τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Κυριακή Β΄ Νηστειῶν, ἐν ᾗ μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα προβάλλει τή μορφή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπερασπίσθηκε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τήν ἀσκητική μέθοδο τῶν Ἡσυχαστῶν.
Ἡ σύκρουση μεταξύ Ἡσυχαστῶν καί ἀντιησυχαστῶν, κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν σύγκρουση ἀνατολικῆς καί δυτι-κῆς, ὀρθοδόξου καί φραγκολατινικῆς παραδόσεως, πού ἔλαβε χώρα ἐπί βυζαντινοῦ ἐδάφους. Τήν ἔριδα τήν προεκάλεσε ὁ μοναχός Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός (1290-1348), λόγιος μοναχός ἀπό τή Μεγάλη Ἑλλάδα, σπουδασμένος στή Ρώμη καί ἐνθουσιώδης ὑποστηρικτής τῆς ἀναβιώσεως τῆς πλατωνικῆς καί ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπληροφορήθηκε τίς θέσεις τοῦ Βαρλαάμ στό ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδειξε τήν πατερικότητά του μέ τήν ἄμεση ἐπισήμανση τῆς ἀντιπατερικό-τητος τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεων καί κριτηρίων τοῦ Βαρλαάμ. Στά ἀντιησυχαστικά κείμενα τοῦ Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος ἀπήντησε μέ τρεῖς τριάδες λόγων «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων».
Ὁ ἡσυχασμός, ὡς ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, συνιστᾶ τήν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ταυτιζόμενος ἀκριβῶς μέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὅρος Ὀρθοδοξία. Ὀρθο-δοξία ἔξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Σκοπός τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ, ἀντίστοιχα, ἀπό τά πάθη καί ἀπό τούς λογισμούς. Ἡ διαδικασία αὐτή ὀνομάζεται στήν πατερική γλώσσα θεραπεία, διότι μέσῳ αὐτῆς θεραπεύεται ὁ νοῦς καί ἀνακτᾶ τή φυσική λει-τουργία του. Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται σέ αὐτόν ἀδια-λείπτως, ἐνῶ ἡ διάνοια συνεχίζει τήν δική της φυσική λειτουργία. Μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀκολουθεῖ τή θεραπεία, ὁ νοῦς γίνεται ναός του καί ὁ ἄνθρωπος μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό πνευματικό αὐτό στάδιο στή φιλοκαλική γλώσσα ὀνομάζεται φωτισμός καί εἶναι προϋπόθεση τῆς θεώσεως, τοῦ δοξα-σμοῦ μέσα στήν ἄκτιστη φυσική Χάρη (ἐνέργεια) τῆς Ἁγίας Τριά-δος.
Τό πρόβλημα πού τέθηκε μέ τήν παρέμβαση τοῦ Βαρλαάμ, ἦταν, ἄν ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ (κάθαρση) γίνεται μέσῳ τῆς ἀσκήσεως καί τῆς νοερᾶς εὐχῆς (φωτισμοῦ) ἤ μέσῳ τῆς φιλοσοφίας (διανοη-τικοῦ στοχασμοῦ). Ἔτσι ὅμως ἐτέθη στήν πράξη τό πρόβλημα τῆς σχέσεως τῆς «θείας» πρός τήν «ἔξω» ἤ «θύραθεν» σοφία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκρινε, πατερικά, δύο σοφίες: τήν θεία καί τήν ἔξω, σαφῶς διακρινόμενες μεταξύ τους, διότι χρησιμοποιοῦν διαφορετι-κό κέθε μία ὄργανο (νοῦς-διάνοια) καί λειτουργοῦν σέ διαφορετικό κάθε μία χῶρο (καρδιά-ἐγκέφαλος). Τή σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀντικαθιστᾶ στή θεολόγηση μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού προϋποθέτει τήν ἐνεργό παρουσία τῆς ἀκτίστου ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου, διότι ὑπερβαίνει κάθε κατάληψη. Γι’ αὐτό ἡ παιδεία καί ἡ φιλοσοφία δέν συνιστοῦν προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας.
Τόν χαρακτῆρα τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ προκαθορίζει ἡ ἀφετηρία του· δέν ἐξεκίνησε ἀπό φιλοσοφικές ἔννοιες, διαμορ-φωμένες ἐκ τῶν προτέρων, ἀλλά ἀπό ἕνα σύστημα προσωπικῶν ἐμπειριῶν, τίς ὁποῖες ἐζήτησε νά κατοχυρώσει θεολογικά· γι᾿ αὐτό ἄλλωστε ἄρχισε νά γράφει σέ προχωρημένη ἡλικία καί σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό. ῾Η σκέψη τοῦ Βαρλαάμ ἔτεινε σέ μιά μονομερῆ διατύπωση τῆς γνώσεως καί τῆς ἀγωγῆς, διότι παρῆγε καί τή γνώση καί τήν ἠθική καθαρότητα ἀπό τή φιλοσοφία. ᾿Ισχυριζόταν ὅτι στή σοφία συμβαίνει ὅ,τι καί στήν ὑγεία, ἡ ὁποία εἶναι ἑνιαία καί δέν εἶναι ἄλλη ἐκείνη πού δίδεται ἀπό τόν Θεὸ καί ἄλλη αὐτὴ πού ἐξασφαλίζεται ἀπό τόν ἰατρό· ἔτσι μιά εἶναι καί ἡ σοφία, εἴτε θεία εἴτε ἀνθρώπινη, κι αὐτή κατατείνει πρός τήν εὕρεση τῆς μιᾶς ἀληθείας.
῾Ο Παλαμᾶς ἀρνεῖται αὐτή τή θέση, ἰσχυριζόμενος ὅτι, ἄν μέσα στό πεδίο τῆς ἴδιας τῆς φιλοσοφίας παρατηροῦνται διάφορες κατευθύνσεις, πολύ ἰσχυρότερη εἶναι ἡ διαφοροποίηση μεταξὺ φιλοσοφίας καί θεολογίας. Στήν πραγματικότητα ὑπάρχουν δύο σοφίες· ἐκείνη πού ζητεῖ νά ἱκανοποιήσει τίς ἀνάγκες τοῦ κοινωνικοῦ βίου καί τή διανοητικὴ περιέργεια, καί αὐτή πού ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία1. ῾Η διάκριση αὐτή στήν ὕπαρξη διττῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα εἶναι φυσικά, παρεχόμενα σέ ὅλους, καί ἄλλα ὑπερφυσικά καί πνευματικά, διδόμενα στούς καθαρούς καί τούς Ἁγίους2· καί ἔχει τή ρίζα της στήν παλαιά χριστιανική πεποίθηση, τὴν ὁποία συναντοῦμε στούς Καππαδόκες Πατέρες.
῾Η φιλοσοφία εἰσάγει στή γνώση τῶν ὄντων τοῦ κόσμου τούτου καί προσφέρει τούς κανόνες τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, ἀλλά, ὅταν ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια αὐτά, καθίσταται ματαιοπονία. «Σκοπὸς τῆς κοσμικῆς φιλοσοφίας κατά τό πρακτικό μέρος της, διά τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τά ἤθη, διαμορφώνονται οἱ τέχνες καί ρυθμίζονται τά θέματα τῶν οἴκων καί τῶν πόλεων, εἶναι ἡ ὠφέλεια τοῦ παρόντος βίου. Καί κάθε πράξη πού δέν κατατείνει πρός αὐτό θά μποροῦσε δικαίως νά θεωρηθεῖ ματαιοπονία ἀκόμη καί ἀπό αὐτούς πού εἶναι προσκολλημένοι σέ τοῦτον τὀν κόσμο. Τῆς δέ λογικῆς φιλοσοφίας, διά τῆς ὁποίας ἐρευνοῦμε τούς λόγους τῆς φύσεως καί κινήσεως, καθώς καί τίς ἀναλογίες καί τούς σχηματισμούς καί τίς ποσότητες τῶν ἀχωρίστως χωριζομένων ἀπό τήν ὕλη, ἔργο εἶναι ἡ διαπραγμάτευση τῆς ἀληθείας μέσα στά ὄντα. Ὅταν κανείς ὁμιλεῖ ἔξω ἀπό τήν ἐφικτή ἀλήθεια, ἄν τό κάει ἑκουσίως, εἶναι πονηρὸς καί δόλιος· ἄν τό κάνει ἀκουσίως, εἶναι ἀφιλόσοφος καί ἀνόητος, καί μάλιστα τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο νομίζει ὅτι εἶναι ἐκπαιδευμένος στή φιλοσοφία, ἀγνοώντας τήν ἄγνοιά του»3. Πρέπει νά παρατηρηθεῖ μάλιστα ὅτι σ᾿ αὐτή τή γνώση τῶν ὄντων μερικῶς μόνο εἰσάγει ἡ φιλοσοφία, καί αὐτό διότι τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐπανάστασή του διέστρεψε τίς εἰκόνες πού ὑπάρχουν μέσα μας καί ἀπεμάκρυνε τό διορατικό της, καί ἔτσι ἡ φιλοσοφία στηρίζεται πλέον στήν πιθανολογία, ἡ ὁποία ἐπι-τρέπει ἀντιφάσεις καί διαφωνίες. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐνασχόληση μέ τήν φιλοσοφία εἶναι μέν χρήσιμη, διότι γυμνάζει καί ὀξύνει τούς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, καί εἶναι φυσικό χάρισμα. ᾿Αλλά δέν πρέπει νά τήν τυραννεῖ ἕως τά γηρατειά4. Ἄν ὅμως ὁ Παλαμᾶς διαχωρίζει τή γνώση, δέν διαχωρίζει καί τήν ἀλήθεια, διότι δίνει διάφορο ἀντικείμενο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γνώσεις· ἔργο τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ μελέτη τῶν ὄντων, ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ. Ἄν οἱ δύο σοφίες καταλήξουν σέ διάφορα συμπεράσματα, αὐτά δὲν ἐπιβάλλουν ἀναγνώριση διπλῆς ἀληθείας, ἐφ᾿ ὅσον τά ἀντικείμενα παραμένουν διαφορετικά.
Τό ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο ἀπό τό τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης· «δέν εἶναι μόνο τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό οὔτε τό νά γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί τήν τάξη του γνώση ὑψηλότερη ἀπό τή φυσιολογία καί την ἀστρολογία καί κάθε φιλοσοφία γύρω σ᾿ αὐτά τά ἀντικείμενα, ἀλλά καί τό νά γνωρίζει ὁ νοῦς μας τήν ἀσθένειά του καί νά ζητεῖ νά τή θεραπεύσει εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπό τή γνώση καὶ διερεύνηση τῶν μεγεθῶν τῶν ἄστρων καί τῶν λόγων τῶν φύσεων»5.
Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ; ᾿Απὸ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Παλαμᾶ προσήγετο τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ᾿Ιωάννη, κατὰ τὸ ὁποῖο “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (᾿Ιω. 1, 18). ᾿Αλλὰ τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ ἀμφισβητεῖται, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι “οἱ καθαροὶ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ. 5, 8). Πράγματι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος ὡς ἀσώματος· ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ Βαρλαὰμ δὲν ἀρνεῖται κάποιο εἶδος θέας τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον παραδέχεται ὅτι ὁρᾶται διὰ τῆς καθαρᾶς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ὅτι εὑρίσκεται σὲ ἔκσταση ἀπὸ τὰ ὑλικά. Δηλαδὴ ὁ Βαρλαάμ, συμφωνώντας σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα μὲ τοὺς Νεοπλατωνικούς, δέχεται τὴν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο παρὰ ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι κλεισμένος στὰ ὑλικὰ δεσμά, καὶ ὡς μόνο μέσο ἄρσεως τῆς ἀγνωσίας εὑρίσκει τὴ λύση σώματος καὶ ψυχῆς· ἀλλὰ καὶ πάλι ἐννοοῦσε τὴ γνώση συμβολική. Καὶ ὁ Παλαμᾶς βέβαια δὲν διανοήθηκε ποτὲ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐντελῶς καταληπτός. Συμφωνώντας κατ᾿ ἀρχὴν μὲ τὸν Βαρλαάμ, ἀκολουθοῦσε ἔπειτα χωριστὸ δρόμο, διότι ἀποδίδει τὸ ἀκατάληπτο σὲ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αἴρεται ὁποτεδήποτε τὸ θελήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἢ ἐκπληρώσει ὁ ἄνθρωπος ὁρισμένες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Πράγματι, ὁ Παλαμᾶς στὸ θέμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ εὑρίσκει κάποια ἀντινομία, ἐφ᾿ ὅσον Αὐτὸς εἶναι ταυτοχρόνως καὶ καταληπτὸς καὶ ἀκατάληπτος· τοῦ Θεοῦ ἡ μία ὄψη εἶναι ἄγνωστη καὶ ἡ ἄλλη γνωστή, ἡ μία εἶναι ἄρρητη, ἡ ἄλλη ρητὴ (᾿Επίτομος Διήγησις 24. Χρήστου, Συγγράμματα, 4, 225). ῾Η γνώση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς “θεολογίας”, ἡ ὁποία εἶναι διττή, κατα-φατικὴ καὶ ἀποφατική. Δύο εἶναι τὰ μέσα τῆς καταφατικῆς θεολογίας. Πρῶτο εἶναι ἡ λογική, ἡ ὁποία διὰ τῆς θέας τῶν ὄντων ὁδηγεῖται σὲ κάποια γνώση καθ᾿ ὅσον “τῶν ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσιν”, ἂν καὶ αὐτὲς οἱ εἰκόνες ἀμαυρώθηκαν ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερο μέσο εἶναι ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Τὰ δύο αὐτὰ μέσα παρέχουν ἀφορμὲς γιὰ τὴν γνώση, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποδείξεις περὶ τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης εἶχε προτιμήσει τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ζητώντας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπαλλαγεῖ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν γιὰ νὰ νοήσει τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἔκσταση νὰ φθάσει στὸν γνόφο, ὅπου θ᾿ ἀπολαύσει τὴν χαρὰ τῆς θέας, μολονότι καὶ πάλι ἡ θέα θὰ παραμείνει σκοτεινή· δηλαδὴ κατὰ βάθος ἡ πορεία αὐτὴ ἀποτελεῖ βυθισμὸ στὸ σκότος. Οἱ ἀνθρωπο-λογικὲς προϋποθέσεις τοῦ Παλαμᾶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν τέτοια τοποθέτηση. ᾿Εκεῖνο ποὺ εὑρίσκεται κατ᾿ αὐτὸν πέρα ἀπὸ τὴν καταφα-τικὴ θεολογία εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία συνιστᾶ καὶ τὴν ἀπόδειξη τῶν θείων ἢ μᾶλλον συνιστᾶ μιὰ ὑπεραπόδειξη· διὸ “ἡ πίστις εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἀπόδειξι καὶ ἕνα εἶδος ἀναπόδεικτης ἀρχῆς τῆς ἱερᾶς ἀποδείξεως” (᾿Αντιρρητικὸς 6, 1, 1. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 380). ῾Η πίστη εἶναι μιὰ ὑπερφυσικὴ πνευματικὴ δύναμη ποὺ ὑπερβάλλει ὅλες τὶς νοητικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
Δὲν ἀρνεῖται ὁ Παλαμᾶς τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ἀλλὰ τῆς δίδει ἄλλο χρῶμα καὶ τὴν διορθώνει· “ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τοῦτο τὸ φῶς καὶ ὁ θεῖος τοῦτος γνόφος, ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 3, 52. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 584). ῾Η καταφατικὴ θεολογία εἶναι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποφατικὴ θεολογία εἶναι σιωπηλὸς διάλογος μὲ τὸν Θεό· ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς συνιστᾶ τὴν ὑπέρβαση καὶ τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν θεολογίας διὰ τῆς θεοπτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ κανείς, λέγει, νὰ σκέπτεται διαρκῶς γιὰ τὴν κατάστασηι μιᾶς πόλεως, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὴν ἐπισκεφθεῖ, δὲν πρόκειται ν᾿ ἀποκτήσει ἀκριβῆ εἰκόνα τῆς κατασκευῆς της. Μπορεῖ κανεὶς νὰ σκέπτεται διαπαντὸς τὸν χρυσό, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὸν πάρει στὰ χέρια του, δὲν θὰ γίνει κάτοχος χρυσοῦ. ῎Ετσι ἐπίσης, καὶ ἂν μύριες φορὲς σκεφθεῖ τοὺς θείους θησαυρούς, δὲν τοὺς ἀποκτᾶ παρὰ μόνο “ἐὰν πάθη τὰ θεῖα” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων, 1, 3, 34. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 445). Θὰ θεολογεῖ εὐδοκίμως, παρὰ ὁποιαδήποτε σιωπὴ καὶ ἄγνοια, ὅταν ἐπιτύχει νὰ ζεῖ μὲ τὴν θεία παρουσία. Σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἐπίσης, μετέχει τοῦ Θεοῦ, διότι ἑνώνεται μὲ τὴν ἄκτιστη λαμπρότητα καὶ δόξα Του. ῎Ετσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καταλήγει στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ εἶδος θεολογήσεως ὁδηγήθηκε ὁ Παλαμᾶς διὰ τῆς διακρίσεως μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι τῆς πνευ-ματικῆς ζωῆς μποροῦν νὰ ἀπολαύσουν ὅλοι οἱ πιστοὶ σὲ ὁποια-δήποτε κατάσταση βίου κι ἂν εὑρίσκονται, ἀλλ᾿ ἰδιαιτέρως προκόπτουν σ᾿ αὐτὴν οἱ ἀποσυρόμενοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ ζῶντες σὲ ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. ῾Η ἡσυχία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συγκέντρωση (συνέλιξη) τοῦ νοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὴν ὁποία οἱ μὲν ἀρχάριοι ἡσυχαστές ἐπεδίωκαν μὲ μιὰ εἰδικὴ τεχνικὴ μέθοδο, ποὺ δὲν ἐνθαρρύνει ὁ Παλαμᾶς, οἱ δὲ τελειότεροι ἐπιδιώκουν μὲ τὴν ἰσχυρὴ θέληση. ῾Ο δεύτερος ἰσχυρὸς παράγων ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν τελείωση εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, στὴν ὁποία μετέχει τὸ σύνολο τοῦ ἀνθρώπου, ψυχὴ καὶ σῶμα. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μιὰ ἐσωτερικὴ θέρμη, ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ πῦρ καὶ τὴν αὔρα. ῞Οσοι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία κινοῦνται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ θεοποιὸ χάρη.
῾Η ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι δυνατὴ ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου διὰ μιᾶς παραδόξου συνδέσεως τοῦ ἱστορικοῦ μὲ τὸ ὑπεριστο-ρικό. Βασικὸ στοιχεῖο τῆς συμμετοχῆς στὴν ἐμπειρία τῶν θείων εἶναι ἡ θέα τοῦ θείου φωτός, μιᾆς ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἀΐδιο. Τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ Μαθητές στὸ Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ καθαροὶ ἡσυχαστές σήμερα καὶ ἡ ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀποτελοῦν τρεῖς φάσεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ γεγονότος ποὺ εἶναι συντεθειμένες σὲ μιὰ ὑπερχρόνιο πραγματικότητα. ᾿Αλλὰ σὲ σύγκριση μὲ τὴν μέλλουσα πραγματικό-τητα ἡ παροῦσα ἐμπειρία εἶναι ἕνας ἀρραβών.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἡρωδίωνος, ἐπισκόπου Ταρσοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἡρωδίων ἀνῆκε στό κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Στή συνέχεια ἐχειροτονήθηκε ἀπό αὐτούς, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ καί ἀκολούθησε τόν Ἀπόστολο Πέτρο στή Ρώμη. Ἐκεῖ ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ ἀποκεφαλίσθηκε, ἐπί αὐτοκράτορος Νέρωνος (54-68 μ.Χ.), μετά τοῦ ᾿Ολυμπᾶ, († 10 Νοεμ-βρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἡσυχίου τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ἔζησε καί ἀσκήτεψε στήν Παλαιστίνη κατά τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί διακρίθηκε στή συγγραφή πνευματικῶν κειμένων. Ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῶν Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ ἐμελέτησε σέ βάθος τήν Ἁγία Γραφή, ἐπλούτισε σέ γνώσεις γιά τόν Θεό. Ἀκολούθως, ἀφοῦ ἀνεχώρησε καί ἔγινε μοναχός, ἐζοῦσε στήν ἔρημο κατευθυνόμενος πρός τούς Ὁσίους Πατέρες πού εὑρίσκονταν ἐκεῖ καί συλλέγοντας ἀπό τόν καθένα τά ἄνθη τῆς ἀρετῆς ὡς φιλόπονη μέλισσα. Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά διαφύγει τῆς προσοχῆς τόση πολλή ἀρετή, ἀφοῦ ἐξαναγκάσθηκε ἀπό τόν τότε Ἀρχιερέα τῶν Ἱεροσολύμων, ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Καί προσμένοντας ἐπάνω στόν Τάφο τοῦ Κυρίου καί στούς ἄλλους τόπους, στούς ὁποίους ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός ὑπέμεινε τά Ἅγια Πάθη γιά χάρη μας, ἄντλησε πηγές γνώσεως καί σοφίας. Γι’ αὐτό ἑρμήνευσε καί διασαφήνισε κάθε Γραφή καί προέβη σέ ὠφέλεια πολλῶν.
Στά στοιχεῖα αὐτά τοῦ Συναξαρίου ὁ Θεοφάνης στή Χρονογραφία του προσθέτει τήν πληροφορία, ὅτι ἡ χειροτονίοα τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου σέ πρεσβύτερο ἐτελέσθηκε ἀμέσως μόλις ἀναδείχθηκε στόν ἀρχιεπικσοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ὁ Ἅγιος Κύριλλος (412 μ.Χ.). Ὁ δέ Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τά πράγματα ἀπό τήν τοπική παράδοση, πλήν τῶν χαρακτηρισμῶν γιά τόν Ὅσιο, «πρεσβύτερος καί τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλος», «πεφωτισμένος», «θεολόγος», «φωστήρ», παρέχει καί τήν εἴδηση,ὅτι κατά τόν ἐγκαινιασμό τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς τοῦ Εὐθυμίου ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰουβενάλιο (422-458 μ.Χ.), τό 428 ἤ 429 μ.Χ., στή συνοδεία αὐτοῦ παρίστατο καί ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος πρός μεγάλη χαρά τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου.
Ὁ Ὅσιος ἀναμίχθηκε ἐνεργά στούς δογματικούς ἀγῶνες τῆς ἐποχῆς κοντά στό πλευρό τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου τήν ἀντινεστοριακή πολιτική ἀκολούθησε, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τό τμῆμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του, τό ὁποῖο παρατίθεται στά Πρακτικά τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου 553 μ.Χ.).
Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἔγινε γνωστός σέ ὅλους καί ἀξιοθαύμαστος καί ὑπηρετοῦσε τόν Θεό μέ κάθε τρόπο, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἀνέβηκε μέ χαρά πρός τόν Κύριο. Ὁ τάφος του ἐδεικνύετο ἀκόμη περί τό ἔτος 570 μ.Χ. στήν ἀνατολική πύλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπῆρχε παρεκκλῆσι πρός τιμήν του, ἐγίνονταν λατρευτικές συνάξεις καί διανέμονταν στούς πτωχούς δῶρα.
Ὡς ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου θεωροῦνται «Ὑπόμνημα εἰς τό Λευϊτικόν», «Ὑπόμνημα εἰς τόν Ἰώβ», «Ἑρμηνεία Ψαλμῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τόν Ἡσαῒαν», «Στιχηρόν τῶν ιβ΄ Προφητῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τάς ᾠδάς», «Συναγωγή ἀποριῶν καί ἐπιλύσεων», «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», «Ὁμιλίαι».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἱλαρίωνος τοῦ Νέου.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς στήν Τριγλία καί διακρίθηκε γιά τό ἀσκητικό του ἦθος, τό φιλόθεο ζῆλο του, τό χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης καί τούς πνευματικούς ἀγῶνες. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό προορατικό χάρισμα. Ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 754 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μποϋάν, τοῦ ἐπονομαζομένου Ἐνραβωτᾶ, πρίγκηπος τῶν Βουλγάρων.

Ὁ Ἅγιος Μποϋάν ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Βουλγαρίας Ὀμουρτάγ (816-831 μ.Χ.), τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ Βούλγαροι ἦσαν ἀκόμη στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας. Ἐνῶ ἦταν πρωτό-τοκος, μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, δέν ἔγινε βασιλέας, ἀλλά ἡ ἐξουσία ἐπέρασε στό μικρότερο ἀδελφό του Μαλαμίρ.
Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., δηλαδή ἀπό τότε πού ἔρχισε ἡ βασιλεία τοῦ φιλοπόλεμου Κρούμμου6 (803-814 μ.Χ.), οἱ Χριστιανοί ἐδιώκοντο καί ἰδιαίτερα στίς περιοχές πού εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπό τούς Βυζαντινούς.
Ὅταν ὁ ἀδελφός τοῦ Ἁγίου ἀνέκτησε τήν ἐξουσία, θέλησε νά βεβαιωθεῖ, ὅτι ὁ Μποϋάν δέν εἶχε ἀσπασθεῖ τή χριστιανική πίστη. Γι’ αὐτό τοῦ προέτεινε νά συμμετάσχει σέ ἕνα εἰδωλωλατρικό θυσιαστικό συμπόσιο. Στήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ὁ βασιλέας διέταξε τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατό του. Ἦταν περί τό ἔτος 833 μ.Χ.
Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Θεοφυλάκτου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος (1090-1126), ὁ πρίγκηπας Μποϋάν κατά τή στιγμή τοῦ μαρτυρίου του προεφήτευσε τά ἀκόλουθα: «Αὐτή ἡ πίστη, γιά τήν ὁποία σήμερα πεθαίνω, θά διαδοθεῖ στή χώρα τῶν Βουλγάρων. Ἐσεῖς μάταια προσπαθεῖτε νά τήν καταστρέψετε μέ τό θάνατό μου. Τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ θά ὑπάρχει παντοῦ. Θά ἀνεγερθοῦν ναοί καθαροί καί ἁγνοί στόν Ἀληθινό Θεό καί ἱερεῖς καθαροί καί ἁγνοί θά διακονήσουν τό Θεό. Τά εἴδωλα καί οἱ βωμοί τους θά καταστραφοῦν, σάν νά μήν ὑπῆρξαν ποτέ».
Τρία χρόνια ἀργότερα ὁ βασιλέας Μαλαμίρ ἀπέθανε. Ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἁγίου Μποϋάν ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός, τό ἔτος 865 μ.Χ., καί ἀνεκήρυξε τήν ὀρθόδοξη πίστη ὡς πίστη τοῦ κράτους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Εὐστρατίου τοῦ Νηστευτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Εὐστάτιος, ἀπόγονος μιᾶς πλούσιας οἰκογένειας τοῦ Κιέβου, διέθεσε στούς πτωχούς ὅλα τά πλούτη του καί ἐγκαταβίωσε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου ἀφιερώθηκε στήν ἄσκη-ση καί τή νηστεία. Στίς εἰκόνες περιγράφεται μέ ἀνοιχτά μαλλιά, ἀραιή γενειάδα, ντυμένος μέ τό μοναχικό ράσο καί ἀνυπόδητος.
Μόλις ὁ Ὅσιος ἔγινε μοναχός, ἄρχισε νά ἀγωνίζεται κατά τῶν σαρκικῶν παθῶν καί τοῦ διαβόλου μέ τά ὅπλα του φωτός, τήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή καί προπαντός τή χριστομίμητη νηστεία. Μέ τόν ἀγῶνα καί τή σκληρή ἐγκράτεια, ἐταπείνωνε τούς δαίμονες καί ἐξουδετέρωνε τίς προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ὅτι ὁ Κύριός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τή σαρανταήμερη νηστεία καί τήν προσευχή Του κατέβαλε τόν πονηρό. Θυμόταν ἀκόμη ὅτι, ἀντίθετα, ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ ἀπό τήν ἀκράτειά του ἔπεσε καί ἐξορίσθηκε ἀπό τόν παράδεισο. Ἔτσι ὁ γενναῖος Εὐστράτιος ἔλιωσε πραγμα-τικά το σῶμα του μέ τήν αὐστηρή νηστεία, ἀλλά μαζί μέ αὐτό ἔλιωσε καί τά πάθη καί διέλυσε τίς δαιμονικές πλεκτάνες. Γι’ αὐτό ἐπονομάστηκε Νηστευτής.
Ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Εὐστρατίου περιγράφει, μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, τίς περιστάσεις τοῦ μαρτυρίου του. Στίς 20 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1096, ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔγινε ξαφνικά στό-χος ἐπιθέσεως τῶν Πολόφσκυ, οἱ ὁποῖο καθοδηγούμενοι ἀπό τόν Μπονγιάκ τόν Φιλάργυρο, ἐλεηλάτησαν τή μονή καί αἰχμαλώτισαν μοναχούς καί ἐργάτες αὐτῆς, τούς ὁποίους ἐπούλησαν ὡς σκλάβους στή Βυζαντινή πόλη Χερσόνησο, στήν Ταυρίδα.
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος καί ἄλλοι πενήντα αἰχμάλωτοι ἀγορά-σθηκαν ἀπό ἕνα Ἑβραῖο τῆς Χερσονήσου, ὁ ὁποῖος, γιά νά τούς ἐξαναγκάσει νά ἀσπασθοῦν τήν ἰουδαϊκή πίστη τούς ἄφησε νά ὑποφέρουν ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα. Καθώς ἡ ἀποδοχή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἐσήμαινε ἀπελευθέρωση ἀπό τή σκλαβιά, μετά ἀπό ἕξι χρόνια σκληρῆς δουλείας, οἱ αἰχμάλωτοι ἦταν ἕτοιμοι νά ἀρνηθπυν τόν Χριστό. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, ὅμως, τούς ἔπεισε νά μήν ἀρνηθοῦν τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσαν μέ τό βάπτισμα. Μετά ἀπό δεκατέσσερεις ἡμέρες ὅλοι ἀπέθαναν ἀπό πείνα καί δίψα, ἐκτός ἀπό τόν Ὅσιο Εὐστράτιο, πού εἶχε συνηθίσει στίς πολυήμερες νηστεῖες. Ὁ ἰδιοκτήτης, λοιπόν, ὀργισμένος, τόν κατηγόρησε γιά τό θάνατο τῶν συντρόφων του καί διέταξε νά σταυρωθεῖ ἀνήμερα τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα. Σύμφωνα μέ τό Βίο, ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ἔζησε γιά δέκα πέντε ἀκόμα ἡμέρες ἐπάνω στό σταυρό καί εὑρῆκε τή δύναμη νά συζητήσει μέ τόν Ἑβραῖο ἰδιοκτήτη ἐάν ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ἀτιμία ἤ προνόμιο καί νά προφητέψει γιά τούς δουλο-κτῆτες του μιά ἐπικείμενη θεομηνία. Μόλις τό εἶπε αὐτό, ἐμαχαι-ρώθηκε.
Οἱ ἀνόσιοι σταυρωτές κατέβασαν τό ἱερό λείψανο ἀπό τό Σταυρό καί τό ἔρριψαν στή θάλασσα. Ἡ ἀνεξερεύνητη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ μετέφερε τό τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρίς ἀνθρώ-πινη μεσολάβηση, στά σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἐκεῖ τό εὑρῆκαν μέ κατάπληξη καί δέος οἱ μοναχοί, ἐκεῖνοι πού εἶχαν σωθεῖ καί ἐπιστρέψει στή μονή μετά τό πέρασμα τῶν Πολόφσκυ καί τό ἐνταφίασαν μέ τιμές καί δοξολογίες. Στόν τόπο αὐτό παραμένει μέχρι σήμερα, ἄφθορο καί δοξασμένο, ἐπιτελώντας ἀναρίθμητα θαύματα στούς πιστούς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Στεφάνου, τοῦ ἐκ Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ7.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φαύστου, τοῦ ἐκ Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Φαῦστος ἔζησε καί ἀσκήτεψε στήν περιοχή Βολο-γκντά τῆς Ρωσίας. Ἡ μνήμη του συνεορτάζεται μετά τῶν Ὁσίων Κυρίλλου καί Σπυρίδωνος († 5 Δεκεμβρίου) τήν δευτέρα Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μστισλάβου, πρίγκηπος τοῦ Βλαντιμίρ.
Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 12ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν υἱός τοῦ πρίγκηπος τοῦ Βλαδίμηρου Ἀνδρέου Βογκολιούμποβο. Ἐκοιμήθηκε μέ ἐιρήνη τό ἔτος 1173.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἱλαρίωνος, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἀσκήτεψε στή μονή Ποκρόφσκοε Ὀζέρκ-σκοε τῆς Ρωσίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1476.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωνᾶ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἔζησε κατά τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στῆ νῆσο Κλιμέντσυ καί ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1534.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Διονυσίου τοῦ Ἐλεήμονος.
Γιά τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἐλεήμονα, Μητροπολίτη Λαρί-σης καί κτίτορα τῆς μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ τῶν Μετεώ-ρων, δέν διασώζονται ἁγιολογικά κείμενα, ἀκολουθίες, συναξάρια ἤ βίος.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἰκονίζεται σέ τοιχογραφία τοῦ 1627 στό ἀριστερό κλίτος τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Τρικάλων, ὅπου κατά χρονολογική σειρά ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά τοιχογρα-φοῦνται ἑπτά «Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης». Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ὁ Γοριανίτης8, ὁ Ἅγιος Κυπριανός ὁ Θαυματουργός9, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Λογιώτατος καί Νέος Θεολόγος10, ὁ Ἅγιος Βησσα-ρίων11, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἡσυχα-στής12 καί ὁ Ἅγιος Βησσαρίων τοῦ Σωτῆρος13.
Ἡ ἐπιγραφή τῆς τοιχογραφίας (ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων ἀρχιεπήσκοπος [λαρίσις]) μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος καταξιώθηκε στή συνείδηση τοῦ πιστοῦ ποιμνίου του καί συγκαταριθμήθηκε στήν τιμητική χορεία τῶν τοπικῶν Ἁγίων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη, ἡ ἐπωνυ-μία Ἐλεήμων, πού τοῦ ἀποδόθηκε, ἀποδεικνύει ἀναντίρρητα τήν πλούσια προσφορά του τόσο στόν ἐκκλησιαστικό ὅσο καί στόν κοινωνικό τομέα, ὡς φιλεύσπλαχνος διάκονος σ’ ὅσους εὑρίσκονταν σέ χαμηλή κοινωνική κατάσταση καί ὡς παρηγορητής σ’ ἐκείνους πού ἔπασχαν.
Μέ βάση τή χρονολογική σειρά τῶν παραπάνω ἑπτά ἁγίων μητροπολιτῶν τῆς Λάρισας, ἡ ἀρχιερατεία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἐλεήμονος πρέπει νά τοποθετηθεῖ μετά τό 1489-1490 καί πρίν τό 1499 καί ὁπωσδήποτε θά ἦταν μικρῆς διάρκειας. Περί τό ἔτος 1499 παραιτήθηκε ἀπό τό ἀξίωμά του καί τή θέση του κατέλαβε ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἡσυχαστής. Μετά τήν παραίτησή του ἀποσύρθηκε καί ἐμόνασε στή μονή Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε καί ὁ νεότερος κτίτορας.
Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Λαρίσης Διονύσιος μνημονεύεται πολλές φορές στό «Σύγγραμμα Ἱστορικόν» ἤ «Χρονικόν τῶν Μετεώρων», τό ὁποῖο πρέπει νά γράφτηκε λίγο μετά τό ἔτος 1529. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό κείμενο αὐτό ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἦταν ἐκεῖνος, πού πρῶτος ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ ἡγουμένου στόν «πατέρα» τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ἱερομόναχο Ἰωάσαφ, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε καμμία σχέση πρός τόν ὁμώνυμο κτίτορα τῆς μονῆς βασιλέα Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγο-Ἰωάσαφ μοναχό, καί κατόπιν τόν ἐχειροτόνησε Ἐπίσκοπο Φαναρίου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ ἔτους 151014.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μανγκλίσι τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1751.
† Τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων Πατέρων τῶν ἐγγύς καί μακράν τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου ἐνταφιασθέντων.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!