Τά τελευταῖα χρόνια, ἕνα ἀπό τά θέματα πού ταλανίζουν ἔντονα τήν κοινωνία μας, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά διχάζουν πολλούς, εἶναι τό ζήτημα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν.
Βέβαια, στό ζήτημα αὐτό, ἔχει δοθεῖ λύση. Ἡ μέν Πολιτεία ἐπιτρέπει πλέον καί νομικά τήν καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον, σέ ὅσους τό ἐπιθυμοῦν, ἡ δέ Ἐκκλησία ἀπευθυνόμενη στά μέλη της, ἀκολουθεῖ τήν παραδοσιακή ἄποψη τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν, μέ τήν προοπτική τῆς ἀνάστασης τῶν σωμάτων.
Ἡ πρακτική τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, συναντᾶται σέ ἀνατολικά θρησκεύματα, ὅπως στόν ἰνδουισμό, καθώς καί σέ χῶρες πού πιστεύουν στήν εἰδωλολατρία. Θεωροῦν ὅτι τό σῶμα, δέν ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία. Τό ταυτίζουν μέ τόν πόνο καί τήν φθορά καί πιστεύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τόν θάνατό του, ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν καταδυνάστευση τοῦ ὑλικοῦ σώματος. Ἀντίθετα, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ παραδοσιακά ἀπορρίπτουν τήν καύση, γιατί θεωροῦν τό σῶμα ἱερό καί ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ταφή εἶναι ἡ σωστή διαδικασία γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ σώματος στή γῆ.
Στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ὑπῆρχαν περιπτώσεις καύσης τῶν νεκρῶν, ὁ κανόνας ὅμως ἦταν ἡ ταφή τους. Κλασσικές ἀποδείξεις εἶναι ὁ τύμβος τοῦ Μαραθώνα καθώς ἐπίσης καί τά πάμπολλα ταφικά εὑρήματα (κτερίσματα) π.χ. στούς τάφους τῶν Μυκηνῶν, ὅπου ἐκεῖ ἀνακαλύπτουμε καί σκελετούς. Ἀλλά καί συνεχῶς ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στό φῶς νεκροταφεῖα πόλεων, τάφους ἁπλῶν πολιτῶν καί ἐνδόξων βασιλέων (π.χ. ὁ τάφος τοῦ Ἀγαμέμνονα στίς Μυκῆνες).
Τό κλασσικότερο παράδειγμα σεβασμοῦ στούς νεκρούς, ἀναφέρεται στήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη», ἡ ὁποία ἔθαψε τόν «προδότη», κατά τόν Κρέοντα, ἀδερφό της.
Ἀξίζει ἰδιαιτέρως νά ὑπογραμμιστεῖ τό ἑξῆς: Ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις πού ἔκαιγαν τό νεκρό σῶμα, ἀκολουθοῦσε ἡ ταφή τῶν ὀστῶν μέ τίς ἀνάλογες τιμές. Συνέλεγαν τά ὀστᾶ, τά τοποθετοῦσαν σέ πολυτελεῖς λάρνακες καί στήν συνέχεια τά ἔθαβαν.
Στήν σύγχρονη Ἑλλάδα, μέ τούς Νόμους 3448/2006 καί 4277/2014, ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν καί προβλέπεται ἡ ἵδρυση Ἀποτεφρωτηρίων. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐξέδωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2959/29-10-2014 ἐγκύκλιό της «Περί κανονικῶν συνεπειῶν τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν», μέ τήν ὁποία ἀπαγορεύει τήν τέλεση Νεκρώσιμης ἀκολουθίας σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἐπέλεξαν τήν καύση. Στίς 30/9/2019 ἔγινε ἡ ἔναρξη λειτουργίας τοῦ πρώτου (καί μοναδικοῦ πρός τό παρόν) Ἀποτεφρωτηρίου τῆς χώρας, στή Ριτσώνα Εὐβοίας. Ἔκτοτε, ἡ ἀποτέφρωση ἔγινε πρακτικά ἐφικτή καί στήν Ἑλλάδα.
Προκειμένου νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ὅλη διαδικασία τῆς ἀποτέφρωσης ἐνεργεῖ κατά τρόπο βίαιο καί πολύ ὑποτιμητικό στό ἀνθρώπινο σῶμα, θά ἀναφερθοῦμε ἐν συντομίᾳ στήν ἐν λόγῳ διαδικασία.
Τό νεκρό σῶμα καίγεται σέ κλίβανο σέ θερμοκρασία τῶν 1.400-2.100 βαθμῶν κελσίου, ἐνῷ μετά τήν καύση, ὁ σκελετός καί τά ὀστᾶ πού ἀπομένουν, ρίχνονται σέ ἠλεκτρικό σπαστῆρα ὀστῶν (μίξερ). Ἐκεῖ κονιορτοποιοῦνται, συλλέγεται ἡ σκόνη σέ δοχεῖο (τεφροδόχο) καί παραδίδεται στούς οἰκείους τοῦ ἀποτεφρωθέντος. Ὁ ὅρος «ἀποτέφρωση», εἶναι παραπλανητικός. Στήν πραγματικότητα, δέν γίνεται μόνο καύση, ἀλλά καί θρυμματισμός τῶν ὀστῶν τοῦ νεκροῦ σώματος, οἱ δέ συγγενεῖς παραλαμβάνουν σκόνη θρυμματισμένων ὀστῶν καί ὄχι τέφρα «στάχτη».
Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐκτίθεται στήν ἀδηφάγο μανία τῆς τεχνολογίας. Κατά τήν χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἡ καύση τῶν νεκρῶν συνιστᾶ «πολιτισμένη ἀνθρωποφαγία».
Στόν ἰσχυρισμό πού ἐπικαλοῦνται οἱ θιασῶτες τῆς καύσης, ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ «ἀξιοπρεπῆ λύση», ἀπαντοῦμε ὅτι αὐτό, εἶναι κάτι πολύ ὑποκειμενικό. Ὁ πιστός ὀρθόδοξος, θεωρεῖ προφανῶς ἀξιοπρεπῆ λύση τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία καί ὅλη τήν διαδικασία τῆς ταφῆς.
Ἀναρωτιόμαστε κατά πόσο θά μποροῦσε ἡ καύση νά εἶναι «ἀξιοπρεπής λύση», ὅταν τά νεκρά σώματα θεωροῦνται ἀπορρίμματα καί ἄχρηστα ἀντικείμενα τά ὁποῖα μέ τήν ὅλη διαδικασία παραδίδονται σέ ἕναν βίαιο ἀφανισμό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγκαλιάζει τόν ἄνθρωπο καί ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν καί πέρα ἀπό τόν θάνατό του. Ἀκολουθῶντας τήν Εὐαγγελική καί Πατερική διδασκαλία, σέβεται τό ἀνθρώπινο σῶμα σάν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, δέν ἐπιτρέπει τήν καύση τῶν νεκρῶν καί δέχεται τήν ταφή.
Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δημιουργία του, εἶναι μία συγκεκριμένη ὑπόσταση-πρόσωπο. Δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό «ὡς καλός λίαν». Τό «καλός λίαν», ἀναφέρεται καί στήν ψυχή καί στό σῶμα του. Τό σῶμα, δέν εἶναι τό «κακό μέρος» τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ψυχή «τό καλό».
Μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ὁ Θεός ἀπευθύνεται σ’ αὐτούς μέ τά ἑξῆς λόγια: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύση» (Γέν. γ΄ 19). Εἶναι μία ὑπενθύμιση γιά μᾶς, ὅτι δημιουργήθηκε τό σῶμα μας ἀπό χοϊκή ὕλη καί συνεπῶς στό χῶμα τελικά θά πρέπει νά καταλήξει (καί ὄχι νά ἐξαφανιστεῖ μέ τήν καύση). Στό κεφάλαιο 50ό στή Γένεση, βλέπουμε ὅτι ὁ Ἀβραάμ ὅταν ἦρθε στή γῆ Χαναᾶν, φρόντισε νά ἀγοράσει ἕνα σπήλαιο –καί μάλιστα ἀναφέρεται ἡ τιμή του (400 ἀργυρᾶ δίδραχμα)– γιά νά θάψει ἐκεῖ τήν γυναῖκα του Σάρρα. Ἐκεῖ ἐτάφη καί αὐτός. Ἐκεῖ ἐτάφη ὁ Ἰσαάκ καί ἡ Ρεβέκκα, ἡ Ραχήλ καί κατόπιν ὁ Ἰακώβ καί ἡ Λεία. Ἀλλά καί ὁ Ἰωσήφ, ὁ γιός τοῦ Ἰακώβ, ὅρκισε τούς Ἑβραίους, ὥστε, ὅταν καί αὐτός πεθάνει, νά πάρουν τά ὀστᾶ του καί νά τά θάψουν.
Ἡ Καινή Διαθήκη, θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν. Ἡ ἐτυμολογική προέλευση τοῦ ὅρου «κηδεία», σημαίνει φροντίδα. Μέ τήν ταφή, ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας στόν ἄνθρωπο καί ἡ ἄρνηση βίας πάνω στό σῶμα του. Τούς ἀνθρώπους πού φεύγουν ἀπό τήν ζωή, ἡ Ἐκκλησία τούς ἀποκαλεῖ «κεκοιμημένους», διότι βρίσκονται σέ ἀναμονή γιά νά ξυπνήσουν τήν Δευτέρα Παρουσία.
Γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ἀνθρώπινη ζωή δέν κλείνεται σέ δύο ἡμερομηνίες, δέν ἔχει τήν χρονική διάρκεια πού γράφουν οἱ ταφόπλακες. Γι’ αὐτό, τούς τόπους ὅπου φιλοξενοῦνται τά σώματα τῶν κεκοιμημένων καί διαθέτουν καί αὐτοί ἱερότητα, τούς ἀποκαλεῖ «κοιμητήρια».
Τό «σῶμα εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Α΄ Κορ. 3,17). «Ὁ “ναός” αὐτός εἶναι “ἅγιος” καί ὅποιος τόν καταστρέφει, θά καταστραφεῖ ἀπό τόν Θεό» (Α΄ Κορ. 3, 17).
Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τό σῶμα μας εἶναι ἱερό.
Μεταξύ σώματος καί ψυχῆς, ὑπάρχει στενότατος δεσμός καί ἐπικρατεῖ ἁρμονία μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο στοιχείων τῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες μᾶς λένε, ὅτι, ἀκόμη καί μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἡ ψυχή, παρά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, γνωρίζει τά μέλη της. Ὁπότε, μέ τή δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, θά εἰσέλθει πάλι στό δικό της σῶμα καί ἔτσι θά γίνει ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, εἶχε σάν σκοπό νά θεραπεύσει ὅλον τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό, ὁ Χριστός, προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ ψυχή καί σῶμα. Στό πρόσωπό Του, θεραπεύονται καί ἐξαγιάζονται, τόσο ἡ ψυχή, ὅσο καί τό σῶμα, τό ὁποῖο θεώνεται «κατά χάριν» μαζί μέ τήν ψυχή «τό συναμφότερον» καί συνδοξάζεται.
Στήν εἰκονογραφία καί ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, γίνεται ἀναφορά γιά τήν Κοίμηση καί ταφή τῆς Θεοτόκου, γιά τήν ταφή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν ταφή ἄλλων ἁγίων. Βλέπουμε ἐπίσης νά ἀποδίδεται τιμή στό νεκρό σῶμα τῆς Ταβιθᾶ.
Κορυφαία ἔκφραση τῆς ταφῆς, ὡς ἀρχετύπου, ἀποτελεῖ τό γεγονός τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία συμβολικά ἀποτυπώνει ὁ Ἴδιος στήν ἐξίσωση τῆς σπορᾶς τοῦ σιταριοῦ πρός τόν ἐνταφιασμό: «Ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει. Ἐάν δέ ἀποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ἰωάν. 12:24). Στήν Ἁγία Γραφή, γίνεται λεπτομερής ἀναφορά στήν Θεόσωμη Ταφή τοῦ Κυρίου κατά τήν ὁποία ἐναποτέθηκε τό Σῶμα Του μέ τά ὀθόνια καί τά ἀρώματα στό «λελατομημένον ἐκ πέτρας καινόν μνημεῖον» (Μάρ. κεφ. 15,45). Μετά τήν Σταύρωση συνεπῶς, τό Πανάγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου μας, δέν κάηκε ἀπό τόν Ἰωσήφ τόν Ἀριμαθαίας καί τόν Νικόδημο, ἀλλά ἐνταφιάστηκε μέ ἰδιαίτερη τιμή ἀφοῦ «ὁ Ἰωσήφ ἐνετύλιξεν αὐτό σινδόνι καθαρᾷ» (Ματθ. 27, 59-60).
Ἡ κατεξοχήν πράξη μέ τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀποκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπο στήν ὁλότητά του καί καταργεῖ τόν θάνατο, εἶναι ἡ Ἀνάστασή Του, ἡ ὁποία σημαίνει Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ὡς «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». (Α΄ Κορ. 15,20). «Ἀπαρχή», σημαίνει ὅτι ἀναστήθηκε πρῶτος γιά νά ἀναστηθοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί. Ὁ Χριστός, ἀναστήθηκε πραγματικά μέ τό ὑλικό Του σῶμα. Ἀναστήθηκε ἄφθαρτο. Τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα τό ὁποῖο νεκρώνεται καί περιμένει τό «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία (Α΄ Θεσ. 4,16), ὥστε νά ἀναστηθεῖ, νά ξαναενωθεῖ μέ τήν ψυχή καί νά ζήσει αἰώνια μαζί της.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ, ὅπου περιγράφεται θαυμάσια ἡ Ἀνάσταση τῶν σωμάτων (Ἰεζ. λζ’ 1-14), κατά τήν ὁποία, τό σῶμα θά εἶναι μέν τό ἴδιο, ἀλλά ἄφθαρτο, ἀθάνατο, ἀνακαινισμένο. «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ», κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Α΄ Κορ. ιε΄ 42-44). Ὁλόκληρη ἡ Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀναφέρεται στόν ὅλον ἄνθρωπο.
Ἐφόσον ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς, πραγματικά ἄνοιξε καί σέ μᾶς τόν δρόμο γιά νά βιώσουμε καί τή δική μας Ἀνάσταση. Αὐτοί εἶναι καί οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους, οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σάν κορυφαῖο γεγονός γιά τήν σωτηρία μας. Πιστεύουμε μέ βεβαιότητα στήν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δηλαδή στήν Ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Αὐτό εἶναι καί τό περιεχόμενο τῆς ἐλπίδας μας.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός ἐπέλεξε γιά τόν ἑαυτό του τήν ταφή καί τήν ἐξαγίασε, δέν ἐπιτρέπεται νά ἐγκαταλείψουμε τό παράδειγμα πού μᾶς ἄφησε, ἰδιαίτερα μάλιστα ἀφοῦ συνδέεται ὄχι μόνο μέ τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά καί μέ τήν Ἀνάσταση τῶν δικῶν μας σωμάτων. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος προβάλλει τήν σωστή δογματική σημασία τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία πρέπει νά γίνεται πρός Δόξαν Θεοῦ.
Μέσῳ τῆς ταφῆς, σώθηκαν ἄφθαρτα καί ἀκέραια λείψανα τῶν Ἁγίων μας (Ἅγιος Σπυρίδων, Ἅγιος Γεράσιμος, Ἅγιος Διονύσιος κ.λπ.), τά ὁποῖα ἀποτελοῦν γιά μᾶς πηγή χάριτος ἀλλά καί ὑπόμνηση τῆς δικῆς μας μέλλουσας προοπτικῆς. Ὁ Μέγας Βασίλειος, τονίζει ὅτι, τά λείψανα τῶν ὑπέρ Χριστοῦ ἀποθανόντων, εἶναι τίμια. Ἀνάλογα διδάσκουν καί οἱ Ἀποστολικές Διαταγές. Κατά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη «Μία μέρα τά Λείψανα θά ἀναστηθοῦν κατά τήν βουλή τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός μας, καί πάντες ἀναστήσονται». Τά Ἅγια Λείψανα, τά τοποθετοῦμε σέ λειψανοθῆκες, τά σεβόμαστε, τά προσκυνοῦμε, τά τιμοῦμε, τά ἀσπαζόμαστε. Διότι, ὄχι μόνο μετέχουν στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μεταδίδουν τή θεία χάρη καί θαυματουργοῦν. Ὄχι μόνο ζοῦν μέσα σ’ αὐτήν, ἀλλά μέ αὐτή τήν θεία χάρη ζωοποιοῦν καί μᾶς. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τά σεβόμαστε ὄχι σάν Θεό, ἀλλά σάν κτίσμα γεμάτο ἀπό θεία ἐνέργεια καί χάρη. Ἔτσι κατανοεῖται ἡ διά τῶν Ἁγίων λειψάνων θαυματουργική δύναμη τῶν Ἁγίων μας στήν Ἐκκλησία.
Σημαντικές εἶναι οἱ μαρτυρίες περί ταφῆς καί Ἁγίων Λειψάνων πού σῴζονται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρουμε ὅτι, σέ ἀπόσπασμα Πρακτικοῦ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τονίζεται τό ἑξῆς: «Ἡ δύναμη τῶν μετά τήν ταφή ἀπομενόντων λειψάνων, εἶναι μερικές φορές τόσο μεγάλη, ὥστε ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων, ἐλαύνονται δαίμονες».
Ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, προκύπτει ἐπίσης ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος τρόπος μεταχείρισης τῶν νεκρῶν σωμάτων. Ἀπό Κανόνα π.χ. τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, προκύπτει, ὅτι, τόσο σεβασμό ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας πρός τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο, ὥστε δέν διστάζει νά τοῦ δώσει τήν Θεία Κοινωνία, ἀκόμη καί λίγες στιγμές πρό τοῦ θανάτου του, ἄν καί γνωρίζει ὅτι σέ λίγο θά ὑπάρχει ἄψυχο σῶμα. Ὁ Κανών 7 τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν ἱερῶν ναῶν, μέ τήν τοποθέτηση σ’ αὐτούς, ἱερῶν λειψάνων.
Τό σῶμα μας, ἐπειδή εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, διά τῆς μετοχῆς μας στήν ἁγιαστική χάρη τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, ἐξαγιάζεται καί ἀποκαθίσταται στό «ἀρχαῖον κάλλος» πού εἶχε πρό τῆς πτώσης. Τό σῶμα δηλαδή, δέν περιμένει τήν καταστροφή του, ἀλλά τήν «ἑτέρα μορφή του» (Μάρκ. 16, 12), τήν ἀναμόρφωσή του, «εἰς τό ἀρχαῖον κάλλος».
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία τό προσεγγίζει μέ ἰδιαίτερο σεβασμό, ἀγάπη καί αἰσθήματα ἱερά. Ἐνταφιάζει τούς νεκρούς πού εἶναι πιστά μέλη της, τελώντας τή νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ἀκολουθία τῆς ταφῆς, ἔχει σχέση μέ ἐνταφιασμό σώματος.
Μᾶς δίνεται ἐπίσης ἡ εὐκαιρία νά ἀποκτήσουμε καί φιλοσοφική σκέψη, μπροστά στή θέα τοῦ κεκοιμημένου, ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἐπισκεπτόμενοι λοιπόν τά μνήματα τῶν κεκοιμημένων μας, αἰσθανόμαστε ὅτι διατηροῦμε μία ἰδιαίτερη σχέση καί ἐπικοινωνία μαζί τους. Πολύ σωστά εἶχε ἐπισημάνει ὁ λαογράφος καί καθηγητής Δημ. Λουκάτος: «Ἔχουμε ἀνάγκη τά λείψανα τῶν νεκρῶν μας. Τό κάψιμο, θά ἦταν ἕνας πλήρης ἀφανισμός μίας ζωντανῆς συνέχειας καί μίας ἐπικοινωνίας, πού τήν θέλουμε».
Ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν μας, μᾶς θυμίζει τίς ρίζες μας, τήν παράδοσή μας, τό χρέος μας ἀπέναντι σ’ αὐτούς. Οἱ τάφοι τους, τά ὀστᾶ τους, τά λείψανά τους, εἶναι σεβαστά, ἀκόμη καί ἱερά. Τιμοῦμε τούς τάφους τῶν κεκοιμημένων μας, πάππων, προπάππων… Τιμοῦμε ἀκόμη τά ὀστᾶ τῶν ἡρώων μας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, στόν Ὕμνο του πρός τήν Ἐλευθερία, μέ πολλή συγκίνηση καί δέος γράφει στούς στίχους: «Ἀπ’ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά…». Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας.
Ἄς ἔχουμε λοιπόν πάντα ὑπόψη μας ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία, τό σῶμα μας δέν καταδικάζεται, ἀλλά ἁγιάζεται. Δέν ὑποτιμᾶται, ἀλλά ἀνυψώνεται. Δέν καταστρέφεται, ἀλλά σώζεται. Δέν ἀποβάλλεται, ἀλλά θεώνεται. Δέν ὑποβιβάζεται, ἀλλά ἀνυψώνεται, ὅπως ἀναλήφθηκε ὁ Κύριός μας. Δέν εἶναι ἄχρηστο μετά τόν θάνατο, διότι σ’ αὐτό θά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή κατά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Βέβαια, ὑπάρχουν καί περιπτώσεις πού σώματα Ἁγίων κάηκαν ἤ σώματα ἀνθρώπων πυρπολήθηκαν ἀπό διάφορες αἰτίες ἤ καταφαγώθηκαν ἀπό ζῶα. Διαφέρουν ὅμως ὅλες αὐτές οἱ περιπτώσεις ἀπό τήν οἰκειοθελῆ ἀποτέφρωση τοῦ σώματος. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία ἀπέναντι στά περιστατικά αὐτά, στέκεται πολύ προσεκτικά καί διαφοροποιεῖ τήν στάση της. Δέχεται ὅτι δέν ὑποκρύπτεται ἑκούσια καύση καί συνεπῶς ὁ Θεός δέν θά καταλογίσει στίς περιπτώσεις αὐτές ἀσέβεια καί ἀπιστία.
Σήμερα, δυστυχῶς, ἡ ἑλληνική κοινωνία στήν πλειοψηφία της, ἀγνοεῖ ὅλα τά παραπάνω. Οἱ σύγχρονες ἀντιλήψεις πού χαρακτηρίζουν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν χριστιανική διδασκαλία. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν, εἶναι κορυφαῖο σύμβολο μηδενισμοῦ. Πίσω ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς καύσης, κρύβεται ἡ περιφρόνηση στό σῶμα καί ἡ ἀπιστία στήν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Δυστυχῶς, σήμερα καί χριστιανοί, συζητοῦν τό ἐνδεχόμενο ἀποτέφρωσης. Δέν δέχονται τό αἰώνιο, τό θεϊκό. Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί διάρκεια. Ἀγνοοῦν ὅτι μία τέτοια βίαιη πράξη εἶναι «βιασμός» τῆς φύσης, ἀφοῦ τό φυσικό εἶναι ἡ ἐναπόθεση στό χῶμα καί ἡ φυσική ἀποσύνθεση.
Ἡ Ἐκκλησία, ἐξακολουθεῖ νά κηδεύει καί νά ἐνταφιάζει τά σώματα τά ὁποῖα κοιμοῦνται, ἀναμένοντας τήν Ἀνάστασή τους. Ἡ Ἐκκλησία, σέβεται τήν ἐπιλογή τῆς καύσης ἀπό ὅσους τό ἐπιθυμοῦν. Ὀφείλουν ὅμως καί ἐκεῖνοι νά ἀναγνωρίσουν τήν ἐλευθερία της, ὥστε νά μήν ὑποχρεωθεῖ στίς περιπτώσεις αὐτές νά τούς τελέσει Ἐξόδιο Ἀκολουθία. Ἀνεπηρέαστη, ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, τήν Εὐαγγελική καί Πατερική διδασκαλία.
Μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, οἱ πιστοί, βιώνουμε τόν Χριστό. Δεχόμαστε τήν ταφή καί ὄχι τήν καύση τοῦ σώματος. Ἀναπνέουμε τήν χάρη καί τήν εὐωδία τῶν Ἁγίων Λειψάνων.
«Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν καί Ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΤΑΓΚΟΥΛΗ
Νομικός-Θεολόγος