τούρκους κατά τήν πολιορκία τῆς ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπό αὐτούς. Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Τιμοθέου, πού τιμόταν καί ὡς διώκτης τῆς πανώλους, ἑορτάζεται τήν 16η Αὐγούστου, τήν ἑπομένη δηλαδή τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἐπ’ ὀνόματι τῆς ὁποίας, ὅπως προαναφέρθηκε παραπάνω, τιμᾶται ἡ μονή τῆς Πεντέλης, καί μάλιστα κατά τρόπο πανηγυρικότατο σέ αὐτή, στήν ὁποία σώζεται καί τό ἐπιτραχήλιο τοῦ ἁγίου. Στις ἀσματικές Ἀκολουθίες ὁ ἅγιος Τιμόθεος τιμᾶται ὡς «καταφωτίζων περίχωρον Εὐρίπου πάσης» (Κεκραγάριον Β΄), «ποιμάνας θεαρέστως Εὐρίπου τό ποίμνιον» (Γ΄ Ἰδιόμελον Λιτῆς), «Εὐβοίας φωστήρ, Καλάμου τό βλάστημα, εὐσεβείας ὁ πρόμαχος, τῶν θαυμάτων ἀείρροος ποταμός» (Δοξαστικόν Λιτῆς), «σοφός ἱεράρχης καί Εὐρίπου πρόεδρος, τοῦ Καλάμου γόνος, μονῆς Πεντέλης ἔφορος» (Ἀπολυτίκιον), τοῦ ὁποίου ἡ «πάντιμος κάρα βρύει τοῖς πιστοῖς τά ρεῖθρα τῶν ἰάσεων» (Ὠδή Γ΄, τροπ. 1), κατά τήν παλαιότερη ἀσματική Ἀκολουθία, καί τιμᾶται ἐπίσης ὡς «θεῖος ἱεράρχης καί ποιμήν θεόληπτος Εὐρίπου» (Κεκραγάριον Β΄), «Καλάμου ὁ θεῖος γόνος, ὁ τῆς Εὐρίπου ποιμήν, Ἀττικῆς δέ πάσης πυρσός πάμφωτος» (Ἀπόστιχον Α΄), «καί μονῆς Πεντέλης δομήτωρ» (Ἀπολυτίκιον), τοῦ ὁποίου «τά κατορθώματα τῆς πολιτείας» του κηρύττουν «ὁ Κάλαμος», ἐκ τοῦ ὁποίου καταγόταν, ἡ «Εὔριπος», τῆς ὁποίας ποίμανε τό λογικό ποί-μνιο, καί ἡ μονή τῆς «Πεντέλης», ἀλλά καί ἡ νῆσος Κέα, στήν ὁποία «θείως κεκοίμηται» (Κάθισμα μετά τον Πολυέλεον) κ.λπ. κατά τή νέα ἀσματική Ἀκολουθία.