† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τόν Πόντο καί ἐγεννήθηκε σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ πού λεγόταν Ἀριανζός τό 330 μ.Χ. Ναζιανζηνός ὀνομάσθηκε, ἐπειδή ἔζησε τόν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στή Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καί τό πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρίν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολύ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στό δη-μόσιο βίο καί ἀνῆκε σέ μία ἰουδαιο-ἐθνική αἵρεση πού λεγόταν τῶν Ὑψισταρίων. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τό σύζυγό της καί τόν ἔκαναν νά μεταστραφεῖ στήν ἀληθινή πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καί Νόννα, δέν εἶχαν παιδιά καί ἱκέτευαν τό Θεό νά χαρίσει σέ αὐτούς τή χαρά τῆς τεκνοποιΐας. Καί πράγματι ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καί ἡ Νόννα ἐγέννησε τόν Ἅγιο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ νά ἀφιερώσει στόν Θεό. Πολλές φορές ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τούς γονεῖς του μέ τόν Ἀβραάμ καί τήν Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σέ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τόν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νά μορφώ-σουν καί νά ἐμφυσήσουν στόν πρωτότοκο υἱό τους τήν ἀγάπη πρός τά γράμματα καί τήν χριστιανική πίστη. Ἀπό τήν παιδική ἡλικία ἐνέπνευσαν σέ αὐτόν ἔντονη καί βαθειά θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτός ἀπό εὐσέβεια καί πνευματικότητα ὑποσχέθηκε στόν ἑαυτό του νά ζήσει μέ ἁγνεία καί παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στή δυνατότητα πού εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρές σπουδές. Ἐσπούδασε σέ ὅλα τά τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τή Ναζιανζό, τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τήν Ἀντιόχεια, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δέν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολι-τισμοῦ καί ἡ Ρώμη τότε δέν εἶχε κάτι τό ἀξιόλογο γιά τούς Ἕλλη-νες. Στίς πόλεις αὐτές ἐμελέτησε τίς πλουσιώτερες βιβλιοθῆκες καί ἄκουσε τούς σοφώτερους διδασκάλους, μεταξύ τῶν ὁποίων τό Δί-δυμο τόν Τυφλό, πού τότε διηύθυνε τή θεολογική σχολή τῆς Ἀλε-ξάνδρειας, καί τούς φιλόσοφους Θεσπέσιο στήν Καισάρεια καί Ἱμέ-ριο καί Προαιρέσιο στήν Ἀθήνα. Γιά τόν Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδές δέν ἔκαναν τόν Ἅγιο νά ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατά-λαβε ὅλη τή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστά στή γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραλληλίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Σαούλ πού ἔτρεχε χωρίς νά ξέρει. Αὐτό πού τελικά βρῆκε κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα “Βασίλειο”. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρει τό γεγονός τῆς φιλίας του μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὕ-ρημα καί ἀπό ἕνα ὁλόκληρο Βασίλειο.
Ὅταν ἐτελείωσε τίς σπουδές του ὁ Ἅγιος ἦταν ὥριμος ἄνδρας σέ ἡλικία 30 ἐτῶν. Ὅμως δέν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καί ἀγωνιοῦσε νά μήν ἀποθάνει, πρίν ἐπιστρέψει στόν πατέρα του καί βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτό καί ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, ἐφοβήθηκε πολύ καί παρεκάλεσε νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός, νά βοηθήσει νά μήν πνιγεῖ, γιά νά ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύ-ματος τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
Τό βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου ἐπακολούθησε συνειδητός πνευ-ματικός ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιά τήν κάθαρση, τήν πνευματική πρόοδο, τή θέωση. Μαζί μέ τόν ὁμόφρο-να, ὁμότροπο καί ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κά-που στόν Πόντο καί παρεδόθησαν κυριολεκτικά στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπό Ἐκεῖνον πού θέλει νά γινόμαστε βιαστές τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καί οἱ δύο μεγά-λων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιά τίς πνευματικές του ἐμπειρίες καί τά οὐ-ράνια χαρίσματα πού ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐχάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτές πρέπει νά ἦσαν πολύ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτά πού ἔβλεπε μέ αὐτά τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τόν Κύ-ριο τῆς Δόξας καί ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί εἶδε τά ἄρρη-τα ρήματα, τή δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα ὁ Θεός ἐκάλεσε τό Γρηγόριο στή διακονία Του. Τά τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στή Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπό βοηθό καί συνεργάτη στή “νυκτομαχία”, ὅπως ἐχαρα-κτήριζε τήν ἱερωσύνη, τόν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο, ἐπειδή ἔβλεπε στό πρόσωπό του ὄχι μόνο τόν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλά καί τό ζηλω-τή γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργό τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τήν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τό βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα καί πνευ-ματικός πατέρας), πού ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νά εὐλαβεῖται. Ἔκα-νε ὑπακοή στήν ἐντολή τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καί ἐχειροτο-νήθηκε. Ἀμέσως μετά τή χειροτονία του ἐζήτησε ἀνακούφιση στή μόνωση καί τήν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπόν στό ἐρημητήριό του, στή γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καί βρῆκε τή γαλήνη καί τήν πορεία του. Καί ἐπέστρεψε μέ εἰρήνη στήν καρδιά νά ἀναλάβει τό πνευματικό του ἔργο, πού τό ἄρχισε μέ τόν περίφημο θεολογικό λόγο περί τοῦ Πάσχα καί τή δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μέ ἱερό ζῆλο στό πλευρό τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τόν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς μικρᾶς πόλεως Σάσιμα. Σκοπός του ἦταν νά περιφρουρήσει τή δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλη-σίας ἀπό τίς διεκδικήσεις ἑνός νέου Μητροπολίτου, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τό γεγονός αὐτό ἔθλιψε ἀκόμη πιό πολύ τόν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τήν πικρία του. Τελικά ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλά δέν πῆγε ποτέ στά Σάσιμα. Ἕνα χρονικό διάστημα ἔμεινε στή Ναζιανζό, ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στήν παράκλησή του. Καί ὅταν ἐκεῖνος ἐκοιμήθηκε, τό 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νά ποιμαίνει τήν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζηνῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρίς νά παύσει νά τούς παρακαλεῖ νά ἐκλέξουν καί νά χειροτονή-σουν τόν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καί ἐπειδή αὐτό ἀργοῦσε, στε-νοχωρημένος ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί κατέφυγε στή Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντά στό ναό τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τήν εἰρήνη καί τήν ἡσυχία στήν προσευχή καί ἔμεινε ἐκεῖ ἐπί πέντε σχε-δόν ἔτη μελετώντας καί συγγράφοντας.
Τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ ὀλίγοι Χριστιανοί τόν ἐκά-λεσαν στήν Κωνσταντινούπολη νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν ὀρθόδοξη πί-στη, ἀφοῦ στήν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καί ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δεν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσιο στά χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νά λειτουργεῖ καί νά κηρύττει σέ ἕνα σπίτι πού ὁ ἴδιος διεμόρφωσε σέ ναό καί τό ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδή τῆς ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τά περίφημα θεολογικά κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καί ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοί φανατικοί πῆραν τήν ἀπόφαση νά τόν ἐξολοθρεύσουν. Τόν ὕβρισαν. Τόν ἐκακολόγησαν. Τόν ἐκτύπησαν. Τόν ἐγρονθοκόπησαν. Τόν ἐλιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καί κά-ποιον νά τόν φονεύσει. Καί θά τόν ἐσκότωνε. Ἀλλά νικημένος ἀπό τήν ἁγιωσύνη τῆς πραότητός του ὁμολόγησε στόν ἴδιο τήν ἀλήθεια τή στιγμή πού εἶχε πάει νά τόν σφάξει.
Μέ ὅπλο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τή μάχαιρα τοῦ πνεύματος, ἐνι-κοῦσε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως σάν τόν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀ-ρειανοί ὁλο καί ὀλιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπό τό ἔργο του, τόν κατέστησε τό ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καί τόν ἐνθρόνισε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δέν εἶχαν ὅλοι τήν ὀρθή κρίση. Με-ρικοί μεθυσμένοι ἀπό φθόνο ἐκάκιζαν τόν Ἅγιο, διότι δέν ἐπίεζε τό βασιλέα νά ἀφαιρέσει τίς ἐκκλησίες ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά τούς ἀπαγορεύσει νά τελοῦν τή λατρεία τους. Σέ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐτόνιζε, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη τίς λόγχες τοῦ Καίσαρος καί ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετή σάν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καί πράγ-ματι, ἡ ἀλήθεια ἐνίκησε.
Τό ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος. Πρό-εδρός τῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτή ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατε-δίκασε τοῦς Ἀρειανούς καί τούς Πνευματομάχους-Εὐνομιανούς καί συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τό διεμόρφωσε στή σημερι-νή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη ἡ Σύνοδος κατε-δίκασε τόν Ἀπολλιναρισμό πού διαιροῦσε τόν ἄνθρωπο σέ τρία μέ-ρη (σῶμα, ψυχή καί νοῦ) καί ἐδίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα. Ἔτσι ἐπαρουσίαζε τόν Χριστό ἀτελῆ, ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφαν τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνθρωπότητα , διότι κάθε τί πού δέν προσλαμβά-νεται ὑπό τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καί ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν ἀπόλυτο προορισμό τόν ὁ-ποῖο ἐδίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβῖνος, ὁ Αὐγουστῖνος καί ὁ Λού-θηρος καί ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀνεγνώρισε τόν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικό Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου Ἅγιος Μελέτιος ἐκοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τόν ἐτίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρό ἐπικήδειο λόγο πού ἄρχι-ζε μέ τά λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τόν ἀριθμόν τῶν Ἀποστόλων». Διάδο-χός του στήν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντι-νουπόλεως. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο τό κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συμμετάσχει τῆς Συνόδου, ὁ Πέτρος Β´, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μέ τούς Αἰγύπτιους καί Μακεδόνες Ἐπι-σκόπους. Αὐτοί εἶχαν πάρει ἤδη θέση ἐχθρική ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δέν τόν ἀνεγνώριζαν ὡς κανονικό Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπει-δή τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπό τά Σάσιμα. Καί εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανο-νικά καί παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τόν Μάξιμο τόν Κυνι-κό, πού ἦταν μέν Ὀρθόδοξος ἀλλά ἔμεινε στήν ἱστορία σάν ἕνα αἰνιγματικό πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στή Σύνοδο τό θέμα τῆς κα-νονικότητος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τή δύναμη νά συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρός τήν ὑποστήριξη τῶν Ἐπι-σκόπων εἶχε καί τή συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορος, ἀηδίασε καί παραιτήθηκε μέ τοῦτα τά λόγια: «Δέν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφή-του Ἰωνᾶ. Ἄν ἐγώ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στήν Ἐκκλησία ρίχνω τόν ἑαυτό μου στή θάλασσα». Εὐθύς μετά τήν παραίτησή του ἐλει-τούργησε στόν καθεδρικό ναό τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά νά ἀποχαιρετίσει τό ποίμνιό του. Καί ἔφυγε χωρίς νά περιμένει νά λή-ξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στή Ναζιανζό καί γιά λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος στήν Ἀζιανζό, γιά νά γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σέ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νά κάνει μία σύγκριση τῶν ὅσων συμ-βαίνουν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ὅσα συμβαίνουν ἐκτός αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νά ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τήν ὕπαρ-ξη ἑνότητος στούς κοσμικούς ὀργανισμούς, στίς πόλεις, στούς οἴ-κους, στό στράτευμα, καί ὅμως νά ἀπουσιάζει ἀπό τόν κατ’ ἐξοχήν κήρυκα καί θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τήν Ἐκκλησία καί τούς πι-στούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δέν ἐσήμαινε ὅτι θά ἔπαυε νά ἐνδι-αφέρεται γιά τήν ἐπίτευξη ἑνότητος καί γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στήν Ἐκκλησία, γιά τά δύο αὐτά ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τό ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρό κλονισμό. Ἐπρό-τεινε ὡς Ἐπίσκοπο τόν πρεσβύτερο Εὐλάλιο καί ἀποσύρθηκε ὁρι-στικά στήν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στήν ἁγιώτατη Μεγάλη Ἐκκλησία καί στό μαρτυρικό ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, πού βρίσκεται στήν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας πού ὀνομάζεται Δομνί-νου, καθώς ἐπίσης καί στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φι-λόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τό μετέφερε από τή Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας στήν Κωνσταντινούπολη. Κατά τήν δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιά νά ἐκκλησιασθοῦν, στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Γηγορίου εἶναι σχετικῶς ὀλίγα. Δέν ἔχουν τήν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἔχουν βάθος καί δύναμη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλου. Τά ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγή τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτό ἔγινε καί ὁ κατ’ ἐξοχήν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πηγή τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πουπλίου.
῾Ο Ὅσιος Πούπλιος καταγόταν ἀπό βουλευτικό τάγμα. Πα-τρίδα του ἦταν ἡ πόλη Ζεῦγμα[1], πού ἦταν κτισμένη κοντά στήν ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ.
῾Ο Ἅγιος ἀνέβηκε σέ ἕνα ὑψηλό ὄρος, τό ὁποῖο δέν ἀπεῖχε ἀπό τήν παραπάνω πόλη περισσότερο ἀπό τριάντα στάδια καί ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρό κελλί. ῞Ολη του τήν περιουσία, πού εἶχε ἀπό πατρική κληρονομιά, τήν ἐμοίρασε στούς πτωχούς καί ὁ ἴδιος ζοῦσε βίο ἀσκήσεως, προσευχῆς καί ἀρετῆς. ᾿Επειδή ἡ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ἔσπευσαν πολλοί κοντά του νά ἀγωνισθοῦν μαζί του καί νά γίνουν μαθητές τους. Σ᾿ αὐτούς ἔδωσε ἐντολή νά κτίσουν μικρά κελλιά καί τούς ἐπισκεπτόταν συχνά, γιά νά διαπιστώνει μήπως ὑπάρχει στά κελλιά τους κάτι πέρα ἀπό αὐτά πού εἶχαν ἀπόλυτα ἀνάγκη.
Καί πραγματικά, ἐζύγιζε καί τόν ἴδιο τόν ἄρτο καί, στήν περί-πτωση πού εὕρισκε σέ κάποιον ἀσκητή ὅτι ὁ ἄρτος ἦταν περισ-σότερος ἀπό τόν ἀπαραίτητο, τόν ἀποκαλοῦσε γαστρίμαργο καί ὑπερβολικά φιλόσαρκο. Καί ἄν, ἀκόμη, ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἀσκητής εἶχε χωρίσει τό ἀλεύρι ἀπό τά πίτουρα, τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπολαμβάνει τήν τροφή. Ἀλλά καί τή νύχτα πήγαινε ξαφνικά στήν πόρτα καθε-νός ἀσκητοῦ καί, ἄν τούς εὕρισκε νά προσεύχονται, ἔφευγε πάλι σιωπηλά· ἄν ὅμως εὕρισκε κάποιον νά κοιμᾶται, τοῦ ἐκτυποῦσε τήν πόρτα καί τόν ἐπέπληττε.
Ἀνάμεσα στούς μαθητές τοῦ Ὁσίου Πουπλίου ἦταν ὁ Θεό-τεκνος καί ὁ Ἀφθόνιος, οἱ ὁποῖοι καί ἀνέλαβαν τήν προστασία καί ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν ὕστερα ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ὅσιος Πούπλιος ἀγωνίσθηκε τόν καλό ἀγώνα τῆς κατά Χριστόν ἀσκήσεως, παρέδωσε μέ εἰρήνη τήν ψυχή του στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδότου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἀκολούθησε ἀπό θεῖο ζῆλο καί ἀγάπη πρός τόν Θεό τό μοναχικό βίο. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου λέγει, ὅτι ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου. Ὁ Ὅσιος Θεόδο-τος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μάρη.
῾Ο Ἅγιος Μάρης, ὄντας νέος καί ζώντας στόν κόσμο, ἦταν πολύ ὡραῖος καί καλλίφωνος. Μέ τήν ὡραία του φωνή ἐστόλιζε τίς πανη-γύρεις τῶν Ἁγίων, ὡς καλλιφωνότατος ψάλτης καί μύστης τῆς μουσικῆς. Ἀγαποῦσε τόν Θεό καί ἐτηροῦσε μέ προθυμία τίς ἐντολές Του, χωρίς ποτέ νά παραβιάζει καμιά ἀπό αὐτές. Διατηροῦσε τό σῶμα του καθαρό καί ἀκηλίδωτο· τό ἴδιο καί τήν ψυχή του, ἄν καί ἐπορευόταν μέσα σέ παγίδες καί συναναστρεφόταν κοσμικούς ἀν-θρώπους.
Ὁ ῞Οσιος, ὅμως, θέλησε νά ἀρνηθεῖ τόν κόσμο καί πῆγε σέ μιά κωμόπολη, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν ῾Ομήρου. ᾿Εκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρό κελλί καί ἐκλείσθηκε μέσα ἐπί τριάντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια. ᾿Εκεῖ ὑπέφερε πολύ στήν ὑγεία του ἀπό τή μεγάλη ὑγρασία πού δεχόταν ἀπό τό παρακείμενο ὄρος. Παρά ταῦτα ὅμως, δέν ἤθελε νά ἀλλάξει αὐτό τό κελλί, ἀλλά παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του.
῾Ο Ὁσιος Μάρης ἀγαποῦσε τήν ἁπλότητα καί ἀπεχθανόταν παντελῶς τίς διάφορες πανουργίες· ἀγαποῦσε, ἐπίσης, τήν πενία καί τήν ἀκτημοσύνη. ῎Ετσι, στά ἐννενήντα χρόνια πού ἔζησε, ἐχρησιμο-ποιοῦσε ἐνδύματα κατασκευασμένα ἀπό γιδίσιο μαλλί καί τήν ἀνάγκη του γιά τροφή τήν ἱκανοποιοῦσε μέ ψωμί καί λίγο ἀλάτι. Ἐπειδή δέ ἐπί πολλά χρόνια βρισκόταν στόν ἔρημο τόπο, αἰσθάν-θηκε τόν πόθο νά δεῖ νά τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Καί ἡ ἐπιθυμία του ἱκανοποιήθηκε: Συνέβη, τότε πού τοῦ δημιουργήθηκε αὐτός ὁ πόθος, νά τόν ἐπισκεφθεῖ ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος καί ἐτέλεσε τή θεία ἱερουργία, ἀφοῦ ἐχρησιμοποίησε ἀντί γιά Ἁγία Τράπεζα τά χέρια διακόνων. Ἡ καρδιά τοῦ Ὁσίου ἐπληρώθηκε ἀπό ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀγαλλίαση καί ἔνιωθε ὅτι ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν οὐράνιο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
῎Ετσι ὁ Ὅσιος Μάρης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰ-ρήνη τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Καστίνου, ἐπι-σκόπου Βυζαντίου.
Ὁ Ἅγιος Καστῖνος (ἤ Κηστῖνος ἤ Κωνσταντῖνος) καταγόταν ἀπό τή Ρώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καί ἦταν ἀρχικά εἰδωλο-λάτρης. Στήν ὀρθόδοξη πίστη τόν προσείλκυσε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀργυ-ροπόλεως[2] Κυριλλιανός, πρός τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος κατέφυγε, γιά νά τόν θεραπεύσει. Τότε ὁ Ἅγιος ἐπώλησε ἀμέσως τά ὐπάρχοντά του, ἐμοίρασε τά χρήματα στούς πτωχούς καί ἀφοσιώθηκε στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐχρημάτισε Ἐπίσκοπος Ἀργυροπόλεως καί ἐπί ἑπτά χρόνια Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἀπό τό 230 μέχρι τό 237 μ.Χ. Μέχρι τήν ἐπο-χή του ὁ καθεδρικός ναός τοῦ Βυζαντίου ἦταν στήν παραθαλάσσια περιοχή τοῦ Γαλατᾶ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔκτισε νέο ναό πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Εὐφημίας.
Ὁ Ἅγιος Καστῖνος, ἀφοῦ ἐχειροτόνησε ὡς διάδοχό του τόν εὐλαβέστατο Τῖτο, ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Μεδούλης καί τῆς συνοδείας αὐτῆς.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησαν διά πυρός ἡ Ἁγία Μάρτυς Μεδούλη καί ἡ συνοδεία της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀπολλώ.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἀπολλώ ἐγράφη ἀπό τόν Ἅγιο Ἱερώνυμο. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παρα-βάτου (361-363 μ.Χ.) καί ἀπό νεαρά ἡλικία ἀκολούθησε τό μονα-χικό βίο στήν περιοχή τῆς Αἰγύπτου. Ἀσκήτεψε στήν ἔρημο καί ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητος χαρίζοντάς του τό προορατικό χάρισμα καί αὐτό τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βρεταννίου.
Ὁ Ἅγιος Βρετάννιος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν Ἐπί-σκοπος Τομίσου, τῆς σημερινῆς πόλεως Κωνστάντζας τῆς Ρου-μανίας. Ὑπῆρξε Ὁμολογητής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ὑπέφερε πολλά ἀπό τόν αἱρετικό αὐτοκράτορα καί ὀπαδό τῶν Ἀρειανῶν Οὐάλη (364-378 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δημητρίου τοῦ σκευοφύλακος.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μωϋσέως, ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς, κατά κόσμον Μητροφάνης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐγεννήθηκε στό Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἐγκατέλειψε κρυφά τήν πατρική του οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή Ὀτρόχ τῆς πό-λεως Τβέρ, ὅπου ἔγινε μοχανός. Οἱ γονεῖς του τόν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Ὅταν τόν βρῆκαν, τόν παρεκάλεσαν νά ἔλθει κοντά τους καί νά μονάσει σέ κάποια μονή τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Ἅγιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἔπραξε σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γο-νέων του καί συνέχισε τόν ἀσκητικό του βίο στή μονή Ἁγίου Γεωρ-γίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἀργό-τερα ἀπεστάλη ὡς ἀρχιμανδρίτης στή μονή Γιοῦρεφ.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκροροντ Δαυῒδ († 21 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τό ἔτος 1325, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά 4 χρόνια ὑπέβαλε τήν παράκλη-ση νά ἀποσυρθεῖ καί νά ζήσει ἀσκητικά, μέσα στή σιωπή καί τήν ἡσυχία. Τό 1330 ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Κολμώφ, ἀλλά δέν ἔμεινε γιά πολύ. Βρῆκε ἕναν ἔρημο τόπο στήν περιοχή Ντερεβγιανί-τσα, ὅπου κατέφυγε καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Τό 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος 1354-1355, 1364-1376), ἀπό βαθύ σεβασμό πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τό προνόμιο νά φορεῖ πολυσταύριο.
Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τό θεάρεστο ἔργο του. Ἀνή-γειρε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά, τό μονα-στήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σκοβορόντσκ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰ-ρήνη τό ἔτος 1362[3]. Τό ἱερό λείψανό του διατηρήθηκε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Βασσιανοῦ, ἀρχιεπισκόπου Ροστώβ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Βασσιανός ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπό μικρή ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο καί ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Ἀγίου Παφνουτίου Βορόφσκ. Τό 1506 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1516.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Αὐξεντίου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Αὐξέντιος ἐγεννήθηκε τό 1690 στήν ἐπαρχία Βελλᾶς ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Σέ νεαρά ἡλικία μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐδούλευε τήν τέχνη τῶν γουναράδων στό χάνι τό λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἐπιθυμήσας τέρψεις καί ἡδονές ἐγκατέλειψε τήν τέχνη του καί προσλήφθηκε στά βασιλιά καράβια, καί ἐκεῖ ξεφαντώνοντας μέ τούς συντρόφους του τούς ἀλλόφυλλους, συκοφαντήθηκε ἀπό αὐτούς πώς ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἔγινε Μουσουλμᾶνος. Φοβηθείς ἐγκατέλειψε τά καράβια καί ἀφοῦ ἀγόρα-σε βάρκα ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ βαρκάρη. Ὅμως μεταμε-λήθηκε γιά τά πρότερα σφάλματά του καί καταλήφθηκε ζωηρά ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Σέ τυχαία συνάντηση πού εἶχε μέ τόν σύγ-κελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνό τοῦ ἐξομο-λογήθηκε τόν πόθο του αὐτό. Λίγο ἀργότερα ὁ Αὐξέντιος ἀναγνω-ρίσθηκε ἀπό κάποιους ναυτικούς τοῦ τουρκικοῦ στόλου, οἱ ὁποῖοι τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στό κριτήριο. Ἐκεῖ, παρά τά φρι-κτά βασανιστήρια, ὁμολόγησε μέ παρρησία, ὅτι εἶναι Χριστιανός. Στή φυλακή τόν ἐπισκέφθηκε ὁ σύγκελλος Γρηγόριος καί τόν ἐνε-θάρρυνε νά σταθεῖ μέ ἀνδρεῖο φρόνημα, γιά νά λάβει λαμπρό τό στεφάνι τῆς νίκης ἀπό τόν Ἀθλοθέτη Θεό. Ἀνακρινόμενος καί πάλι ὁ Αὐξέντιος εἶπε: «Ἐγώ Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω». Μέ τό ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ κριτής ἐξέ-δωσε ἀπόφαση νά ἐκτελεσθεῖ διά ξίφους. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Αὐξέντιος ὑπέμεινε τό μαρτύριο αὐτοῦ ἀποκεφαλισθείς στήν Κωνσταντινού-πολη τό ἔτος 1720. Ἡ τιμία κάρα αὐτοῦ σώζεται στή μονή Ξηρο-ποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας ἐν Ρωσία.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεομήτορος τῆς Παραμυθίας μεταφέρθηκε στό Μόσχα τό ἔτος 1640 Ἀπό τούς Κοζάκους. Ὑπάρχει γραπτή μαρ-τυρία, ὅτι σέ πυρκαϊά πού ἐξέσπασε στό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ζαμοσκβόρετς, στόν ὁποῖο αὐτή ἐφυλασσόταν, ἡ εἰκόνα δέν ἔπαθε τίποτε. Ἡ Παναγία ἀποκαλύφθηκε σέ ὅραμα μιᾶς ἄρρωστης γυναί-κας κατά τό ἔτος 1760 καί ὅταν ἐκείνη πῆγε νά τήν προσκυνήσει ἐθεραπεύθηκε. Ἡ θαυματουργή εἰκόνα φυλάσσεται σήμερα στή Μό-σχα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνατολίου τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος, κατά κόσμον Ἀλέξιος Μοϊσέεβιτς Κο-πέβ, ἐγεννήθηκε στό χωριό Μπόμπυλι τῆς ἐπαρχίας Καλούγκα τῆς Ρωσίας. Τό 1832 παρακολούθησε τά μαθήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου τοῦ Μπορόφσκ καί τό 1836 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμινα-ρίου τῆς Καλούγκα. Τό 1853 ἀποσύρθηκε, γιά νά μονάσει στήν ἡσυχία καί τή σιωπή, στήν ἔρημο τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1894.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γαβριήλ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὅ Ἅγιος Γαβριήλ, κατά κόσμον Γεράσιμον ἐγεννήθηκε στίς 25 Νοεμβρίου 1825 στό χωριό Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Ἐσπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ψυχολογία, τή Θεολογία καί τή Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1896.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βλαδιμήρου, ἐπισκόπου Κιέβου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλαδίμηρος ἐγεννήθηκε τήν 1η Ἰανου- αρίου 1848 στό χωριό Μάλιε Μορόσκι στήν περιοχή τοῦ Ταμπώφ. Κατά κόσμον ὀνομαζόταν Βασίλειος Νικιφόροβιτς Μπογκογιαβλέν- σκϊυ. Ἐσπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Ταμπώφ καί ἀργότερα, τό 1870, στή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Στίς 6 Φε- βρουαρίου 1886 ἔγινε μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος τοῦ Κοζ-λόφ καί ἔλαβε τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Στίς 3 Ἰουνίου 1886 χειροτο- νεῖται Ἐπίσκοπος Σταρορούσκϊυ καί βοηθός στήν ἐπισκοπή τοῦ Νοβγκορόντ. Στίς 19 Ἰανουαρίου 1891 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Σαμάρα καί τό 1892 διορίζεται Ἔξαρχος στή Γεωργία. Λίγα χρόνια ἀργότερα, στίς 21 Φεβρουαρίου 1898, ἐκλέγεται Μητροπολί-της Μόσχας καί στίς 23 Νοεμβρίου 1912 Μητροπολίτης Ἁγίας Πε- τρουπόλεως. Τό 1915 ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τά καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου.
Σέ κάθε τόπο πού διακονοῦσε ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἄφηνε τά ἴχνη τῆς ἁγιότητός του. Κυριολεκτικά ἐκδαπανοῦσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τά χρόνια ἦταν δύσκολα. Τό ἐπα-ναστατικό κίνημα ἄρχισε νά φουντώνει. Ὁ Ἅγιος, προβλέποντας τά μέλλοντα, μιλώντας πρός τούς σπουδαστές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Μόσχας, ἔλεγε: «Ἴσως νά πιστεύετε ὅτι ὁ πνευματι-κός ἄρτος πού δίδει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο ἔχει γίνει πολύ σκλη-ρός, γιά νά φαγωθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους. Θά πρέπει νά ἀνα- ρωτηθοῦμε γιά τό ποιοί ἐμεῖς εἴμαστε καί τί κάνουμε γιά τούς πτω- χούς ἀδελφούς μας. Οἱ ἀδελφοί μας πεινᾶνε. Εἶναι στό σκοτάδι. Καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἐργασθοῦμε, γιά νά φωτίσουμε τή ζωή τους μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τήν πίστη, τήν ἐλπίδα».
Στίς 23 Ἰανουαρίου 1918 συνελήφθη στή Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Μπολσεβίκους καί λίγο ἀργότερα ἐκτελέσθηκε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τῆς ὁσιομάρτυρος Ἐλισάβετ.
Ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ ἐγεννήθηκε στή Δαρμστάτη[4] τῆς Γερμα-νίας τήν 1η Νοεμβρίου 1864. Ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου δουκός τῆς Ἔσσης Λουδοβίκου Δ΄ καί ἐνυμφεύθηκε τόν μεγάλο δούκα τῆς Ρωσίας Σέργιο Ἀλεξάνδροβιτς, υἱό τοῦ τσάρου Νικολάου Β΄στήν Πετρούπολη στίς 15 Ἰουνίου 1884. Κατά τό 1901 ὁ σύζυγός της διο-ρίσθηκε στρατιωτικός διοικητής τῆς Μόσχας, ὅπου ἐδολοφονήθηκε στίς 4 Φεβρουαρίου 1905. Ἡ μεγάλη δούκισα Ἐλισάβετ, μετά τό φόνο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχή. Ἀφιέρωσε τή ζωή της ἐξ ὁλοκλήρου στή φιλανθρωπία καί ἐμφανι-ζόταν σπάνια στήν αὐλή τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, γιά νά νά συ-ναντᾶ τή νεώτερη ἀδελφή της αὐτοκράτειρα Ἀλεξάνδρα. Κατά τήν ἔκρηξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἀνέλαβε τή διεύθυνση νοσοκο-μείου τραυματιῶν καί τήν περίθαλψη αὐτῶν. Κατά τήν ἐπακο-λουθήσασα ἐπανάσταση τοῦ 1917 συνελήφθη καί μεταφέρθηκε στό Αἰκατερινμπούργκ, ὅπου καί ἐφονεύθηκε στίς 21 Ἰουλίου 1918, τρεῖς ἡμέρες μετά τή δολοφονία τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἡ σύναξις πάντων τῶν ἐν Ρωσίᾳ ἁγίων Νεομαρτύρων.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!