Του π. Ηλία Μάκου
Στην αγκαλιά του Θεού βρίσκεται πλέον ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Δημήτριος, ο οποίος κοιμήθηκε σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας πίσω του την κληρονομιά της καρδιάς και της αλήθειας, από τις οποίες χαρακτηρίστηκε η ζωή του όλη, όπως και τα έργα του, γι’ αυτό και λάμπουν ως το φως επί την λυχνίαν.
Τον πρωτογνωρίσαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1995, νεαροί τότε, ως Σιναΐτη μοναχό, ηγούμενο του Μετοχίου της Αγίας Αικατερίνης στα Γιάννινα και πρωτοσυγκελλεύοντα στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου, να πηγαινοέρχεται ακούραστα μεταξύ Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου.
Το 2006, λίγους μήνες πριν εκλεγεί Μητροπολίτης Αργυροκάστρου, ταξιδέψαμε μαζί στη Μονή Σινά, όπου μας ξενάγησε με πολύ ενθουσιασμό στην περίφημη βιβλιοθήκη, της οποίας τα περίφημα χειρόγραφα επιμελήθηκε ένα προς ένα και ανέδειξε.
Για δύο χρόνια, από το 2008 έως το 2010, εργαστήκαμε κοντά του στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου και νοσταλγούμε την όμορφα χτισμένη και καλλιεργημένη συμπεριφορά του και τη σοφή σιγή της ειλικρίνειάς του.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Δημήτριος, ακολουθώντας τα βήματα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, μαθήτευσε κοντά του. Και αυτή ήταν γεύση, που δεν μετριόταν, μηδέ εκφραζόταν. Αλλά γέμιζε την καρδιά και ξεχύνονταν σαν ευωδιά πνευματικής ζωής.
Είχε καθηλωμένο το βλέμμα του στο πρόσωπο του Κυρίου. Και ζούσε το θαύμα, ώστε αν και μέσα στον κόσμο, να ζει έναν άλλο κόσμο, όπου, παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες, δεν ταλαντευόταν και δεν καταποντιζόταν.
Οι πιστοί της Μητρόπολης Αργυροκάστρου, και όχι μόνο, έβλεπαν τη φωτεινή θέα του. Έστω και αν μοιράζονταν με τους συνανθρώπους του τη γήινη «μοίρα», την κοινή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής, παρ’ όλα αυτά, όλα ήταν αλλαγμένα και μεταμορφωμένα μέσα του. Μακριά από τη μάζα, μακριά από το λιώσιμο μέσα στο καζάνι του σύγχρονου κόσμου, μακριά από τον αποχρωματισμό της αξίας του προσώπου., μακριά από αρρωστημένες εγωπάθειες.
Αναδυόταν από την ζωή του, απλά και ταπεινά, μια καινούργια δυναμική και προοπτική, μια προσδοκία να ζήσει ο άνθρωπος μια διαφορετική πραγματικότητα και κατάσταση. Αυτό επεδίωξε για τον εαυτό του, αυτό ήθελε και για τους άλλους.
Δεν ήταν άνθρωπος της αφ’ υψηλού διακονίας. Συμμετείχε στη λύπη, στη χαρά και στις ανάγκες του ποιμνίου του. Έδιδε το παρών, όταν χρειαζόταν, χωρίς κανένα υλικό συμφέρον, για να αισθάνεται ο λαός τον Επίσκοπό του ως Πατέρα του. Και το έκανε αυτό, γιατί προηγουμένως ο ίδιος αισθανόταν τους Ορθοδόξους του ποιμνίου του ως παιδιά του.
Γι’ αυτό στεκόταν πατρικά πλάι τους, με αυτό το ωραίο, το αγνό, το γνήσιο, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο. Και στις ώρες της χαράς, και στις ώρες του πένθους και των δοκιμασιών.
Πήγαινε σε όλα τα χωριά της Επισκοπής του και έδινε λύσεις πρακτικές στα προβλήματα των ανθρώπων, τους εφοδίαζε με την Ορθόδοξη διδασκαλία, τους παρείχε πνευματική, και όταν χρειαζόταν, και υλική τροφή. Τους διαπότιζε με την ασκητική ζωή του και το ευχαριστηριακό βίωμά του.
Λαμπάδα, που καιγόταν ήταν ο βίος του, και προσέφερε την ιλαρή φωτεινότητά του, η οποία λειτουργούσε στις ψυχές των πιστών σαν κατάνυξη οικοδομής και ανάτασης.