τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τά ἔτη γεννήσεως καί θανάτου, ἤ τουλάχιστον ἡ ἑκατονταετηρίδα κατά τήν ὁποία ἔζησε ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης, δέν εἶναι γνωστά. Γνωστό εἶναι μόνο ὅτι καταγόταν ἀπό τό μεγάλο νησί τῆς Σικελίας κοντά στήν Ἰταλία, γι’ αὐτό καί ἀποκαλεῖται καί «Σικελιώτης». Καθετί πού εἶναι γνωστό προέρχεται ἀπό τήν ἀσματική Ἀκολουθία, ἡ ὁποία ψάλλεται στή μνήμη του πού τελεῖται τήν 23η Αὐγούστου κάθε χρόνου, τήν ἡμέρα πού θεωρεῖται ὡς ἡ κοίμησή του. Μοναδική πληροφορία στό σύντομο Βίο καί τά θαύματα τοῦ ὁσίου στήν παραπάνω Ἀκολουθία, πού μπορεῖ νά δώσει ἀμυδρή χρονολογική τοποθέτησή του, εἶναι ἡ ἐξιστόρηση θαύματος τοῦ ὁσίου Νικολάου, κατά τό ὁποῖο μονάζοντας αὐτός στήν Εὔβοια συνελή-φθη μαζί μέ πολλούς ἄλλους ἀπό τούς «Αγαρηνούς παῖδες», δηλαδή ἀπό Μωαμεθανούς Ἄραβες ἤ πειρατές. Ὅταν δέ τό πλοῖο, πάνω στό ὁποῖο με-τέφεραν αὐτούς οἱ ἀπαγωγεῖς, κινδύνευσε να καταποντιστεῖ ἀπό τρι-κυμία καί οἱ ἐπιβαίνοντες αὐτοῦ διέτρεχαν τον κίνδυνο να πεθάνουν ἀπό τή δίψα, γιατί δέν εἶχαν πλέον πόσιμο νερό πάνω σέ αὐτό, ὁ ὅσιος Νικό-λαός μέ προσευχή ἀφενός κατέπαυσε τήν ἀπειλητική τρικυμία, ἀφετέρου μετέβαλε τό ἁλμυρό νερό τῆς θάλασσας σέ γλυκό ἀπό τό ὁποῖο ποτι-στηκαν οἱ διψασμένοι. Οἱ Ἀγαρηνοί ἐξεπλάγησαν ἀπό τά θαυμαστά τοῦ-τα γεγονότα, ἐπέστρεψαν τον ὅσιο στό μοναστήρι του καί ἀπελευθέ-ρωσαν ὅσους αἰχμαλωτίστηκαν μαζί του.
Δεδομένου λοιπόν ὅτι οἱ Ἄραβες πειρατές -Ἀγαρηνοί καί Σαρακη-νοί- ἀποτέλεσαν ἀπειλή γιά τήν ἀνατολική Μεσόγειο, τήν Ἑλλάδα καί τή βυζαντινή Ἰταλία ἀπό τήν 9η μέχρι τήν 11η ἑκατονταετηρίδα, εἶναι πιθανό ἤ μᾶλλον βέβαιο ὅτι ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης θά ἔζησε σέ μία ἤ με-ταξύ δύο ἑκατονταετηρίδων. Ἄς ληφθεῖ ἀκόμη ὑπόψη ὅτι ἡ Σικελία εἶχε ἀ-νέκαθεν ὀρθόδοξο πληθυσμό καί ὀρθόδοξες ἐπισκοπές, ὁ δέ ἐκλατινισμός τῶν κατοίκων της ἄρχισε ἀπό τήν 12η ἑκατονταετηρίδα καί ὁλοκληρώθηκε μετά ἀπό αὐτή. Εἶναι γνωστό ὅτι πολλές Σικελικές Ἐκκλησιαστικές προ-σωπικότητες ἔφυγαν ἀπό τή Σικελία ἤ τή νότιο Ἰταλία (9η – 13η ἑκατο-νταετηρίδα) καί ἐγκαταστάθηκαν σέ περιοχές τῆς Ἑλλάδος ἤ σέ ἄλλο ση-μεῖο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ φυγή ἦταν γιά ἄλλους ἐθελοντική, γιά ἄλλους ὅμως ἀναγκαστική, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ἡ Σικελία ἀπό τήν 9η μέ-χρι καί τήν 11η ἑκατονταετηρίδα εἶχε γίνει θέατρο ἀγώνων καί τό μῆλο τῆς ἔριδος μεταξύ Εὐρώπης καί Ἀφρικῆς. Καταλήφθηκε πολλές φορές ἀπό τούς Σαρακηνούς καί ἀνακαταλήφθηκε ἀπό τούς βυζαντινούς αὐτοκρά-τορες, κατακτήθηκε ἐπιπλέον ἀπό τούς Ἄραβες καί ταλαιπωρήθηκε ἀπό ἀγῶνες ἀντιμαχόμενων φύλων καί θρησκειῶν μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ ἰσλαμισμοῦ. Τέτοιου εἴδους Σικελικές Ἐκκλησιαστικές προσωπικό-τητες, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶναι κατά τήν 9η – 13η ἑκατονταετηρίδα, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Μεθώνης τῆς Μεσσηνίας, καταγόμενος ἀπό τήν Κατάνη τῆς Σικελίας, πού ἔφυγε ἀπό τή γενέτειρά του ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Σαρακηνῶν, ὁ Γεώργιος Σικελιώτης μητροπολίτης Νικομηδείας, ὁ Ἰω-σήφ ὁ ὑμνογράφος, πού ἔφυγε ἀπό τή Σικελία λόγω τῆς ἀραβικῆς κα-τοχῆς, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ὁ Α΄ ὁ μυστικός, ὁ ὁ-ποῖος γεννήθηκε μέν στήν Κωνσταντινούπολη, καταγόταν ὅμως ἀπό τήν Κάτω Ἰταλία, ὁ Κωνσταντίνος Σικελός ἤ Σικελιώτης πού ἀνῆκε στή χορεία τῶν λογίων γύρω ἀπό τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Λέοντα τόν Σοφό (886-912), ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων Ὀρέστης ἀπό τήν Καλαβρία τῆς Σι-κελίας καί ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ ἡσυχαστής τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού κατά-γόταν ἀπό τή νότια Ἰταλία.

Σύμφωνα μέ τή σύντομη βιογραφία τῆς παραπάνω Ἀκολουθίας, ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης ὑπῆρξε «γέννημα καί θρέμμα» τῆς Σικελίας. Ἀγαπώντας τή μοναχική ζωή ἀπό τή βρεφική ἡλικία ἐγκατέλειψε τήν πα-τρίδα, τούς γονεῖς καί τούς συγγενεῖς του καί ἦλθε «ὑπό τῆς ἄνωθεν προ-νοίας ὁδηγηθείς» ἀπό τή μεγαλόνησο Σικελία στή νῆσο Εὔβοια. Κατ’ ἀρ-χάς μετέβη σέ ἔρημο καί δύσβατο τόπο, πού ὀνομαζόταν Χαράδρα, κοντά στόν αἰγιαλό καί παρέμεινε γιά λίγο σέ μοναστήρι πού βρισκόταν ἐκεῖ κο-ντά καί τιμόταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Στή συνέχεια, μέ τήν ἄδεια τοῦ ἡγούμενου καί τῆς ἀδελφότητας, ἀναχώρησε ἀπό τό μοναστήρι μέ σκοπό τή μεγαλύτερη ἄσκηση καί μετέβη στό ὄρος Νεόταξ (Νεότακος) στήν Εὔ-βοια, τό ὁποῖο σήμερα ὀνομάζεται Σκοτεινή, δέν φαίνεται νά εἶναι τό ὄρος αὐτό ἡ Δίρφυς, ὅπως ἄλλοτε νομιζόταν. Στό δύσβατο αὐτό, φαραγγώδη καί πολύ ἄγριο τόπο πάνω ἀπό τόν ποταμό, ὁ ὅσιος ἀποφάσισε νά κτίσει ναό πού νά τιμᾶ τόν συνώνυμο ἅγιο Νικόλαο ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀλλά ὁ τόπος, ὅπου κατά μία νυχτερινή φωτοφάνεια κα-τόπιν προσευχῆς τοῦ ὑποδείχθηκε νά ἀναγείρει τόν ναό, στεροῦταν νερό. Μέ θαῦμα τοῦ ὁσίου, ὁ ὁποῖος χτύπησε τήν πέτρα, ἀνέβλυσαν ἄφθονα νε-ρά, τά ὁποῖα μέχρι σήμερα ρέουν ἀπό χῶρο πού βρίσκεται πάνω ἀπό τόν ἀνεγερθέντα ναό. Μετά ἀπό αὐτά, ὁ ὅσιος ἐπανέρχεται στό μοναστήρι στή Χαράδρα, τό ὁποῖο ἀπό τό βιογράφο του ὀνομάζεται «Χαράδρων» μο-νή, καί παραλαμβάνει ἀπό ἐκεῖ μοναχούς, καί ἐκτός τοῦ παραπάνω ναοῦ τοῦ ἁγίου Νικολάου καθιέρωσε καί θυσιαστήριο στήν Ὕπεραγία Θεοτόκο πάνω ἀπό τίς ἁψίδες τῆς στέγης. Γύρω ἀπό αὐτά τά κτίσματα συγκρότησε πλῆρες μοναστήρι, ποιμένας καί ἡγούμενος τοῦ ὁποίου ἀναδείχθηκε ὁ ἴδιος καί ὁδηγός καί διδάσκαλος τῆς κατά Χριστόν ἀσκήσεως τῶν πολύ-πληθῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ἀποκτώντας τή φήμη ἁγίας προσωπικότη-τας, γιατί «τό σῶμα ταπεινώσας καί νεκρώσας ὡς ἀσώματος διῆγεν ἐν τῷ-δε τῷ βίῳ». Στό μοναστήρι του ὁ ὅσιος δέν ἀνέχθηκε ποτέ νά δεῖ πρόσωπο γυναίκας, ἀλλά ἔθεσε καί ὅρο νά μήν εἰσέλθει ποτέ σέ αὐτό γυναίκα, ὄχι μόνο ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετά τό θάνατό του καί γιά πάντα.
Μέ τήν ἰδιότητά του αὐτή, τοῦ μοναχοῦ καί τοῦ ἡγουμένου, ἀνα-γράφεται ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης καί στό «Συνοδικόν τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ἑλλάδος» ἤ γιά νά μιλήσουμε ἀκριβέστερα «Συνοδικόν» ἄγνω-στης ἐπισκοπῆς πού ἀνῆκε στή μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, τό ὁποῖο συντάχ-θηκε κατά τήν ΙΒ΄ ἑκατονταετηρίδα καί τό ὁποῖο δημοσίευσε τό ἔτος 1937 ὁ πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀπό κώδικες τῆς μονῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης. Στό «Συνοδικόν» αὐτό, καί μάλιστα πρός τό τέλος του, καταχωρίζεται τό ὄνο-μα τοῦ ὁσίου Νικολάου καί μακαρίζεται αὐτός μέσω τῶν ἑξῆς: «Νικολάου τοῦ ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί ἡγουμένου τοῦ Νέτακος, αἰωνία ἡ μνήμη». Ἐκτός ἀπό τή γραφή «Νέτακος» ὑπάρχει καί ἡ γραφή «Ἕτακος». Ἀπό τή χρησιμότατη αὐτή πληροφορία γιά τόν ὅσιο Νικόλαο, μοναχό καί ἡγούμε-νο τοῦ Νέτακος, ἀφενός μέν καθορίζεται ἡ ἑκατονταετηρίδα πέραν τῆς ὁποίας δέν ἦταν δυνατόν νά ἔζησε ὁ ὅσιος Νικόλαος, καί αὐτή εἶναι ἡ ΙΒ΄, ὅταν ἔγινε ἡ σύνταξη τοῦ «Συνοδικοῦ», ἀφετέρου δέ γίνεται γνωστή ἡ ὀ-νομασία τῆς μονῆς, τῆς ὁποίας αὐτός ἦταν μοναχός καί ἡγούμενος καί ἡ ὀνομασία αὐτή ἦταν Νέτακος ἤ Ἔτακος. Ἡ ὀνομασία αὐτή θά προῆλθε ἀ-σφαλῶς ἀπό τό προαναφερθέν ὄρος Νεόταξ ἤ Νέτακος στην Εὔβοια, ὅ-πως αὐτή εἶναι γνωστή ἀπό τήν ἀσματική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Νικολάου τοῦ Σικελιώτου. Εἶναι γνωστή ἡ ἀνέκαθεν ὑφιστάμενη συνήθεια πολλές μονές νά λαμβάνουν τό ὄνομα βουνῶν ὅπου κτίζονταν. Καί εἶναι ἀληθές ὅτι ὁ πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης πού ἐξέδωσε τό «Συ-νοδικόν» πιθανολογεῖ ὅτι ὁ ὅσιος Νικόλαος τοῦ «Συνοδικοῦ» εἶναι «ὁ συ-νασκητής τοῦ ὁσίου Μελετίου ἐν τῇ παρά τάς Θήβας μονῇ τοῦ ἁγίου Γε-ωργίου, τόν ὁποῖον, ἀναχωρήσας εἰς τό ὄρος τῆς Νικοπόλεως ὁ Μελέτιος, κατέλιπεν ὡς ἡγούμενον τοῦ ἁγίου Γεωργίου». Ἀλλά ἡ ὕπαρξη ὄρους πού ὀνομάζεται Νεόταξ ἤ Νεότακος στην Εὔβοια, κατά τήν προαναφερθεῖσα ἀσματική Ἀκολουθία, ὀνομασία πού συμπίπτει μέ τή μονή τοῦ Νέτακος ἤ μέ ἄλλη γραφή Ἔτακος τοῦ «Συνοδικοῦ», βεβαιώνει ὅτι ὁ ὅσιος Νικόλαος, ὁ μοναχός καί ἡγούμενος τῆς μονῆς αὐτῆς εἶναι ὄχι ὁ συνασκητής τοῦ ὁσίου Μελετίου, ἀλλά ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης στήν Εὔβοια. Ἐκτός ἀπό τό προαναφερθέν θαῦμα καταπαύσεως τῆς τρικυμίας καί τῆς μετα-τροπῆς τοῦ ἁλμυροῦ νεροῦ τῆς θάλασσας σέ γλυκό, σημειώνεται στήν ἀ-σματική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Νικολάου καί ἄλλο θαῦμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, καθισμένος στόν Νεότακα, τό ὄρος τῆς ἀσκήσεώς του, καί ἐπειδή τόν ἐνοχλοῦσε κάποιο πουλί, ἀφοῦ τό ἐπιτίμησε μέ τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ, τό μετέβαλε σε πέτρα πού ὑπάρχει μέχρι σήμερα, καί προστίθεται στήν Ἀκολουθία ὅτι «οὐ μόνον ἐν τῷδε τῷ βίῳ, ἀλλά καί μετά θάνατον θαυμα-τουργεῖν οὐ παύεται».

Ἀφοῦ τελειώθηκε ὁ ὅσιος εἰρηνικά τήν 23η Αὐγούστου, τάφηκε στό δεξί μέρος τοῦ ναοῦ πού ἀνεγέρθηκε ἀπό αὐτόν, στό ναό τοῦ ἁγίου Νικο-λάου καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στό μοναστήρι του καί ἀργότερα, ὅπως λένε μερικοί, μεταφέρθηκε τό λείψανό του στήν Κωνσταντινούπολη, ἄν καί λέγεται ἐπίσης ὅτι δέν ἔγινε τέτοιου εἴδους μετακομιδή τοῦ λειψάνου του, ἀλλά βρίσκεται αὐτό στή δεξιά κάμαρα τοῦ ναοῦ. Ὁ ὅσιος αὐτός δέν ἔπαυσε νά θαυματουργεῖ, καθώς στόν κώδικα τοῦ μοναστηριοῦ του ἔγρα-ψε ἰδιοχείρως: «Ἀδελφοί καί πατέρες, ἐάν μή ἐκστῆτε τῶν ᾧδε, οὐκ ἀναχω-ρῶ κἀγώ, οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι». Μετά τήν πάροδο πολλῶν ἐτῶν ὁ ναός αὐτός ἐρειπώθηκε καί ὁ τάφος τοῦ ὁσίου Νικολάου ἀγνοήθηκε, ἐνῶ ἔγινε γνωστός πρίν χρόνια, κατόπιν ὁράματος πού εἶδε παιδί ἀπό τό χωριό Γλυφάδα, στό χωριό Μετόχιον Διρφύων. Στόν τάφο βρέθηκαν μερικά ἀπό τά ἱερά του λείψανα. Τό ἔτος 1853 ἀνεγέρθηκε ὁ ἐ-ρειπωμένος καί κατεστραμμένος ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὁ ὅσιος Νικό-λαος ἐγκωμιάζεται ἀπό τόν παλαιότερο ὑμνογράφο του, ἐκτός τῶν ἄλ-λων, καί ὡς «τό βλάστημα Σικελίας», «Νεοτάκου τό κλέος» (Ἐξαποστει-λάρια), «φωστήρ φαεινός Εὐβοίας» (Κοντάκιον) κ.λπ. καί ἀπό τό σύγχρονο ὑμνογράφο του «Σικελίας τό βλάστημα καί Εὐβοίας τό καύχημα» (Κεκρα-γάριον Δ΄), καί τονίζεται ὅτι ἀναδείχθηκε «ἄνθραξ ἐγκρατείας ἐν ὄρει τοῦ Νεοτάκου, θείῳ Πνεύματι καταφλέγων ἅπασαν τοῦ ἐχθροῦ ἐπήρειαν καί μοναστῶν διδάσκαλος θεοειδέστατος» (Ὠδή Η΄, τροπ. 3).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς ἄγγελος ἐν ὄρει Νεοτάκου ἐβίωσας, δι’ ἀσκητικῆς πολιτείας, θεοφόρε Νικόλαε, καὶ ἅπασαν τὴν Εὔβοιαν φωτί, αὐγάζεις τῶν ὁσίων ἀρετῶν, διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.