† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοφυλάκτου, ἐπισκόπου Νικομηδείας.
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἔζησε κατά τούς χρόνους του αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Δ΄ (775-780 μ.Χ.). Λόγῳ τῆς μεγάλης του παιδείας καί πρός συνέχισιν των σπουδῶν του ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γρήγορα ἀπέκτησε φήμη σοφοῦ καί ἐδημιούργησε φιλικές σχέσεις μέ ἀνώτερους κρατικούς λειτουργούς καί ἀξιωματούχους, καθώς καί μέ τόν μετέπειτα Πατριάρχη Ταράσιο, πού ἦταν τότε πρωτοσηκρίτης[1].
Ὅταν τό ἔτος 784 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ταράσιος, εἰς διαδοχήν τοῦ Πατριάρχου Παύλου, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος μαζί μέ τόν Μιχαήλ, πού ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Συνάδων, ἀπεστάλησαν ἀπό τόν Ταράσιο σέ κάποια μονή τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Λίγο ἀργότερα, πιθανόν περί τό ἔτος 800 μ.Χ., ἐξελέγη ἐπίσκοπος Νικομήδειας. Ἀπό τή θέση αὐτή ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος διέπρεψε σέ ἔργα ἐκκλησιαστικῆς φιλανθρωπίας καί κοινωνικῆς πρόνοιας. Ἀνήγειρε ναούς, τό μέγα νοσοκομεῖο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιναοῦ, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα καί ἐδημιούργησε λογία γιά τίς ἄπορες χῆρες καί τά ὀρφανά. Ὁ ἴδιος δέ διακονοῦσε καί περιποιό-ταν τούς πάσχοντες ἀδελφούς του.
Ὅταν ἀπέθανε ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ἐξελέγη στόν πατριαρχικό θρόνο ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Α΄ (806-815 μ.Χ.). Στή βασιλεία ὑπερίσχυσε ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813-820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἐκινήθηκε κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τότε παρέλαβε ὁ Ἅγιος Νικηφόρος τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο, τόν Ἅγιο Αἰμιλιανό Κυζίκου, τόν Ἅγιο Εὐθύμιο Σάρδεων, τόν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τόν Ἅγιο Μιχαήλ Συνάδων καί τόν Ἅγιο Ἰωσήφ Θεσσαλονίκης, ἀνέβηκε στό παλάτι καί ἔλεγξε μέ ἁγιογραφικά χωρία τόν αὐτοκράτορα γιά τά δυσσεβῆ διδάγματα καί τήν εἰκονομαχική του διάθεση. Ἐπειδή ὁ αὐτοκρά-τορας ἔμενε ἀμετάπειστος, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ἔλαβε τό λόγο καί τοῦ εἶπε μέ παρρησία: «Γνωρίζω ὅτι καταφρονεῖς τήν ἀνοχή καί μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά θά ἔλθει σέ σένα ξαφνικά ὄλεθρος καί ἡ καταστρο-φή θά εἶναι ὅμοια μέ καταιγίδα».
Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριώθηκε καί τούς κατεδίκασε ὅλους σέ ἐξορία. Τόν μέν Πατριάρχη Νικηφόρο στή Χρυσούπολη, τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς σέ διαφορετικά μέρη καί τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο στό Στρόβιλο[2], ὅπου ἐπί τριάντα ἔτη παρέμεινε μέ καρτερία καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 845 μ.Χ.
Μετά τήν κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ, ἐπί τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας (842-857 μ.Χ.) καί τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου (842-846 μ.Χ.) τό ἱερό σκήνωμα αὐτοῦ ἀνακομίσθηκε στή Νικομήδεια, τό ἔτος 846 μ.Χ., καί ἐναποτέθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, πού ὁ ἴδιος εἶχε οἰκοδομήσει.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποκαλεῖ τόν Ὅσιο Θεο-φύλακτο στῦλο ἀληθείας, Ὀρθοδοξίας ἑδραίωμα, φύλακα τῆς εὐσέ-βειας, στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας[3].
Μικρός ναός τοῦ Ὁσίου Θεοφυλάκτου ἀνηγέρθη στό παλάτι κατά τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. ἴσως ἐπί αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α΄ τοῦ Λεκαπηνοῦ (920-944 μ.Χ.), πατέρα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντι-νουπόλεως Θεοφυλάκτου (931-956 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἑρμοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος ῾Ερμῆς μνημονεύεται στήν πρός Ρωμαίους Ἐπι-στολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[4]. Κατά τήν παράδοση ἔγινε Ἐπί-σκοπος Δαλματίας. Στό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλεῖται Ἕρμυλος. Στόν Παρισινό Κώδικα [5] ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀναφέ-ρεται στίς 8 Ἀπριλίου μετά τῶν Ἀποστόλων Ἀγάβου, Ἀσυγκρίτου, Ἐπαφρᾶ, Ἡρωδίωνος, Ρούφου καί Φλέγοντος,
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δίωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δίων ἐτελειώθηκε διά μαχαίρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δομετίου.
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 363 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυρίλλου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κύριλλος ἦταν Ἐπίσκοπος καί ἐμαρτύ-ρησε στήν Ἀφρική κατ’ ἄγνωστο χρόνο[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Φηλικίτης, Ἑρε-νίας, Ρογάτου, Φήλικος, ἑτέρου Ρογάτου, Βεάτου, Οὐρβανοῦ, Σιλβανοῦ καί Μαμμίλου.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν κατ’ ἄγνωστο χρόνο στήν Ἀφρική[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἔζησε κατά τόν 8ο καί 9ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πλουσιάδος ἤ Προυσιάδος τῆς Βιθυνίας, τῆς καλουμένης πρίν Κίερος[8].
Ὅταν ὁ Ὅσιος εἶδε τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους νά μαίνονται κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀνατρέπουν τήν ὀρθή ἐκτέλεση τῶν θεσμῶν καί τίς μορφές τῶν Ἁγίων καί νά καταστρέφουν τά ἀνάγλυφα τῶν σεπτῶν εἰκόνων καί νά τίς ἀπαλείφουν ἀπό τούς ἅγιους ναούς, νά ζωγραφίζουν ὅμως ἀντί αὐτῶν μορφές θηρίων καί ὄρνεων καί ἑρπετῶν καί νά ἀνατρέπουν τίς παραδόσεις τῶν θείων Πατέρων, ἀγωνίσθηκε μέ ἱερό ζῆλο κατά τῆς αἱρέσεως καί ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐπιλέγοντας καταπονήσεις ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ὑπέρ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας καί τῆς Παναγίας μας, τῶν θείων στή μορφή Ἀγγέλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων. Γι’ αὐτό ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλούς πειρασμούς γιά πολλά χρόνια, καί ἀφοῦ μέχρι τέλους ἀγωνίσθηκε καλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Λαζάρου καί Ἀθανασίου, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Οἱ Ὅσιοι Λάζαρος καί Ἀθανάσιος ἔζησαν τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία καί ἀσκήτεψαν στήν περιοχή τοῦ Μούρμαν-σκ. Ἐκοιμήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου, ἐν Κούρσκ τῆς Ρωσίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!