† Τό διά κολύβων θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων γυναικῶν Ἀλεξανδρίας, Εὐφημίας, Εὐφρασίας, Ἰουλιανῆς, Θεοδοσίας, Κλαυδίας καί Ματρώνης, τῶν ἐν Ἀμινσῷ μαρτυρησάντων.

Οἱ Ἁγίες ἑπτά Μάρτυρες Ἀλεξανδρία, Εὐφημία, Εὐφρασία, Ἰουλιανή, Θεοδοσία, Κλαυδία καί Ματρώνη ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) στήν πόλη Ἀμινσό[1], ὅταν ἐξεσηκώθηκε μεγάλος διωγμός κατά τῶν ἀνθρώπων πού ὁμολογοῦσαν τόν Χριστό.

Οἱ Ἁγίες συνελήφθησαν ἀπό τόν ἄρχοντα τῆς Ἀμινσοῦ, πού ἦταν εἰδωλολάτρης, ἐστάθηκαν ἐνώπιόν του καί ὁμολόγησαν τούς ἑαυτούς τους ὡς Χριστιανές καί τόν ἔλεγξαν μέ παρρησία, ἀφοῦ τόν ἀπεκάλεσαν σκληρό καί ἄδικο καί ἐχθρό τῆς ἀλήθειας. Ὁ ἀρχοντας ἐξοργίσθηκε. Τότε ἔδωσε ἐντολή καί τίς τοποθέτησαν σέ δημόσιο μέρος γιά θέαμα, ὅπου ἄρχισαν νά τίς κτυποῦν μέ ραβδιά. Στή συνέχεια ἔκοψαν τούς μαστούς αὐτῶν μέ ξίφη. Ἀφοῦ τίς ἐκρέμασαν, τίς ἔγδαραν τόσο πολύ, ὥστε ἐφάνηκαν τά ἔντερά τους. Τέλος, τίς ἔρρι-ψαν σέ καμίνι μεγάλο φωτιᾶς καί, ἐνῶ ἔψαλλαν καί προσεύχονταν στόν Θεό, παρέδωσαν τίς ψυχές τους.
Τό μαρτύριό τους ἔγινε μεταξύ τῶν ἐτῶν 303-305 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Ἀββάδων, τῶν λεγομένων Μαύρων, τῶν ἐν τῇ μονῆ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντων.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἀσκήτευαν στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, στήν περιοχή τῶν Ἱεροσολύμων, καί εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ ἀπό διάφορα μέρη. Ὅμως Ἄραβες ληστές ἐπετέθησαν κατά τῆς μονῆς καί καί συνέλαβαν τούς Πατέρες αὐτῆς, πού δέν ἐμπόρεσαν ἤ δέν ἠθέλησαν νά φύγουν, καί ἀφοῦ τούς ἐβασάνισαν μέ διάφορους τρόπους, γιά νά τούς ὑποδείξουν τούς κρυμμένους θησαυρούς τῆς μονῆς, τούς ἐθανάτωσαν. Ἄλλους τούς ἀποκεφάλισαν, ἄλλους τούς ἐτεμάχισαν καί ἄλλους τούς κατατρύπησαν μέ τά ξίφη τους. Καί μέ αὐτό τόν τρόπο, εὐχαριστώντας καί προσευχόμενοι, παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι τίς μακάριες ψυχές τους στόν Κύριο, ἀπολαμβάνοντας τήν αἰώνια ζωή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιά τήν ὁποία ὑπέμειναν πρόθυμα τούς μακρούς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως καί τό μαρτύριο τῆς ἐπίπονης ἀθλήσεως.
Τή φρικτή ἐκείνη σφαγή περιέγραψαν ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαῒτης († 13 Ἰουλίου)[2], ἀνεψιός τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δα-μασκηνοῦ καί ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος ὁ Πάνδεκτος († 24 Δεκεμβρίου)[3]. Μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἀββάδων ἀναφέρεται καί ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀκύλα, τοῦ ἐπάρχου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκύλας ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἐμμανουήλ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐμμανουήλ ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λολλίωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων ἐτελειώθηκε μέ κτυπήματα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ροδιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ροδιανός ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Kουθβέρτου, τοῦ ἐκ Βρεττανίας.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἐγεννήθηκε στό Λάντερντέϊλ τό ἔτος 634 μ.Χ. καί σέ μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Μιά βραδιά, τοῦ 651 μ.Χ., καθώς εὑρισκόταν στούς λόφους κοντά στή μονή τοῦ Λίντι-σφεϊρν, εἶδε ἕνα ὅραμα. Εἶδε τήν ψυχή ἑνός ἀνθρώπου νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό μέσα σέ ὑπερκόσμιο φῶς. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐπληροφορήθηκε γιά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ, κτίτορος τῆς μονῆς καί κατάλαβε ποιόν ἀφοροῦσε τό ὅραμα πού εἶδε. Ὁ δεκα-επτάχρονος Κουθβέρτος μετά ἀπό αὐτό ἀποφάσισε νά γίνει μονα-χός. Γι’ αὐτό κατέφυγε στή μονή τοῦ Μέλροουζ καί ἔκανε ὑπακοή στόν Ἅγιο Ἰάτα († 640 μ.Χ., τιμᾶται στίς 26 Ὀκτωβρίου).
Ἀπό πολύ ἐνωρίς διεφάνη ἡ ἱεραποστολική διάθεση τοῦ νέου μοναχοῦ, πού τόν ὠθοῦσε σέ διάφορες ἱεραποστολικές ἐξορμήσεις, εἴτε μόνο του, εἴτε ὡς συνοδό τοῦ Γέροντός του. Ἔδειξε μάλιστα ἐνδιαφέρον γιά τίς πιό ἀπομακρυσμένες καί δυσπρόσιτες περιοχές.
Τό ἔτος 661 μ.Χ. ὁ βασιλέας Ἄλκριφθ προσεκάλεσε τόν Ἅγιο Ἰάτα, γιά νά ἱδρύσει μία μονή. Ὁ Ἅγιος ὄντως πῆγε καί ἵδρυσε μονή στό Ράϊπον, συνοδευόμενος ἀπό κάποιους ὑποτακτικούς του, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος. Καθώς ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρεττανίας συγκλονιζόταν ἀπό τή διαμάχη γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, οἱ Ἅγιοι Ἰάτα καί Κουθβέρτος προετίμησαν νά ἐπιστρέψουν στή μονή τῆς μετανοίας τους, στό Μέλροουζ, ὅπου ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔγινε ἡγούμενος.
Μετά τή Σύνοδο τοῦ Γουῒντμπι καί τήν ἐπικράτηση τῆς Ρω-μαϊκῆς παραδόσεως, ὁ Ἅγιος Κολμάνος τῆς Λίντισφεϊρν († 8 Αὐ-γούστου), σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιά τήν περιφρόνηση τῆς Κελτι-κῆς παραδόσεως γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, παραιτεῖται ἀπό τήν ἐπισκοπική του ἕδρα καί ἀποσύρεται στήν Ἰρλανδία. Συνέπεια αὐ-τῆς τῆς ἐξελίξεως ἦταν νά γίνει Ἐπίσκοπος τῆς Λίντισφεϊρν ὁ Ἅγιος Ἰάτα, ἐνῶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Λίντισφεϊρν ὁ Ὅσιος Κουθβέρ-τος.
Ἡ ἡγουμενία του διήρκησε δώδεκα χρόνια. Τά πράγματα δέν ἦταν εὔκολα. Τά πνεύματα ἦταν ὀξυμένα. Ὁ νέος ἡγούμενος ἔπρεπε νά συμφιλιώσει τίς δύο ἀντιτιθέμενες παρατάξεις μέσα στό μονα-στήρι καί νά συνεχίσει τήν ἱεραποστολική του δράση. Ἡ παροιμιώ-δης πραότητά του, ἡ ὑπομονή καί ἡ διάκρισή του κατόρθωσαν νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς μονῆς. Αὐτή τήν τόσο δύσκολη περίοδο, ὁ Ὅσιος πού ἦταν ἐραστής τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦσε καταφύγιο σέ μιά βραχονησίδα κοντά στό μοναστήρι. Μέχρι σήμερα σώζονται σέ αὐτό τό νησάκι τά ἴχνη τοῦ κελλιοῦ του, στή θέση τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ἕνας ξύλινος σταυρός.
Καθώς τά χρόνια ἐπερνοῦσαν ὁ Ὅσιος ἐλαχταροῦσε ὅλο καί περισσότερο τήν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτή ἡ δίψα τόν ἔκανε νά ἀποσυρθεῖ βαθύτερα στή νησιωτική ἔρημο τῶν νησιῶν Φέϊρν. Ἐδιά-λεξε τό νησί Ἴννερ Φέϊρν, ἑπτά μίλια νοτιότερα τῆς Λίντισφεϊρν. Ἐκεῖ παλαιότερα περνοῦσε ἡσυχαστικά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός.
Στήν ἔρημο τῆς ἐσώτερης Φέϊρν ὁ Ὅσιος εἶχε μοναδική συντρο-φιά τά θαλασσοπούλια καί κυρίως μιά ράτσα ἀγριόπαπιας πού ζεῖ ἐκεῖ, τήν ὁποία ὁ Ὅσιος μέ ἰδιαίτερη στοργή ἐφρόντιζε. Γι’ αὐτό ἄλλωστε θεωρεῖται καί ὁ πρῶτος πού καθιέρωσε στή Βρεττανία κανόνες οἰκολογικῆς εὐαισθησίας. Τό σεβάσμιο παρουσιαστικό του, τά ἄφθονα δάκρυά του κατά τήν προσευχή, ἡ αὐστηρή του νηστεία, πού ἐθύμιζε τούς Ἀββάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος, τό προφητικό του χάρισμα, ἔκαναν τό ἀπόμακρο ἐρημικό νησί τόπο εὐλογίας γιά τούς πιστούς πού προσέτρεχαν στόν Ὅσιο, γιά νά διδαχθοῦν ἤ νά θεραπευθοῦν σωματικά καί ψυχικά. Ὅσο αὐτός ἐκρυβόταν στήν ἔρημο, ἀποφεύγοντας ἀξιώματα καί διακρίσεις, τόσο ὁ λαός ἐλαχταροῦσε νά τόν συναντήσει καί νά εὑρεθεῖ κοντά του.
Τό ἔτος 684 μ.Χ., στή Σύνοδο τοῦ Τάϊφορντ, ἐκλέγεται Ἐπί-σκοπος τοῦ Ἕξαμ. Στόν τόπο πού ἀσκήτευε ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μιά ὁμάδα ἀπό Ἐπισκόπους, κληρικούς καί λαϊκούς. Ἐπικεφαλῆς της ἦταν ὁ βασιλέας Ἴγκφριντ. Τοῦ ἀνεκοίνωσαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ὁ ἐρημίτης τῆς Φέϊρν ἀρνήθη-κε νά ἀποχωρισθεῖ τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου του. Ὁ βασιλέας καί ἡ συνοδεία του τόν ἐπίεσαν. Μέσα του ἐπάλευαν ἡ ἡσυχία καί ἡ ὑπακοή. Ἐνίκησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 685 μ.Χ., ἐχειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἀπό τόν Ἅγιο Θεόδωρο, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας, τόν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Μετά ἀπό λίγο μετατίθεται στήν ἐπισκοπή τῆς Λίντισφρεϊν, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἰάτα ἀναλαμβάνει τή δική του.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος δύο χρόνια. Κατά τήν ἀρχιερατεία του ἐστήριξε, παρηγόρησε, ἐδίδαξε, προεφήτευσε καί ἐθαυματούργησε. Ἐταξίδεψε στά πιό ἀπόμακρα σημεῖα τῆς ἐπαρχί-ας του, γιά νά στηρίξει τό ποίμνιό του πού τό ἐθέριζε ἡ ἐπιδημία τῆς πανούκλας. Ποτέ ὅμως δέν ἐξέχασε τήν ἀγαπημένη του ἔρημο. Δύο μῆνες πρίν τήν κοίμησή του, προοεῖδε τό θάνατό του καί ἐπέστρεψε στήν ὑδάτινη ἔρημό του. Φεύγοντας ἀπό τήν Λίντισφρεϊν γιά τό ἐρημικό του νησί, ἕνας μοναχός τόν ἐρώτησε πότε θά ἐπιστρέψει καί ὁ Ὅσιος προφητικά τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν θά ξαναφέρετε τό σῶμα μου ἐδῶ». Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαῒου) διασώζει τά τελευταῖα του λόγια: «Νά ἔχετε μεταξύ σας εἰρήνη καί θεῖο ἔλεος».
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 687 μ.Χ., σέ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν. Τό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στό μοναστήρι τῆς Λίντισφρεϊν καί ἐνταφιάστηκε στό ἱερό τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Μετά ἀπό ἕνδεκα χρόνια τό ἱερό λείψανό του εὑρέθηκε ἄφθορο. Μετά τήν ἐπιδρομή τῶν Βίκινγκς, τό ἔτος 875 μ.Χ., οἱ μοναχοί τῆς Λίντισφρεϊν, παίρνοντας τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀϊδανοῦ καί Ὀσβάλδου († 9 Αὐγούστου) καί τό ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου, κατέληξαν στό Ντάραμ, ὅπου τά ἐτοποθέτησαν στόν ἀνεγερθέντα καθεδρικό ναό[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικήτα, ἐπισκόπου Ἀπολλωνιάδος, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβής καί πρόμαχος τῆς ὀρθῆς πίστεως. Γιά τό λόγο αὐτό ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος[5]. Κατά τή διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του διακρίθηκε γιά τήν ἐλεημοσύνη καί φιλανθρωπία του καί ἔγινε περιάκουστος στά εὐαγγελικά ἔργα καί λόγια.
Ἐπί τῆς εἰκονομαχίας, ἴσως ἐπί βασιλείας Λέοντος Ε΄ τοῦ Ἰσαύρου (813-820 μ.Χ.), ἐπιέσθηκε νά προχωρήσει στήν αἵρεση τῶν εἰκονοκλαστῶν, ἀλλά μέ παρρησία ἀρνήθηκε καί διεκήρυξε τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀψηφώντας τίς ἀπειλές καί τά μαρτύρια. Γι’ αὐτό καί ἐξορίσθηκε καί, μετά ἀπό ἀσθένεια, παρέδω-σε τό πνεῦμα του στόν Κύριο.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λουαρσάβου, βασι-λέως τῆς Γεωργίας.
(† 21 Ἰουνίου).
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐφροσύνου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος (Σινοζέρσκϊυ), κατά κόσμον Ἐφραίμ, ἐγεννήθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς Καρελίας, κοντά στή λίμνη Λάντοζσκοε, κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀρχικά ἐμόνασε στή μονή τοῦ Βάλαμο τῆς Φινλανδίας, μετά στήν περιοχή Ντολόκ τῆς ἐπαρχίας Νόβγοροντ τῆς Ρωσίας καί στή συνέχεια κοντά στή λίμνη Σινίτσε. Ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος στή μονή Οὐσπένσκι τῆς πόλεως Τιχβίν καί τό ἔτος 1600 ἄρχισε τήν ἐρημική ζωή στούς ἄγριους βάλτους τῆς λίμνης Σινίτσιε. Ὁ Ὅσιος ἔσκαψε ἕνα σπήλαιο, ἐτοποθέτησε ἕνα Σταυρό καί ἔζησε ἐκεῖ δύο χρόνια. Ἐτρεφόταν μόνο μέ ἄγρια χόρτα. Ὅταν οἱ χωρικοί ἀντελήφθησαν τήν παρουσία του, ἄρχισαν νά τόν ἐπισκέπτονται καί νά τόν συμβουλεύονται γιά πνευματικά θέματα.
Τό ἔτος 1612 τά Πολωνικά στρατεύματα ἐλεηλατοῦσαν τή Ρωσία. Πολύς κόσμος εὑρῆκε καταφύγιο στή μονή τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος προέβλεψε τήν ἐπίθεση τῶν Πολωνῶν στή μονή του καί προέτρεψε τούς ἀνθρώπους νά φύγουν. «Ἐσύ, γιατί δέν φεύγεις;», τόν ἐρώτησαν. «Ἐγώ ἦλθα ἐδῶ νά ἀποθάνω γιά τόν Χριστό», ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Αὐτοί πού ἄκουσαν τή συμβουλή τοῦ Ὁσίου ἐσώθηκαν. Ὅσοι παρέμειναν εὑρῆκαν τρομερό θάνατο.
Κοντά στόν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ἐζοῦσε καί ὁ μοναχός Ἰωνᾶς. Τρομαγμένος ἀπό τήν προφητεία τοῦ Ὁσίου θέλησε νά φύγει. Ὅμως ὁ Ὅσιος τόν ἐσταμάτησε λέγοντας: «Ἀδελφέ Ἰωνᾶ, ὅταν θά ἀρχίσει ἡ μάχη πρέπει νά δείξουμε τήν ἀνδρεία μας. Ἐμεῖς ἐδώσαμε ὑπόσχεση νά ζήσουμε καί νά ἀποθάνουμε ὡς ἐρημίτες. Ὀφείλουμε νά κρατήσουμε τήν ὑπόσχεση τήν ὁποία ἐδώσαμε στόν Θεό. Μόνο ὁ θάνατος φέρει τήν ἠρεμία. Ἄλλη περίπτωση οἱ λαϊκοί. Αὐτοί δέν ἐδεσμεύθηκαν μέ μοναχικές ὑποσχέσεις καί πρέπει νά προστατεύ-σουν τόν ἑαυτό τούς γιά τήν οἰκογένεια καί τά παιδιά τους».
Μετά ἀπό αὐτό ὁ Ὅσιος ἐφόρεσε τό μοναχικό σχῆμα καί ὅλη τή νύκτα προσευχόταν. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, 20ή Μαρτίου, οἱ Πολωνοί ἐπετέθησαν κατά τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος φορώντας τό μονα-χικό σχῆμα βγῆκε ἔξω καί ἐστάθηκε δίπλα στό Σταυρό πού εἶχε τοποθετήσει, ὅταν πρωτοπῆγε στήν περιοχή αὐτή. Οἱ ἐχθροί ἐζήτησαν ἀπό τόν Ὅσιο τήν περιουσία τῆς μονῆς. «Ὅλη ἡ περιουσία τῆς μονῆς καί ἡ ἰδική μου, ἐπίσης, εὑρίσκεται στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», εἶπε ὁ Ἅγιος, ἐννοώντας τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό, τήν ὁποία δέν μπορεῖ κανείς νά ἀφαιρέσει ἀπό τήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Οἱ κατακτητές δέν κατάλαβαν τά λόγια του καί ἕνας ἀπό αὐτούς τόν ἐκτύπησε μέ τό ξίφος στό λαιμό. Ὁ Ὅσιος ἔπεσε νεκρός. Ὅτασν οἱ Πολωνοί, ὀργισμένοι ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν εὑρῆκαν τίποτε, ἐγύρισαν, ὁ δήμιος τοῦ Ὁσίου, ΄σαν νά μήν ἦταν ἀρκετό τό πρώτο θανατηφόρο κτύπημα, ἄνοιξε τήν τιμία κεφαλή τοῦ Ὁσίου μέ τσεκούρι.
Στή μονή εὑρισκόταν, ἐπίσης, καί ἕνας χωρικός πού ὀνομαζόταν Ἰωάννης Σουμά. Ὅταν οἱ ἐχθροί εἰσέβαλαν στή μονή, αὐτός εὑρισκόταν στό κελλί τοῦ Ὁσίου. Παρ’ ὅλα τά βαρειά τραύματα ἔμεινε ζωντανός καί διήγήθηκε ἀργότερα στόν υἱό του αὐτά πού συνέβησαν.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἐνταφιάσθηκε μέ τιμή καί εὐλάβεια στίς 28 Μαρτίου καί στόν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, μετά τριάντα τέσσερα χρόνια, ἐκτίσθηκε ναός πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Νόβγκοροντ Μακαρίου, στίς 25 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1655, τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου μετεκομίσθησαν κάτω ἀπό τό κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μύρωνος, τοῦ ἐξ Ἡρακλείου Κρήτης.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μύρων καταγόταν ἀπό τό Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τό σημερινό Ἡράκλειο, καί ἐγεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημή-τριος καί ἦταν δίκαιος καί ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ὁ Ἅγιος ἦταν σεμνός καί σώφρων καί ἀγαποῦσε ὑπερβολικά τήν παρθενία καί τήν ἄσκηση. Ἐργαζόμενος ὡς ράπτης στό Ἡράκλειο, ἐσυκοφαντήθηκε ἀπό τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐφθονοῦσαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε μία Τουρκοπούλα. Στό δικαστήριο ὁ Ἅγιος ἀπέρριψε ἀπολο-γούμενος τή συκοφαντία, ἀλλά ἐτέθη σέ αὐτόν τό δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἤ τοῦ θανάτου. Ὁ Μάρτυρας Μύρων ἀποκρίθηκε μέ παρρησία, ὅτι δέν ἀρνεῖται τήν πίστη του, ἀλλά εἶναι ἕτοιμος νά ὐποστεῖ κάθε βασανιστήριο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καθ’ ὅσον ἐγεννήθηκε Χριστιανός καί Χριστιανός θέλει ν’ ἀποθάνει.
Γιά τό λόγο αὐτό τόν ἐκτύπησαν ἀνηλεῶς καί τόν ἔρριψαν στή φυλακή. Ὅταν τόν ἔβγαλαν ἀπό αὐτή τόν ὁδήγησαν καί πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ. Ὁ Ἅγιος ἐπανελάμβανε συνεχῶς ὅτι θέλει νά ἀποθάνει ὡς Χριστιανός. Ἔτσι καταδικάσθηκε στόν δι’ αγχόνης θάνατο. Λίγο πρίν τό μαρτύριο ὁ Μάρτυρας Μύρων ἐζήτησε τήν ἄδεια ἀπό τούς δήμιους καί ἐπλησίασε τόν πατέρα του. Ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ ἐφίλησε τό χέρι. Ἀφοῦ ἔλαβε τήν εὐχή του προσῆλθε πρό τῶν δημίων. Μετά ἀπό λίγο ἐδέχθηκε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἦταν τό ἔτος 1793.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!