Ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων κατά την Θεία Λειτουργία στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων στο Νησί Ημαθίας.
«Μή πάντες ἀπόστολοι; μή πάντες προφῆται; … μή πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; »
Στή διανομή τῶν χαρισμάτων ἀναφέρεται τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ὅρισαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἀναγινώσκεται τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Ἀναργύρων, τῶν ἁγίων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ.
Ὁ Θεός, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔθεσε μέσα στήν Ἐκκλησία καί τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους καί τούς διδασκάλους καί τούς θεραπευτές καί ὅλους τούς ἄλλους πού ἔχουν διαφορετικά χαρίσματα ὄχι γιά νά δημιουργήσει ἔριδες καί διχόνοιες μεταξύ τους, ἀλλά προκειμένου νά ἐξυπηρετήσει μέ αὐτά τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων.
Καί αὐτό δέν ἰσχύει μόνο στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἰσχύει καί γενικότερα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Ὁ Θεός δέν ἔδωσε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τίς ἴδιες ἱκανότητες καί τά ἴδια τάλαντα. Ἔδωσε στόν κάθε ἄνθρωπο διαφορετικά χαρίσματα καί σέ ποσότητα καί σέ εἶδος. Τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ μία ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, γιά τήν ὁποία πολλές φορές ὁ Θεός κατηγορεῖται ὅτι εἶναι ἄδικος ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους, γιατί ἄλλους τούς πλούτισε μέ χαρίσματα καί ταλέντα καί ἄλλους τούς ἔδωσε λιγότερα ἤ ὄχι τόσο σπουδαῖα καί σημαντικά.
Μία τέτοια προσέγγιση τῶν χαρισμάτων καί τῆς «διανομῆς» τους ἀπό τόν Θεό εἶναι προσέγγιση ἀνθρώπινη καί ἐγωκεντρική. Ὁ Θεός δέν ἔδωσε τά χαρίσματα καί τά τάλαντα γιά νά τά καρπωθοῦμε προσωπικά, γιά νά αὐξήσουμε μέ αὐτά τήν αὐτοπεποίθηση καί τόν ἐγωισμό μας ἤ γιά νά ἀποκτήσουμε κοινωνική ἀποδοχή. Τά ἔδωσε μέ σκοπό νά τά ἀξιοποιήσουμε καί νά τά αὐξήσουμε, θέτοντάς τα στήν ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων μας, θέτοντάς τα στή διακονία τῶν ἀδελφῶν μας.
Ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό εὐθῦνες καί ὑποχρεώσεις. Ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ συνοδεύεται ἀπό τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου νά ἀξιοποιήσει τά τάλαντα τοῦ Θεοῦ, τά χαρίσματα πού ἔλαβε γιά τόν σκοπό πού τά ἔλαβε. Καί ὁ σκοπός αὐτός εἶναι ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν του.
Ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους ἔδωσε ὁ Θεός περισσότερα ἤ μεγαλύτερα χαρίσματα, ἀπαιτεῖ καί περισσότερα καί μεγαλύτερα ἀποτελέσματα, ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη καί οὐσιαστικότερη προσφορά πρός τόν ἄνθρωπο, μέσω τῆς ὁποίας αὐξάνονται καί πολλαπλασιάζονται τά χαρίσματα.
Τήν ἀπαίτηση αὐτή τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο τή διαπιστώνουμε στήν παραβολή τῶν ταλάντων.
Ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος: δέν ζητᾶ ἀπό τόν δοῦλο του πού ἔλαβε τό ἕνα τάλαντο νά τοῦ ἐπιστρέψει δέκα, ζητᾶ ὅμως ἀπό αὐτόν, στόν ὁποῖο ἔδωσε τά πέντε τάλαντα, νά τά ἔχει διπλασιάσει· καί ὁ μόνος ἀσφαλής τρόπος τοῦ διπλασιασμοῦ ἤ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ταλάντων εἶναι νά τά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος στούς ἀδελφούς του, νά τά θέσει στήν ὑπηρεσία τους, νά τά ἀξιοποιήσει πρός χάρη τους, νά τά μοιρασθεῖ μαζί τους.
Πολλοί φοβοῦνται ὅτι τό μοίρασμα ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐκδαπάνηση ἤ καί τήν ἀπώλεια τῶν ταλάντων. Ὅμως αὐτό δέν ἰσχύει. Ἡ προσφορά εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλής, ὅπως εἶπα, τρόπος γιά τήν αὔξησή τους, εἶναι ἡ πιό ὑγιής ἐπένδυση, πού καί ἐπωφελής γιά τόν κάτοχό τους εἶναι, καί χρήσιμη γιά τό κοινωνικό σύνολο.
Πολλοί πάλι νομίζουμε ὅτι τά τάλαντα καί τά χαρίσματα εἶναι δικά μας ἀποκτήματα, τά ὁποῖα ἔχουμε τό δικαίωμα νά τά διαχειρισθοῦμε ὅπως θέλουμε.
Ἄν αὐτό συνέβαινε, τότε ὁ Θεός θά ἦταν ὄντως ἄδικος, γιατί σέ ἄλλους ἔδωσε περισσότερα καί σέ ἄλλους λιγότερα. Ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔκανε αὐτό πού ἐμεῖς νομίζουμε. Ὁ Θεός ἔδωσε στούς ἀνθρώπους χαρίσματα, ἔδωσε δηλαδή τή δυνατότητα νά κάνουν πράγματα πού θά ἔκανε ὁ ἴδιος γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων, γιά χάρη μας. Δέν μᾶς τά παραχώρησε ὁριστικά γιά νά τά διαχειρισθοῦμε ὅπως νομίζουμε, ἀλλά μᾶς τά χάρισε, μᾶς τά διέθεσε, προσωρινά, γιά νά ἐξυπηρετήσουμε μέ αὐτά τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν μας.
Καί ὁ λόγος πού σέ ἄλλους ἔδωσε περισσότερα καί σέ ἄλλους λιγότερα χαρίσματα, εἶναι γιατί ὁ Θεός τά ἔδωσε ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητες πού εἶχε ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά τά ἀξιοποιήσει μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος θέλει.
Αὐτό ἔκαναν καί οἱ ἑορταζόμενοι ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός, καί γι᾽ αὐτό ἔλαβαν τή χάρη ἀπό τόν Θεό νά θαυματουργοῦν καί μετά τήν κοίμησή τους καί νά προσφέρουν καί μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἀγάπη τους καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους μας.
Αὐτό ζητᾶ καί ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, πού τιμοῦμε σήμερα τούς ἁγίους του, στόν ἑορτάζοντα αὐτόν ναό τους. Μᾶς ζητᾶ νά ἀξιοποιοῦμε τά χαρίσματα πού μᾶς ἔδωσε γιά τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο μᾶς τά ἔδωσε, γιά τήν ὠφέλεια δηλαδή τῶν ἀδελφῶν μας, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς, διά τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, τῆς ἀνταποδόσεώς του, τήν ὁποία ἀξιώθηκαν καί ἐκεῖνοι καί τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι δέχθηκαν τή χάρη αὐτή ἀπό τόν Θεό. Εἶχαν καί τήν ἔφεση αὐτή, ἦταν καί ἰατροί, ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα ἦταν ἄνθρωποι μέ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Γι᾽αὐτό καί τά χαρίσματα πού ἀγωνίσθηκαν νά ἀποκτήσουν ἀλλά καί τά χαρίσματα πού ὁ Θεός τούς ἔδωσε, τά διέθεσαν ὅλα στούς ἀνθρώπους. Καί γι᾽αὐτό καί ὁ Θεός τούς ἀξίωσε ἀκόμη καί μετά θάνατον νά μᾶς εὐεργετοῦν, νά μᾶς θεραπεύουν, νά μᾶς χαρίζουν τήν ἴαση καί τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος.
Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἄν πράγματι θέλουμε νά τιμήσουμε τούς ἁγίους, θά πρέπει νά μιμηθοῦμε τή ζωή τους. Ὁ καθένας σύμφωνα μέ τίς δυνάμεις πού ἔχει καί μέ τά χαρίσματα πού ἔχει. Δέν ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό ὅλους μας νά προσφέρουμε τά ἴδια πράγματα. Δέν μποροῦμε. Ἄλλο χάρισμα ἔχω ἐγώ. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία δύναμη καί μία ἱκανότητα νά διακονῶ τούς ἀνθρώπους. Ἐάν δέν τό κάνω καί δέν σᾶς διακονήσω, θά εἶμαι ὑπόλογος ἀπέναντι στόν Θεό, γιατί θά μοῦ πεῖ «ἐγώ σέ ἐτίμησα, ἀλλά ἐσύ δέν διακόνησες ὅπως ἔπρεπε». Τό ἴδιο καί γιά τούς ἄρχοντες. Τούς ἔδωσε τήν ἀξία νά εἶναι ἄρχοντες τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἄν καί ἐκεῖνοι δέν ἀγωνισθοῦν καί δέν προσφέρουν καί στήν πατρίδα καί στόν τόπο καί στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, θά εἶναι ὑπόλογοι. Ἀλλά καί ὁ καθένας ἀπό σᾶς, καί ἡ κάθε μητέρα καί ὁ κάθε πατέρας, στήν οἰκογένειά του, νά προσφέρει αὐτά πού μπορεῖ. Καί μποροῦμε ὅλοι μας, ἄλλος θά προσφέρει δέκα, ἄλλος πέντε, κανείς ὅμως δέν πρέπει νά θάψει αὐτά τά χαρίσματα πού ὁ Θεός μᾶς προσφέρει.
Εἴδατε τί ἔπαθε ἐκεῖνος ὁ δοῦλος πού τοῦ ἔδωσε ὁ κύριος ἕνα τάλαντο. Ἐκεῖνος φοβήθηκε καί πῆγε καί τό ἔκρυψε, καί ὅταν ἦρθε ὁ κύριός του, τόν τιμώρησε, γιατί τοῦ εἶπε οὔτε στήν τράπεζα δέν τό ἔβαλες, γιά νά αὐξηθεῖ, ἀλλά οὔτε καί σύ τό ἀξιοποίησες. Ἔτσι θά πεῖ στόν κάθε ἕνα ἀπό ἐμᾶς, ὅταν δέν ἀξιοποιήσουμε αὐτά πού μᾶς χάρισε.
Πολλές φορές νομίζουμε ὅτι εἶναι δικά μας. Τίποτε δέν εἶναι δικό μας. Μία ροπή, μία ἀσθένεια καί ὅλα τά χάνουμε. Μία σταγόνα στό μυαλό μας καί οὔτε νά σκεφθοῦμε, ὄχι νά τά ἀξιοποιήσουμε. Γι᾽ αὐτό ὅσο τά ἔχουμε καί ὅσο εἴμεθα ὑγιεῖς, θά πρέπει νά τά ἀξιοποιοῦμε, οὕτως ὥστε, ὅταν παρουσιασθοῦμε στόν Θεό, τά χέρια μας νά εἶναι γεμάτα ἀπό ἀγάπη, ἀπό προσφορά στόν συνάνθρωπό μας, ἀλλά καί γενικά στήν κοινωνία καί στήν οἰκογένεια. Διότι διαφορετικά θά μᾶς πεῖ ὁ Θεός «πηγαίνετε, διότι δέν εἶστε ἄξιοι, δέν ἀξιοποιήσατε αὐτά τά ὁποῖα σᾶς ἔδωσα ἐγώ μέ τόση ἀγάπη».
Ἔτσι, λοιπόν, ἐάν θέλουμε νά τιμήσουμε τούς ἁγίους Ἀναργύρους, γιά τούς ὁποίους ἤρθαμε σήμερα στόν ναό αὐτό, θά πρέπει νά ἀξιοποιοῦμε αὐτά πού ὁ Θεός μᾶς χαρίζει, ὅπως τά ἀξιοποίησαν οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι.