Τοῦ Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκᾶ 18,20)
Πολὺ παλαιὰ εἶναι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί Ἀδελφοί, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Ὕψιστος ἀπαιτεῖ τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν τιμὴν στοὺς γονεῖς μας. Μάλιστα στὴν ἐποχὴ τοῦ Νόμου, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Δεκαλόγου συνοδευόταν καὶ ἀπὸ πολὺ σκληρὴ ποινή. Ἐτιμωρεῖτο μέ τὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν, τὸν θάνατο.
Μάλιστα! Ὅποιος θὰ τολμοῦσε νά σηκώση τὸ χέρι καὶ νὰ κτυποῦσε ὁ ἄθλιος τὸν πατέρα ἤ τὴν μητέρα του, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, αὐτός ὁ ἄστοργος υἱός δὲν ἔπρεπε νὰ ζῆ. Τὸ ἴδιο καὶ ὅποιος θὰ κακολογοῦσε τοὺς γονεῖς του. «ὃς τύπτει πατέρα αὐτοῦ ἤ μητέρα αὐτοῦ, θανάτω θανατούσθω. Ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἤ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτω» (Ἔξοδος 21,15-16).
Τόσο σοβαρὸ ἁμάρτημα στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση τῶν γονέων. Στὴν χειρότερη μάλιστα, τὴν ἀπεχθέστερη ἔκφρασή της, δηλαδή τὴν λεκτική προσβολὴ ἤ τὴν χειροδικία, μόνο μὲ θάνατο ἐξαλείφετο τήν παλαιά ἐποχή τοῦ Νόμου.
Φέροντας στὴ σκέψη μας τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ἐν σχέσει μὲ τοὺς γονεῖς καὶ προσπαθώντας νὰ σπουδάσωμε τὴν βαρύτητά του, γιατί δηλαδὴ θεωρεῖται τόσο ἀπεχθές, τόσο ἀπαίσιο, τόσο κατακριτέο, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε λογικά στὴν βαθύτερη αἰτία τοῦ κακοῦ, πού ἦταν ἡ γενικώτερη διαστροφή, ποὺ ὑπέμεινε στή ψυχή ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐπαναστάτησε κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τότε καὶ τὰ πιὸ ἁπλὰ καὶ αὐτονόητα αἰσθήματα τῆς ψυχῆς του ἄλλαξαν πρός τὸ χειρότερο. Καὶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις ξεπέρασε σὲ παραλογισμὸ ὁ λογικός καί νοήμων ἄνθρωπος καὶ αὐτὰ τὰ ἄλογα ὄντα.
Ποιὸς ἀγνοεῖ, ὅτι κάποτε καὶ αὐτὰ τὰ ζῶα δὲν λησμονοῦν αὐτούς, πού τοὺς ἔφεραν στὸν κόσμο; Καὶ πράττουν ὅ,τι μποροῦν οἱ ἀπόγονοι γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς γεννήτορές των;
Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος «ὁ ἐν τιμῇ ὤν», ὁ πλασθείς «βραχὺ τι παρ’ ἀγγέλους», λίγο κατώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους, ὁ ἄνθρωπος ποὺ λησμόνησε τὸν Κτίστη του Θεὸ καὶ ἀντὶ Αὐτοῦ ἐλάτρευσε τὰ κτίσματα, τὰ εἴδωλα, συμπεριφέρεται τόσο παράλογα καὶ ἄπρεπα καὶ στὸ θέμα αὐτὸ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τοὺς γονεῖς του.
«τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» ἐπανέλαβαν τὰ χείλη τοῦ Θεανθρώπου, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τὸν νέο, ποὺ ἐπιθυμοῦσε τὴν αἰώνια ζωή. Διότι Ἐκεῖνος, ὁ Χριστός, ἦτο ὁ Νομοθέτης τοῦ Δεκαλόγου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ ὁ εὐσεβὴς νέος τοῦ Εὐαγγελίου μας ἀπάντησε καταφατικὰ στὸν Κύριο. Εἶχε στὴ σύντομη ζωὴ του ἐφαρμόσει πιστὰ καὶ αὐτὴν τὴν θεϊκὴ ἐντολή, καὶ ἐτίμησε δεόντως τοὺς γονεῖς του.
Πόσοι ὅμως σήμερα, βαπτισμένοι χριστιανοί, θὰ μποροῦν νὰ δώσουν μὲ τὸ χέρι στὴν καρδιὰ τὴν ἴδια ἀπάντηση; Ἤδη ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος Παῦλος προφητεύει, ὅτι στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὅταν θά πλησιάζη τό τέλος τοῦ κόσμου, μεταξὺ τῶν ἄλλων κακιῶν, ποὺ θὰ ἐπιπολάζουν στὴν κοινωνία μας, καὶ θὰ ἀσχημίζουν ἀφάνταστα τὸ πρόσωπό της, θὰ εἶναι καὶ ἡ ἀσέβεια στοὺς γονεῖς. «Τοῦτο δὲ γίνωσκε», προειδοποιεῖ τὸν μαθητὴ του Τιμόθεο, «ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί. Ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι… γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀ- χάριστοι, ἀνόσιοι…» (Β΄ Τιμ. 3,1-2).
Θλίψη ἀφόρητη καταλαμβάνει τὴν ψυχή μας, ὅταν ἀκοῦμε παράπονα γονέων κατὰ τῶν παιδιῶν τους. Ὅτι τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς των χρόνια τὰ περνοῦν μέσα στὴν παγωνιὰ τῆς ἀκαταδεξίας καὶ τοῦ παραγκωνισμοῦ ἐκ μέρους τῶν παιδιῶν τους. Φαρμάκι στάζει τὸ στόμα τοῦ γέροντα πατέρα ἤ τῆς μητέρας, ὅταν ἀναγκάζωνται νὰ μιλήσουν γιὰ τὸ ἀχάριστο παιδί των.
Πόσο ἄσχημα αἰσθάνονται ἐπισκέπτες ἱδρυμάτων, ὅπως εἶναι διάφοροι Οἶκοι εὐγηρίας, ὅταν ἀκοῦν ἀπὸ τὸ στόμα γερόντων πικρὰ παράπονα γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τὴν ὀδυνηρὴ ἐγκατάλειψη ποὺ βιώνουν μακρυά τους, παρά τό γεγονός, ὅτι καί σ’αὐτά τά Ἱδρύματα δέν λείπουν οὔτε ἡ ἀνθρωπιά, οὔτε ἡ ἀγάπη. Γιατί, ὅμως, τόση σκληρότητα καὶ ἀδιαφορία ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, πρὸς τὶς ὁποῖες τίποτε τὸ ἀντάξιο δὲν μποροῦμε νὰ προσφέρωμε; Ὅπως τόσο χαρακτηριστικά μᾶς τὸ διδάσκει ὁ σοφὸς Σειρὰχ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀκοῦστε τί λέγει: «τέκνον, ἀντιλαβοῦ ἐν γήρᾳ πατρός σου, καὶ μὴ λυπήσης αὐτὸν ἐν τῆ ζωῆ αὐτοῦ. κἄν ἀπολείπη σύνεσιν, συγγνώμην ἔχε καὶ μὴ ἀτιμάσης αὐτὸν ἐν πάσῃ ἰσχύι σου. Μνήσθητι ὅτι δι’ αὐτῶν ἐγεννήθης καὶ τί ἀνταποδώσεις αὐτοῖς καθὼς αὐτοὶ σοὶ;» (Σ. Σειρὰχ 3,12-13. 7,28).
Εἴδατε τί διδάσκει ὁ σοφός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Παιδί μου! Βοήθησε τὸν γέροντα πατέρα σου. Ποτὲ νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσης. Καὶ ἂν ἀκόμη κάμη κάτι λάθος, συγχώρεσέ τον. Αὐτοὶ σὲ ἐγέννησαν καὶ δὲν μπορεῖς μέ τίποτε νά ξεπληρώσης αὐτό ποὺ ἐκεῖνοι σοῦ ἔδωσαν… Δηλαδὴ τὴν ζωὴ! Γένοιτο!