† Μνήμη τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου.

Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας, υἱός τοῦ Ἀμώς, ἐγεννήθηκε στά Ἱεροσόλυμα περί τό ἔτος 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν τεσσά-ρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καί μεγαλοφωνότερος ἀπό αὐτούς. Τό ὄνομα Ἡσαῒας, ἑβραϊστί Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θε-ός σώζει».
Κατά ἀρχαία ραββινική παράδοση ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφός τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δέ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τόν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καί ὄχι ἱστορικές ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τήν εὐγενή καταγωγή τοῦ Ἡσαῒου. Ὁ Ἡσαῒας ἦταν ἔγγαμος καί εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στίς Προφη-τεῖες του. Σέ αὐτά, κατ’ ἐντολήν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικά ὀνόματα. Τοῦ μέν πρώτου τό ὄνομα ἦταν Ἰασούβ καί σημαίνει κατά τούς Ἑβδομήκοντα «τό ὑπόλοιπο θά ἐπιστρέψει»,, δηλαδή οἱ ἀπομείναντες στήν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θά ἐπανέλθουν στήν πατρίδα τους. Τοῦ δέ ἄλλου τό ὄνομα ἦταν Μαχέρ Σχαλάζ Χάς Βάζ καί σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σέ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατά τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καί Βαβυλωνίων.
Ὁ Ἡσαῒας ἐκλήθηκε στήν προφητική διακονία αὐτοῦ κατά τό ἔτος 738 π.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καί πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σέ μία συναρπαστική περιγραφή τήν κλήση του. Εὑρισκόμενος στό ἱερό εἶδε τόν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σέ θρόνο ὑψηλό, ἐνῶ ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τά ἑξαπτέρυγα Σερεφείμ ἵσταντο γύρω ἀπό τό θεῖο θρόνο προσφωνοῦντα καί ἀντιφωνοῦντα τό ἕνα τό ἄλλο, δοξολογοῦντα τόν Θεό καί λέγοντα «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ»[1]. Μπροστά στό μεγαλειῶδες αὐτό θέαμα ὁ Ἡσαῒας καταλήφθηκε ἀπό βαθειά συγκίνηση καί δέος, ἀναλογίσθηκε τήν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καί ἀνεφώνησε, ὅτι ὡς ἄνθρωπος πού ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν Βασιλέα, Κύριο, Σαβαώθ. Μετά τήν ταπεινή αὐτή ὁμολογία του, ἕνα ἀπό τά Σεραφείμ ἔλαβε διά τῆς λαβίδος στό χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπό τό θυσιαστήριο, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐκαιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τά χείλη τοῦ Ἡσαῒου καί τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτό ἄγγιξε τά χείλη σου καί θά ἀφαιρέσει τίς ἀνομίες σου καί θά καθαρίσει τελείως καί θά ἀπαλείψει ἀπό σένα τίς ἁμαρτίες σου»[2].
Τό ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου ἐπεκτάθηκε ἐπί τῆς βασιλείας τῶν Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δέ καί ἐπί Μανασσῆ, ἀπό τόν ὁποῖος, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σέ θάνατο καί ἐκτελέσθηκε μέ ξύλινο πριόνι, ἐπειδή τόν ἔλεγξε δημοσίως γιά τήν ἀσέβειά του.
Ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαῒας ἦταν πολύ δύσκολη γιά τό Ἰσραηλιτικό βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σέ μία ὑλόφρονα ζωή, γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δέν ἐδίσταζαν μπροστά σέ καμμιά ἀδικία καί παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦσαν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦσαν κλέ-πτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς, ἐκεῖνοι πού ἐνήστευαν καί προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικά καί ἦταν ἄδικοι καί ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυν-θεῖ καί συνεργοῦσαν στή διαφθορά.
Μιά τέτοια κατάπτωση ἦταν ἐπόμενο νά ὁδηγήσει σέ ὀλιγο-πιστία, σέ ἀπιστία πρός τόν Ἀληθινό Θεό καί σέ ἐκτροπή πρός τήν εἰδωλολατρεία. Ἐξ αἰτίας τῆς κυριαρχούσης ἁμαρτωλότητος καί ἀσέβειας, γιά παιδαγωγία, ἐπιστροφή τοῦ λαοῦ καί ὑπακοή στό θεῖο νόμο, ἐπέτρεπε ὁ Θεός συμφορές καί θλίψεις, ἰδιαίτερα δέ καταστρεπτικές ἐπιδρομές ξένων, γειτονικῶν καί μακρυνῶν λαῶν.Ἔτσι τό ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου, καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νά ἐλέγχει τήν ἁμαρτωλότητα καί ἀσέβεια, νά καταδικάζει αὐστηρότατα τήν ἀποστασία καί εἰδωλολατρεία, νά προλέγει θλίψεις κατά τοῦ ἀποστάτου λαοῦ καί νά καλεῖ σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή πρός τόν Θεό. Σέ περίοδο δέ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καί δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνεθάρρυνε τοῦς ἀποκαρδωμένους, ἀναθέρμαινε τήν πίστη καί ὐπακοή πρός τόν Θεό, ἐκαλλιεργοῦσε τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως.
Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονώτερα τόν Ἡσαῒα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καί καθαρώτατες χριστολογικές Προ-φητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τήν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καί τό Ὄνομα Αὐ-τοῦ «Ἐμμανουήλ», τό ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεός μαζί μας». Γι’ αὐτό καί ἐπονομάσθηκε ἀπό τούς Πατέρες «Εὐαγγελικός Προφήτης», οἱ δέ Προφητεῖες του «καθ’ Ἡσαῒαν Εὐαγγέλιον».
Τό ἱερό λείψανό του μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ (408-450 μ.Χ.), καί κατατέθηκε στό ναό τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου πού ἦταν πλησίον τῶν Βλα-χερνῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου.

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπό ἡμι-βάρβαρο φυλή, ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, πού σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατά τούς χρό-νους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.), ὅταν στήν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος ὡς πρός τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολύ ἄσχημος, καλούμενος γι’ αὐτό «κυνοπρόσωπος».
Ἡ μεταστροφή του στόν Χριστό ἔγινε μέ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σέ μάχη, πού διεξήγαγε τό ἔθνος του μέ τά Ρωμαϊκά αὐτοκρατορικά στρατεύματα. Κατατάγηκε στίς Ρωμαϊκές λεγεῶνες καί ἐπολέμησε κατά τῶν Περσῶν, ἐπί Γορδίου καί Φιλίπ-που.
Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατηχούμενος, γιά νά εὐχαριστήσει τόν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σέ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καί μετέφερε δωρεάν ἐπί τῶν ὤμων του ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν νά διέλθουν τόν ποταμό. Μία ἠμέρα ἐπαρουσιάσθηκε πρός αὐτόν μικρό παιδί, τό ὁποῖο τόν παρεκάλεσε νά τό περάσει στήν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τό ἔθεσε ἐπί τῶν ὤμων του καί στηριζόμενος ἐπί τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στόν ποταμό. Ὅσο ὅμως ἐπροχωροῦσε, τόσο τό βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μέ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νά φθάσει στήν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στόν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στό παιδί, ὅτι καί ὅλο τόν κόσμο νά ἐσήκωνε δέν θά ἦταν τόσο βαρύ. Τό παιδί τοῦ ἀπάντησε: «Μήν ἀπορεῖς, διότι δέν μετέφρες μόνο τόν κόσμο ὅλο, ἀλλά καί τόν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στήν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τίς δυνάμεις σου καί σέ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τό ραβδί σου καί αὔριο θά ἔχει βλαστήσει», καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρπό-βος ἐφύτεψε τή ράβδο καί τήν ἑπόμενη τήν εὑρῆκε πράγματι νά ἔχει βλαστήσει. Μετά τό περιστατικό αὐτό ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός ἀπό τόν Ἅγιο Ἱερομάρτυρο Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τόν μετονόμασε σέ Χρι-στοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, πού ἔλαβε τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσμα-τος καί τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τήν ὕπαρξη. Καί αὐτή ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του ἐφαινόταν φωτεινότερη καί ὀμορ-φότερη.
Στήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νά μεταφέρει στόν ὦμο του τόν Χριστό Ἐξ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καί στό Μικρόν Εὐχολόγιον καί συγκεκριμένα στήν Ἀκολουθία «ἐπί εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στή σειρά, τό ἀπολυτίκιό του.

Κατά τόν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετά τή βάπτισή του, εἶδε Χριστιανούς κακοποιούμενους ἀπό τούς εἰδωλο-λάτρες. Ἀπό ἀγανάκτηση ἐπενέβη καί ἔκανε δριμύτατες παρατη-ρήσεις πρός αὐτούς, διέφυγε δέ τή σύλληψη χάρη στό γιγαντιαῖο του παράστημα καί τήν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στόν αὐτοκράτορα καί διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιά τό σκοπό αὐτό ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρέυνησαν σέ διάφορα μέρη, τόν εὑρῆκαν κατά τή στιγμή τήν ὁποία ἑτοιμα-ζόταν νά γευματίσει μέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καί πεινασμένοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Ἅγιο Χριστοφόρο νά τούς δώσει νά φάγουν καί ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δέν θά τόν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπό τούς στρατιῶτες, βλέ-ποντας ὅτι πλήν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δέν ὑπῆρχε καμμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τόν Χριστοφόρο τοῦ εἶπε, ὅτι εὐχαρίστως θά ἐγινό-ταν Χρισιτιανός, ἐάν εἶχε τή δύναμη νά τούς χορτάσει ὅλους μέ τό κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἐγονάτισε, ἄρχισε νά παρακαλεῖ τόν Χριστό νά πολλαπλάσιάσει τό κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως ἐπολλαπλασίασε τούς πέντε ἄρτους στήν ἔρημο, γιά νά χορτασθοῦν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καί νά φωτισθοῦν στήν ἀναγνώριση καί ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσα-κούσθηκε καί τό τεμάχιο τοῦ ἄρτου ἐπολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντες οἱ στρατιῶτες τό θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στούς πόδες τοῦ Ἁγίου καί τόν παρακαλοῦσαν νά τούς γνωρίσει καλύτερα τόν Θεό του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἐξέθεσε μέ ἁπλότητα τή Χριστιανική διδασκαλία καί ὅλοι ἐξέφρασαν τήν ἐπιθυμία νά γίνουν Χριστιανοί, τούς ὁδήγησε πρός τόν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τούς ἐκα-τήχησε, τούς ἐβάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος ἐπληροφορή-θηκε τό γεγονός, τούς μέν στρατιῶτες συνέλαβε καί ἀποκεφάλισε, τόν δέ Χριστοφόρο προσπάθησε μέ ὑποσχέσεις καί κολακεῖες νά μεταπείσει, ἀλλά οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στήν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρός αὐτόν δύο διεφθαρμέ-νες γυναῖκες, τήν Ἀκυλίνα καί τήν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μέ τά θέλγητρά τους θά τόν ἐσαγήνευαν καί θά τόν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἐπανέλ-θουν στό δρόμο τῆς ἁγνότητος καί τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανές καί, ἀφοῦ ἐπαρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί εὑρῆκαν μαρτυρικό θάνατο.
Στή συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια καί τέλος ὑπέστη τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο, τό ἔτος 251 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στό Μαρτύριο αὐτοῦ κοντά στό ναό τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στό Κυπαρίσιον καί στό ναό τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀκυλίνης καί Καλλινίκης.
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀκυλίνα καί Καλλινίκη ἐπίστεψαν στόν Χριστό διά τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου καί, ἀφοῦ ἐβασανίσθησαν ἀνηλεῶς μέ σιδερένιες ράβδους πού διεπέρασαν τό σῶμα τους, ἐμαρτύρησαν, ἐπί αὐτοκράτρος Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἐπιμάχου τοῦ Ρωμαίου καί Γορδιανοῦ. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐπίμαχος καί Γορδιανός κατάγονταν ἀπό τή Ρώμη καί ἄθλησαν ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Διαβληθέντες ὡς Χριστιανοί, συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν ἐνώ-πιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἐβασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καί ἀποκεφαλίσσθηκαν. Τά ἱερά λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στόν ἴδιο τάφο καί σημαντικό μέρος αὐτῶν φυλάσσεται στό Ἀββαεῖο τῶν Βενεδικτίνων στό Κέμπτον τῆς Βαυ-αρίας στή Γερμανία.

† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαξίμου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τό ἔτος 333 καί διαδέχθηκε στό θρόνο τόν Πατριάρχη Μακάριο (314-333 μ.Χ.). Τά προηγούμενα χρόνια, ἐπί αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), ὅταν οἱ Χριστιανοί ἐδιώκοντο, εἶχε καταδικασθεῖ στά με-ταλλεῖα, ὅπου τοῦ ἔβγαλαν τό δεξιό ὀφθαλμό καί τοῦ ἀκρωτηρία-σαν τό ἀριστερό πόδι. Τό ἔτος 335 μ.Χ. συμμετεῖχε στή Σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλά δέν ὑπέγραψε τήν καταδίκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τό δέ 349 μ.Χ. ὑποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά τόν Μέγα Ἀθανάσιο πού ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 350 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σίου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.Ὁ Ὅσιος Σίος ἐγεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπό γονεῖς πλούσιους καί εὐσεβεῖς, πού δέν εἶχαν ἄλλα παιδιά. Ὁ Σίος ἦταν ὁ μοναδικός κληρονόμος τῆς τεράστιας περιουσίας τους καί ἡ μοναδική παρηγοριά τῶν γηρατειῶν τους. Τόν ἀνέθρεψαν, λοιπόν, μέ περισσή στοργή καί ἐπιμέλεια, καλλιεργώντας στήν ψυχή του τούς σπόρους τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖνος, πάλι, πρόθυμα ἄκουγε τίς ὠφέλιμες συμβουλές καί τίς θεῖες διδαχές τους. «Πνεύματος Ἁγίου πεπλη-σμένος ἔτι ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ»[3], ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ἀνάγνωση, ἐμελετοῦσε ἀκατάπαυστα τίς ἱερές Γραφές, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τήν Καινή Διαθήκη καί τό Ψαλτήριον.
Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἄκουσε γιά τόν Ὅσιο Ἰωάννη Ζενταζνέλι, πού ἐζοῦσε σέ μιάν ἔρημο, κοντά στήν Ἀντιόχεια, καί εἶχε πολλούς μαθητές. Ἄμέσως ἔτρεξε νά εὕρει τόν Ὅσιο Γέροντα. Ὁ προορατικός Γέροντας τοῦ εἶπε νά ἐπιστρέψει στήν πατρική οἰκία καί νά λάβει τήν εὐχή τῶν γονέων του, πού θά γίνονταν καί αὐτοί μοναχοί. Ἔτσι καί ἔγινε.
Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ὅσιος Σίος ἐφρόντισε πρῶτα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό βάρος τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἕνα μέρος τό ἐμοίρασε στά μοναστήρια, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ γονεῖς του, καί τό ὑπόλοιπο στούς πτωχούς. Ὁ ἴδιος ἐκράτησε μόνο τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἐπέστρεψε στόν Ὅσιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος γεμᾶτος χαρά τόν ἐμακάρισε, διότι ἔβαλε τό χέρι του στό ἀλέτρι καί δέν ἐκοίταζε πίσω στόν κόσμο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Σίος ἔγινε μοναχός, ἡ καρδιά του ἐφλογίσθηκε ἀκόμα περισσότερο ἀπό τό θεῖο ἔρωτα. Χάρη στήν ἀδιάκριτη ὑπακοή, τή βαθειά ταπείνωση, τήν ἀπέραντη ἀγάπη καί τίς ἄλλες θεῖες ἀρετές του, ἀξιώθηκε νά λάβει πολύ ἐνωρίς οὐράνια χαρί-σματα. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μέ ἔκπληξη καί δέος παρατηροῦσε τόν ἁγιοπνευματικό πλουτισμό τοῦ ὑποτακτικοῦ του, πού στό Ὄνομα καί μέ τή Χάρη τοῦ Κυρίου, ἄρχισε νά θεραπεύει θαυματουργικά τούς ἀσθενεῖς καί νά ἀποδιώκει τά δαιμόνια.
Εἴκοσι χρόνια ἔζησε ἔτσι κοντά στόν Ὅσιο Ἰωάννη. Καί ὅταν ἐκεῖνος, μέ θεία ἀποκάλυψη, ἔφυγε γιά τή Γεωργία, πῆρε μαζί του τόν ὅσιο Σίο καί ἄλλους ἕνδεκα μαθητές του.
Τρία χρόνια ἔμειναν στή Μτσχέτα κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀνέβηκαν γιά ἄσκηση στό ὄρος Ζαντένι.
Δυό χρόνια ἀργότερα, μία νύκτα, ἡ Ὑπαραγία Θεοτόκος καί ἡ Ἁγία Νίνα ἐμφανίσθηκαν στόν Ὅσιο Ἰωάννη καί τόν πρόσταξαν νά στείλει τούς ὑποτακτικούς του σέ ὅλη τή Γεωργία γιά ἱεραποστολή. Οἱ δώδεκα Πατέρες ἐκίνησαν γιά διάφορες περιοχές τῆς χώρας, μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντός τους καί τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐλογίου. Ὕστερα ἀπό σχετική συμβουλή τοῦ τελευταίου, ὁ καθένας πῆρε μαζί του, ὡς βοηθό καί συμπαραστάτη, ἀπό ἕναν Γεωργιανό μοναχό. Ὁ Ὅσιος Σίος ὅμως, ὡς ἐραστής τῆς ἐρημιτικῆς ζωῆς, προτίμησε νά φύγει μόνος. ὁ Ὅσιος Ἰωάννης δέν εἶχε ἀντίρρηση.
Ὁ Ὅσιος Σίος ἐκίνησε γιά τά ὄρη Σαρκινέτι τῆς Κάρτλης. Ἀφοῦ ἐπέρασε ἐρημικές περιοχές, πυκνά δάση καί δυσκολοδιάβατα βουνά, ἦλθε στό Μγίβε (=σπήλαιο), σέ μιά βαθειά χαράδρα, ἀπ’ ὅπου ἐπερνοῦσε ὁ ποταμός Κύρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, παραδί-δοντας τόν ἑαυτό του μέ πίστη στήν πρόνοια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τότε ἄρχισε νά ζεῖ μέ σκληρή ἄσκηση. Προσευχόταν ἀδιά-λειπτα. Ἐκοιμόταν ἐλάχιστα. Ἐτρεφόταν μόνο μέ ἄγρια χόρτα καί νερό. Ἔγινε ἔτσι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.
Οἱ φθονεροί δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν σέ κάθε πανουρ-γία, γιά νά τόν ἐκφοβίσουν καί νά τόν πλανέψουν. Συχνά, τήν ὥρα πού προσευχόταν, ἐμφανίζονταν μπροστά του μέ μορφές εἴτε φοβερῶν θηρίων εἴτε ἑρπετῶν. Ὁ Ἅγιος τούς ἐνικοῦσε στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάποια νύκτα ὁ Ὅσιος εἶδε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς καί ὀσφράνθηκε μιάν ἄρρητη εὐωδία. Ἡ ψυχή του ἐπλημμύρισε ἀπό χαρά. Στό ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ ραβδί στό χέρι. Δίπλα της ἐστεκόταν ἕνας ἐπιβλητικός ἄνδρας μέ ἀσκητική μορφή. Ἦταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἔντρομος ὁ Ὅσιος ἀπό τήν ἀπροσδόκητη οὐράνια ἐπίσκεψη, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Ἡ Παναγία τόν ἐπλησίασε καί τόν ἄγγιξε μέ τό ραβδί της. «Σήκω», τοῦ εἶπε. Μόλις ἐσηκώθηκε, ἐκείνη τοῦ ἔβαλε στό χέρι κάτι λευλό σάν τό χιόνι. «Ὁ Βαπτιστής Ἰωάννης καί ἐγώ, βλέποντας τήν ἀγάπη σου στόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἤλθαμε νά σέ παρηγορήσουμε. Φάγε αὐτό πού ἔχεις στό χέρι σου. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα, ὥσπου νά ἀποκτήσεις ὐποτακτικούς, θά παίρνεις τρφή ἀπό τόν οὐρανό. Ὅσο γιά τούς δαίμονες, μήν τούς φοβᾶσαι. Μέ τή Χάρη τοῦ Υἱοῦ μου θά τούς κατανικήσεις. Καί τούτη ἐδῶ ἡ ἔρημος θά γεμίσει θεοφόρους ἄνδρες, πού θά μιμηθοῦν τή ζωή σου καί θά δοξάσουν τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Ὅσιος, μόλις συνῆλθε ἀπό τό δέος καί τήν ἔκπληξη, ἐγεύθηκε τήν οὐράνια τροφή πού εἶχε λάβει ἀπό τό Θεομητορικό χέρι. Τό στόμα του ἐγέμισε μέ μιάν ἀνείπωτη γλυκύτητα. Εὐχαρίστησε τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό καί τήν Θεοτόκο καί ἀπό τότε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἡ Παναγία, ἕνα θεόσταλτο περιστέρι τοῦ ἔφερνε καθημερινά φρέσκο ψωμί.Πρῶτος ὑποτακτικός του ἦταν ὁ Εὐάγριος, ἄρχοντας νέος καί εὐσεβής, συνεργάτης τοῦ βασιλέως Παρσμάν ΣΤ΄ (541-553 μ.Χ.). Σέ λίγο πολλοί Χριστιανοί ἄρχισαν νά καταφθάνουν στό σπήλαιο τοῦ Ὁσίου, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του καί ἄλλοι γιά νά μονάσουν ἐκεῖ. Κάθε νέος ἀδελφός, μέ ἐντολή τοῦ Ὁσίου, ἔσκαβε μιά μικρή σπηλιά καί ἐκατοικοῦσε ἐκεῖ, ζώντας μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή καί ἐργόχειρο. Ὁ Ὅσιος Σίος δέν ἔβγαινε ἀπό τό δικό του σπήλαιο παρά μόνο τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές, γιά νά τούς διδάξει καί νά τούς καθοδηγήσει στόν ἀσκητικό βίο.
Σέ λίγο καιρό ὁ Ὅσιος Σίος, μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καί τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔζησε ἔγκλειστος στό σπήλαιό του μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί ὅρισε ὡς διάδοχό του τόν Ὅσιο Εὐάγριο.
Ὁ Ὅσιος Σίος, ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὕψωσε τό βλέμμα του στόν οὐρανό καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη τοῦ Ὁσίου στίς 4 Ἰανουα-ρίου, στίς 4 Φεβρουαρίου καί τήν Πέμπτη τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κωνσταντίνου, βασιλέως τῶν Σκώτων.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἔζησε κατά τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. λέγε-ται, ὅτι ἦταν Βρεττανός βασιλέας, ὁ ὁποῖος μετά τό θάνατο τῆς συζύγου του παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο ὑπέρ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καί ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Ἁγίου Δαυῒδ, προστάτου τῆς Οὐαλίας. Συνεργάσθηκε μέ τόν Ἅγιο Κολούμπα († 9 Ἰουνίου) γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στούς Πίκτες[5] τῆς Σκωτίας, ἵδρυσε μονή καί ἐμαρτύρησε ἀπό τούς εἰδωλάτρες[6], τό ἔτος 576 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Βουνένοις. Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ὁ Νέος ἐγεννήθηκε πιθανῶς στή γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιά τήν θερμή πίστη, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετή καί ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δέν μποροῦσαν νά κρυφθοῦν. Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τά στενά ὅρια τῆς πατρίδος του καί ἁπλώθηκε μέχρι καί αὐτή τή Βασιλεύουσα, τήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ΄ ὁ Σοφός (886-912 μ.Χ.) ἐζήτησε καί ἐγνώρισε τόν Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μέ τήν πρώτη ἐπαφή μαζί του, τά σωματικά καί ψυχικά του χαρίσματα καί τόν διόρισε ἀρχηγό τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, πού εἶχε ὡς σκοπό νά φρουρεῖ καί νά ὑπερασπίζεται αὐτή τήν πόλη τῆς Θεσσαλίας.
Ἀνέλαβε τά καθήκοντά του μέ ζῆλο. Τό πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τήν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καί τήν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καί τοῦ λαοῦ στό πρόσωπό του.
Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τή Θεσσαλία, ἔκαναν βάρβαρη ἐπιδρομή καί ἐσκορποῦσαν παντοῦ τήν ἐρήμωση καί τό θάνατο. Ὁ Νικόλαος μέ τίς λιγοστές δυνάμεις του προσπάθησε νά ἀναχαιτίσει τόν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπά-λων εὔκολα ἐπικράτησαν καί ἐπιδόθηκαν σέ γενικές σφαγές καί λεηλασίες. Πολλοί ἀπό τούς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τήν πόλη καί τήν περιοχή καί κατέφυγαν σέ ὀρεινά μέρη. Τελικά καί ὁ Νικόλαος μέ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει ἐπορεύθηκε στό ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Βουνένης δάσος, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοί ἀσκητές μέ τά ἀσκητή-ριά τους στά ἀπόκρημνα ὑψώματα. Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόενοις αὐτούς στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Μαζί του εἶχε καί τούς στρατιῶτες του, πού ἐζοῦσαν καί αὐτοί τήν ἀγγελική ἀρωματώδη ζωή τῶν μοναχῶν.
Κάποιο βράδυ, ἐνῶ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου ἐπα-ρουσιάσθηκε καί προανήγγειλε τό μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταί τοῦ Χριστοῦ, πρός τό μαρτυρῆσαι ἑαυτούς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροί τούς συνέλαβαν καί τούς ὑπέβαλαν σέ πλῆθος βασανιστήρια. Τούς προέτρεψαν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους. Ἐκεῖ-νοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στήν πατρώα εὐσέβεια καί ἐτελειώθησαν μαρτυρικά. Τά ὀνόματά τους ἐγράφησαν στό βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπό αὐτά μᾶς εἶναι γνωστά τά ἀκόλουθα:
καί Αἰμιλιανός.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζί μέ τά ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καί τά ὀνόματα δύο γυναικῶν μαρτύρων: Εἰρήνης καί Πελαγίας. Προφανῶς θά πρόκειται γιά δύο ἡρωΐδες χριστιανές γυναῖκες, πού ἐμαρτύρησαν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θά ἀνῆκαν στόν ἄμαχο πληθυσμό τῆς πόλεως Λαρίσης, πού εἶχε καταφύγει στά ὀρεινά τοῦ Τυρνάβου.
Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιά τήν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νά διαφύγη τή μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπό τά μέρη τῆς Λαρίσης καί τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στά ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στά μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τό χωριό Βούνενα· ἐκεῖ εὑρῆκε κατάλληλο τόπο γιά ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος ἐδιάλεξε γιά κατά-λυμμα μιά σπηλιά, πού τήν ἐσκέπαζε μιά βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τήν ἀσκητική ζωή, πού εἶχε ἀρχίσει κοντά στούς ἀσκητές τοῦ Τυρ-νάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματική ἐπιθυμία καί δαιμονική παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν εἶχε ἐπισκιάσει.
Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνεκάλυψαν τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐπίεζαν μέ ὑποσχέσεις καί κολακεῖες νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναῖα. Τόν ἐβασάνιζαν καί ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, διότι τόν ἀξίωσε νά ὑπομένει γιά χάρη Του βασανιστήρια. Τελικά τόν ἀποκεφάλισαν καί ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τόν ἀμαρά-ντινο στέφανο τῆς δόξας καί εἰσῆλθε στή χαρά τοῦ Κυρίου του.

Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μέ πομπή στήν πόλη τά λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπό τόν δούκα Εὐφημιανό τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανός ἀρρώστησε κάποτε βαριά ἀπό τή φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τή θεραπεία του σέ ὅλους τούς ἰατρούς, ἀλλά μάταια. Ἄρχισε τότε νά ἐπικαλεῖται τούς διαφό-ρους Ἁγίους καί νά κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τά χρήματά του σέ χῆρες, ὀρφανά καί πτωχούς. Παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἐλεήσει καί νά τοῦ χαρίσει τήν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στόν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καί τόν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, πού εἶχε ἀκούσει πολλά γιά τά θαύματά τους. Ἐνῶ ὅμως εὑρισκόταν στή Λάρισα καί προσευχόταν μπροστά στό λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νά μεταβεῖ στά ὄρη τῶν Βουνένων. Τό σχετικό ὅραμα τοῦ ἔλεγε νά φροντίσει νά εὕρει τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικολάου, νά λουσθεῖ σέ πηγή πού εὑρίσκεται κοντά στόν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καί νά πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπό αὐτά θά εὕρισκε τή θεραπεία του. Χαρούμενος ἀπό τό ἐλπιδο-φόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανός ἐξεκίνησε γιά τά Βούνενα, ὅπου εὑρῆκε τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τήν ἰδική του θεραπεία. Γεμᾶτος χαρά καί εὐγνωμοσύνη γιά τή θεραπεία, πού τοῦ ἐχάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρό ναό καί ἐνταφίασε ἐκεῖ τό ἱερό λείψανο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα.Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα, κατά κόσμον Ἰβάν Εὐθύμοβιτς Λιτόφκιν, ἐγεννήθηκε στίς 2 Νοεμβρίου 1837 στό χωριό Γκοροντί-στσα τῆς περιοχῆς Στάρομπελσκ τῆς ἐπαρχίας Καρκώφ, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους τόν Εὐθύμιο Αἰμιλιάνοβιτς καί τήν Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Εἶχαν ἕξι παιδιά, τρεῖς υἱούς καί τρεῖς θυγα-τέρες, τόν Ἰβάν, τόν Πέτρο, τόν Συμεών τήν Ἀλεξάνδρα, τήν Ἄννα καί ἀκόμη μία θυγατέρα. Ἡ ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, πού ἀργότερα ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Λεωνίδα, διηγόταν πώς ὁ μικρός Ἰβάν ἦταν πολύ στοργικό καί εὐαίσθητο παιδί. Μέ τήν τρυφερή ψυχή του συμμετεῖχε στίς θλίψεις τῶν ἄλλων, ἄν καί ἡ ἔμφυτη μετριοφροσύνη καί συστολή του συχνά δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ὁμιλεῖ. Ὅταν ὁ Ἰβάν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν ἔχασε τόν πατέρα του καί λίγο ἀργότερα, τό ἔτος 1814, τή μητέρα του ἀπό τήν ἐπιδημία χολέρας πού ἐνέσκηψε στό χωριό.
Ἡ ἀγάπη του γιά τό μοναχικό βίο ὁδήγησε τά βήματά του στήν Ὄπτινα. Μετά ἀπό τρία χρόνια, στίς 15 Ἀπριλίου 1872, ἐχει-ροθετήθηκε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰωάννης καί στίς 16 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωσήφ. Τό ἔτος 1877 ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Αὐτό ἔγινε τελείως ἀπροσδόκητα καί μ’ ἕναν τρόπο πού ἔδειχνε καθαρά πώς τό χέρι τοῦ Θεοῦ τόν καθοδηγοῦσε στό δρόμο του. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 1884 ἔλαβε τή χάρη τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Βλαδί-μηρο.
Ὁ Ὅσιος ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς χειροτονίας του ἐλειτουρ-γοῦσε μέ προθυμία, μέ εὐλάβεια, χωρίς βιασύνη καί αἰσθανόταν μεγάλη πνευματική χαρά. Οἱ ἄλλοι πατέρες τόν εὐλαβοῦνταν καί τόν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιατί τόν ἐθεωροῦσαν ἀληθινό μοναχό. Ὁ Γέροντας τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος διέβλεπε σέ αὐτόν τό μελλοντικό διάδοχό του καί τοῦ ἔδιδε τήν εὐλογία νά ἐξομολογεῖ μερικούς ἀπό τούς ἐπισκέπτες τῆς μονῆς. Τόν προετοίμαζε σιγά-σιγά, γιά νά τόν διαδεχθεῖ. Τόν ἐδίδασκε τόσο μέ τό λόγο, ὅσο καί μέ τό παράδειγμά του.
Ὅταν ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος ἐκοιμήθηκε, ὅλοι ἐστράφησαν πρός τόν Ὅσιο Ἰωσήφ. Καί ἐκεῖνος μέ προσευχή καί ταπείνωση ἀνέλαβε τό ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἀδελφῶν. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καί εῖχε ἀξιωθεῖ ἀπό τόν Θεό καί τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ὁ Ὅσιος δέν ἐπέτρεπε ποτέ στούς μοναχούς νά ἀρνηθοῦν κάποιο διακόνημα. Ἔλεγε πώς ἐκεῖνος πού φέρει σέ πέρας τό διακόνημα πού τοῦ ἔχουν ἀναθέσει, ἀξιώνεται νά ἔχει εὐλογημένο τέλος. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐξέφραζαν τό παράπονο πώς ἡ ὑπακοή ἦταν δύσκολή καί προκαλοῦσε πολλή λύπη, τό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἐφωτιζόταν μέ χαρά, τά μάτια τού ἐγέμιζαν μέ τρυφερή πατρική ἀγάπη καί ἔλεγε μέ ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικό τόνο: «Λοι-πόν, καί τί μ’ αὐτό; Λόγῳ αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς θά γίνετε μάρτυρες». Σέ κάποια μοναχή ὁ Ὅσιος εἶπε τά ἀκόλουθα: «Ἄν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου σέ ἐνοχλοῦν καί δέν μπορεῖς νά εὕρεις τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου, θυμήσου τά ἑξῆς:
α. Ἄν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου πού θέλεις νά διορθώσεις σέ ἐνοχλοῦν, σέ ἐκνευρίζουν καί χάνεις τήν εἰρήνη σου, τότε ἁμαρτάνεις καί σύ. Ἡ ἁμαρτία δέν διορθώνεται μέ τήν ἁμαρτία, ἀλλά μέ τήν ταπείνωση.
β. Ὁ ζῆλος πού θέλει νά καταστρέψει ὅλα τά κακά εἶναι ἀπό μόνος του ἕνα μεγάλο κακό.
γ. Μέσα στό μάτι σου ὑπάρχει ἕνα μεγάλο δοκάρι καί σύ προσέχεις τό κάρφος στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.
δ. Ὑπάρχουν ἀτέλειες πού εἶναι ἀναπόφευκτες καί ἄλλες πού μπορεῖ νά εἶναι καί εὐεργετικές. Τό καλό δοκιμάζεται ἀπό τό κακό.
ε. Τό παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ πρέπει νά χαλιναγωγήσει τήν ἀνυπομονησία μας, πού μᾶς στερεῖ τήν εἰρήνη.
στ. Τό παράδειγμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς φανερώνει μέ πόση ταπείνωση καί καρτερία πρέπει νά ὑπομένουμε τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἄν δέν ἔχουμε κάποια θέση εὐθύνης ἔναντι τῶν ἄλλων, πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τήν ἁμαρτία τους μέ συμπάθεια.
ζ. Κάθε ἄνθρωπος καταδικάζει ἐκεῖνες τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, γιά τίς ὁποῖες κατηγορεῖται ὁ ἴδιος.
η. Γιά τίς πράξεις τῶν ἄλλων δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πού νά μᾶς ἠρεμεῖ περισσότερο ὅσο ἡ σιωπή, ἡ προσευχή καί ἡ ἀγάπη».Θιασώτης καί ἐργάτης τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νά ἐνθαρρύνει καί τούς ἄλλους νά ἀσκοῦν τό θεῖο αὐτό ἔργο. Ἐδίδασκε τήν προσευχή πολύ καλά καί ἐπίστευε πώς ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἀπασχόληση γιά ὅλους. Ἐμπόδιζε δέ ἐπιτα-κτικά καί αὐστηρά τούς ἄπειρους καί τούς δόκιμους ἀπό τήν ἄσκη-ση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τούς ἐδίδασκε νά πορεύονται προοδευ-τικά, ἀρχίζοντας ἀπό τήν προφορική ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάνοντας μερικά κομποσχοίνια. «Αὐτό προστατεύει τόν ἄν-θρωπο ἀπό τήν ὑπερηφάνεια», ἔλεγε ὁ Ὅσιος.
Κάθε ἡμέρα ἔξω ἀπό τό κελλί τοῦ Ὁσίου ἐμαζεύονταν οἱ πτωχοί καί ὁ μοναχός, πού ἦταν σέ ὑπηρεσία, ἔδιδε ἐλεημοσύνη σέ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἐλειτούργησε γιά τελευταία φορά στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τό ἔτος 1905. Ἀπό τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἀσθένησε. ὅλοι ἐπερίμεναν τό ἀναπόφευκτο. Ὁ Θεός ὅμως παρέτεινε τή ζωή τοῦ Ὁσίου, πού ἦταν πολύτιμη γιά ὅλους, μέχρι τό 1911. Λίγο πρίν τήν κοίμησή του ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί παρεκάλεσε τούς ἀδελφούς νά προσευχηθοῦν στόν Θεό νά ἐλευθερώσει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα του. Ἐζήτησε νά βάλουν κοντά του μία εἰκόνα. Οἱ μοναχοί ἔφεραν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μέ τήν ὁποία τόν εὐλόγησε ὁ μοναχός Ἰσαάκιος, καί τήν τοποθέ-τησαν ἀπέναντί του στό τραπεζάκι. κοντά στό μαξιλάρι του, καί ἄναψαν μπροστά της ἕνα καντῆλι. Ὁ Ὅσιος ἐκρατοῦσε στά χέρια του ἑνα μικρό ἄσπρο ξύλινο σταυρό καί στό στῆθος του εἶχαν ἀκουμπήσει τό ἱερό λείψανο τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ἔτσι ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ μεγάλου πρίγκηπος τῆς Μόσχας.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ντονσκόϊ) ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1350 στή Μόσχα καί ἦταν μέγας πρίγκηπας. Στίς 7 Σεπτεμβρίου 1380 ἐπολέ-μησε τούς Τάρταρους καί ἀπήλλαξε τή Ρωσία ἀπό τούς ἐχθρούς της. Ὁ Ρωσικός λαός ἀποκαλοῦσε τόν ἡγεμόνα του «Ντονσκόϊ»ἀπό τόν ποταμό Δόν, πλησίον τοῦ ὁποίου διεξήχθη ἡ ἱστορική μάχη κατά τῶν βαρβάρων.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1389.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!