† Μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Δομνίκης.
῾Η Ὁσία Δομνίκη ἔζησε κατά τήν ἐποχή τῶν αὐτοκρατόρων Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.), Λέοντος Α´ (457-474 μ.Χ. καί Ζήνωνος (474-475 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τήν Καρθαγένη (Νέα Καρχηδόνα) τῆς ᾿Ισπανίας. Κατά θεία οἰκονομία πῆγε στήν Κων-σταντινούπολη, τό 384 μ.Χ., μαζί μέ ἄλλες τέσσερις παρθένες, τή Δωροθέα, τήν Εὐανθία, τήν Νόννα καί τήν Τιμοθέα, καί ὕστερα ἀπό θεία ἀποκάλυψη ἐβαπτίσθηκαν ὑπό τοῦ Πατριάρχου Νεκτα-ρίου.
῾Η Ὁσία Δομνίκη ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἐγύμνασε τόν ἑαυτό της πνευματικά μέ σκληρούς καί πολλούς κόπους. Ἀφοῦ ἔφθασε στή θέωση καί ἀξιώθηκε νά κάνει θαύματα καί νά διακρίνει τά μέλλοντα, ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς της ἔγινε γνωστή καί ἐπέσυρε τήν προσοχή τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου (408-450 μ.Χ.) καί τῆς βασί-λισσας, οἱ ὁποῖοι τήν ἐπισκέπτονταν καί τῆς παρεχώρησαν τόπο καί τά μέσα προκειμένου νά ἀνεγείρει μονή ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Ζα-χαρία. Ἐκεῖ ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε θεοφιλῶς καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ μεγάλη ἡλικία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Προφήτου Σαμέα τοῦ Ἐλαμίτου.
Ὁ Ἅγιος εἶναι ἕνας ἐκ τῶν Προφητῶν πού ἔζησε κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τό βιβλίο του, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τό Β´ Παραλειπομένων (βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης), ἐχάθη-κε. Ὁ Προφήτης Σαμέας ἐμπόδισε τόν Ροβοάμ, υἱό τοῦ Σολομῶντος, νά κινήσει πόλεμο κατά τῶν δώδεκα φυλῶν γιά τήν ἀποστασία αὐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰουλιανοῦ καί Βασι-λίσσης, Κελσίου, Ἀναστασίου καί Ἀντωνίου τῶν σύν αὐτοῖς μαρ-τυρησάντων.
Ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί διέμενε στήν Ἀντι-νούπολη κατά τούς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαρκιανοῦ, ἡγεμόνος τῆς Ἀντινοουπόλεως τῆς Αἰγύπτου[1]. Νυμ-φεύθηκε τή Ἁγία Βασίλισσα ἀλλά στή συνέχεια ἔγιναν καί οἱ δύο μοναχοί. Ὁ Ἅγιος ἔγινε ἡγούμενος στή μονή πού ἐμόναζε καί εἶχε ὑπό τήν πνευματική του φροντίδα δύο χιλιάδες μοναχούς πού αὐξήθηκαν λόγῳ τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν καί τῆς παρα-μονῆς στή μονή πολλῶν Ἐπισκόπων καί μοναχῶν πού κατέφυγαν ἐκεῖ γιά νά σωθοῦν. Ὁ Μαρκιανός, ὅταν ἔμαθε γι’ αὐτό, ἔκαψε τή μονή καί συνέλαβε τόν Ἅγιο Ἰουλιανό.
῾Ο Ἅγιος ᾿Ιουλιανός ὑποβλήθηκε σέ φοβερά βασανιστήρια. Τόν ἐξάπλωσαν στό ἔδαφος καί τόν ἐκτυποῦσαν ἀλύπητα. ῎Επειτα τόν περιτύλιξαν μέ σιδερένια δεσμά καί τοῦ συνέτριψαν τά ὀστᾶ. ῞Οταν ἕνας ὑπηρέτης, πού εἶχε χάσει τό ἕνα του μάτι, πίστεψε στόν Χριστό καί θεραπεύτηκε ἀπό τό Μάρτυρα, τόν ὑπηρέτη αὐτό τόν ἀπο-κεφάλισαν. Στό Χριστό ἐπίσης ἐπίστεψαν ὁ υἱός τοῦ ἡγεμόνος Κέλσιος μαζί μέ εἴκοσι δεσμοφύλακες, ἐπειδή εἶδαν ἕναν νεκρό πού ἀναστήθηκε μέ τίς προσευχές τοῦ Ἁγίου. ῎Επειτα τόν ἔρριξαν μέσα σέ πυρακτωμένο λέβητα. Συγχρόνως ἔρριξαν μέσα στό λέβητα καί τά ἑπτά παιδιά τοῦ ἄρχοντος, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη πιστέψει στόν Χριστό, καί τόν ἱερέα Ἀντώνιο καθώς καί τόν ἄνθρωπο πού εἶχε ἀναστηθεῖ μέ τίς προσευχές τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ, τόν Ἀναστάσιο. ᾿Επειδή ὅμως, μέ τή Χάρη τοῦ Κυρίου, ὅλοι τους βγῆκαν ἀπό τό λέβητα χω-ρίς νά ἔχουν πάθει τό παραμικρό, ἐπίστεψαν πολλοί στόν Χριστό μαζί μέ τή μητέρα τοῦ Κελσίου.
Ἀκολούθως ὁδήγησαν τούς Ἁγίους ἐνώπιον τοῦ ῾Ηγεμόνος. Ἀμέσως ὅμως, μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς τους, τά εἴδωλα πού ἦταν μέσα στό ναό ἔγιναν κομμάτια καί ὁ ναός κατακλύσθηκε ἀπό νερά. Στή συνέχεια ἔβαλαν τούς Ἁγίους, μέ δεμένα τά ἄκρα τῶν χε-ριῶν καί τῶν ποδιῶν τους, ἐπάνω σέ δεμάτια παπύρων. Τά δεμάτια αὐτά τά εἶχαν καταβρέξει μέ λάδι καί τούς ἔβαλαν φωτιά. ᾿Επειδή ὅμως ἡ φωτιά δέν προξένησε στούς Ἁγίους καμιά ζημιά, οἱ δήμιοι ἔγδαραν τίς τίμιες κεφαλές τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ καί τοῦ Κελσίου, τοῦ Ἀντωνίου τοῦ ἔβγαλαν τά μάτια μέ σιδερένια νύχια, ἐνῶ τή μητέρα τοῦ Κελσίου τήν ἐκρέμασαν.
῞Υστερα ἀπό αὐτά, παρέδωσαν τούς Ἁγίους σέ ἄγρια θηρία. ᾿Επειδή αὐτοί οἱ μακάριοι καί ἐδῶ διαφυλάχθηκαν σῶοι καί ἀβλα-βεῖς, οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τίς τίμιες κεφαλές αὐτῶν. Ἡ σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στό Μαρτύριο αὐτῶν, πού ἦταν πλησίον τοῦ Φόρου. Ἡ μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ ἑορτάζεται στίς 5 Ἰουλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Καρτερίου.
῾Ο Ἅγιος Καρτέριος ἦταν ἱερέας καί διδάσκαλος τῶν Χρι-στιανῶν κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί ὅταν ἡγεμόνας Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Οὐρ-βανός.
῾Ο Καρτέριος ἀνήγειρε ἕναν οἶκο προσευχῆς. ᾿Εκεῖ ἐμάζευε τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν καί τά ἐδίδασκε νά λατρεύουν μόνο τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός. Γιά τή διδασκαλία του αὐτή οἱ εἰδωλολάτρες τόν κατήγγειλαν στόν ἡγεμόνα. ῾Ο Ἅγιος, γιά νά ἀποφύγει τή σύλληψη, ἐθεώρησε καλό νά κρυφθεῖ. Τότε ἐμφα-νίσθηκε σ᾿ αὐτόν ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, Καρτέριε, καί ἐμφανίσου σ᾿ ἐκείνους πού σέ ζητοῦν· ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου· πρέπει ἐσύ νά πάθεις πολλά γιά τό ὄνομά μου· πολλοί ἐξ αἰτίας σου θά πιστέψουν σέ ἐμένα καί θά σωθοῦν». ῾Ο Ἅγιος, ὕστερα ἀπό αὐτό τό θεῖο ὅραμα, ἔνιωσε ἀπερίγραπτη χαρά καί, ἀφοῦ ἀνέπεμψε εὐχα-ριστία στό Θεό, πῆγε καί παρουσιάσθηκε στούς διῶκτες του.
Ἀμέσως τότε τόν ἔκλεισαν στή φυλακή. ῎Επειτα τόν ὁδήγησαν μπροστά στόν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά θυσιάσει στό εἴδωλο τοῦ ψεύτικου θεοῦ Σαράπη. ῾Ο Ἅγιος ὅμως, μέ τήν προσευχή του, συνέτριψε τό ἄγαλμα αὐτό. Τότε ἐδόθηκε ἐντολή σέ δεκαέξι στρατιῶτες νά τόν κτυπήσουν ἀλύπητα μέ ραβδιά. Καταπάνω του ἔπεσαν καί τέσσερις ἄλλοι δήμιοι καί τόν ἐβασάνισαν. Στή συνέχεια τόν ἐκρέμασαν σ᾿ ἕνα δένδρο καί μέ ξυράφι τοῦ ἀφαίρεσαν τά νύ-χια τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν του. ῎Επειτα τοῦ καταξέσκισαν μέ σιδερένια νύχια ὅλο του τό σῶμα. Ἀλλά ὁ Ἅγιος, μέ τήν ἐμφάνιση Ἀγγέλου, πού εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπό τόν Κύριο, ξεπέρασε τά βάσανα καί οἱ πληγές τοῦ σώματός του ἐθεραπεύθησαν.
Τά φρικτά βασανιστήρια συνεχίσθηκαν. Τοῦ ἐτρύπησαν μέ σί-δερο μυτερό τούς ἀστράγαλους καί μέ πυρακτωμένο ὑνί ἀλετριοῦ τοῦ ἐκτύπησαν τό στῆθος· μετά τόν ἔβαλαν νά καθήσει σέ πυρα-κτωμένο σιδερένιο τηγάνι καί ἔπειτα τόν ἔρριξαν σέ σκληρά δεσμά.
Τή νύχτα, ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τόν ἐθεράπευσε, τόν ἀπάλλαξε ἀπό τά δεσμά, καί τόν ἔβαλε νά σταθεῖ ἔξω ἀπό τή θύρα τῆς φυλακῆς. Τότε πολλοί πού τόν εἶδαν ὑγιή πῆγαν κοντά του, ἐβαπτίζονταν καί ἐθεραπεύονταν ἀπό ἀσθένειες πού τούς ἐβασά-νιζαν.
῞Υστερα ἀπό αὐτά, ὑπέβαλαν τόν Ἅγιο καί σέ ἄλλα, ἀκόμη πιό σκληρά, βασανιστήρια. Τόν ἔδεσαν χειροπόδαρα σέ ὀγκόλιθους, τόν ἐκτυποῦσαν μέ ραβδιά στήν κοιλιά καί τόν κατέκαψαν ρίχνο-ντας ἐπιπλέον θειάφι καί πίσσα στίς πληγές. Καί τά μαρτύρια συνε-χίζονταν. Ὁ Ἅγιος, δοξολογώντας τό Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔμενε ἀλώβητος.
Κάποιος ὅμως ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἐκεῖ ᾿Ιουδαίους ἐξοργίσθηκε πάρα πολύ, γιατί ὁ Ἅγιος μετά ἀπό κάθε βασανι-στήριο διασωζόταν. Ἐσήκωσε, λοιπόν, τό δόρυ του, ἐκτύπησε μέ μανία τόν Ἅγιο στήν πλευρά καί τοῦ ἐπέφερε τό θάνατο. Ἀπό τήν πληγή, πού ἄνοιξε τό χτύπημα τοῦ δόρατος στόν Ἅγιο, ἔτρεξε πρῶ-τα νερό, καί μάλιστα τόσο πολύ, πού ἔσβησε καί τήν ἴδια τή φωτιά τῆς καμίνου, στήν ὁποία τόν εἶχαν ρίξει. ῞Υστερα ὅμως ἔτρεξε αἷμα καί ὁ Ἅγιος Καρτέριος, πού τόσο καρτερικά ὑπέμεινε τά βάσανα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων τοῦ Χριστοῦ μαρτύρων Θεο-φίλου διακόνου καί Ἑλλαδίου λαϊκοῦ.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί μάρτυρες ἦταν Λίβυοι στήν καταγωγή. ᾿Επειδή διεκήρυτταν τήν πίστη τους στόν Χριστό, συνελήφθησαν καί ὁδη-γήθηκαν στόν ἀνθύπατο. Δέν ἐδείλιασαν ὅμως καθόλου ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος, ἀλλά παρέμειναν σταθεροί στήν πίστη τους. Γιά τό λόγο αὐτό τούς βασάνισαν σκληρά. Πρῶτα τούς καταξέσχισαν τό σῶμα μέ αἰχμηρά σιδερένια ὄργανα καί ἔπειτα, ἀφοῦ τούς ἔδεσαν, τούς κατέκαψαν μέ φωτιά καί πυρακτωμένα σίδερα.
Ἔτσι ἐμαρτύρησαν καί ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀττικοῦ, πα-τριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικός ἐγεννήθηκε καί ἀνατράφηκε στή Σεβαστεία τῆς Ἀρμενίας, ὅπου καί ἔλαβε τήν ἐκπαίδευσή του. Στή συνέχεια ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔγινε ἱερέας. Ἡ φιλοπονία, ἡ εὐ-σέβεια, καί ἡ φιλοτιμία του ἦταν μεγάλη.
Περί τίς ἀρχές τοῦ 406 μ.Χ. ἐξελέξη Πατριάρχης διαδεχθείς τόν κοιμηθέντα Πατριάρχη Ἀρσάκιο. Ἐπί τῆς πατριαρχείας του, τό 415 μ.Χ., ἐτελέσθησαν τά ἐγκαίνια τοῦ ἐπανακτισθέντος ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού ἐπυρπολήθηκε τό 404 μ.Χ. κατά τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγῳ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος ἐβάπτισε, τό 421 μ.Χ., Χρι-στιανή τήν Ἀθηναΐδα, κόρη τοῦ Ἀθηναίου σοφιστοῦ Λεοντίου, πού τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Εὐδοκία καί εὐλόγησε τό γάμο της μέ τόν αὐτο-κράτορα Θεοδόσιο Β´.
Ἦταν ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος καί ὅλος ὁ κόσμος ἐγνώριζε τίς ἀγαθοεργίες του, τήν πλούσια καί φιλάνθρωπη διάθεσή του γιά τούς πάσχοντες καί τούς πτωχούς. Σέ ἐπιστολή του δέ πρός τόν πρεσβύτερο Καλλιόπιο, πού ἦταν ἱερέας στή Νίκαια, συνιστᾶ νά μή γίνονται κατά τίς ἀγαθοεργίες διακρίσεις θρησκευτικῶν φρονη-μάτων, ἀλλά ἡ βοήθεια νά δίδεται πρός ὅλους ἀνεξαίρετα. Χάρη στήν πολλή του ἀγάπη καί μετριοπάθεια πολλοί ἀπό τούς αἱρετι-κούς ἐπανέρχονταν στήν Ὀρθοδοξία.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τό ἐπεισόδιο μέ τόν Ἐπίσκοπο Συνάδων Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος κατεδίωκε τούς ὀπαδούς τῆς αἱρέσε-ως τοῦ Μακεδόνιου πού εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν τοπική Ἐκκλησία ὑπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀγαπητό. Ὁ Θεοδόσιος θέλοντας νά ἐντείνει τό διωγμό κατά τῶν αἱρετικῶν ἐζήτησε ἀπευθείας τή βοήθεια τοῦ αὐ-τοκράτορος. Ὁ αὐτοκράτορας, πού ἐγνώριζε τή σύνεση καί μετριο-πάθεια τοῦ Πατριάρχου, συνεχῶς ἀνέβαλε, ὁ δέ Θεοδόσιος ἐπέμενε. Ὅμως οἱ μετριοπαθεῖς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου καί ἡ προσευχή του ἔφεραν τούς καρπούς τους. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγαπητός καί ὅλο τό ποίμνιό του προσῆλθε στήν Ὀρθοδοξία μέ μόνη ἀπαίτηση νά μείνει ὑπό τήν ποιμαντορία τοῦ Ἀγαπητοῦ. Γιά νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ οἱ Κανόνες δέν ἐπιτρέπουν τή συνύπαρξη δύο Ἐπισκόπων στήν ἴδια Ἐπισκοπή, ἔπρεπε νά θυσιασθεῖ ὁ Θεοδόσιος. Καί ἐπειδή αὐτός εἶχε φήμη φιλοχρήματου καί πλεονέκτου, ὁ Ἅγιος Ἀττικός δέν ἐδίστασε. Κατέστησε τόν Ἀγαπητό Ἐπίσκοπο Συνάδων καί παρεκάλεσε τόν Θεοδόσιο νά ἐφησυχάσει.
Ὅμως, ὁ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξακολουθεῖ καί κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου νά ταράσσεται γιά τή διαγραφή τοῦ ὀνόματος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τά Δίπτυ-χα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἡ διαγραφή αὐτή εἶχε γίνει μέ βάση τήν καταδίκη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπό τῆς Συ-νόδου τῆς Δρυός καί ἑπομένως τό ὄνομά του ἔμενε ἀμνημόνευτο. Ὁ Ἅγιος Ἀττικός ἐτερμάτισε τό ζήτημα αὐτό καί ἐνέγραψε, τό ἔτος 422 μ.Χ., τό Μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἱερό Χρυσόστομο, στά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Σέ αὐτό βέβαια εἶχε προηγηθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ἤδη ἀπό τό 413 μ.Χ., πού δέν ἀνέχθηκε, καί δικαίως, τήν τόσο ἄδικη ὕβρη πρός τόν Ἅγιο Ἰω-άννη τό Χρυσόστομο.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικός, παρά τήν μετριπάθειά του, ἐπέδειξε πολύ αὐστηρή συμπεριφορά πρός τήν αἵρεση τῶν Μασσαλιανῶν, πού διατηροῦσαν μοναχικά συγκροτήματα στή Μικρά Ἀσία καί τή Συ-ρία, καί αὐτοσεμνύνονταν ὅτι πραγματοποιοῦσαν τήν ἠθική τελειό-τητα χωρίς νά χρειάζεται ὁ Νόμος. Ἔφθασαν καί μέχρι τοῦ νά περι-φρονοῦν τήν ἐργασία καί νά ζοῦν ἀπό ἐλεημοσῦνες λέγοντες ὅτι ἔχουν συστηματικά ἀξιωθεῖ θείων ὁράσεων καί καταφρονοῦντες τά ἱερά μυστήρια καί τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 425 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κύρου, ἀρχιε-πισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Κύρος ἦταν μοναχός σέ κάποιο μοναστήρι τοῦ Πόν-του ἀπέναντι τῆς Ἀμάστριδος. Ἐκεῖ τόν συνάντησε ὁ αὐτοκράτο-ρας Ἰουστινιανός Β´ (685-695, 705-711 μ.Χ.), τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἐβε-βαίωσε προφητικά ὅτι θά ἀνακτήσει τό θρόνο. Ὅταν αὐτό συνέβη πραγματικά ὁ αὐτοκράτορας ἐθυμήθηκε τούς προφητικούς λόγους τοῦ Ἁγίου καί τόν ἐκάλεσε, τό ἔτος 705 μ.Χ., στήν Κωνσταντινού-πολη, γιά νά ἀναλάβει τόν πατριαρχικό θρόνο.
Κατά τά χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολούθησαν νά ταράσσουν τήν Ἐκκλησία καί τό κράτος ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, πού εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 451 μ.Χ., καί ἡ αἵ-ρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, πού εἶχε καταδικασθεῖ στήν ΣΤ´ Οἰ-κουμενική Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἦσαν πολλοί στή Συρία, στήν Αἴγυπτο, τή Μεσοποταμία, τήν Ἀρμενία, τήν Περ-σία, καί ἐβοήθησαν τούς Ἄραβες στήν κατάκτηση τῶν χωρῶν αὐ-τῶν καί τήν ἀπόσπασή τους ἀπό τό Βυζάντιο.
Ὁ Πατριάρχης Κύρος κατεδίκασε τούς αἱρετικούς καί τίς κακοδοξίες τους. Ἔτσι, τό 711 μ.Χ., ὅταν ὁ Φιλιππικός κατέλαβε τό βασιλικό θρόνο, ἐζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη νά καταδικάσει τίς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος Κύρος μάταια προσπάθησε νά προλάβει τήν αὐτοκρατορική ἐκείνη ἀσέβεια, ἀλλά καί μάταια ἀπέβη ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκβιασμοῦ του. Ἀντιστάθηκε καί πρός τήν αὐτοκρατορική παραγγελία καί πρός τίς πιέσεις καί ἀπειλές. Ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποφασίσει νά ἐκτελέσει τό δυσσεβές σχεδιό του, τόν ἐκθρόνισε καί τόν συνέκλεισε στή μονή τῆς Χώρας, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ἡ σύναξη αὐτοῦ ἐτε-λεῖτο στή σεβάσμια μονή τῆς Χώρας καί στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐάν συνέπιπτε ἡ μνήμη του ἡμέρα Κυριακή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀγάθωνος.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον πολύπειρους καί μεγάλους ἀσκητές τῆς ἐρήμου. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. Τά πατερικά ἀποφθέγματά του βρίσκονται στό Γεροντικό. Ὅπως χα-ρακτηριστικά ἀναφέρεται στό Γεροντικό, κάποιος ἀπό τούς Πα-τέρες τῆς ἐρήμου ἐφώναξε μιά ἡμέρα τό νεαρό ἀκόμη μοναχό Ἀγά-θωνα «Ἀββᾶ». Ἕνας ἄλλος πού τόν ἄκουσε τόν ἐρώτησε: Ἀπό τώρα τόν ἔκανες «Ἀββᾶ»; Δέν τόν ἔκανα ἐγώ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, μά ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε πιθανῶς κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Σέ κάποια Συναξάρια ἀναφέρεται ὅτι καταγόταν ἀπό τήν Κύπρο καί μετέβη στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ, στή μονή τοῦ Καλαμῶνος βρῆκε τόν ἀδελφό του Ἡρακλείδη, ἀλλά δέν ἔμεινε κοντά του. Ἀποσύρθηκε στή μονή τοῦ Χοζεβᾶ, πού ἦταν κοντά στόν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου καί διῆλθε μέ αὐστηρό-τατη ἄσκηση τό μοναχικό βίο ἀναδειχθείς «ἔμψυχος εἰκών πάσης ἀρετῆς». Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Σεβερίνου.
Στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως, στά σύνορα τῆς Πανο-νίας καί τῆς Νορικῆς (σημερινῆς Αὐστρίας) βρίσκεται ἡ πόλη Ἀ-στούρα. Στη θύρα τῆς ἐκκλησίας τῆς πόλεως ἐμφανίσθηκε περί τό 454 μ.Χ. ἕνας ἄγνωστος μοναχός πού προερχόταν ἀπό τή Μικρά Ἀσία. Ὁ μοναχός ἐγκαταστάθηκε στίς πύλες τοῦ ναοῦ. Μερικές ἡμέρες μετά ἄρχισε νά διατρέχει τήν πόλη καί νά προειδοποιεῖ ὅτι οἱ βάρβαροι ἑτοιμάζονταν γιά πολιορκία καί ὅτι πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά συναχθοῦν, γιά νά παρακαλέσουν τόν Θεό γιά τή σωτηρία τους. Οἱ Χριστιανοί δέν ἐπίστεψαν στά λόγια τοῦ Ἁγίου Σεβερίνου. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί κατέφυγε στήν κοντινή πόλη Κομαγένη. Ἐγκατεστάθηκε καί πάλι στίς θύρες τοῦ ναού, γιά νά συνεχίσει τό προφητικό του κήρυγμα, ὅπου ἔφθασε ἕνας γέροντας ἀπό τήν Ἀστούρα καί ἀνήγγειλε τήν κατάληψή της. Τότε, ὅπως καί παλαιά μέ τόυς Νινευΐτες, οἱ Χριστιανοί ἄρχισαν νά μετανοοῦν καί νά ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σέ τρεῖς ἡμέρες ἔνας δυνατός σεισμός ἔσπειρε τόν πανικό στούς εἰσβολεῖς, πού ἔντροποι ἐτράπησαν σέ φυγή ἐγκαταλείποντας τήν πόλη ἐλεύθερη. Ὁ Ἅγιος Σεβερῖνος συνέχισε τό προφητικό του ἔργο στήν πόλη Φαβιάνα καί μετά τήν ἀπελευθέρωση αὐτῆς ἀποσύρθηκε σέ τόπο ἔρημο καί ἡσυ-χαστικό, γιά νά ζήσει κατά Χριστόν.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του προσείλκυσε κοντά του πολλούς μοναχούς Χριστιανούς καί ἐθνικούς. Τούς ἐδίδασκε μέ τό βίο του τή νηπτική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἀποταγή ἀπό τό θέλημά τους, τό μυστήριο τῆς εὐσέβειας στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη του γιά τούς πάσχοντες καί ἰδιαίτερα τούς αἰχμάλωτους ἀπό τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές καί τούς πτωχούς ἦταν μεγάλη.
Ἐπί τριάντα συνεχῆ ἔτη ὁ Ἅγιος Σεβερῖνος καί οἱ ὑποτα-κτικοί του ἐργάσθηκαν εὐαγγελικά καί γιά τήν μεταμόρφωση ἐν Χριστῷ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἠθῶν καί τῶν ἐθίμων αὐτῶν, γενόμε-νοι ἔτσι φωτιστές τῆς Αὐστρίας.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τόν ἐκάλεσε νά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Ἔτσι ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 482 μ.Χ. Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ βάρβαροι ἐπολιόρκησαν τή μονή. Οἱ μοναχοί προσπαθώντας νά μεταφέρουν ὅ,τι πολύτιμο ὑπῆρχε στό μοναστή-ρι, πῆραν καί τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου, τό ὁποῖο βρῆκαν ἄφθορο καί τό μετέφεραν στή Νάπολη[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου, κτίτο-ρος καί ἡγουμένου μονῆς τῆς Χώρας.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 477 μ.Χ. στήν Κων-σταντινούπολη καί ἦταν συγγενής τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ ἐκ γυναικός. Περί τό 529 μ.Χ., συνοδευόμενος ἀπό δύο μαθητές του, τόν Θεόπλαστο καί τόν Τιμόθεο, μετέβη στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσει τόν Πανάγιο Τάφο. Ἐπανῆλθε στήν Κωνσταντινού-πολη καί ἔκτισε τή μονή τῆς Χώρας μέ δύο παρεκκλήσια ἀφιερω-μένα στόν Ἅγιο Ἄνθιμο Νικομηδείας καί τούς Ἁγίους Τεσσαρά-κοντα Μάρτυρες τῆς Σεβαστείας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀβώ.
Ὁ Ἅγιος Ἀβώ καταγόταν ἀπό τήν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας καί ἐμαρτύρησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ.[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἐπισκόπου Μοι-σίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἀφοσιωμένος διδάσκαλος καί ποιμένας τοῦ ποιμνίου του. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1012 μ.Χ. Σέ μία ἀπό τίς εἰκονογραφήσεις τους στήν Ἁγία Σοφία Ἀχρίδος ἀναφέρεται ὡς «Γρηγόριος ὁ Πάνσοφος».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Γρηγορίου, τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γρηγόριος καταγόταν ἀπό τή Ρωσία, ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας. Μέ τήν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς του βιοτῆς καί τά πνευματικά παλαί-σματα, ἀπό πολύ ἐνωρίς ἀξιώθηκε νά ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, πού τά ἐπιτιμοῦσε καί τά ἀπομάκρυνε ἀπό τούς ἀνθρώπους[4].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1093 ἐπί ἡγεμόνος Ραστισλάβου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐγεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη περί τό 1383 ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀπέλαυαν τῆς αὐτο-κρατορικῆς ἐκτιμήσεως. Παραδίδεται ἐπίσης ὅτι ὁ Μακάριος εἶχε ἑβραϊκὴ καταγωγή, πληροφορία ἡ ὁποία ὡστόσο δὲν ἐπιβεβαιώ-νεται ἀπό τό Βίο του καί ὀφείλεται προφανῶς σέ σύγχυση μέ τό Μακάριο Ξανθόπουλο τόν «ἐξ ᾿Ιουδαίων», πού μνημονεύεται ἀπό τό Σφραντζῆ. Στή χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων του χρησιμο-ποιεῖται ἐπίσης καί ἡ προσωνυμία ᾿Ασπρόφρυς, ἡ ὁποία πρέπει νά θεωρηθεῖ μᾶλλον ὡς κάποιο οἰκογενειακὸ ἤ προσωπικό παρω-νύμιο.
῾Ο Μακάριος ἔλαβε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία τήν ἀπαιτού-μενη μόρφωση. Ὁ ἀνώνυμος βιογράφος του ὑπογραμμίζει ὅτι σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν τό μοναδικό ἀντιστάθμισμα στή μοναχική του κλίση ἦταν «ὁ ἔρως τῶν μαθημάτων», ἀλλά, ἐν τέλει, σέ ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν (περὶ τὸ 1401), λίγο μετά τό θάνατο τῆς μητέρας του, ἐπραγματοποίησε τήν ἐπιθυμία του νά ἀναχωρήσει γιά τόν ῎Αθω καί νά μονάσει στή μονή Βατοπαιδίου, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση ἑνός θεοφόρου γέροντος, τοῦ ᾿Αρμενοπούλου, ὁ ὁποῖος τόν ἔκειρε μοναχό. ῾Ο Μακάριος παρέμεινε ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ γέροντός του γιά μία περίοδο δέκα ἐτῶν, κατά τήν ὁποία ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος, ἐνῶ ταυτο-χρόνως ἀπέκτησε, μαζί μέ τίς μοναχικές ἀρετές, καὶ εὐρύτατη ἐγκύκλια μόρφωση.
Μετά τό θάνατο τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος κατέστη ὑποτακτικὸς ἑνός ἄλλου ἁγίου ἀσκητοῦ, τοῦ Δαυῒδ, πού συνδεό-ταν φιλικά καί μέ τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1391-1425). Μέσῳ τοῦ Δαυῒίδ ἐγνώρισε ὁ Μανουήλ Β΄ τόν Ἅγιο Μακάριο καί ἀντήλλασσε μαζί του ἐπιστολές.
Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ Ἅγιος Μακάριος μετέβη στή Θεσσαλονίκη, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ γέροντός του, γιά νά διευθετήσει τό ζήτημα τῆς πατρικῆς του περιουσίας, καί στή συνέχεια ἐπέστρεψε στόν Ἄθω, ὅπου συνέχισε τόν ἀσκητικό του ἀγώνα, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμά του τόν αὐστηρό ἀναχωρητισμό τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί παραμένοντας ἔνθερμος ὀπαδός τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Μέσα σ᾿ αὐτό τό ἀσκητικό περιβάλλον ὁ Ἅγιος Μακάριος, ἀκολουθώντας ἕναν αὐστηρό ἡσυχαστικό βίο, ἀξιώθηκε τῆς θέας τοῦ θείου φωτός, ὅπως ἀπο-καλύπτει ὁ βιογράφος του.
Περί τό 1419 ὁ Ἅγιος Μακάριος προσεκλήθη μαζί μέ τόν πνευματικό του πατέρα ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Β΄ νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε γιά ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα δύο ἐτῶν, ἐνῶ στή συνέχεια ἐπέστρεψαν καί οἱ δύο στήν προσφιλῆ τους ἡσυχία, πού ἐβίωναν μέ θαυμαστό τρόπο στήν Ἀθωνική πολιτεία. ῾Ωστόσο, περί τά τέλη τοῦ 1421 ἤ ἀρχές τοῦ 1422, μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος προσκλήθηκε καί πάλι στή Βασιλεύουσα ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ καί ἐγκαταβίωσε ἀρχικά στή μονή Χαρσιανίτου, ὅπου ἐμόναζε ἐκείνη τήν περίοδο καί ὁ ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος «ὁ διαφανής ἀστήρ καί διαπρύσιος τέττιξ, ὁ καί λόγῳ καί πράξει καί θεωρίᾳ τούς κατ᾿ αὐτόν ὑπερβαλών ἤδη, φημί δή τόν τῆς πόλεως ὀφθαλ-μὸν καί κοινόν διδάσκαλον”. ᾿Εκείνη τήν περίοδο ὁ ᾿Ιωσήφ ἐξεφώ-νησε κατ᾿ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος τίς περίφημες 21 ῾Ομιλίες του περί ῾Αγίας Τριάδος. ῾Ο Ἅγιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος τόν ἐγνώριζε ἀπό πρίν, συνδέθηκε μαζί του καί διακατεχόταν ἀπό αἰσθήματα σεβασμοῦ καί θαυμασμοῦ πρός τό πρόσωπό του.
῾Η αὐτοκρατορική πρόταση νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία τῆς περίφημης μονῆς Στουδίου τόν βρῆκε ὅμως ἀντίθετο· ὁ Ἅγιος Μακάριος ἀρνήθηκε τήν προβολή του στήν ἡγουμενία τῆς μονῆς καί ἀνεχώρησε πάλι γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος, ὅπου «περιενόστει τάς τῶν ἀναχωρητῶν πλησίον τοῦ Ἄθω καλύβας».
Μετά τήν παρέλευση μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, ὁ αὐτο-κράτορας Μανουήλ Β΄ ὁ Παλαιολόγος μέ ἐπιστολές του τόν ἀνακάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μετἀ ἀπό ὀλιγόμηνη παραμονή του στή μονή Χαρσιανίτου, ἐξελέγη ὕστερα ἀπό πρό-ταση τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ, ἡγούμενος τῆς μονῆς Παντοκρά-τορος, ἡ ὁποία διήνυε μία ἄσχημη οἰκονομική περίοδο.
῾Ως ἡγούμενος ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια γιά τήν πνευματική ἄνθηση καί ὑλική εὐημερία τῆς μονῆς του. Αὐτή τήν περίοδο, ὕστερα ἀπό δικές του ἐνέργειες ἡ μονή ἐνισχύθηκε οἰκονομικά ἀπό τό Σέρβο κράλη Στέφανο καί ἐτέθηκε ὑπό τήν κηδεμονία τοῦ ῞Ελληνος Μητροπολίτου Ρωσίας Φωτίου, ἐνῶ σύντομα συγκεντρώθηκε γύρω του μία ἀξιόλογη συνοδεία ἀπὸ δώδεκα μοναχούς.
Ταυτοχρόνως ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέστη καί πνευματικὸς τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος τόν διόρισε στό ἀξίωμα τοῦ Μεγά-λου Πρωτοσυγκέλλου.
᾿Ιδιαίτερη σπουδή ἐπέδειξε ὁ Ἅγιος καί στά σοβαρά ἐκκλη-σιαστικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο. Συμμετεῖχε ἐνεργά καί διακρίθηκε κατά τήν τοπική Σύνοδο πού συγκροτήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1426 καὶ 1429 στήν Κωνσταντινούπολη, μετά τήν ἐπίσκεψη πρεσβείας ἀπό τή Βοημία περί τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.
Περί τά τέλη τοῦ 1429 ὁ Μακάριος ἀπεστάλη ὡς ἐπικεφαλῆς τριμελοῦς πρεσβείας στόν Πάπα Μαρτῖνο Ε΄ στή Ρώμη, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὑπερασπίσθηκε τά δόγματα τῆς ᾿Ορθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπρόκειτο νά συμμετάσχει καί σέ μία ἀκόμη πρεσβεία, τήν τέταρτη κατά σειρά αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀλλά τή σχεδιαζόμενη ἀποστολή του, πού ἀφοροῦσε στή ρύθμιση τοῦ τόπου ὅπου θά συνερχόταν μία πιθανή οἰκουμενική σύνοδος, ἀπέτρεψε ἡ αἰφνίδια ἀσθένειά του, πού τόν ἀνάγκασε νά μεταβεῖ στή Χάλκη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1430 μετά ἀπό λοιμική νόσο στή νῆσο Χάλκη καί τό τίμιο λείψανό του ἐντα-φιάσθηκε στή μονή Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη.
᾿Ιδιαίτερα ἀξιόλογο εἶναι καί τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, γιά τό ὁποῖο μᾶς παρέχει ἀρκετές πληροφορίες ὁ Βίος του. Σήμερα στή γραφίδα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου ἀποδίδονται ἀρκετά ἔργα, ἐκ τῶν ὁποίων τά περισσότερα ἔχουν ἁγιολογικό περιεχόμε-νο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἰσιδώρου καί τῶν σύν αὐτῷ ἑβδομήκοντα δύο μαρτύρων.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἦταν πρεσβύτερος καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1472 μαζί μέ ἄλλους 72 Χριστιανούς ἀπό τούς Λατίνους στήν πόλη Γιούρεβ τῆς Ἐσθονίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ ἐγκλείστου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπό τή Ρωσία. Ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τόν 14ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας Σκέ-πης καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1609.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἡσαῒου.
Ὁ Ὅσιος Ἡσαῒας ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Βάλαμο τῆς Φιν-λανδίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1914.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἰσαάκ τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰσαάκ, κατά κόσμον Ἰωάννης Νικο-λάεβιτς Μπομπρίκωφ, ἐγεννήθηκε στό χωριό Ὀστρώβ, στήν ἐπαρχία τοῦ Ὀρλώφ. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο καί ἐκάρη μοναχός. Τό ἔτος 1884, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀμβρο-σίου τῆς Ὄπτινα, ἀναχωρεῖ γιά μεγαλύτερη ἄσκηση στήν ἔρημο τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1938 στήν περιοχή τῆς Τούλα τῆς Ρωσίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!