τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Καὶ σὸς μαθητής, Χριστέ, Βαρθολομαῖος,
Μιμούμενός σε, σταυρικὸν φέρει πάθος.
Ὑπὲρ λίθον σάπφειρον, ὡς γραφὴ λέγει,
Τοὺς συντρίβοντας εἶχε Βαρνάβας λίθους.
Ἑνδεκάτῃ σταύρωσαν ἐρίφρονα Βαρθολομαῖον.

Τό ὄνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υἱός τοῦ Θολομαίου». Οἱ πληροφορίες γιά τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο στήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι ἐλάχιστες. Τό ὄνομά του ἀναγράφεται μόνον στήν ἀναφορά τῶν ὀνομάτων τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων1. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἐταύτισε μέ τόν Ναθαναήλ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἀναφέρεται πάντοτε μέ αὐτό τοῦ Φιλίππου. Καταγόταν ἀπό τήν Κανᾶ της Γαλιλαίας. Προφανῶς τό ὄνομα Βαρθολομαῖος χαρακτηρίζει τό πατρώνυμο τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως αὐτῆς εἶναι: α) ὅτι στούς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια2 καί στίς Πράξεις3 ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρ-θολομαῖος, ἐνῶ στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον4 μόνο ὡς Ναθα-ναήλ. β) Ὅτι στούς καταλόγους αὐτούς συγκαταριθμεῖται μόνο μέ τόν Φίλιππο καί αὐτό εἶναι σύμφωνο πρός τήν πληροφορία τοῦ Ἰω-άννου, ὅτι ὁ Φίλιππος προσκαλεῖ τόν Ναθαναήλ, γιά νά δεῖ τόν Μεσσία Ἰησοῦ. Ὁ ἱερός Αὐγουστίνος5 ὑπεστήριζε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπέλεξε τόν Ναθαναήλ ὡς μαθητή Του, διότι ἐγνώριζε τό Νόμο, ἐνῶ οἱ Μαθητές ὅλοι ἦσαν ἀγράμματοι, ἀλλά στόν Ἰωάννη6 ὁ Ναθα-ναήλ ἐμφανίζεται ὡς Μαθητής τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάν-νης, δοθέντος τοῦ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν συνήθως δύο ὀνόματα, προ-ετίμησε, φαίνεται, τό ὄνομα Ναθαναήλ ὡς ἐκφραστικώτερο (σημαί-νει ὁ Θεός δίδει) ἀντί τοῦ πατρωνυμικοῦ ὀνόματος Βαρθολομαῖος.
Ὁ ἐκκλησιαστικός ἰστορικός Εὐσέβιος ἀναφέρει τήν πληροφορία ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος ἐκήρυξε στήν Ἰνδία, ὅπου ἐθανατώθηκε στήν πόλη Οὐρβανούπολη. Κάποιες ἄλλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πώς ἐκήρυξε στήν Εὐδαίμονα Ἀραβία, τήν Καραμανία καί τήν Αἰθιοπία. Σύμφωνα μέ ἄλλη παράδοση, στά τέλη της ζωῆς τοῦ εὑρέθηκε νά κηρύττει στήν Μεγάλη Ἀρμενία, ὅπου συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐθανατώθηκε μέ σταυρικό θάνατο, μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω, κατά διαταγή τοῦ βασιλέως Ἀστυάγη. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου ἐκλείσθηκε σέ λίθινη σαρκοφάγο, ἐρρίφθη στή θάλασσα καί ἐκβράσθηκε στίς νήσους Λιπάρες.

Τό ὄνομα ΒΑΡΝΑΒΑΣ εἶναι ἀπό ἐκεῖνα πού κυριαρχοῦν στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων. Τό ὄνομα του ἦταν ᾿Ιωσήφ ἤ ᾿Ιωσῆς, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι τόν μετονόμασαν Βαρνάβα, πού σημαίνει «υἱός παρακλήσεως»7. Ἦταν Ἰουδαῖος Λευΐτης, Κύπριος στό γένος, καί ἐζοῦσε στήν Παλαιστίνῃ κατά τούς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τήν πρώτη πληροφορία γιά τή συμμετοχή τοῦ Βαρνάβα στήν πρώτη ᾿Εκκλησία τήν εὑρίσκουμε στίς Πράξ. 4, 36-37· «᾿Ιωσήφ δέ ὁ ἐπικληθείς Βαρνάβας ἀπό τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμε-νον υἱός παρακλήσεως, Λευῒτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐ-τῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τό χρῆμα καί ἔθηκεν πρός τούς πόδας τῶν ἀποστόλων». Τό κείμενο αὐτό ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τήν πώληση ἑνός κτήματός του καί τήν προ-σφορά τῶν χρημάτων στήν πρώτη Χριστιανική κοινότητα τῶν ῾Ιε-ροσολύμων, στήν ὁποία ἀνῆκε8.
Μέ τό πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ἔχουν ἀσχοληθεῖ τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καί οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτές. Τό ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν ἐρευνητῶν εἶναι εὔλογο, γιατί τό νέο αὐ-τό ὄνομα, σύμφωνα μέ τίς Πράξεις, ἔχει μεγάλη ἱστορική καί θεο-λογική σημασία.
῾Ο ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τήν ἑρμηνεία τοῦ ὀνό-ματος «Βαρνάβας», ὡς «υἱός παρακλήσεως» ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἑρμηνεύει θεολογικά τήν περίπτωση· «Καί δοκεῖ μοι ἀπό τῆς ἀρετῆς εἰληφέναι τό ὄνομα, ὡς πρός τοῦτο ἱκανός ὤν καί ἐπιτήδειος». ῾Ο Α. Klostermann προσπαθεῖ νά παραγάγει τό ὄνομα Βαρνάβας ἀπό τό Βάρ-Νεβαά, πού σημαίνει «υἱός ἀλήθειας». ῾Ο Η. Η. Wendt εἰση-γεῖται τήν προέλευση τοῦ ὀνόματος ἀπό τό Βάρ-Νεβουά, πού ση-μαίνει «υἱός προφητείας». ῾Ο Α. Loisy ἀμφισβητεῖ τήν ἐτυμολογική ἐξήγηση τοῦ Wendt γιατί δέν ἀποδίδει, ὅπως ἰσχυρίζεται, τό ὄνομα αὐτό τό «υἱός παρακλήσεως». Σύμφωνα μέ τόν Ε. Preuchen, στήν Παλμύρα εὑρέθηκε μιά ἐπιγραφή πού ἔγραφε «Βar Nebo», δηλαδή «υἱός τοῦ Νebo». Αὐτό τό θρησκειολογικό ὑπόβαθρο τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ὑποστήριξε καί ὁ Α. G. Deissmann. ῾Ο R.P.C. Hanson στό συνοπτικό ἀλλά ἐνδιαφέρον Ὑπόμνημά του στίς Πράξεις ὑπο-στηρίζει ὅτι τό ὄνομα Βαρνάβας δέν σημαίνει «υἱός παρακλήσε-ως», ἀλλά «υἱός τοῦ Νebo» ἤ «υἱός τοῦ προφήτου» καί ὅτι εἶναι ἀπίθανο ἕνας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀραμαϊκά, νά ἔκανε αὐτό τό λάθος. Πι-στεύει ἀκόμη ὁ Ηanson ὅτι τό «υἱός παρακλήσεως» ἦταν γραμμένο στήν πηγή τῶν Πράξ. 13,1, δηλαδή στόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Προφητῶν, ἀπέναντι ὅμως ἀπό τό Μenaen (Menahem), πού σημαίνει πράγματι «υἱός παρακλήσεως» ἤ «ὁ παρηγορῶν». ῾Ο Εὐ-αγγελιστής Λουκᾶς ἐνόμισε ὅτι ἀναφερόταν στόν Βαρνάβα καί τό μετέφερε κατά τή σύνταξη στό Πράξ. 4,36.
῎Εχουμε τή γνώμη ὅτι ὁ ἱερός συγγραφέας δέν μετέφρασε κα-τά λέξη τό ὄνομα «Βαρνάβας», τό ὁποῖο εἶναι ἀραμαϊκό καί προ-έρχεται ἀπό τή λέξη Βάρ=υἱός καί τή ρίζα Νεβουά ἀπό τήν ὁποία παράγεται καί ἡ λέξη Νεβί=προφήτης, ἀλλά ἀπέδωσε τή θεολογική καί ἱστορική σημασία.

Πιθανόν ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», μέ τό «υἱός παρακλήσεως», τό ὁποῖο εἶναι ἕνας σημιτισμός, νά καταχωρήθηκε στό κείμενο ἀπό τήν πηγή τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως. Πάντως, ἐκφράζει κάποιον ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καί αὐτός εἶναι συνήθως προφήτης. ῾Ο προφήτης ἔχει τό χάρισμα νά διδάσκει καί νά προτρέπει πρός οἰκο-δομή, ὁπότε ὀρθά ἀποδόθηκε ὁ χαρακτηρισμός αὐτός στόν Βαρνά-βα. Πρόκειται γιά μιά μαρτυρία τῶν Πράξεων, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἰδιαίτερη διάκριση τήν ὁποία εἶχε ὁ «Κύπριος λευΐτης» στήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα καί ἐπισημαίνει τή συμβολή του στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, πού μᾶς ἐνδι-αφέρει ἰδιαίτερα στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι ἕνας Προφήτης9, ὁ ὁποῖος «παρεκάλει» τούς νεοφώτι-στους πιστούς στήν Ἀντιόχεια καί τούς προέτρεπε «τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ»10.
Οἱ Πράξεις 4, 36-37 ἀποδίδουν καί τήν κοινωνική πλευρά τοῦ ἔργου τοῦ Βαρνάβα. ῾Η προσφορά τῶν χρημάτων ἀπό τήν πώληση τοῦ κτήματός του πρός τούς Ἀποστόλους γιά τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν καί ἡ ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς Χριστιανικῆς κοινότητας τῶν ῾Ιεροσολύμων, καθώς καί ἡ ὀργά-νωση καί λειτουργία της, ἦταν ἀληθινά πράξη παρακλήσεως. ῾Επο-μένως, ὀρθά καί εὔστοχα ὁ Εὐαγελιστής Λουκᾶς ἀπέδωσε τήν ὀνο-μασία «Βαρνάβας» μέ τό «υἱός παρακλήσεως», γιατί πραγματικά ἐκφράζει τό πνευματικό καί κοινωνικό ἔργο τοῦ προσώπου πού φέ-ρει τό ὄνομα καί τονίζει τό γεγονός τῆς εἰσόδου του στό λειτούργη-μα τοῦ προφήτου καί διδασκάλου.

Ἀσφαλῶς, τό φαινόμενο τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνός νέου ὀνό-ματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἑρμηνεία ἐκφράζει τήν προσωπικότητα ἤ κά-ποια χαρακτηριστικά αὐτοῦ πού τό φέρει, παρουσιάζεται καί σέ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Κ.Δ. Στήν περίπτωσή μας ὅμως εἶναι χαρα- κτηριστικό ὅτι ἡ νέα ἐπωνυμία «Βαρνάβας» ἀντικατέστησε πλήρως τό ἀρχικό ὄνομα τοῦ ἀποστόλου «᾿Ιωσήφ» ἤ «᾿Ιωσῆ», τό ὁποῖο ἐ-χρησιμοποιήθηκε μόνο μιά φορά στίς Πράξεις. Τό νέο ὄνομα, τό ὁ-ποῖο καθιέρωσαν οἱ Ἀπόστολοι χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπό τόν Λουκᾶ καί ἀπό τόν Παῦλο στίς Ἐπιστολές του.
Πότε ἀκριβῶς ἔγινε Χριστιανός ὁ Βαρνάβας δέν μᾶς πλη-ροφοροῦν οἱ Πράξεις καί τά λοιπά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτό θά εἶχε ἰδιαίτερη σημασία, γιατί θά γνωρίζαμε ἀπό πότε ὑ-πῆρχε συμμετοχή τοῦ κυπριακοῦ στοιχείου στόν ἀρχέγονο Χριστι-ανισμό. Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας διασώζει διά-φορες ἀπόψεις γιά τό θέμα τοῦ χρόνου τῆς μεταστροφῆς τοῦ Βαρνά-βα στόν Χριστό· α) ῾Ο συγγραφέας τῶν Ψευδοκλημεντίων ἀναφέρει ὅτι ὁ Βαρνάβας μεταστράφηκε πολύ ἐνωρίς καί ἦταν μεταξύ τῶν πρώτων πού ἀκολούθησαν τόν Χριστό. ῾Ο Κύπριος μοναχός Ἀλέ-ξανδρος στό Ἐγκώμιό του γιά τόν Βαρνάβα, τοποθετεῖ τή μετα-στροφή τοῦ Ἀποστόλου μετά τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στήν προβατική κολυμβήθρα11 ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ. β) Κατά τή μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος τοῦ ᾿Αλεξανδρέως καί ἄλλων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυ-ρίου καί μάλιστα, κατά τήν πληροφορία τοῦ Ἐγκωμίου, ὁ «πρῶτος καί ἔξαρχος καί κορυφαῖος».

Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε καί τό γεγονός τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στή χειρόγραφη παράδοση μεταξύ τῶν ὀνομάτων τοῦ ᾿Ιωσήφ – Βαρνάβα καί τοῦ ᾿Ιωσήφ – Βαρσαββᾶ. Τό πρόβλημα αὐτό εἶναι γνωστό καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσό-στομο, ὁ ὁποῖος ἔκανε σαφῆ ἀντιδιαστολή τῶν δύο διαφορετικῶν προσώπων. ῾Ο Βαρνάβας ἀναγνωρίζεται μεταξύ τῶν παλαιῶν Μα-θητῶν. Μάλιστα, ἦταν τόσο μεγάλη ἡ διάκρισή του, πού σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μποροῦσε νά ἦταν ὑποψή-φιος μεταξύ τῶν δύο, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας θά ἀντικαθιστοῦσε τόν ᾿Ιούδα καί θά συμπλήρωνε τόν κύκλο τῶν Δώδεκα. ῾Επομένως, ὁ Βαρνάβας πιθανόν ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν ἑκατόν εἴκοσι Μαθη-τῶν, γι᾿ αὐτό ἦταν ἐνεργό μέλος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότη-τος, ἡ ὁποία ἄρχισε νά λειτουργεῖ συστηματικά ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. ᾿Ακόμη καί ὁ τίτλος «υἱός παρακλήσεως», ὁ ὁποῖος δείχνει τή χαρισματική δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «Παρα-κλήτου»12, ὑπονοεῖ τή συμμετοχή τοῦ Βαρνάβα τήν ἡμέρα τῆς Πεν-τηκοστῆς στόν κύκλο τῶν ἑκατόν εἴκοσι Μαθητῶν κατά τήν ἐπι-φοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορά μετά τήν Πε-ντηκοστή πού ἔχουμε στίς Πράξεις τή χρήση τοῦ ὅρου «υἱός παρα-κλήσεως»13.
῾Ο Βαρνάβας, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τῶν Πράξεων, γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι νά ἀναδειχθεῖ ὁ Παῦλος καί νά συνεχίσει τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς στά ἔθνη, θά εἶναι ἐξέχουσα μορφή στόν ἑλληνιστικό χριστιανικό κύκλο τῶν μαθητῶν καί ἀπό τίς πιό ἐξέχουσες μορφές γενικά τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας. Ἀλλά καί κατά τή διάρκεια τῆς κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν δύο ἀν-δρῶν ὁ Βαρνάβας διατηρεῖ τό κῦρος καί τήν αἴγλη του, ὅπως μαρ-τυροῦν τά παρακάτω γεγονότα: 1) ῾Η μεσολάβηση τοῦ Βαρνάβα, γιά νά παρουσιασθεῖ ὁ πρώην διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Παῦλος στούς Ἀποστόλους14. ῾Ο Ἀπόστολος Βαρνάβας, μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή, συνέβαλε σημαντικά στήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων τῆς ἀρχέγο-νης ᾿Εκκλησίας. ᾿Επικυρώθηκε ἡ μεταστροφή καί ἀναγνώριση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί ἐξασφαλίσθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἀποστο-λικῆς ᾿Εκκλησίας. 2) ῾Η πρόταξη τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα καί κα-τόπιν τοῦ Παύλου τονίζει τή διάκριση τοῦ Βαρνάβα καί τήν ἀνα-γνώριση τῆς προσφορᾶς του ἀπό τήν πρώτη Χριστιανική κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων, σ᾿ ἀντίθεση μέ τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε νά ἐπιδείξει ἀκόμη ἀνάλογο ἔργο. 3) ῾Η ἐντύπωση πού προκλήθηκε στούς κατοίκους τῶν Λύστρων ἀπό τήν παρουσία καί τή δράση τῶν δύο ἱεραποστόλων στόν τόπο τους εἶναι χαρακτηριστική: «ἐκάλουν τε τόν Βαρνάβαν Δία, τόν δέ Παῦλον ῾Ερμῆν»15, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού ὁ Παῦλος ἦταν «ἡγούμενος τοῦ λόγου»16, γιατί σύμφωνα μέ τήν εὔ-στοχη παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «καί ἀπό τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπής ὁ Βαρνάβας». ᾿Επισφράγισμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Βαρνάβα ἀπό τήν Πρώτη ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ ἡ πρόταξη τοῦ ὀνό-ματός του ὡς ἀπεσταλμένου τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου πρός τούς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς στήν Ἀντιόχεια· «῎Εδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρός ὑμᾶς σύν τοῖς ἀγα-πητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καί Παύλῳ ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τάς ψυχάς αὐτῶν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι-στοῦ»17. ῾Η ἀπόφαση αὐτή τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν Βαρνάβα καί Παύλου πρός τά ἔθνη. 5) Ἀκόμη καί ἡ συνέχιση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Βαρνάβα παράλληλα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Παῦλο, μετά τόν γνωστό «παροξυσμό» καί χωρισμό τους, λόγῳ τοῦ Μάρ-κου18, δείχνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρβνάβας δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἀκόλουθος, ἀλλ’ ἐφάμιλλος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. ῾Επομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἁπλός βοηθός καί συνεργάτης τοῦ Παύλου, δέν ἀνταποκρίνεται στήν εἰκόνα τῶν γεγονότων πού μαρτυροῦν οἱ Πράξεις.

Ὡς «λευΐτης», ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀνῆκε φυσικά στό ἰου-δαϊκό ἱερατεῖο. Σύμφωνα μέ τήν πληροφορία τῶν Ἀριθμῶν 18,6, οἱ Λευΐτες ἦταν βοηθοί τῶν ἱερέων, ἄν καί τό Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9 ταυτίζει τούς ἱερεῖς μέ τούς λευΐτες.
Πῶς εὑρέθηκε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας στήν Κύπρο, οἱ Πράξεις καί τά λοιπά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν μᾶς δίδουν καμιά ἀπάντηση, καί μόνο ὑποθέσεις μποροῦν νά διατυπωθοῦν γιά τό θέμα αὐτό. ῾Ως γνωστό, οἱ ᾿Ιουδαῖοι μετανάστευαν γιά λόγους ἐμπο-ρικούς καί οἰκονομικούς, ἀλλά καί ὅταν ὑπῆρχαν στήν πατρίδα τους πολεμικές συγκρούσεις. Βέβαια, ἡ Κύπρος πάντοτε ἐκινοῦσε τό ἐνδιαφέρον αὐτῶν πού ἀναζητοῦσαν τό κέρδος. Γι᾿ αὐτό, ἕνα μεγά-λος ἀριθμός ᾿Ιουδαίων μεταφέρθηκε στήν Κύπρο καί τήν Αἴγυπτο ἀπό τόν Πτολεμαῖο Α΄, τό 320 π.Χ. ῾Ο Βαρνάβας, σύμφωνα μέ μιά πληροφορία τοῦ ᾿Επιφανίου Κύπρου, ἦταν ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους τῆς διασπορᾶς· «οὐκ ἧν ἀλλότριος τοῦ ᾿Ισραήλ». Οἱ πρόγονοί του, οἱ ὁ-ποῖοι ἦταν ᾿Ιουδαῖοι ἀπό τή φυλή τοῦ Λευῒ, μετανάστευσαν στήν Κύπρο λόγῳ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων τήν ἐποχή τοῦ Ἀντιόχου τοῦ ᾿Επιφανοῦς (168 π.Χ.).
Ἀπό τό γενονός ὅτι ὁ Βαρνάβας ξεκινᾶ τό ἱεραποστολικό του ταξίδι μέ τόν Παῦλο ἀπό τήν Κύπρο καί εἰδικά ἀπό τή Σαλαμίνα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πολυάριθμοι ᾿Ιουδαῖοι, ὑποθέτουμε ὅτι ἴσως αὐτή ἦταν ἡ πόλη στήν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ Ἀπόστολος. Ἡ ἀρ-χαία παράδοση εἶναι σχεδόν ὁμόφωνη ὅτι ἡ Σαλαμίνα εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Βαρνάβα καί τό μέρος ὅπου εὑρίσκεται ὁ τάφος του.
Ἄν καί δέν ἔχουμε πληροφορίες γιά τήν παιδική ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στήν Καινή Διαθήκη, τό Ἐγκώμιο ὁμιλεῖ γιά σπουδές του στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπου ἐφοίτησε κοντά στόν Γαμαλιήλ καί εἶχε συμφοιτητή τόν Παῦλο. Παρά τίς ἐπιφυλάξεις μας γιά τή μαρτυρία τῆς παραδόσεως, αὐτή ἡ πρώϊμη γνωριμία βοηθᾶ στήν ἐξήγηση τῆς μετέπειτα στενῆς συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάν-τως, ἡ κυπριακή καταγωγή τοῦ Βαρνάβα καί ἡ ἀνατροφή του σέ μιά ἑλληνική περιοχή μέ ἔντονη τήν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολι-τισμοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ ἔργου του καί ἰδιαίτερα τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος, μέ τό ὁποῖο ἀντίκρυσε τή Χριστιανική πίστη. Τό πολιτιστικό καί πνευματικό περιβάλλον, μέ-σα στό ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Βαρνάβας, τόν ἐμπόδισε τελικά νά ἐγκλω-βισθεῖ στίς στενές ἰουδαϊκές ἀντιλήψεις τῶν ὁμοεθνῶν του τῆς Πα-λαιστίνης.

Πάντως ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀναδείχθηκε μεγάλη μορφή στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό καί εἶχε τή μεγαλύτερη διάκριση καί ἀναγνώριση ἀπό τούς Ἀποστόλους. Γι᾿ αὐτό καί οἱ σχέσεις του μέ τήν ἡγεσία τῆς ἐκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύ-μων ἦταν πολύ στενές. ῾Η ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία διέκρινε τόν Ἀπό-στολο, ἐφάνηκε ἀπό τήν εὔστοχη παρέμβασή του νά παρουσιάσει τόν Παῦλο πρός τούς Ἀποστόλους. Αὐτή ἡ ἐνέργειά του ἔχει ἰδιαί-τερη σημασία γιά τόν συγγραφέα τῶν Πράξεων, ὁ ὁποῖος ἀπό τό σημεῖο αὐτό δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις καί τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἀργότερα θά ἐξελιχθοῦν οἱ σχέσεις καί ἡ δράση τῶν δύο με-γάλων ἱεραποστόλων τῆς Πρώτης ᾿Εκκλησίας. Οἱ προοπτικές τῆς με-τέπειτα συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν προδιαγράφονται μέ τή ση-μαντική χειρονομία τοῦ Βαρνάβα. ῾Η βαρύτητα τῆς γνώμης, ἡ ἐγγύη-ση καί ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Βαρνάβα ἄνοιξαν τό δρό-μο, γιά νά παρουσιασθεῖ στό προσκήνιο τῆς Πρώτης ᾿Εκκλησίας ὁ νέος ἀνατέλλων Ἀπόστολος τῶν ᾿Εθνῶν, ὁ ὁποῖος μέ τό ἔργο καί τή δράση του ἔδωσε οἰκουμενικές διαστάσεις στή νεοσύστατη ᾿Εκκλη-σία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ πρώην διώκτης τῆς ᾿Εκκλησίας κάτω ἀπό τήν προστατευτική, μεσολαβητική καί δυναμική παρουσία τοῦ Βαρ-νάβα, κατά τόν συγγραφέα τῶν Πράξεων, κάνει τήν πρώτη ἐμφάνι-σή του στά ῾Ιεροσόλυμα μετά τήν μεταστροφή του.
῾Ο Κύπριος Βαρνάβας μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή ἑδραίωσε ἀκόμη περισσότερο τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τῶν Ἀποστόλων.
῾Η ἀναζήτηση τοῦ Παύλου στήν Ταρσό καί ἡ δράση τῶν δύο στήν ᾿Αντιόχεια «ἐνιαυτόν ὅλον»19, ἐγκαινίασε μιά συστηματική πιά ἱεραποστολική του δράση στά ἔθνη. ῾Ο Βαρνάβας, σύμφωνα μέ τόν συγγραφέα τῶν Πράξεων, μεταφέρει τό κέντρο δράσεώς του ἀπό τήν ῾Ιερουσαλήμ, πού ἦταν μέχρι τώρα, στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποί-α γίνεται τό κέντρο καί ἡ μητέρα τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν. Τό γε-γονός αὐτό ἦταν καθοριστικό γιά τή συνέχιση τῆς δραστηριότητός του. ῾Ο συμπαθής στούς Ἀποστόλους «υἱός παρακλήσεως», ὁ σύνδε-σμός τους μέ τούς λοιπούς Μαθητές καί μάλιστα μέ τόν Παῦλο, ὁ ἀσφαλής ἐκφραστής τοῦ γνήσιου πνεύματος τῆς Πρώτης Ἀποστο-λικῆς Ἐκκλησίας γίνεται ὁ ἱεραπόστολος ὁ ὁποῖος θά τάξει τόν ἑαυ-τό του στό ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί στά ἔθνη.
Κατά μία παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐκήρυξε τό Εὐαγ-γέλιο στήν Ἀλεξάνδρεια, κατ’ ἄλλη στήν Ρώμη, κατ’ ἄλλη δέ καί στά Μεδιόλανα τῆς Βορείου Ἰταλίας, ὥστε νά θεωρεῖται καί ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας.
Τίς τελευταῖες ἡμέρες του, φαίνεται ὅτι διῆλθε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, στήν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου συνελήφθη ἀπό τούς Ἰουδαίους. Αὐτοί τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τήν πόλη, τόν ἔδεσαν στόν τράχηλο μέ σχοινί καί τόν ἐφόνευσαν διά λιθοβολισμοῦ. Ἔτσι, ἐτε-λειώθηκε μαρτυρικά ὁ «υἱός τῆς παρακλήσεως», πιθανώτατα μετα-ξύ τῶν ἐτῶν 57-60 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του στό ἔρριψαν στή φω-τιά. Τοῦτο, ἀφοῦ, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δέν ἀπανθρακώθηκε, παρέλαβε ὁ Μᾶρκος καί κάποιοι ἄλλοι εὐλαβεῖς Χριστιανοί καί τό ἐνταφίασαν σέ σπήλαιο μέ βαθύ σεβασμό καί τιμή.
Ἀργότερα, ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Ζήνωνος20, περί τό 485 μ.Χ., τό τίμιο λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τό ὁποῖο ἀπό τόν ἄγνω-στο τόπο τῆς ταφῆς του, ἕνεκα σφοδροῦ διωγμοῦ, ἐθαυματουργοῦ-σε συνεχῶς, εὑρέθηκε μέ ὑπόδειξη θαυμαστή στήν Κύπρο κάτω ἀπό δένδρο μέσα σέ ἕνα σπήλαιο, πού ἦταν σφραγισμένο μέ πέτρες. Τό ἱερό σκήνωμα, «πνέον εὐωδίαν χάριτος πνευματικῆς», εἶχε ἐπί τοῦ στήθους τό μετ’ αὐτοῦ συνενταφιασθέν Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, ἰδιόγραφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Χάρη στό γεγονός αὐτό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔπαψε πλέον νά τελεῖ ὑπό τήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καί κατέστη αὐτοκέφαλος, ἀφοῦ τῆς παραχωρήθηκαν ἀπό τούς αὐτοκράτορες Ζήνωνα καί Ἰουστινιανό ἰδιαίτερα προνόμια. Τά λείψανα τοῦ Ἁγίου, μετά κάποιες μετακι-νήσεις, γιά τίς ὁποῖες ἐπίσης ὁμιλεῖ ἡ παράδοση, κατέληξαν καί πά-λι στήν Κύπρο, ὅπου σήμερα εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στήν Σαλαμίνα.
20 474-475 τό πρῶτον. 476-491 μ.Χ. (ἐκ δευτέρου).





