Το παρόν πόνημα συνετάγη με έναν και μόνο σκοπό. Να ανεύρει τις ιστορικοκανονικές απαντήσεις στα θέματα, που ανεφύησαν από την στάση τόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου όσο και του Πατριαρχείου Μόσχας έναντι του Ουκρανικού Ζητήματος και να τις θέσει υπόψιν των ασχολουμένων εξ αντικειμένου με το ζήτημα αυτό αλλά και του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού.
Καταρχήν εξετάζεται η de jure σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Ουκρανική Εκκλησίας, σχέση η οποία διακρίνεται σε δύο περιόδους:
α ) στην περίοδο μέχρι το 1686, κατά την οποία σε γενικές γραμμές τηρείται η κανονικότητα στην εκλογή και χειροτονία του Μητροπολίτη Κιέβου και
β) στην περίοδο μετά το 1686, οπότε και εκδίδεται το Γράμμα Εκδόσεως, διά του οποίου εκχωρείται υπό προϋποθέσεις στον Πατριάρχη Μόσχας το δικαίωμα χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου και όχι βεβαίως στο Πατριαρχείο Μόσχας η κανονική δικαιοδοσία επί της Μητροπόλεως Κιέβου. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει, όχι μόνο από την γραμματική ερμηνεία του Γράμματος Εκδόσεως του 1686 και της σχετικής επιστολής της Ρωσικής Εκκλησίας που προκάλεσε την υπογραφή του αλλά και από την παράθεση αντιστοίχων Γραμμάτων Εκδόσεως (και του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ΄ του Μουσελίμη), καθώς και από την παρουσίαση της προσωπικότητας του υπογράψαντος αυτό Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ του Μουσελίμη.
Στη συνέχεια, η ανάλυση του θέματος κατευθύνεται προς την κανονική de facto σχέση του Πατριαρχείου Μόσχας με την Ουκρανική Εκκλησία, η οποία αποσαφηνίζεται:
α) μέσω του καθορισμού των γεωγραφικών ορίων του Πατριαρχείου Μόσχας, από τον οποίο προκύπτει η ανυπαρξία εδαφικής γειτνιάσεως και συνεπώς κανονικής συσχετίσεως αυτού με την Μητρόπολη Κιέβου και
β) μέσω της αποδείξεως της αντιθέσεως προς τους ιερούς κανόνες του ισχυρισμού του Πατριαρχείου Μόσχας περί κτήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Κιέβου διά χρησικτησίας.
Ακολουθεί η εξέταση του θέματος, που αποτελεί την βάση για την επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος. Το θέμα αυτό είναι η άσκηση του δικαιώματος παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ουκρανίας, το οποίο αμφισβητήθηκε εντόνως από την Ρωσική Εκκλησία. Υπό αυτό το πρίσμα και προς απάντησιν στους ισχυρισμούς του Πατριαρχείου Μόσχας εξετάζονται τα επιμέρους ζητήματα, που αφορούν στον φορέα ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, στην παραγραφή του συγκεκριμένου δικαιώματος, στον εξονομασμό εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Εξάρχων αυτού στο Κίεβο, ως πράξη παραβιάσεως ορίων κανονικής δικαιοδοσίας και τέλος η θεωρία του Πατριαρχείου Μόσχας περί Σχίσματος και περί χαρακτηρισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη ως «σχισματικού».
Έπεται η εξέταση ενός άλλου, επίσης σημαντικού θέματος, που έθεσε υπό αμφισβήτηση την δικαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη σε σχέση με τον θεσμό του εκκλήτου. Το θέμα αυτό είναι ή άσκηση του εκκλήτου εκ μέρους του καθαιρεθέντος πρώην επικεφαλής της Ουκρανικής Εκκλησίας (Πατριαρχείο Κιέβου) Φιλάρετου Ντενισένκο και των «σύν αὐτῷ» και η κανονική αξιολόγηση των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μέσα από την παράθεση των πραγματικών περιστατικών και την ανάπτυξη των γενικών αρχών του Κανονικού Δικαίου της κανονικής δικαιοδοσίας και της καθολικής ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής, σε συνάρτηση με την ανάλυση του θεσμού του εκκλήτου και την απάντηση του ερωτήματος σχετικώς με το κύρος της χειροτονίας του νυν Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου από αιρετικό ή σχισματικό, ήτοι τον καθαιρεθέντα Φιλάρετο Ντενισένκο, αποδεικνύεται ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο τήρησε στο ακέραιο την κανονική νομοθεσία και άσκησε ορθώς την Επόμενο κατά χρόνο ζήτημα, το οποίο τέθηκε μετά την αμφισβήτηση της δικαστικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν η άρνηση από την πλειοψηφία των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών να αναγνωρίσουν τη νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία.
Προς απόδειξη του αβάσιμου από κανονικής απόψεως χαρακτήρα της αρνήσεως αυτής, αναλύεται η κανονική βάση της Ενωτικής συνόδου, αποδεικνύεται η ipso jure ισχύς των Πατριαρχικών και Συνοδικών Τόμων περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος και τέλος καταρρίπτεται η θεωρία περί του ατελούς χαρακτήρα των παραχωρηθέντων αυτοκεφάλων καθεστώτων.
Εν κατακλείδι, παρατίθενται οι νεότερες – και τελικές μέχρι σήμερα – εξελίξεις επί του Ουκρανικού ζητήματος, που αφορούν σε τρεις Εκκλησίες, των οποίων οι αντιδράσεις είχαν αντίκτυπο στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η πρώτη Εκκλησία είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία αντέδρασε θετικώς μεν στην παραχώρηση αυτοκεφάλου στην νέα Εκκλησία αλλά με τρόπο διφορούμενο και αμφιλεγόμενο. Η δεύτερη Εκκλησία είναι το Πατριαρχείο Μόσχας, που ενεθάρρυνε μια σύνοδο πανορθόδοξου χαρακτήρα, με αιχμή του δόρατος το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Τέλος, η τρίτη Εκκλησία είναι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που αναδέχθηκε τον ρόλο του οργανωτή μίας συνόδου στο Αμμάν της Ιορδανίας, η οποία όχι μόνο οργανώθηκε κατά παράβασιν της κανονικής νομοθεσίας αλλά απέτυχε να επιφέρει και το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν οι εμπνευστές της.
Το πόνημα ολοκληρώνεται με την κατάθεση μιας προτάσεως για την επίλυση του ανακύψαντος ζητήματος. Η λύση του ζητήματος βρίσκεται πράγματι στη σύγκληση συνόδου των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως θεωρεί η πλειοψηφία των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά με προσανατολισμό, βάση και θεματολογία εντελώς διαφορετική, από αυτήν που θεωρούν ως δεδομένη οι Εκκλησίες αυτές.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΟ Αναστάσιος Βαβούσκος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967 και είναι Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, από το 1992.
Μετά τη ολοκλήρωση των εγκυκλίων σπουδών του εισήχθη το 1986 στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε το 1990 με βαθμό πτυχίου Άριστα. Κατά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο έτος των σπουδών του (ακαδημαϊκά έτη 1987 – 1988, 1988 – 1989 και 1989 – 1990) έλαβε και υποτροφία λόγω των επιδόσεών μου στα μαθήματα των ετών αυτών.
Στη συνέχεια, το έτος 1990, εισήχθη κατόπιν εξετάσεων στο μεταπτυχιακό τμήμα του Τομέα Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Θεσσαλονίκης, από όπου έλαβε τον αντίστοιχο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών επιπέδου Master, με βαθμό πτυχίου Άριστα.
Η διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία του με τίτλο: «Κληρονομική διαδοχή μοναχών κατά τα εν Ελλάδι ισχύοντα», βαθμολογήθηκε από την Εξεταστική Επιτροπή ομοφώνως με βαθμό δέκα (10) Άριστα και δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα του νομικού περιοδικού «Αρμενόπουλος», που εκδίδει ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (έτος 1994).
Κατά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του το έτος 1998 μετέβη στη Γενεύη Ελβετίας όπου ενεγράφη στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθόδοξης Θεολογίας παρά τω Ορθοδόξω Κέντρω του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambézy Γενεύης, από το οποίο αποφοίτησε το 2000 λαμβάνοντας μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας επιπέδου Master, διετούς διάρκειας, με βαθμό πτυχίου: Άριστα (summa cum laude).
Η διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία του με τίτλο: «La notion de competence dans le droit canon» (Η έννοια της αρμοδιότητος στο Κανονικό Δίκαιο), η οποία παρουσιάσθηκε ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελβετίας (και μετέπειτα Ανδριανουπόλεως) κυρός Δαμασκηνός ως Πρόεδρος και οι Βλ. Φειδάς Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, G. Vergauwen Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Φριμπούρ και Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αχαϊας κ.κ. Αθανάσιος (νυν εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες), βαθμολογήθηκε ομοφώνως με βαθμό Άριστα (summa cum laude).
Το 2001 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο διδακτορικής διατριβής «Θεμελιώδεις Αρχές Εκκλησιαστικής Δικονομίας – Η αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκκλησιαστικής δικαιοσύνης», κατόπιν υποστηρίξεως ενώπιον Εξεταστικής Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν οι Καθηγητές Χαρ. Παπαστάθης ως Πρόεδρος και Γ. Νάκος, Σ. Βαρναλίδης, Ι. Κονιδάρης, Β. Ζησιάδης, Αθ. Καϊσης και Κ. Κυριαζόπουλος και η οποία Επιτροπή απένειμε τον βαθμό: Άριστα.
Πέραν της διδακτορικής διατριβής του έχει συγγράψει τα κάτωθι βιβλία:
1. «Το Εκκλησιαστικό καθεστώς της Δωδεκανήσου (1912 – 2005)», σσ. 333, Δίκαιο και Θεσμοί (Διευθυντής σειράς: Καθηγητής Χαράλαμπος Παπαστάθης), αριθ. 5, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2005,
- «Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων», σσ. 269, εκδ. Παν. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010 για την εξυπηρέτηση των διδακτικών αναγκών του ομότιτλου μαθήματος, που διδάσκεται στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης,
- «Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες – Πηγές)», (σε συνεργασία με τον Γρηγόριο Λιάντα Επίκουρο Καθηγητή Α.Ε.Α.Θ.), σσ. 215, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014,
4. «Κώδικας Νομοκανονικός. Ιεροί Κανόνες – Βυζαντινό Δίκαιο – Κανονικά Παραπτώματα», σσ. 1140, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016,
5. «Το Ουκρανικό Ζήτημα», σς. 330, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2020. - μελέτες, άρθρα, βιβλιοκρισίες, παρατηρήσεις και σχόλια επί δικαστικών αποφάσεων στα γνωστικά αντικείμενα του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου
Από το 2008 μέχρι το 2013 δίδαξε στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης με την ιδιότητα του Εκτάκτου Επικούρου Καθηγητή τα παρακάτω μαθήματα:
α) Εκκλησιαστικό Δίκαιο,
β) Κανονικό Δίκαιο,
γ) Νομική προστασία Εκκλησιαστικών Κειμηλίων,
δ) Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων.
Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και ημερίδες πάντοτε στα γνωστικά αντικείμενα του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου και υπήρξε μέλος:
1) της Συντακτικής Επιτροπής της Εξαμηνιαίας Επιθεωρήσεως Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «Νομοκανονικά», που εκδίδεται από την Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, της οποίας είναι και ιδρυτικό μέλος.
2) της Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος περί καταρτίσεως σχεδίου αναθεωρήσεως του Ν. 5383/1932: «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου,
3) της Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος περί καταρτίσεως σχεδίου αναθεωρήσεως του Ν. 5383/1932: «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, 4) αναπληρωματικό της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού Κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Υπηρέτησε ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού (ειδικότητα Στρατολόγος). Απόφοιτος της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού Κρήτης.
Ως Έφεδρος Αξιωματικός αναμείχθηκε ενεργά μετά την λήξη της θητείας του με τα θέματα των Εφέδρων Αξιωματικών. Δραστηριοποιήθηκε στον Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών Νομού Θεσσαλονίκης, του οποίου διετέλεσε Αντιπρόεδρος (δύο θητείες) και Γενικός Γραμματέας (δύο θητείες) και απλό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του.
Λόγω των ειδικών γνώσεων του στα νομικά θέματα των Εφέδρων Αξιωματικών, επελέγη από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ανακληθείς από την εφεδρεία ως Εκπρόσωπος της Ελλάδος στη Νομική Επιτροπή της Διασυμμαχικής Ενώσεως Εφέδρων Αξιωματικών (CIOR) από το έτος 1998 μέχρι 2001 και το έτος 2004, συμμετέχοντας ταυτοχρόνως και στην Υποεπιτροπή για το Δίκαιο του Πολέμου, εκπροσωπώντας πάντοτε την Ελλάδα.
Είναι:
1) Διδάσκαλος Ορθοδόξου Θεολογίας δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. 13/Οκτωβρίου 2000 Πατριαρχικού Γράμματος της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου Α΄, λόγω της λήψεως του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην Ορθόδοξη Θεολογία από το ομώνυμο Μεταπτυχιακό Ινστιτούτο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambézy Γενεύης.
2) Αναγνώστης της Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας χειροθετηθείς από το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ελβετίας κυρό Δαμασκηνό το έτος 1990.
Στις 21 Νοεμβρίου 2019 ως αναγνώριση της προσφοράς στην προάσπιση των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου αλλά και του εν γένει επιστημονικού έργου του, η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Β΄ τον τίμησε με την απονομή του οφφικίου του Άρχοντα Ασηκρήτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά.
Είναι παντρεμένος με την Ειρήνη Βήττα-Βαβούσκου και έχει μία κόρη.